ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Γιώργος Χρυσοστόμου δεν θα κάτσει να σκάσει

Ένας από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς της γενιάς του, μας μιλάει μεταξύ άλλων για τους κουλτουριάρηδες ηθοποιούς, τις γυναίκες, τα παζλ.

Το βλέμμα των τριών δευτερολέπτων.

Μία από τις μεγαλύτερες και πιο υποτιμημένες υπερδυνάμεις εκεί έξω είναι ο τρόπος με τον οποίο επιλέγει κάποιος να σε κοιτάξει. Εκείνη η ‘ματιά’ που ενώνει τα χάσματα των στιχουργών ώσπου να πεις ‘για κοίτα στα μάτια λοιπόν’ και που χρειάζεται μερικές στιγμές του χρόνου για να σε ρίξει σε ένα Escape Room και να σε αφήσει να ψάχνεις στοιχεία μέχρι τον αιώνα τον άπαντα. Χωρίς καν τη δυνατότητα να πατήσεις το κουμπί της εξόδου έκτακτης ανάγκης.

Στην αυλή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, έκανε άνοιξη. Στο παγκάκι, που λίγη ώρα αργότερα ο Γιώργος Χρυσοστόμου θα μου έλεγε “Ό,τι έχω ευχηθεί έχει συμβεί. Αλλά έτσι δεν λένε; Πρόσεξε τι εύχεσαι γιατί μπορεί να συμβεί“, έκανε καλοκαίρι. Με ρώτησε πού θέλω να καθίσουμε και άναψε τσιγάρο. Εκείνη ήταν η τελευταία φορά που με κοίταξε στα μάτια.

(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)

Μέτρησα τρία δευτερόλεπτα. Αλήθεια, δεν παίζει να ήταν περισσότερα. Ακόμη, δεν είμαι σίγουρη αν αυτός είναι ένας ακόμη ρόλος από αυτούς που ο ίδιος υποστηρίζει ότι παίζουμε όλοι μας καθημερινά ή αν επρόκειτο για μία έκφραση διακριτικότητας ή δεν ξέρω. Αυτά που ξέρω για τον Γιώργο Χρυσοστόμου που γεννήθηκε στη Ρόδο και τελείωσε τη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, είναι ότι την παράσταση Mistero Buffo που του κρέμασε για ένα χρόνο στο λαιμό το βραβείο Χορν δύσκολα θα την ξεχάσω.

Τα ξημερώματα της ημέρας που τον συνάντησα, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, κάρφωνε στο All Star Game την πίστη μας ότι το καλό, τελικά, μπορεί να σκοράρει. Το ταλέντο;

Ο κύκλος με το ταλέντο, οι ‘τηλεοπτικοί’ ηθοποιοί και η Ελένη (όχι του Πάρη)

Το ταλέντο χάνεται. Ο Αντετοκούνμπο μπορεί να ήταν παιχταράς αλλά αν δεν κάτσει να κάνει σκληρή προπόνηση δεν θα πάει πουθενά. Το ταλέντο είναι το σπίρτο να ανάψει. Μετά θέλει γκάζι. Ειδικά στο θέατρο, μόνο έτσι βγαίνει.

Πολύς κόσμος λέει ‘ο τάδε πόσο καλός είναι σε μία ερμηνεία’, τον ξεχωρίζει και τον βλέπει να παίζει ακριβώς το ίδιο πράγμα 25 χρόνια. Αυτό ναι, είναι ταλέντο αλλά δεν φτάνει.

Έρχονται κάποιοι και μου λένε ‘δεν κάνεις αυτό που έκανες στην τηλεόραση ρε φίλε’. Ναι, δεν το κάνω. Μετά το LAPD έπαιξα τη Λυσιστράτη στην Επίδαυρο και θυμάμαι κόσμο να βάζει στοιχήματα για το ‘ποιος είναι αυτός εκεί πέρα’. Για μένα αυτό είναι ένα θαύμα.

Ο κόσμος βέβαια δεν το βλέπει έτσι. Σου λένε ‘βραβείο Χορν και Μουρμούρα; Γιατί μου το χαλάς’. ‘Κάτσε ρε φίλε, γράφει κάπου στο Βραβείο Χορν ότι πρέπει να πεινάς παίζοντας μόνο ‘κουλτουριάρικο’ θέατρο για το υπόλοιπο της ζωής σου;’

Αν φλερτάρεις και κάνεις καμάκι στα 40 σου όπως όταν ήσουν 18 ε, δεν θα πετύχει. Ε έτσι πάει και με το ταλέντο

Η εξάτμιση μίας μηχανής έβαλε τη συζήτησή μας στο mute. Μόλις οι λοβοί των αυτιών μας βούτηξαν στα φυσιολογικά επίπεδα, ξαναπήρε το λόγο και κάπως καθησυχαστικά μου είπε: “Και μη νομίζεις ότι και από τα λεφτά της τηλεόρασης, θα χτίσω σπίτι και μου έδωσε την πάσα να σχολιάσω την οικονομική κρίση με τη φωνή των ηλικιωμένων που βλέπουμε στις εκπομπές του Γιώργου Αυτιά.

Είμαι ευγνώμων για την κρίση μόνο και μόνο επειδή βαρέθηκα να είμαι γκρινιάρης (σ.σ. γέλια) και γιατί μας έφερε όλους λίγο πιο κοντά. Πάντα, για ό,τι κακό συμβαίνει υπάρχει κάτι καλό που ισορροπεί το πράγμα.

Η κρίση το έφερε πολύ γλυκά. Τώρα πια δεν ισχύει το ‘τηλεοπτικός’ ή ‘θεατρικός’ ηθοποιός. Τώρα δεν θα σου πει κανείς ‘δεν παίζω στην τηλεόραση γιατί είμαι κουλτουριάρης’. Εγώ έχω ζήσει τη φάση που με απέρριψαν επειδή έχω κάνει τηλεόραση. Έχω ζήσει τη φάση που έκανα τηλεόραση και έμεινα εκτός θεάτρου 7 χρόνια ενώ ήθελα να παίξω για να μην κάνω εμπορικό θέατρο.

Παίζει να ήταν από τις λίγες φορές που βλέπω άνθρωπο πρώτα να κάνει την κίνηση και μετά να λέει την ατάκα, γι’ αυτό και όταν ο Γιώργος άρχισε να πηγαινοφέρνει το δεξί του χέρι στο στομάχι του, μπλόκαρα. “Τώρα, δεν ισχύουν αυτά γιατί έχει κόψει η λόρδα“, μου είπε και κατάλαβα. Οπότε βλέπεις αριστερούς σκηνοθέτες κολλητούς της Νέας Δημοκρατίας να είναι στο Παλλάς και να κάνουν μιούζικαλ ενώ παλιά έκαναν μόνο Επιδαύρια.

Βεβαίως αν έχεις μία καβάντζα λεφτά από τον μπαμπά σου μπορείς να είσαι μόνο κουλτουριάρης ή να κάνεις ό,τι άλλο θέλεις. Εγώ θα κάνω ό,τι παράσταση μου αρέσει είτε είναι βαθιάς κουλτούρας είτε όχι. Εγώ πήρα τον Καρατζά τηλέφωνο και επέμεινα να δουλέψουμε μαζί. Δεν είναι ότι με τσίμπησε επειδή ήμουν κουλτουριάρης ή επειδή ήμουν με το Μοσχόπουλο (σ.σ.: σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής Θεάτρου Πόρτα) ή επειδή ήμουν εμπορικός ή επειδή κάτι.

Η αισθητική είναι εκείνη που πρέπει να διατηρείται παντού και από εκεί και πέρα τα standards ανεβοκατεβαίνουν

Αυτό που έχω καταφέρει στην τηλεόραση τουλάχιστον, είναι ότι δεν είμαι συνέχεια. Μετά το LAPD έκανα ένα guest στο ‘Με λένε Βαγγέλη’ και μετά εξαφανίστηκα. Τώρα, μετά από 7 χρόνια ξαναβγήκα. Είχα και την ψυχική ανάγκη να το κάνω. Ήθελα να με ξαναθυμηθεί ο κόσμος και να επικοινωνήσω και το ‘Πέτρες στις Τσέπες του’ που είναι και δική μου δουλειά.

(Ο Γιώργος μαζί με την Νάντια Κοντογεώργη είναι το τέταρτο ζευγάρι της ‘Μουρμούρας’ του Alpha)

Γι’ αυτό άλλωστε βγήκα και στο πρωινό ενώ έλεγα δεν θέλω να βγω. Πήγα στην Ελένη και σε πληροφορώ ότι πέρασα και πολύ καλά. Γελάσαμε πολύ. Πήγα δύο φορές. Μία με τη Νάντια λόγω σήριαλ και μία μόνος μου για το θεατρικό.

Ένα ‘μίλα μου λίγο για Ελένη’ έπεσε στο τραπέζι, παγκάκι για την ακρίβεια.”Η Ελένη είναι μαστόρισσα στη δουλειά της. Την πειράζουν, την κάνουν, τη δείχνουν επειδή τη ζηλεύουν. Και σε πληροφορώ ότι σχετικά με ό,τι κυκλοφορεί φέτος από πρωινό μόνο στην Ελένη αξίζει να πας. Επειδή έχω πάει και σε κάτι άλλους, η Ελένη ήταν διακριτικότατη ούτε σε δύσκολη θέση με έφερε ούτε τίποτα.

Και, μετά το σύντομο διαφημιστικό διάλειμμα για καφέ και συμπάθεια, επιστροφή στην κρίση: “Η τηλεόραση τώρα μαθαίνει και αυτή να μην ξοδεύει αβέρτα. Από τα 90s και μετά η τηλεόραση έγινε πηγάδι. Φάγανε, κάνανε, μπήξανε. Όποιος ήθελε τότε έκανε σήριαλ. Φτάσαμε ένα κανάλι να έχεις 24 σήριαλ. Μην τυχόν και ο κόσμος βγει από το σπίτι του και κάνει τίποτα άλλο.

Στο ειδησεογραφικό είναι που έχει φάει ένα πακέτο η τηλεόραση. Για το καλλιτεχνικό δεν είμαι σίγουρος. Βέβαια, ειδήσεις στην τηλεόραση δεν βλέπουν τόσο οι νέοι, οι νέοι τα μαθαίνουν όλα από το ίντερνετ. Η μάνα μου θα δει ειδήσεις. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, η μάνα μου έχει και Facebook”.

Φόβος και παράνοια στα Social Media

Ο Γιώργος, δεν έχει (Facebook). Δεν είχε ποτέ; Απόρησα. “Μια φορά, πάνω σε ένα μεθύσι έκανα ένα Facebook με ψεύτικο όνομα και το πρωί πάλι έψαχνα πώς να το απενεργοποιήσω. Δεν ξέρω πώς να το διαχειριστώ ρε παιδί μου από ανωριμότητα“, μου απάντησε.

Μου λένε ‘κάν’ το μόνο για τη δουλειά’. [Με σκουντάει συνωμοτικά] ‘Έλα τώρα, μόνο για τη δουλειά δεν γίνεται’. Θα αρχίσω να φλερτάρω, να βλέπω φάτσες.

Και ο χρόνος μου είναι τόσο πολύτιμος τώρα, με τέσσερις δουλειές, που η ξεκούραση μου είναι πολύ σημαντική. Και αν με ρουφήξει αυτό το πράγμα, γιατί θα με ρουφήξει, την έβαψα.

Δεν είμαι ιδεολόγος, το φοβάμαι. Νομίζω ότι θα πάθω πανικό με τόσες προσκλήσεις. Κάποια στιγμή έκανα MySpace και άρχισα να παθαίνω πανικό και μετά, δεν ήξερα πώς να βγω

Από την άλλη δεν μου πολυαρέσει να ξέρει ο κόσμος πού βρίσκομαι. Είμαι ούτως ή άλλως αρκετά εκτεθειμένος. Είμαι στο θέατρο, την τηλεόραση, τα μπαρ που παίζω μουσική. Σκέψου ότι ήδη τον τελευταίο καιρό νιώθω ότι έχει ξεφύγει αυτό το πράγμα. Ε, με το Facebook είμαι σίγουρος ότι θα γίνει χειρότερο.

Καμιά φορά γυρνάω σπίτι και λέω ‘ρε φίλε τώρα αν είχα Facebook θα είχα πέντε φίλους να πω κάτι’. Το καταλαβαίνω, δεν το κρίνω άσχημα. Δεν μπορώ απλά να διαχειριστώ την υπερπληροφόρηση, τις άχρηστες πληροφορίες.

Και το Youtube μόνο για μουσική το έχω. Δεν βλέπω αστεία βιντεάκια.

Γιώργο, έχεις κάτι πέτρες στις τσέπες σου

 

Έτσι εξηγείται και το ‘δεν θα πάθει κανείς τίποτα αν μείνετε για λίγο εκτός από τα social media’ που λέει στο κοινό αμέσως μετά το δίλεπτο (ίσως και παραπάνω) μπασκετάκι man to man που παίζουν με τον Μάκη Παπαδημητρίου λίγο πριν ξεκινήσει η παράσταση Πέτρες στις Τσέπες του, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.

Στην παράσταση πριν αρχίσουμε να το λέμε βλέπαμε πρόσωπα να λαμπυρίζουν και λέγαμε ‘μα τι είναι αυτό; Δεν σε ενδιαφέρω ρε φίλε; Ή είμαστε σινεμά για να μη σε νοιάζει;’

Προφανώς, άφησα την ερώτησή του να αιωρείται πάνω από το παγκάκι της αυλής του Θεάτρου. Άλλαξα συζήτηση. Ξεφύγαμε λίγο από το κοινό και αρχίσαμε να μιλάμε για την παράσταση που άνετα μπορεί να λάβει τις τιμές της καλύτερης ή έστω μίας εκ των καλύτερων της χρονιάς. Φυσικά, μοιράστηκα μαζί του ότι ήταν η πρώτη παράσταση που είδα ως έφηβη και εκείνος πέταξε ένα ‘Α, τι ωραία‘ κάπως ενοχλημένος. Δεν κατάλαβα στην αρχή γιατί. Μετά το “είχαμε το άγχος τι θα γίνει γιατί οι περισσότεροι ασχολούνταν με το αν θα τα πάμε καλύτερα από τον Κωνσταντίνο και τον Δημήτρη. Καμιά φορά ξέρεις οι άνθρωποι στο μεταφέρουν αυτό και ερήμην τους όταν σου λένε ότι ‘τότε, είχε σκίσει’. Ε και τι; Θα πρέπει να αγχωθώ;“.

Εκεί ήταν που κατάλαβα και άρχισα να υποθέτω και το λόγο που μου φάνηκαν διαφορετικά τα κείμενα των δύο παραστάσεων.

 

Τα παιδιά (σ.σ.: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Δημήτρης Λιγνάδης) άλλαξαν το κείμενο. Εμείς το κρατήσαμε“.

Για να καταλάβεις, πρώτα πήραμε στα χέρια μας το δικό τους κείμενο, με τα κοψίματα και τα ραψίματα. Αλλά δεν καταλαβαίναμε πολλά. Έτσι αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στο αρχικό. Ούτως ή άλλως το θέμα ‘παιδί’, ‘κηδεία’, ‘αυτοκτονία’, ‘σκοτάδι’, ‘μελαγχολία’ θα το κρατούσαμε όπως και να είχε. Αλλιώς θα κάναμε μία βιρτουόζικη ανταλλαγή ρόλων και θα καμωνόμασταν στο κοινό τους καμπόσους για το πόσο καλά μπορούμε να υποδυθούμε το οτιδήποτε. Το θέμα ήταν να περαστεί και ένα μήνυμα.

Από τα συμφραζόμενα, την παράσταση Μαρκουλάκη-Λιγνάδη, μάλλον, δεν την είχε δει. Καλού κακού, τον ρώτησα.

Την παράσταση, παρά το γεγονός ότι ήρθε και στη Θεσσαλονίκη και είχα τη δυνατότητα να πάω, δεν την είδα ποτέ. Από αντίδραση. Άκουγα ότι ήταν και οι δύο καταπληκτικοί και επειδή είμαι πολύ ζηλόφθων δεν ήθελα να πάω να καταστρέψω τον εαυτό μου και να δω δύο καταπληκτικούς. Γιατί να μου το κάνω αυτό;

Και μιας και μιλάμε για καταπληκτικούς, είχε έρθει η ώρα να του δώσει τα αντίστοιχα εύσημα για τις ερμηνείες τους επί σκηνής. Για την εκπληκτική Κάρολι Τζιοβάνι του που όπως λέει ο ίδιος “αν την έκανε πριν από δέκα χρόνια, νομίζω ότι θα την έκανα λάθος” γιατί τώρα είναι που οι κακοί ήρωες είναι δικαιωμένοι. Πρέπει να τους δικαιολογείς όλους“, μου εξήγησε.Αν δεις τώρα πια σε ταινίες, έχει και ο κακός λίγο δίκιο. Γιατί πέρασε κάτι στην παιδική του ηλικία ή δεν ξέρω τι.

Μέσα στα συγχαρητήρια, μπήκε και το ‘καμένο’ όπως το λέει και ο ίδιος, αστείο παρμένο από τη φάση με τον Γιαννάκη και τον Τσατσένκο.”Όταν διαβάζαμε το κείμενο, πέσαμε πάνω σε μία φράση που έλεγε ‘Τι να σου πω, μου ‘χαν κόψει μία κλήση το 87′ και το ’87’ το είχε γραμμένο με απόστροφο. Ε, η εικόνα αυτή μας πήγε κατευθείαν στο μπάσκετ του ’87. Αποφασίσαμε λοιπόν να παίξουμε τη μουσική από τότε που εντάξει, ελάχιστοι δεν την έχουν ταυτισμένη έτσι στο μυαλό τους. Και εγώ 7 χρονών ήμουν τότε αλλά το έπαιζε παντού για τα επόμενα πέντε-έξι χρόνια. Το είχαμε γράψει στην κασέτα, το βλέπαμε στο βίντεο, το ξαναβλέπαμε“.

Γενικά, στην παράσταση το μπάσκετ, το έχουν τιμήσει.

Μέχρι να αρχίσει μία παράσταση, πλήττω ή κατουριέμαι. Πόσο να δω το πρόγραμμα;

Δεν υπάρχει πουθενά στο κείμενο μπάσκετ. Ιρλανδία είμαστε, ιδέα δεν έχουνε. Το βάλαμε όλο σαν ένα backyard. Στην αρχή είχαμε και ένα τραμπολίνο. Έξω, συνηθίζουν να βάζουν τραμπολίνο σαν ένα συμβολισμό της ανάτασης της ψυχής.

Εμείς απλώς σκεφτήκαμε, μιας και αγαπάμε το μπάσκετ να έχουμε στο σκηνικό μας μία μπασκέτα για να κάνουμε ζέσταμα on stage. Καμιά φορά όταν δεν είμαστε πολύ κουρασμένοι καλούμε δύο άτομα από το κοινό και παίζουμε στο τέλος της παράστασης.

Έβλεπα ασταμάτητα μπάσκετ όσο έπαιζε ο Τζόρνταν, στα 90s δηλαδή. Τώρα άμα σου πω ότι μου αρέσει πια και παρακολουθώ καλλιτεχνικό πατινάζ, πιθανότατα δεν θα με πιστέψεις. Κι όμως.

Η μοναξιά, οι επιλογές και το (μον)ακριβο κρεβάτι του

 

Η φάση ‘είμαι μόνος’ σημαίνει ότι ουσιαστικά δεν είμαι έτοιμος να ανοίξει το σπίτι και να μπει κάποιος μέσα. Αυτό έχει πάντα δύο πλευρές: Έχει τις φορές ξυπνάς και λες ‘Δόξα τον Πανάγαθο, δεν έχω κάποιον πάνω από το κεφάλι μου’ και έχει και εκείνες που γυρνάς το βράδυ σπίτι ειδικά μετά από το θέατρο και λες ‘Όχι ρε φίλε, πού πας τώρα’. Και από τον πολύ κόσμο στον κανένα δεν είναι εύκολο. Γι’ αυτό βλέπεις πολλούς ηθοποιούς να πηγαίνουν μετά την παράσταση για ένα φαγητό, ένα ποτό. Γιατί δεν αντέχεται από το ‘ουάου’ στην απόλυτη ησυχία.

Είναι το μυαλό που ούτως ή άλλως βρίσκεται σε υπερδιέγερση αλλά είναι και η ψυχή. Σε ορισμένες περιπτώσεις μετά από μία παράσταση νιώθεις όπως όταν μετά το σεξ. Στο ‘Ρινόκερο’ για παράδειγμα ήσουν σε ένα χώρο όπως το Θέατρο Θησείον, που έχεις ξεγυμνωθεί και κυριολεκτικά, έχεις πει πράγματα πιο βαθιά. Μετά έρχεται κόσμος, σε αγγίζει.

Το ιδανικό θα ήταν να παίζεις πάντοτε στις 7 το απόγευμα ώστε στις 12 να πέφτεις για ύπνο. Όταν τελειώνει η παράσταση 23.30-00.00 ο ύπνος σε παίρνει στις 03.00.

Έχω θέμα με τις αϋπνίες τα τελευταία 15 χρόνια. Ένα μεγάλο μέρος του κόσμου με την υπερένταση και το στρες χάνει τον ύπνο του ή δεν τον θεωρεί σημαντικό.

Έκανα πρόσφατα μία από τις μεγαλύτερες επενδύσεις και αγόρασα το καλύτερο κρεβάτι που έχει η αγορά. Είπα δεν θέλω αυτοκίνητο, δεν θέλω μηχανή, θα πάω να πάρω την κρεβατάρα του αιώνα. Καταλαβαίνω πια ότι ο ύπνος είναι επένδυση

Αν σκεφτούμε ότι τώρα με δύο ώρες ύπνου την ημέρα δουλεύω τόσο καλά, σκέψου τι θα γίνει αν κοιμηθώ ένα 6ωρο. Το πρόβλημα είναι ότι δεν σταματάει να δουλεύει αυτό εδώ” και μου δείχνει το μυαλό του με το αριστερό χέρι.

Αλλά από μία ηλικία και μετά, όταν αρχίσουν και πεθαίνουν συνομήλικοί σου ή πιο μετά γίνεις παππούς και βρεθείς πιο κοντά στο θάνατο τα πράγματα δυσκολεύουν. Γι’ αυτό πολύς κόσμος εμφανίζει ψυχοσωματικά.

Άρχισε να μου εξηγεί ότι οι άνθρωποι της πόλης αποθηκεύουμε υποσυνείδητα θορύβους και άγχη και ότι γι’ αυτό διαβάζουμε παντού αυτό το ‘πήγαινε στην εξοχή να κάνεις restart’. Αυτός ωστόσο, τη γενέτειρά του τη Ρόδο, δεν την έχει συνδέσει με χαλάρωση.”Εγώ μεγάλωσα στη φύση δουλεύοντας. Δεν κάναμε πικ νικ ούτε ήταν ότι είχαμε το εξοχικό μας και πηγαίναμε και χαλαρώναμε. Γι’ αυτό και δεν το είδα ποτέ ως χαλάρωση. Δουλεύαμε ως αγρότες.

Τα παιδία παίζει (ρόλους)

 

Οι άνθρωποι έχουμε μια φυσική τάση από τις σπηλιές κιόλας να παίζουμε ρόλους. Ξεκινάει από προσαρμοστικότητα και φτάνει μέχρι την παράνοια. Εμείς οι δύο τώρα, παίζουμε έναν ρόλο. Έχουμε βάλει το καλό μας το πρόσωπο. Κουβεντιάζουμε με μία σύμβαση ότι είμαστε χαλαροί και ότι λέμε την αλήθεια. Δεν τη λέμε. Αλλιώς θα ήμασταν οι δυο μας υπό άλλες συνθήκες σε ένα μπαρ αν φλερτάραμε, αλλιώς αν εγώ ήμουν ομοφυλόφιλος.

Παλιά, θέλανε όλοι να γίνουν ηθοποιοί γιατί ήθελαν όλοι να βγουν στην τηλεόραση. Τώρα, ευτυχώς, θέλουν όλοι να γίνουν τραγουδιστές. Γι’ αυτό και ανθίζει το talent show

Ρόλους παίζουμε όλοι όλη μέρα, απλώς αυτοί είναι ενστικτώδεις. Δεν είναι το ίδιο με αυτούς που θα στους γράψουν.

Ρόλος είναι και η φίλη μου που είναι από το πρωί μέχρι το βράδυ μέσα στην τρελή χαρά (παίζει και φωνάζει ‘σούπερ’). Ε είναι έτσι την πρώτη, τη δεύτερη, την τρίτη φορά ε την τέταρτη, βάζει τα κλάματα και μου λέει ‘είμαι σκατά’. Εγώ είμαι το ανάποδο. Και αυτό είναι ρόλος. Και γιατί το κάνουμε; Για να αποφύγουμε την πραγματικότητα που είναι βαρετή.

Μία κυρία βγήκε στην αυλή και άρχισε να μαζεύει τα σκουπίδια. Ποτέ μου δεν περίμενα ότι θα θυμάμαι τον αριθμό των κάδων στο θέατρο του Νέου Κόσμου. Ο θόρυβος κάθε φορά που έσπρωχνε τα μεταλλικά καλάθια στο τσιμέντο ώσπου να βγάλουν τα σωθικά τους στη σακούλα μου έμαθε ότι ο μαγικός αριθμός είναι το τρία. Ναι, το έκανε τρεις φορές. Και ναι, ο Γιώργος άναψε σαν το σπίρτο του ταλέντου που λέγαμε παραπάνω. Τον ρώτησα για τις σειρές που βλέπει, έτσι, για να αλλάξουμε λίγο κλίμα. Μου απάντησε ότι δεν βλέπει. Νόμιζα ότι δεν άκουσα καλά.

Δεν βλέπω σειρές. Δεν μπορώ καθόλου. Ξεκίνησα κάποια στιγμή το Game of Thrones (σ.σ. κάνει τον αηδιασμένο) το παράτησα στον δεύτερο κύκλο. Τώρα άρχισα το Breaking Bad, αρρώστησα από τον πρώτο κύκλο και άρχισα να λέω ‘Παναγία μου’. Το μόνο που άντεξα περισσότερο ήταν το Prison Break και είδα τρεις σεζόν. Μετά και αυτοί το τράβηξαν από τα μαλλιά και το παράτησα.

 

Με πιάνει στρες που δεν προλαβαίνω και που το βλέπουν όλοι και μιλάνε γι αυτό. Επί Singles όλοι έβλεπαν το Lost. Χαμός. Τους θυμάμαι να λένε, να λένε.

Εδώ και πολύ καιρό εν τω μεταξύ έχω φάει και μία άρνηση και δεν βλέπω κινηματογράφο. Δεν ξέρω, δεν μπορώ. Όχι από αγοραφοβία, απλά δεν μπορώ να πάω σε σινεμά με άλλον. Έχω φάει μία εμμονή με καμιά 500άρα ταινίες που έχω σε DVD και ενώ τις έχω δει τις ξαναβλέπω.

Δεν πάω σε καινούρια με τίποτα. Το έχω συζητήσει και με την ψυχίατρό μου αυτό. Κάτι θέλω και δεν θέλω. Μου λένε τράβα στο La la land. Δεν θα πάω ποτέ. Έτσι έγινε και με το Μη Αναστρέψιμος. ‘Πήγαινε δες το Γιώργο’, ε, δεν πήγα ποτέ. Δεν θέλω να είμαι μέρος αυτής της φάσης. Προτιμώ να το ανακαλύψω μόνος μου. Σκέψου ότι γι αυτόν το λόγο δεν ακούω Χατζηδάκι. Έχω ακούσει και έχω και πέντε δίσκους του αλλά θέλω να πω ότι δεν τον ακούω όσα θα ήθελα γιατί όταν μου λένε κάτι μην το χάσεις, δεν μπορώ.

Και το laptop που ‘θυσίασε’ πριν για να πάρει κρεβάτι, τι το κάνει; Η απορία, λύθηκε. “Στο laptop έχω βγάλει την μπαταρία, το έχω σε ένα σταθερό σημείο με πολύ καλά ηχεία και παίζει μουσική. Ουσιαστικά, το χρησιμοποιώ για να γράφω δισκάκια σε φίλους ή όταν παίζω dj, για να βλέπω τα mails μου και πορνό. Δεν πάει σε άλλη χρήση. Άντε καμιά φορά να πατήσω καμιά συνέντευξη αν και μου είναι δύσκολο να πληκτρολογώ.

Ας περιμένουν οι γυναίκες

Βράδια Δευτέρας και Τετάρτης, στο Κεραμείο και το Μπρίκι του Παγκρατίου, ο Γιώργος ανεβαίνει στα decks. Καλά, και ζεν πρεμιέ και dj, σαν πολλά δεν μας τα έχει πει;

Εγώ ευτυχώς έχω απήχηση μουσικά στους άντρες. Ξέρεις γενικά δεν με ενδιαφέρει αν αρέσει η μουσική μου στην κυρία από τη Χαλκίδα που ήρθε να με ακούσει να παίζω. Ήρθε μία τις προάλλες και μου είπε ‘χάλια παίζεις’, ε ‘φύγε’. Εκείνη νόμιζε ότι παίζω μουσική. Στο μπαρ υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι είμαι και εκεί διασκεδαστής όπως και στο θέατρο. Δεν είμαι όμως.

Όταν πρωτοβγήκε στο γυαλί και δέχτηκε τις πρώτες γυναικείες ‘επιθέσεις’, ο κόσμος της σόουμπιζ, τον έλεγε ‘ξινό’ ή τουλάχιστον αυτό το feedback έπαιρνε αυτός. Τώρα, τα πράγματα έχουν ηρεμήσει κάπως. “Βέβαια μου αρέσει να με προσεγγίζουν γυναίκες. Εννοείται. Μάλιστα όταν το βλέπω να χαλαρώνει, το αναζωπυρώνω. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, αλλιώς δεν θα έκανα αυτή τη δουλειά. Την κάνω και για ναρκισσιστικούς λόγους καθαρά.

Αλλά ένα πράγμα που δεν μπορώ με τα χρόνια να διαχειριστώ είναι η αμηχανία που προκαλεί μία επιθετική προσέγγιση η οποία υπό την επήρεια αλκοόλ, μου δημιουργεί και έναν εκνευρισμό. Γιατί αν εγώ της πω ‘το Χριστό σου’, εκείνη θα βγει στα Facebook και θα πει ο ‘Χρυσοστόμου είναι μαλάκας’.

Ευτυχώς δεν μου συμβαίνουν πράγματα όπως στον Γεωργούλη ή αντίστοιχα της εποχής Νινιού που ξέρω ότι τον φυγαδεύανε. Χαίρομαι γιατί έχω βρει τον τρόπο να κυκλοφορώ στο μετρό, να περπατάω με τα πόδια, να μην κρύβομαι.

Δεν μπορώ αυτούς που λένε ‘με κυνηγάνε οι παπαράτσι’. ‘Ε μα και εσύ πού πας;’ Δηλαδή τώρα σε πάρω και βγούμε οι δυο μας στη Γλυφάδα αύριο θα είμαστε ζευγάρι. Παίζει ρόλο πού πας και τι μέρα. Όσοι το γκρινιάζουν είναι επειδή το γουστάρουν.

Προχθές, πέτυχα πάλι μία μεθυσμένη περίπτωση, σε ένα μαγαζί που έτρωγα. ‘Ήρθε από πίσω μου και άρχισε να μου μιλάει. Συμβαίνει.

Οι ‘βρωμιές’, ο θάνατος και η γιόγκα

Εντελώς αδιάκριτη, αλλά τον ρώτησα πού έτρωγε εκείνη την ημέρα. Η συζήτηση που ακολούθησε σήκωνε τσιγάρο. Μιας και δεν καπνίζω, ανέθεσα στο Γιώργο να ξεχαρμανιάσει για χατίρι μου.

Τρώω εμμονικά στις Σεϋχέλλες που πάντα μου αρέσει το φαγητό. Δεν πάω παραπέρα σε ποιο γκουρμεδιάρικα. Μαγειρεύω και μόνος μου αρκετά.

Αυτό που έκοψα και μου άρεσε πάρα πολύ ήταν το να παραγγέλνω απέξω βρώμικα. Μου άρεσαν πολύ οι βρωμιές. Αλλά η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση κόντεψε τρεις φορές να με στείλει στο θάνατο την ώρα του ύπνου, οπότε την τρίτη φορά το πήρα πολύ σοβαρά. Μία εποχή έκανα κάτι πάρα πολύ κακό. Έμενα τότε στο Ψυχικό και επί ενάμιση χρόνο έτρωγα KFC. Έφτασα 114 κιλά.

“Κάτι σαν το ντοκιμαντέρ με το πείραμα που έτρωγε ο άλλος μόνο Mc Donalds”, του φώναξα χαρούμενη λες και βρήκα τη λέξη που κερδίζει το εκατομμύριο. “Ακριβώς σαν το πείραμα” μου είπε με απογοήτευση. Τώρα, που δουλεύω σκληρά βάζω στον εαυτό μου πιο ακριβά αλλά πιο ποιοτικά πράγματα. Ξέρω δηλαδή ότι θα την ακριβοπληρώσω την μπριζόλα αλλά θα κάνω καλό στο στομάχι μου.

Πια, δεν μπορώ να φάω πίτσα. Ακόμα και σε φάση λιγούρας ή μετά από κανένα μεθύσι αυτά που παίρναμε πατάτες με τυρί στη μέση κλπ, έχουν κοπεί. Και μόνο που σκέφτομαι τι ταλαιπωρία θα τραβήξω μετά, ξενερώνω. Ευτυχώς. Αλλά για να συμβεί, έπρεπε να μου φτάσει το φαγητό πίσω από τα μάτια στον ύπνο μου μόνος μου να σκέφτομαι ‘θα πεθάνω τώρα;’.

Τώρα ξαναέχασα τα κιλά μου και είμαι χαρούμενος.

Εκείνη την ώρα και ενώ εκείνος άρχισε να μου εξηγεί πόσο τον βοήθησε και η γυμναστική, σαν flashback άστραψε στο μυαλό μου η εικόνα του να κάνει στάσεις τις γιόγκα (εξαιρετικά δύσκολες) ενώ υποδύεται την Κάρολι Τζιοβάνι, την χολιγουντιανή σταρ που λέγαμε παραπάνω επί σκηνής.

Κάνω γύρω στους 16 χαιρετισμούς στον ήλιο. Δεν πάω σε μαθήματα γιόγκας όμως. Δεν έχω καταφέρει να μπω σε μάθημα γιόγκα και να μην σταματήσω στην έβδομη ανάσα να σκέφτομαι άλλα.

Ασκήσεις ηρεμίας για απρόβλεπτους λύτες

Δεν ηρεμεί εύκολα. Δεν το έχει ούτε με τον διαλογισμό, ενώ του έχουν πει ότι θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Ωστόσο, υπάρχει κάτι που τον ηρεμεί. Και όχι, δεν θα το βρεις. “Με ηρεμεί το παζλ. Βρήκα ένα από τα πιο δύσκολα που θα μπορούσα να βρω, ήταν όλα μαύρα.

Σιωπή και γέλια.

Ήταν ένας πίνακας του Μοντιλιάνι. Ένα λευκό πρόσωπο και όλα τα άλλα μαύρα, 1500 κομμάτια, 500 λευκά και 1000 μαύρα. Κατάλαβα ότι ‘το έχω’. Μέχρι στιγμής έχω φτιάξει τρία 1500άρια και τώρα είμαι στο τέταρτο.

Δεν διαβάζω βιβλία δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Μπορεί να καθίσω πάνω σε μία γραμμή καμιά ώρα και να σκέφτομαι άλλα. Δεν έχω καταφέρει να τελειώσω ποτέ κάποιο.

Βιβλία δεν διαβάζει, με ταινίες και σειρές δεν τα βρήκαμε, δεν μπορεί στα ταξίδια θα τον πετύχω, σκέφτηκα. Θα του αρέσουν, σκέφτηκα. Θα κάνει πολλά, σκέφτηκα. Ευτυχώς, δεν σκέφτηκα να παίξω στοίχημα: “Έχω καιρό να φύγω ταξίδι. Μου αρέσει να φεύγω μόνος” ήταν η απάντηση που έλαβα αλλά δεν πρόλαβα να σχολιάσω όσο ήθελα γιατί ένα τσουνάμι ήρθε στο μυαλό του Γιώργου και μας τα έκανε μούσκεμα.

Ξαφνικά, άλλαξε φωνή, πήρε ύφος δασκάλου, κοίταξε μία εμένα και μία την Φραντζέσκα και μας είπε.

Ποτέ με ζευγάρι διακοπές. Ποτέ, ποτέ, ποτέ. Είναι δύσκολη πίστα. Ούτε διήμερο. Τίποτα

Έπανήλθα στα ταξίδια μιας και δεν μου άφησε τρελά περιθώρια διαφωνίας. Μου είπε ότι προτιμά το ταξίδι με αυτοκίνητο από αυτό με μηχανή γιατί του αρέσει να έχει μουσική. “Βάζω Porcupine Tree δυνατά και πάω“, μου είπε και έκανε την κίνηση που δείχνει με το χέρι τον ορίζοντα. Έχω καιρό να πάω όμως. Δεν έχω αυτοκίνητο πια, το ‘έστειλα’. Έχω ένα μηχανάκι που με βολεύει για την πόλη και με το οποίο είχα πάει στην Πάτρα μια φορά και πόνεσα.

Αυτό που θέλω να κάνω, το έχω φαντασίωση είναι να πάω με λεφτά στο αεροδρόμιο και να διαλέξω πτήση για το εξωτερικό“. Δεχόμαστε αιτήσεις για το ποιος δεν έχει αυτήν τη φαντασίωση. Μου το φυλούσε για το τέλος αυτό το κάτι που θα συμφωνούσα μαζί του, είναι βέβαιο.