PROFILE

O Τάκης Σπυριδάκης νίκησε τη φθορά

Φόρος τιμής σε έναν καλλιτέχνη που δεν πρόδωσε ποτέ τις αρχές του.

Σεπτέμβριος 2017, στα δέκα χρόνια από το θάνατο του Νίκου Νικολαίδη, ο υποφαινόμενος, ως ένα αγενές μειράκιο της δημοσιογραφίας, ‘εισβάλλει’ στον στενό κύκλο φίλων και μελών της οικογένειας του θρυλικού κινηματογραφιστή και απαιτεί την αμέριστη προσοχή τους, με την προοπτική της παραγωγής ενός τηλεοπτικού αφιερώματος στο έργο του. Η ‘παραγωγή’ είναι ένα γύρισμα λίγων ωρών με αρκετή ‘μάχη’ στα υπόγεια του μοντάζ ενος νέου, σχεδόν άγνωστου τηλεοπτικού καναλιού.

Mary Louise, σύντροφος του Ν.Ν και η ηθοποιός Τζένη Κιτσέλη είναι ορισμένοι από τους ανθρώπους που θα απαντήσουν θετικά σε αυτή την πρόσκληση – πρόκληση. Ο Τάκης; Εδώ υπάρχει ένα μεγάλο ερωτηματικό.

Ο Τάκης έχει ήδη ξεκινήσει την μεγάλη του μάχη με την αρρώστια και την φθορά της. Λίγες εβδομάδες αργότερα, θα εμφανιστεί δίπλα στον Τάκη Μόσχο, σε εκδήλωση για τα δέκα χρόνια από το θάνατο του Ν.Ν, φανερά κουρασμένος, αλλά με την γαλήνη του μονομάχου που έχει πετύχει το νοκ άουτ μετά από 25-30 γύρους και σιγά-σιγά αρχίζει να συνειδητοποιεί πως έχει τόση δύναμη, που ούτε κι ο ίδιος φανταζόταν.

Προηγουμένως, το τηλεοπτικό μου αφιέρωμα είχε βγει από το μοντάζ, είχε ήδη ξεκινήσει να προβάλλεται, να υπάρχει εκει έξω ως μια ακόμα μίνι διατριβή στο έργο του Ν.Ν, δίπλα στις καθηλωτικές αναλύσεις και αφηγήσεις που είχε χαρίσει ο ίδιος ο Τάκης, όπως η παρακάτω:

Μιλώντας για το Νίκο (Νικολαΐδη)… έχω πάντα την αίσθηση ότι τα λέμε σε ένα τυχαίο μπαρ, με σκηνικό Πρωινής Περιπόλου, και μουσική Κολτρέιν… και Τσάρλι Πάρκερ σε λούπες… και θα μπορούσε να λέει: «Λοιπόν μάγκα μου… σ’ αυτόν τον καινούργιο κόσμο που έχω έρθει, δεν ήρθα για να τον υπομείνω, αλλά για να τον απολαύσω… Καλύτερα λοιπόν να λυπάσαι για τους εν ζωή καλλιτέχνες και φίλους μας, παρά γι’ αυτούς που νομίζεις ότι έχουν πεθάνει»…  (Αθήνα – Μάιος 2011 Τάκης Σπυριδάκης)

Κάπου εδώ, ανοίγουμε παρένθεση για να υπογραμμιστεί το εξής: Η δημοσιογραφία είναι ένα επάγγελμα που συχνά πείθει αυτόν που το ασκεί,.πως μιλάει με τον ‘Θεό’, με μια ύψιστη αυθεντία, που τον φέρνει δίπλα σε καλλιτέχνες, φιλοσόφους, πολιτικούς και άλλους ανθρώπους υψηλής διανόησης. Γράφουμε κείμενα, προφιλ, αφιερώματα σε σημαντικούς ανθρώπους, στοχεύοντας να αγγίξουμε το φώς που εκπέμπει η προσωπικότητα τους, να γίνουμε οι φάροι που θα το ταξιδέψουν ακόμα πιο μακριά. Η διακριτική πιθανότητα να βρεθώ στο ίδιο τραπέζι με τον Τάκη Σπυριδάκη, ήταν η αφορμή για να χαθώ στα δύσβατα καλλιτεχνικά μονοπάτια που περπάτησε με άγριο θράσος και άγνοια κινδύνου.

Ο Τάκης έπαιξε στην ‘Γλυκιά Συμμορία’ και στη συνέχεια, το 1987, ακολούθησε τον Νίκο Νικολαΐδη σε ένα καλλιτεχνικό πείραμα, στη λυρική sci-fi ελεγεία ‘Πρωινή Περίπολος, δίπλα στην υπέροχη Michelle Valley. Η ταινία δεν σημείωσε την ίδια εμπορική επιτυχία με την ‘Συμμορία’, αλλά αυτό μάλλον δεν ενόχλησε κανέναν. Η συνέχεια περιλάμβανε μόνο άθλους: Το ‘Veracruz’ και ο ‘Κήπος του Θεού’ που σκηνοθέτησε ο ίδιος (και σχεδόν πήγε φυλακή από τα χρέη),  το ‘Μαύρο Γάλα’ του Νίκου Τριανταφυλλίδη, τα ‘Φτηνά Τσιγάρα’ του Ρένου Χαραλαμπίδη αλλά και τα ‘4 Μαύρα Κουστούμια’ και συμμετοχές στο υπέροχο ‘Κουράστηκα να Σκοτώνω τους Αγαπητικούς Σου’ του Ν.Παναγιωτόπουλου αλλά και το Αυτή η Νύχτα Μένει’.

Άθλοι γιατί ο Τάκης αγαπούσε να κάνει πολύ σινεμά (και θέατρο) ακόμα κι όταν καλούνταν να βάλει χρήματα από την τσέπη του για να προχωρήσει η ταινία. Ο ίδιος άλλωστε, κατά καιρούς είχε εξομολογηθεί πως σε κάποια αρκετά δύσκολα χρόνια της καλλιτεχνικής του πορείας, δεχόταν την οικονομική βοήθεια συναδέλφων του ώστε να μπορεί να επιβιώσει.

Ο Τάκης Σπυριδάκης γεννήθηκε το 1958 στην Αίγινα. Σε εφηβική ηλικία βρέθηκε στον Πειραιά, αρχικά ζώντας μαζί με τη γιαγιά του, στη συνέχεια μόνος του. Στα 18 του προσπάθησε να πάει στο Λονδίνο για να σπουδάσει υποκριτική. Δεν τα κατάφερε, παρ`όλα αυτά, βρέθηκε στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Ο ίδιος σε συνέντευξη του στη Lifo, είχει πει:  «Εμένα δεν μ’ ενδιέφερε να γίνω ηθοποιός, σκηνοθέτης ήθελα να γίνω. Εκεί πήγα απλώς για να μάθω κάτι». Και μετά, μέσω μιας γυναίκας, της θρυλικής ‘Μαρίας’, γνώρισε τον Νίκο Νικολαΐδη: «Κατάλαβα, διαβάζοντας το σενάριο, ότι ο Νικολαΐδης έψαχνε έναν ήρωα που να είναι αυθεντικός. Αυτό του έλειπε δηλαδή από την ταινία. Και παρότι ήμουν 23-24 χρόνων, το είχα καταλάβει. Συνεργαστήκαμε εξαιρετικά. Η ταινία κύλησε νερό. Ο Νικολαΐδης είχε ήδη βάλει μια άλλη θεματολογία στο τραπέζι του ελληνικού σινεμά με τα Κουρέλια.”

Στη συνέχεια της καλλιτεχνικής του πορείας, παρέμεινε πιστός υπηρέτης του αυθεντικού. Ο ίδιος έχει πει:”Εγώ αποφάσισα να μην παίζω σε πράγματα που δεν μου άρεσαν, κι ας ήξερα ότι το Σύστημα μπορεί να με «ξεβράσει». Από το να κάνω όμως μια έκπτωση σε ό,τι αφορά στη δουλειά μου καθαυτή, μου φαίνεται προτιμότερο να κάνω μια διαφήμιση για να ταΐσω τα παιδιά μου και να κρατήσω το όραμά μου αλώβητο… Ο άνθρωπος οφείλει να επιμένει στις εξεγέρσεις του. Ακόμη και αν ξέρει ότι είναι ανέφικτες και ουτοπικές”.

Ο ‘Μπαλούρδος’ από τη Λούφα και Παραλλαγή και  ο ‘Αγαπούλας’ της γνωστής διαφήμισης ήταν παράλληλα μονοπάτια της ζωής ενός καλλιτέχνη που πάντοτε προκαλούσε την φθορά της ψυχής στο γήπεδο του και τη νικούσε από τον πρώτο γύρο.Ποτέ δεν έγινε φθηνό εμπόρευμα σε ένα σούπερ μαρκετ από καλλιτεχνικές μανιέρες, αυτό ίσως να τον ‘σκότωνε’ χρόνια πριν έρθει ο θάνατος του σώματος του. Ο Τάκης Σπυριδάκης νίκησε το χρόνο και τη φθορά του, γέλασε με το θάνατο και τον τρόλαρε στα μούτρα. Το ξημέρωμα της 14ης Σεπτεμβρίου 2019 ήταν ότι πιο κυνικό και ωμό συνέβη στη ζωή του Τάκη Σπυριδάκη, όπως εκείνος ο μαυροφορεμενος τύπος που καιροφυλακτούσε στο πεζοδρόμιο έξω από το σπιτι της ‘Συμμορίας’.

“Λοιπόν μάγκες μου…κρυφτείτε..εγώ’μαι τώρα μια χαρά… Κρύβομαι σ’ ένα υπέροχο σπίτι γεμάτο στερεοφωνικά και μαρμελάδες….και μ’ έναν πούστη κάτω στο πεζοδρόμιο που κοιτάζει κατά δω”

(Γλυκιά Συμμορία, 1983)

(Κεντρική φωτογραφία: NDP)