ΑΘΛΗΤΙΚΑ

Σάρας Γιασικεβίτσιους, μια αυθεντική διάνοια του καιρού μας

Πρώην υπέροχος παίκτης, σημερινός λαμπρός προπονητής, σταθερά τρομερός τύπος.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, στο σπίτι του ζεύγους Γιασικεβίτσιους στο Κάουνας, ένα μικρό παιδί μαθαίνει να περπατάει. Πολύ γρήγορα, δεν θα αρκεστεί στα μικρά μωρουδιακά του βήματα και θα μάθει να τρέχει, φέρνοντας το σώμα του σε μια στάση 45 μοιρών για να το καταφέρει, αναγκάζοντας την μητέρα του να το κυνηγάει σε όλο το σπίτι. Για τον υπερκινητικό Σαρούνας, αυτή η εικόνα θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν μια εξαιρετική προοικονομία του μέλλοντός του.

Αν πάλι αυτή η εικόνα δεν ήταν αρκετή, ο χρησμός της μητέρας του, Ρίτα, έφτανε και με το παραπάνω για να ζωγραφίσει τους θριάμβους που θα κουβαλούσε το χρυσό αγόρι στο σπίτι τους. Διάσημη αθλήτρια του χάντμπολ η ίδια, ετοιμαζόταν να λάβει μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1976 με τα χρώματα της Σοβιετικής Ένωσης, όταν διαπίστωσε πως είναι έγκυος στον Σαρούνας και κλήθηκε να επιλέξει ανάμεσα σε δόξα ή οικογένεια. Προτίμησε τη δεύτερη και όταν ρωτήθηκε αν το μετανιώνει απάντησε πως ο γιος της θα της προσφέρει πίσω τους Ολυμπιακούς Αγώνες που στερήθηκε.

Για τον Σάρας, ο δρόμος προς τον αθλητισμό ήταν στρωμένος από το δευτερόλεπτο της γέννησής του. Εκτός από μητέρα αθλήτρια, ο ίδιος κι ο αδερφός του, Βιτένις, μεγάλωσαν με έναν πατέρα φανατικό των σπορ, μαζί με τον οποίο παρακολουθούσαν όλους τους Σοβιετικούς αθλητές της εποχής. Σε ηλικία έξι ετών, ο Σαρούνας γράφτηκε σε ομάδα μπάσκετ. Το παιδικό όνειρο του μικρού, ήταν ένα και πολύ συγκεκριμένο: να αγωνιστεί μια μέρα με τη φανέλα της Ζαλγκίρις. Όταν το 1986 η αγαπημένη του ομάδα κατέκτησε το Διηπειρωτικό, παρακάλεσε τον πατέρα του να πάνε να υποδεχτούν τους παίκτες της στο αεροδρόμιο. Πού να φανταζόταν ότι 32 χρόνια αργότερα, θα οδηγεί εκείνος τους παίκτες της Ζαλγκίρις προς τη δόξα και χιλιάδες Λιθουανοί θα τον αποθεώνουν.

Το στερεότυπο του παιδιού που μεγάλωσε αγκαλιά με μια πορτοκαλί μπάλα και δεν παραστράτησε ποτέ, δεν ισχύει πάντως στην περίπτωση του Σάρας. Μπορεί εκτός από βιβλία για Ινδιάνους και ιστορία, να λάτρευε να διαβάζει και βιβλία σχετικά με το μπάσκετ, όμως σε ηλικία 12 ετών είχε κουραστεί τόσο που έφτασε σε σημείο να ζητήσει από τον προπονητή του να τα παρατήσει και να στραφεί στο τένις. Ο κόουτς Μιτκεβίτσιους συναντήθηκε εσπευσμένα με τους γονείς του και τους εξήγησε πως αν ο γιος τους τα παρατήσει,  χαμένη θα είναι όλη η Λιθουανία κι ευτυχώς για όλους μας, ο Λίνας Γιασικεβίτσιους πείστηκε και υποχρέωσε τον γιο του να συνεχίσει.

Ο Σάρας είχε φροντίσει να δείξει ήδη το ταλέντο του, αν και οι συμπαίκτες του τον θεωρούσαν τεμπέλη, μιας και έκανε τα πάντα για να αποφύγει τη γυμναστική και τη σκληρή δουλειά. Κάτι που έκανε και στο σχολείο, αφού οι τραγικοί του βαθμοί υποχρέωσαν τον πατέρα του να του απαγορεύσει να ακολουθήσει την ομάδα του σε ένα ταξίδι στο Μινσκ. Επιστρέφοντας από ένα δικό του επαγγελματικό ταξίδι στη Γερμανία, ο κύριος Γιασικεβίτσιους θα φέρει μαζί του μια συσκευή βίντεο, επιτρέποντας στον Σάρας να γράψει σε κασέτα το All-Star Game του NBA, αγώνες της Ζαλγκίρις αλλά και του Πέτροβιτς. Κίνηση που έμελλε να του αλλάξει τη ζωή.

“Νομίζω ότι αυτός είναι ο αγώνας που έχω δει τις περισσότερες φορές στη ζωή μου. Τζόρνταν, Ντρέξλερ, Μπερντ, Μάτζικ, Ρόμπινσον. Δίχως υπερβολή, στα επόμενα δύο χρόνια έβλεπα αυτό το ματς ξανά και ξανά χωρίς σταματημό. Με αυτό το δώρο του πατέρα μου, το βίντεο, κατάλαβα τι ήταν αυτό που μου άρεσε. Ανακάλυψα την ύπαρξη της ‘no-look’ πάσας του Μάτζικ Τζόνσον. Κατά τη γνώμη μου αυτός ήταν το ΝΒΑ! Περισσότερο κι από τον Μάικλ Τζόρνταν”  θα γράψει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του για τη σημασία εκείνου του δώρου. Από μικρή ηλικία, ο Σάρας θα εκτιμήσει την αξία της πάσας. Αγαπημένος του Λιθουανός παίκτης ήταν ο Άρβιντας Σαμπόνις, επειδή παρά το ύψος του, μπορούσε να πασάρει, ενώ λάτρευε τον Πέτροβιτς, προσπαθώντας διαρκώς να μιμηθεί τις κινήσεις του. Είχε κατανοήσει την αξία μιας ασίστ και προσπαθούσε να την προσφέρει διαρκώς, όσο εντυπωσιακά το έπρατταν ο Μάτζικ κι ο Πέτροβιτς.

Το μπασκετικό μονοπάτι του Σάρας είχε πια ανοιχτεί μπροστά του. Σπουδές στο Μέριλαντ της Αμερικής (αφού η Σοβιετική Ένωση είχε διαλυθεί και οι Η.Π.Α δεν ήταν πια ο ‘εχθρός’), συμμετοχή με τους Terrapins στο NCAA και νούμερα που διαρκώς ανέβαιναν, φέρνοντας την μεταγραφή του στην μεγάλη αντίπαλο της Ζαλγκίρις, Λιέτουβας Ρίτας, το καλοκαίρι του 1998. Μόλις οι πρώτες, ταπεινές σελίδες του λαμπρού βιβλίου της καριέρας του, όμως για τον ίδιο, αυτή η νέα κατάσταση δεν ήταν εύκολα διαχειρίσιμη, αφού διαβάζοντας το όνομά του στην εφημερίδα, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που έχασε την συγκέντρωσή του και τράκαρε, οδηγώντας την Mercedes του πατέρα του. Ένα χρόνο αργότερα, θα βρεθεί συμπαίκτης στην εθνική ομάδα της χώρας του με τον Άρβιντας Σαμπόνις. Ούτε αυτό μπόρεσε να το διαχειριστεί.

Ήταν προφανές ότι έπρεπε να γίνει το δικό του και ακριβώς γι’αυτό ούτε καν ξέρω πόσες φορές με αγριοκοίταζε και μου φώναζε. Ήμουν ευτυχής που έπαιζα με τον Σαμπόνις, αλλά κατάλαβα ότι δεν ήμουν ικανός να κάνω τον πλέι-μέικερ για ένα τέτοιο πίβοτ. Εκείνος μου ζητούσε τη μπάλα στο ένα χέρι κι εγώ του την έδινα στο άλλο, ήθελε να του πασάρω σε μια συγκεκριμένη θέση κι εγώ τον έψαχνα σε μια άλλη

Πολύ γρήγορα, ο Σάρας θα γίνει ικανός να κάνει τον πλέι-μέικερ, όχι μόνο για τον Σαμπόνις, αλλά για οποιοδήποτε παίκτη στον κόσμο. Το να καταγράψει κανείς τα ατομικά και τα ομαδικά κατορθώματα αυτής της μπασκετικής διάνοιας, μοιάζει περιττό. Χρόνο με το χρόνο, παρουσιάζεται καλύτερος, πιο έτοιμος, πιο θεαματικός και εντυπωσιακός και γίνεται συνώνυμο των ασίστ και των τίτλων. Ηγέτης της Μπαρτσελόνα, της Μακάμπι, θα κατακτήσει τα πάντα στην Ευρώπη πριν συνεχίσει στο NBA, στα ίδια παρκέ με τα ινδάλματα που τον έκαναν να λατρέψει τις no look πάσες και το ίδιο το άθλημα. Εκτός από σπουδαίος παίκτης, θα εξελιχθεί σε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες των παρκέ, ένας από τους μεγάλους σταρ των καιρών μας.

Μετά από δύο σεζόν στις ΗΠΑ, θα επιστρέψει στην Ευρώπη και στο μπάσκετ που του ταιριάζει περισσότερο, ερχόμενος στον Παναθηναϊκό του Ομπράντοβιτς, αφού πρώτα απέρριψε τον Ολυμπιακό. Ο ίδιος, παραδέχθηκε ότι δεν ήταν αρκετά καλός για το NBA. Θα μας επιτρέψει να διαφωνήσουμε και να πιστέψουμε ότι πολύ απλά, δεν κόλλησε ποτέ με την διαφορετική φιλοσοφία του παιχνιδιού. Δίπλα στον Ζοτς και τον Ιτούδη, θα κατακτήσει τίτλους και θα αποκτήσει και πολύτιμα εφόδια, τα οποία θα του φανούν χρήσιμα μερικά χρόνια αργότερα.

Ούτε στα χρόνια του στην Αθήνα πάντως ήταν όλα ρόδινα, αφού όπως θυμάται στην αυτοβιογραφία του, το βράδυ που χώρισε με την πρώτη του γυναίκα, την Ισραηλινή Λινόρ Άμπαργκιλ, βγήκε για ποτά με τον Ευθύμη Ρεντζιά:

Το ένα ποτό έφερε το άλλο και καταλήξαμε στο Rock and Roll, ένα διάσημο μπαρ στην Αθήνα. Αυτό το… ποτήρι γρήγορα μετατράπηκε σε πολλά ποτήρια. Ήταν τρεισήμιση τη νύχτα και βρισκόμουν ακόμα εκεί, έχοντας καταρρεύσει πάνω στο μπαρ, εντελώς μεθυσμένος. Ο μπάρμαν με κούνησε για να με ξυπνήσει και μου είπε: ‘Ο προπονητής σου μόλις μπήκε μέσα. Σε είδε και έφυγε”.

Ο Ζοτς αρχικά θέλησε να τον διώξει από την ομάδα, με παρέμβαση Ιτούδη πείστηκε να τον κρατήσει και στη συνέχεια ο Σάρας βρήκε ξανά στην Ελλάδα τα πατήματά του αλλά και τη μέλλουσα γυναίκα του, Άννα Δούκα και όλα πήραν το δρόμο τους. Η επιστροφή του στη Λιθουανία έγινε για ακόμη μια φορά για χάρη της Λιέτουβας και όχι της αγαπημένης του Ζαλγκίρις και μετά από ένα χρόνο στην Τουρκία και τη Φενέρ, επέστρεψε στον Παναθηναϊκό, στην τελευταία σεζόν του Ομπράντοβιτς στο ΟΑΚΑ. Το καλοκαίρι του 2012, o Δημήτρης Γιαννακόπουλος ζήτησε από τον Σάρας να ‘σκοτώσει’ τον παίκτη μέσα του, να φορέσει σακάκι και να γίνει από τότε ο πρώτος προπονητής του Παναθηναϊκού, όμως ο παίκτης μέσα στον Σάρας δεν είχε ακόμα ξεψυχήσει, ή τουλάχιστον δεν ένιωθε έτοιμος να αναλάβει τέτοιο βάρος. Το δεύτερο τέλος της πράσινης θητείας του τον έφερε για ακόμη μια φορά στην αγαπημένη του Μπαρτσελόνα και ένα χρόνο αργότερα, στην τελευταία του σεζόν με σορτσάκι, κατάφερε επιτέλους να πραγματοποιήσει το παιδικό του όνειρο, φορώντας τη φανέλα της Ζαλγκίρις.

Η απίθανη καριέρα του στα παρκέ μπορούσε πια να ολοκληρωθεί και ο ίδιος να κάνει ένα βήμα πίσω και να καθίσει στον πάγκο, σε πρώτη φάση ως βοηθός του Γκιντάρας Κράπικας. Όταν στα μέσα της σεζόν 2015-16 ο τελευταίος απολύθηκε, ο Σάρας ανέλαβε προσωρινά χρέη πρώτου προπονητή και 2,5 χρόνια μετά, έχει κερδίσει με την Ζαλγκίρις δύο πρωταθλήματα και την οδήγησε στο πρώτο της Final Four μετά από 19 χρόνια. Κι όλα αυτά, χωρίς να ξεχνάει τι είναι πραγματικά σημαντικό σε αυτή τη ζωή:

Είναι να μην βάλει κάτι στο μυαλό του ο άτιμος. Μικρό παιδί, έβλεπε τις μαγικές πάσες του Μάτζικ και τις έβαλε στο ρεπερτόριό του, φτάνοντας να γίνει ένας από τους καλύτερους πασέρ όλων των εποχών. Μεγαλώνοντας μέσα στο παρκέ, έμαθε τα μυστικά του μπάσκετ από τους καλύτερους και προσθέτοντας τις δικές του πινελιές, έφτασε στο σημείο να τους ανταγωνίζεται για τον ευρωπαϊκό θρόνο. Ο μαθητής Σάρας, αυτή η μπασκετική ιδιοφυΐα, υποκλίθηκε στον δάσκαλο Ζοτς πριν την μεταξύ τους μονομαχία στο Βελιγράδι, γνωρίζοντας καλά πόσο δύσκολο ήταν να φτάσει μέχρι εδώ. Τα δάκρυά του το βράδυ που η Ζαλγκίρις απέκλεισε τον Ολυμπιακό, είχαν μέσα και τη συγκίνηση του μικρού Σάρας, αυτού που 32 χρόνια πριν περίμενε τους παίκτες της ομάδας στο αεροδρόμιο και φανταζόταν τον εαυτό του με τη φανέλα της.

Για ακόμη μια φορά, ο Σάρας δεν αρκέστηκε στο ότι έμαθε να περπατάει. Έχει αρχίσει ήδη να τρέχει και τώρα άντε πιάστε τον.