ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Παύλος Ευαγγελόπουλος δεν χρειάστηκε να τρέξει για δουλειές ή για γυναίκες

Ο 55χρονος πρωταγωνιστής του 'Έλα στη Θέση μου' του Alpha είναι ένας αμετανόητος μοναχικός λύκος. Δεν θα σου επιτεθεί ποτέ, αλλά αξίζει ν' ακούσεις προσεκτικά αυτά που θα σου πει.

Δυόμισι ώρες δρόμο. Τόσο απείχε το κολέγιο που πήγαινε ο 18χρονος Παύλος στο Melbourne Beach της Φλόριντα από το Μαϊάμι, όπου του άρεσε να βγαίνει. “Μετά τις πανελλήνιες, στις οποίες πήγα εντελώς αδιάβαστος, πήγα πρώτα στο Λονδίνο. Αλλά με χάλαγαν όλα. Ο καιρός, ο κόσμος και κυρίως ότι έπρεπε να κοιμάμαι στις 23.00 ενώ είχα συνηθίσει από την Αθήνα να γυρίζω σπίτι στις επτά το πρωί που έκλειναν τα bar. Οπότε, λίγο μετά, έφυγα για σπουδές οικονομικών στο Nasson College στο Μέιν”.

Μια απόσταση που, φαντάζομαι, ότι γίνεται ακόμη πιο μικρή όταν βρίσκεσαι πίσω από το τιμόνι μιας κόκκινης Ford Mustang, με τον άνεμο να ανεμίζει στη χαίτη σου. 

”Πέρασα πολύ ωραία φοιτητική ζωή τα χρόνια που έμεινα στην Αμερική. Τόσο στο Μέιν όσο και στην Φλόριντα. Με πολλά ξενύχτια, πολλές χαζοαμερικάνες που τις ‘έψηνε’ το γεγονός ότι ήμουν Έλληνας και γενικά Μεσόγειος και πολλά ταξίδια με το αυτοκίνητο σε Νέα Υόρκη, Σικάγο και όλη την ανατολική ακτή”.

(Φωτογραφίες: Γεωργία Παναγοπούλου / tourettephoto.com) 

Βλέπεις ο Παύλος, πριν επιστρέψει στην Ελλάδα λόγω χρεών και κάνει μακροβούτι -ένεκα του Δαλιανίδη που τον ανακάλυψε- στο χώρο της υποκριτικής, έχει ζήσει μια φοιτητική ζωή από εκείνες που βλέπουμε μόνο στις Αμερικάνικες κολεγιακές ταινίες που αγαπάμε. 

Γύρισα στην Ελλάδα γιατί τα γ@μ!σ@ όλα. Σε ρούχα, σε αυτοκίνητα, στα πάντα. Δεν θυμάμαι πόσα είχα καταλήξει να χρωστάω

“Και επειδή ήξεραν ότι πάω πανεπιστήμιο, μπορούσαν να με βρουν ανά πάσα στιγμή. Βλέπεις μου είχε ανοίξει λογαριασμό σε τράπεζα ο πατέρας μου για να μου στέλνει τα δίδακτρα και εκείνοι μου έδωσαν ένα καρνέ επιταγών με το οποίο πλήρωνα τα πάντα. Τέτοιες μ@λ@κίες έκανα. Αλλιώς σκόπευα να μείνω στο εξωτερικό για πάντα”.

Αυττό είναι ένα κομμάτι της ζωής του, το οποίο ο εφτάψυχος γιος του πολυμήχανου Καρδιτσιώτη αγρότη που ήρθε στην Αθήνα και ασχολήθηκε πρώτα με την οικοδομή και μετά με τις βιοτεχνίες ρούχων (σ.σ. η μητέρα του δούλευε στο εργοστάσιο με τα ντολμαδάκια της Ζενίθ, με τα οποία μεγάλωσε και ο ίδιος), δεν το έχει πολυαναλύσει σε κάποια του συνέντευξη.

“Οι γονείς μου ήρθαν από το χωριό μας στην Καρδίτσα, τον Κέδρο, όταν ήμουν τεσσεράμισι ετών. Το μόνο που θυμάμαι είναι τα δυο άλογα που είχαμε και τα οποία βάζαμε μπροστά να ανοίγουν το δρόμο όταν χιόνιζε”.

Κάτι που, καθώς τον γνωρίζω σιγά σιγά, δεν μου κάνει καθόλου εντύπωση καθώς ο γοητευτικός 50άρης που έχω απέναντί μου έχει το βασικό χαρακτηριστικό του άντρα παλιάς κοπής. Δεν γουστάρει δηλαδή ιδιαίτερα να μιλάει για την πάρτη του.

“Το πρώτο μου μεροκάματο ήταν στην οικοδομή με τον θείο μου, το καλοκαίρι μετά την 5η γυμνασίου. Ήθελα λεφτά για να πάω διακοπές με μια γκόμενα, την Σίσσυ. Τελικά δεν πήγαμε ποτέ γιατί τσακωθήκαμε και τα έφαγα τα λεφτά. Γενικά, ως έφηβος ήμουν λίγο αλητεία. Δεν πολυπάταγα στο σχολείο”.

Με τη μόνη διαφορά ότι ο -φανερά εσωστρεφής, διαχρονικά ντροπαλός και βαθιά μοναχικός- Περιστεριώτης Ευαγγελόπουλος (που ήθελε από πάντα να γίνει ηθοποιός και του οποίου το εφηβικό δωμάτιο ήταν γεμάτο με αφίσες του Αlain Delon, των Led Zeppelin και του Παναθηναικού), κρύβει μια καλλιτεχνική ευαισθησία που κάνει το βλέμμα του να εκπέμπει στιβαρή γλύκα και όχι παλιομοδίτικη ‘ματσοσύνη’, όπως κάλλιστα θα μπορούσε να συμβαίνει.

“Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη μου νύχτα στο κρατητήριο. Ήμουν 17 ετών, είχα μόλις αγοράσει την πρώτη μου μηχανή, μια 400άρα Honda, και με έβαλαν μέσα γιατί δεν είχα ούτε κράνος, ούτε δίπλωμα. Για κάποιο λόγο ήμουν εγώ και 12 ταξιτζήδες, που ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί ήταν μέσα. Το επόμενο πρωί ήρθε και με έβγαλε ο πατέρας μου'”.

Εννοείται ότι το πρώτο πράγμα που καιγόμουν να μάθω για αυτόν ήταν ότι είχε να κάνει με την εποχή της βιντεοκασέτας. Ξεκινώντας από το ποιες ήταν οι πιο σέξι συμπρωταγωνίστριες με τις οποίες είχε δουλέψει.

Πιο ωραίες και ακαταμάχητες θεωρώ την Βάνα Μπάρμπα και την Ελένη Φιλίνη. Υπήρχαν και άλλα κορίτσια που ήταν σέξι εκείνη την εποχή, αλλά τελικά δεν προχώρησαν

“Επίσης, οι ταινίες στις οποίες έπαιξα και έγινα γνωστός ήταν κινηματογραφικές (π.χ. ο Παπασούζας, Οι Επικίνδυνοι, Έλα να γυμνωθούμε ντάρλινγκ, Όταν οι ρόδες χορεύουν). Η εποχή της βιντεοκασέτας ήρθε ύστερα. Δεν έκανα πολλές, γιατί δεν ήθελα να φθαρώ, αλλά το χρεώθηκα όλο αυτό αφού ο κόσμος με ταύτισε έτσι και αλλιώς με αυτές”.

Εννοείται ότι δεν σκόπευα να αφήσω την ευκαιρία να μας δώσει καμία συμβουλή γενικά για τις γυναίκες, ένα ‘άθλημα’ με το οποίο ασχολείται με μεγάλη επιτυχία από τα 16 του.

Αυτό που έχω μάθει είναι ότι οι γυναίκες δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Δεν ξέρουν τι θέλουν

“Θα σε γουστάρει π.χ. γιατί είσαι αξύριστος και της βγάζεις κάτι brutal. Την τρίτη μέρα πάνω θα σου πει να ξυριστείς γιατί την τσιμπάς και καπάκι θα παίξει μπάλα με τον απέναντι που είναι αξύριστος. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω φάει ποτέ χυλόπιτα. Ήμουν τυχερός, ειδικά στο ξεκίνημά μου. Δεν χρειάστηκε να τρέξω για δουλειές ή για γυναίκες. Από την άλλη δεν ξέρω πως την πέφτουν σε μια γυναίκα σε ένα μπαρ. Δεν το έχω κάνει ποτέ. Δεν είναι ότι φοβάμαι την απόρριψη. Δεν έχω απλά τι να της πω για να ξεκινήσει η συζήτηση”.

Εννοείται ότι, ηλιθιωδώς, είχα την εντύπωση ότι το συγκεκριμένο θέμα, των ’80ς, θα μονοπωλούσε την συνέντευξη. Όπως κάποτε οι πρεμιέρες του ‘μονοπωλούσαν’ την κίνηση στης Κηφισίας.

Εκείνη την εποχή κάναμε πρεμιέρα στις έντεκα το πρωί της Κυριακής στο Άνεσις και έκλεινε η Κηφισίας από τον κόσμο. Αυτό δεν υπάρχει σήμερα

“Η τελευταία γενιά που γινόταν αυτό είναι η δική μας. Επίσης παίρναμε απίστευτες ποσότητες γραμμάτων που όλα είχαν κάποιο δωράκι μέσα, ένα σταυρό, μια καρδούλα, μια καδένα. Έχω κρατήσει κάπου μια κούτα με γράμματα θαυμαστών από 25 χρόνια πριν”.

Μόνο που, στην πορεία, κάθε απρόσμενη απάντησή του με οδηγούσε σε μια ακόμη ανακάλυψη για το ποιόν του. Όπως για την καριέρα που παραλίγο να κάνει ως ποδοσφαιριστής.

Ήμουν πάντοτε αθλητικός. Ακόμη είμαι. Σε σημείο που με είχαν πάρει να παίξω στον Παναθηναϊκό στο ποδόσφαιρο (σ.σ. έπαιζε μπροστά από το κέντρο), αλλά δεν με άφησε ο πατέρας μου γιατί ήθελε να μάθω γράμματα. Τελικά, όταν γύρισα από την Αμερική, πήγα στο Deree για να κάνω master στα οικονομικά. Ταυτόχρονα, όμως, γράφτηκα στη δραματική σχολή. Δεν τελείωσα ποτέ γιατί μου προέκυψε από το πρώτο έτος η πρώτη μου θεατρική δουλειά. Ήμουν 22 ετών και έπαιξα τον τζίτζικα, τον λαγό και τον γέρο Αίσωπο στους Μύθους του Αισώπου”.

Αυτό, το θέατρο, στο οποίο ο Παύλος εμφανίζεται σταθερά από το 1986 (σ.σ. Αυτή την στιγμή είναι στο Βάφ’τα Μαύρα των Ρέππα-Παπαθανασίου στο θέατρο Λαμπέτη όπου παίζει το ρόλο του γαμπρού, στον οποίο ποτέ δεν έχει παίξει ή δεν σκοπεύει να παίξει στην κανονική του ζωή) , ήταν που τον βοήθησε να γίνεται όλο και καλύτερος ηθοποιός. Ειδικά μέσα από ρόλους πρόκληση όπως στους ‘Βρικόλακες’ και τους ‘Εκατομμυριούχους της Νάπολη’ που έπαιξε στο Εθνικό θέατρο.

“Πιστεύω πως είμαι καλύτερος ηθοποιός από ότι ήμουν τότε. Και σε αυτό συνετέλεσαν οι διάφοροι ρόλοι, μέσα και από μικρά θέατρα ή από πιο κλασικό ρεπερτόριο, που έχω παίξει. Ρόλοι που πάντοτε είχα στο μυαλό μου από την εποχή της δραματικής σχολής. Γιατί δεν μπορείς να παίζεις μια ζωή τον ωραίο. Οφείλεις να εξελίσσεσαι”.

Όσον αφορά το πως αισθάνθηκε όταν βρέθηκε ξανά μπροστά από την τηλεοπτική κάμερα για το Έλα στη Θέση μου’, μετά από 13 χρόνια απουσίας, η απάντηση του είναι -όπως και ο ίδιος- στρέιτ και με ουσία:

“Αισθάνθηκα καλά γιατί μου είχε λείψει. Είναι όπως το ποδήλατο. Δεν το ξεχνάς ποτέ. Μου άρεσε ο χαρακτήρας του Λεωνίδα, που εδώ δεν έχει καμία σχέση με αυτόν στο original Κολομβιανό που ήταν σαν θείος. Μου αρέσει το κλίμα συνεργασίας που υπάρχει στο γύρισμα”.

Και, όχι, αν αναρωτιέσαι, ούτε του περνάει από το μυαλό η περίπτωση ενός πιθανού remake του ‘Ρετιρέ’, μιας σειράς που σηματοδότησε την έναρξη της ιδιωτικής τηλεόρασης στην Ελλάδα και το 2ο κομμάτι της καριέρας του.

Δεν υπάρχει Ρετιρέ χωρίς τον Δανιαλίδη. Είναι σαν να γυρίζεις τον Νονό χωρίς τον Κόπολα

“Δεν έγινε τυχαία επιτυχία το Ρετιρέ. Παρότι τότε το κατέκριναν ότι ήταν λαϊκό. Προσωπικά, το έκανα με πολλή αγάπη, όπως έκανα οτιδήποτε στο οποίο συμμετείχα”.

Αυτό που, τελικά, είναι πιο ενδιαφέρον στον Παύλο (που πάσχει από κλειστοφοβία και δεν μπαίνει πλέον σε αεροπλάνα) δεν είναι το πόσο συμφιλιωμένος είναι με τη δημόσια εικόνα του.

“Ο κόσμος σε ταυτίζει με αυτό που βλέπει, ειδικά αν είναι και επιτυχία. Αυτό δεν έχει σχέση με σένα. Φτιάχνει μια εικόνα που μπορεί να μην έχει σχέση με σένα”.

Δεν είναι καν το πόσο συμφιλιωμένος είναι με το γεγονός ότι μεγαλώνει.

“Έχω συμφιλιωθεί πλήρως με το ότι μεγαλώνω. Είναι ωραίο να μεγαλώνουμε ωραία, αλλά αυτό έρχεται δεύτερο”.

Αλλά ότι η κινητήριος του δύναμη, ο λόγος που η ζωή του θυμίζει λίγο αυτή ενός εργένη λύκου (σ.σ. δεν πιστεύει στην μονογαμία, δεν σκοπεύει να κάνει οικογένεια ή παιδιά και επιμένει πως το χρήμα είναι για να το σκορπάμε-εξού και δεν έχει κρατήσει τίποτα), είναι η θνησιγενής αλλεργία που έχει στην ρουτίνα.

“Βαριέμαι εύκολα. Για αυτό διάλεξα αυτό το επάγγελμα. Είμαι ερωτευμένος με το αναπάντεχο. Δεν έχω χόμπι και συγκεκριμένες συνήθειες και δεν βγάζω ποτέ πρόγραμμα. Είμαι άνθρωπος που λέω πάντα ‘ναι’ στην πρόκληση”.

Μια φράση που ακούγεται 10 φορές πιο κινηματογραφική όταν την εκφέρει με τη χαρακτηριστική βραχνή φωνή του. Εκείνη που κάνει τους απανταχού περιπτεράδες να τον αναγνωρίζουν όταν σταματάει μπροστά τους με την μηχανή του, πριν καν βγάλει το κράνος του.

Το ίδιο ακριβώς που ισχύει συνολικά και για τον ίδιο και την μη συμβατική ζωή που πάλεψε -και κατάφερε- να χτίσει για τον εαυτό του.