OPINIONS

Στο Χρήστο Λούλη δεν πιάνουν οι κατάρες

Το Oneman συνάντησε τον ηθοποιό στο Άλσος Συγγρού και συζήτησε μαζί του για τον Σαίξπηρ, τον Τσέχωφ, την καλή και την κακή τηλεόραση -παρουσία μίας γιγάντιας χελώνας.

Σύμφωνα με το μύθο, οι ηθοποιοί της μικρής οθόνης κινδυνεύουν από την λεγόμενη κατάρα της τηλεοπτικής ταύτισης…

-Αχ, ποιος είναι αυτός;
-Αυτός που έκανε τον κακό από την Λάμψη μωρέ.

Οι «μιασμένοι» ήταν -και είναι ακόμα σε κάποιο βαθμό- καταδικασμένοι να ζήσουν την υπόλοιπη ζωή τους κάτω από τη σκιά της πρώτης ή εν πάσι περιπτώσει εκείνης της δουλειάς που τους έκανε γνωστούς στον κόσμο. Ακόμη και αν έχουν περάσει χρόνια, αιώνες από αυτήν.

Σύμφωνα με την παραπάνω -άδικη- λογική, ίσως περιμένεις να δοκιμάσω να σου παρουσιάσω το Χρήστο Λούλη ως τον «gay από τον Παπακαλιάτη». Γιατί πράγματι, από εκεί έγινε γνωστός. Και μάλιστα, από ένα φιλί στο οποίο (όπως θα τον διαβάσεις να λέει παρακάτω) ΔΕΝ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΕ.

Ο άνθρωπος που έχω απέναντι μου, όμως, έχει τιμηθεί με το βραβείο Κουν. Έχει υποδυθεί -επιτυχώς- επί σκηνής μερικούς από τους σημαντικότερους ρόλους που έχουν γραφτεί στο θέατρο (με πιο πρόσφατο εκείνον του Άμλετ). Και, έχει συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα ονόματα σκηνοθετών της χώρας.

Τον συνάντησα στο Άλσος Συγγρού, το πρωί μίας Παρασκευής. Πιστή στο γυναικείο στήσιμο, έφτασα στο ραντεβού μας δέκα λεπτά αργότερα. Αφού διέσχισα τα υπέροχα δρομάκια του Άλσους (αλήθεια, πού κρυβόταν αυτό το μέρος;) τον βρήκα παρέα με το Θοδωρή Μάρκου σε ένα υπαίθριο θεατράκι.

Ηρεμία. Υπέροχος καιρός. Όλα τέλεια και ιδανικά.

Πριν πατήσω το play, τα πράγματα που έμαθα από το Χρήστο Λούλη είναι τα εξής τρία: Μέσα στους άμεσους στόχους του είναι να ανεβάσει το Ριχάρδο το Β’. Η ατάκα που χρησιμοποιεί συνεχώς είναι το «Δεν ξέρω, μπορεί». Καθόλη τη διάρκεια της συνέντευξής μας, πίσω μου υπήρχε μία τεράστια χελώνα (μόλις φτάσεις στο σημείο που μιλά για τον ελέφαντα, θα με καταλάβεις).

Α! Και κάτι τελευταίο: Εννοείται ότι εφόσον διάβασα -πριν τον συναντήσω- ότι παράτησε τις σπουδές του στα Οικονομικά του Πανεπιστημίου Πειραιά για να γίνει ηθοποιός, η πρώτη μου ερώτηση θα αφορούσε στην εν λόγω επιλογή. (Και εννοείται ότι τον συμπάθησα ένα τσικ, περισσότερο)

Άφησες τα «σίγουρα» οικονομικά για να γίνεις ηθοποίος…

Σιγά το σίγουρο. Αυτό έχει να κάνει με τα στερεότυπα που έχουμε ως κοινωνία. Έχει να κάνει με αυτό το «Πάρε το πτυχίο σου ρε παιδί μου». Ποια σιγουριά; Υπάρχει κάτι πιο σίγουρο από το να κάνεις αυτό που γουστάρεις; Και μην ακούς αυτά τα περί κλίκας. Εγώ ξέρω ότι αν γουστάρεις αυτό που κάνεις είσαι καλός σε αυτό. Εάν δεν είσαι τότε δεν το γουστάρεις πολύ.

 

Σαν το Μακόναχι ένα πράγμα.

Α καλά σε αυτόν κάτι έχει συμβεί. Δεν υπάρχει περίπτωση. Κάτι έχει πάθει. Κάτι του συνέβη. Κόβω το κεφάλι μου. Κάτι του συνέβη στη ζωή του και άλλαξε σαν άνθρωπος.

Μας επαναφέρω στην τάξη.

«Χάθηκα» λίγο με το θέμα του Μάθιου και δεν ξέρω εάν κατάλαβα καλά: Είπες ότι θεωρείς ότι δεν υπάρχουν κλίκες στο θέατρο;

Ναι. Πιστεύω ότι δεν υπάρχουν. Για εκείνους που το έχουν. Για εκείνους που παρότι δεν το χουν, επιμένουν ίσως και να υπάρχουν. Αλλά αλήθεια σε αυτό, φταίνε εκείνοι όχι το θέατρο. Τους λες: «Μα ρε φίλε δεν έχεις να φας, ψάξου και αλλού». Όχι αυτός. Εκεί. Να πιστεύει ότι «Τον φάγαν τα κυκλώματα» και να περιμένει.

Δεν είναι λίγες βέβαια οι φορές που έχουμε δει να κατηγορούν το Φεστιβάλ Αθηνών ή το Εθνικό ότι επαναλαμβάνεται στις συνεργασίες του επί σκηνής. Ότι δεν είναι τόσο «ανοιχτο» προς όλους τους ηθοποιούς.

Το Φεστιβάλ Αθηνών έχει μία συγκεκριμένη ας την πούμε αποστολή. Να δώσει το βήμα σε νέους ανθρώπους να δείξουν τη δουλειά τους. Νέους ανθρώπους μίας κάποιας αισθητικής που εκφράζουν το Φεστιβάλ. Δεν θα υπήρχε λόγος να υπάρχει το Φεστιβάλ εάν δεν είχε δικό του χαρακτήρα. Υπάρχει έτσι ώστε να μπορεί να ανέβει κάτι που δεν μπορείς -ούτε θα μπορούσες- να δεις αλλού.

Από την άλλη, ο κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του συμπάθειες. Και δεν εννοώ με ποιους προτιμάς να πίνεις μπύρες και κρασιά. Αναφέρομαι στις καλλιτεχνικές συμπάθειες. Για παράδειγμα ο Λούκος απευθύνεται σε έναν συγκεκριμένο πυρήνα ανθρώπων.

Νέοι άνθρωποι – Συγκεκριμένος πυρήνας ατόμων. Τώρα εσύ εδώ δεν βρίσκεις μία αντίφαση;

Όχι. Πάντοτε πιστεύω ότι δίνονται ευκαιρίες σε νέους ανθρώπους. Άλλο εάν αυτοί παίζουν λιγότερο επειδή είναι ακόμα νέοι. Και να σου πω και κάτι; Δεν πειράζει εάν  ενοχλούνται με αυτό. Αυτή η δουλειά έχει να κάνει πολύ με την καλλιτεχνική χημεία.

 

Και εγώ εάν ήμουν καλλιτεχνικός διευθυντής και ήθελα να δώσω το στίγμα μου, θα διάλεγα εκείνους τους ανθρώπους με τους οποίους πιστεύω ότι θα καταφέρω να το αναδείξω όσο το δυνατόν καλύτερα. Δεν θα ήθελα να βγάλω λεφτά.

Έχεις συνεργαστεί με το Εθνικό όπως και με το -εξίσου εμβληματικό- Αμόρε. Πιστεύεις ότι έγινε γιατί ανταποκρινόσουν στο όραμα του εκάστοτε καλλιτεχνικού διευθυντή;

Πρέπει να σου πω ότι οπουδήποτε ήμουν, είτε ήμουν στο Εθνικό είτε στο Αμόρε, ποτέ τα πράγματα δεν ήταν κλειστά για όλους τους ηθοποιούς. Επικρατεί πάντοτε η άποψη ότι το θέατρο θα πάει προς τα εκεί, άρα δεν ταιριάζει με το όλο concept ο τάδε ηθοποιός που είναι μόνο εμπορικός φερ’ειπείν. Βέβαια, υπάρχουν περιπτώσεις που τέτοιοι ηθοποιοί έπαιξαν στο Εθνικό επειδή τους ήθελε ο σκηνοθέτης.

Ο Χουβαρδάς για παράδειγμα κάλεσε τον Μπέζο που είναι άκρως εμπορικός ηθοποιός να κάνει παράσταση στο Εθνικό.  

Στη συζήτησή μας, ο όρος «εμπορικός ηθοποιός» δίνει και παίρνει. Τελικά, δεν είναι μόνο οι τραγουδιστές που βιώνουν το «ρατσισμό» της κατηγοριοποίησης βλέπε «έντεχνοι». Υπάρχει ένας αντίστοιχος χαρακτηρισμός και για τους ηθοποιούς;

Όχι δεν το πιστεύω αυτό. Εάν για παράδειγμα είσαι ο τάδε μπουζουκόβιος, έχεις πει κάποια τραγούδια τα οποία σου ανήκουν. Είναι το ρεπερτόριό σου. Είναι η βαλίτσα σου. Κάποια από αυτά τα τραγούδια μπορεί να είναι και πολύ ωραία. Ωστόσο καλώς ή κακώς έχουν συνυφαστεί με έναν συγκεκριμένο χώρο.

 

Δεν ξέρω εάν ένας συνθέτης θα έδινε ένα τραγούδι στον Παντελίδη εάν δεν πίστευε ότι εκείνος ταιριάζει στη φιλοσοφία του κομματιού του. Ο Θεοδωράκης πήρε το Ρέμο για να πει το Άξιον Εστί ας πούμε.

Και το Σάκη

Ναι και το Σάκη. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ο ηθοποιός εν αντιθέσει με τον τραγουδιστή δεν έχει μία δική του επιτυχία από ρόλους και από έργα. Δεν έχει γραφτεί ένας ρόλος αποκλειστικά για εκείνους. Δεν τους ανήκει. Δεν θα μπορούσα εγώ να γυρίσω εγώ και να πω ότι ο Άμλετ είναι δικός μου επειδή τον υποδύθηκα.

Παρόλα αυτά, ένας άνθρωπος που έχει γίνει γνωστός από την Επιθεώρηση, εάν αποφάσιζε να παίξει στην Επίδαυρο δεν θα άκουγε και λίγα. Μάλλον το αντίθετο.

Η Επιθεώρηση είναι κάτι πάρα πολύ δύσκολο, αρχικά. Κάποιος που κάνει Επιθεώρηση ενδεχομένως να μην μπορεί να παίξει ένα ρόλο αξιώσεων σε ένα έργο αξιώσεων σε ένα θέατρο αξιώσεων. Όπως αντίστοιχα και εγώ, είμαι σίγουρος ότι δεν μπορώ να κάνω Επιθεώρηση. Ξέρω ότι θα βγω στη σκηνή και θα πέσει παγωμάρα από κάτω.

 

Αν για παράδειγμα τύχει να αποδείξεις την αξία σου ως ηθοποιός σε κάποια τηλεοπτική σειρά, πόσο εύκολα σε δέχεται το θέατρο;

Δεν έχει σημασία. Μπορεί να κάνεις καλές δουλειές και στα δύο. Το θέατρο δεν θα σε δεχτεί εάν οι δουλειές που κάνεις στην τηλεόραση δεν είναι καλές. Όπως αντίστοιχα, το ίδιο ίσως κάνει και η τηλεοράση. Εάν κάποιος σκηνοθέτης σε έχει δει στο θέατρο και δεν του άρεσες, δεν θα σε πάρει στο θίαστό του.

 

Εσένα πάντως η τηλεόραση, θα πρέπει να σου έχει κοστίσει αρκετά. Μέχρι σήμερα συζητιέται εκείνο το πρόστιμο. Για το ομοφυλοφιλικό φιλί…

Πόσο υπερβολικά γελοία κίνηση. Πολιτικά κυρίως. Μιλάμε για μία ένδειξη υψίστης υποκρισίας. Δεν είναι δυνατόν να μην ρίχνεις πρόστιμο για παράδειγμα στην εικόνα του ξεκοιλιάσματος ενός ανθρώπου και να το κάνεις σε ένα φιλί.

Εντάξει, το Συμβούλιο της Επικρατείας συμφώνησε μαζί σου. Το απέρριψε το αίτημα.

Θα ήταν γελοίο εάν δεν το έκανε. Όπως εξίσου γελοίο είναι το γεγονός ότι με το όλο θέμα μπλέχτηκα και εγώ παρότι δεν ήμουν εγώ στη σκηνή.

(Κατεβάζω βλέμμα-Νιώθω άσχημα-Πίστευα και εγώ ότι ήταν αυτός στη σκηνή)

Οι περισσότεροι από αυτούς που έβριζαν και μίλαγαν περί ηθικής και τα λοιπά, δεν το είδαν. Απλώς μίλαγαν για αυτό. Εάν το βλέπανε, ίσως να είχαν και άλλη γνώμη.

Το περιστατικό αυτό δεν ήταν παρά μία ακόμη απόδειξη ότι οτιδήποτε πάρει το αυτί μου το μεγενθύνω και το παρουσιάζω ως τρεις φορές χειρότερο σε κάποιον ο οποίος με τη σειρά του το παίρνει και το κάνει πέντε φορές χειρότερο και πάει λέγοντας.

Σαν γεγονός σε απομάκρυνε από την τηλεόραση; Σε τρόμαξε ίσως;

Όχι. Από την τηλεόραση απομακρύνθηκα επειδή κάποια στιγμή άρχισα να έχω πολλή δουλειά στο θέατρο και δεν μπορούσα να τα συνδυάσω. Άσε που, πέραν μίας δεν μου έγινε και κάποια πρόταση που να μου αρέσει.

Εν αντιθέσει με το θέατρο που τα τελευταία δέκα -τουλάχιστον- χρόνια σε βλέπουμε σε δουλειές που φαντάζομαι ότι σου αρέσουν κάτι παραπάνω από πολύ.

[Γέλια-Χαρές]

Όταν δέχθηκες να κάνουμε την εν λόγω συνέντευξη χάρηκα ιδιαιτέρως. Είχα στο μυαλό μου ότι θα μιλήσουμε για τον Άμλετ. Τον -όχι και τόσο αναμενόμενο- Άμλετ του Χουβαρδά. Μετά, είδα τον Βυσσινόκηπο. Τον -καθόλου αναμενόμενο- Βυσσινόκηπο του Καραθάνου. Και θέλω να μάθω όσο το δυνατόν περισσότερα γι αυτόν.

[Γέλια-Χαρές ΙΙ]

Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι σε σχέση με το Χουβαρδά ο Νίκος (Καραθάνος) είναι πολύ πιο χαοτικός.

Στα λόγια μου έρχεσαι…

Οι παραστάσεις του Νίκου είναι λιγάκι συναισθηματικοεικονογραφικές. Θυμάσαι την ταινία Ρατατούι; Με τον κριτικό γεύσης που ήταν πάρα πολύ στριφνός και δύσκολος και μόλις δοκίμασε το πιάτο του Ρατατούι έκανε flashback στο φαγητό της μαμάς του. Στην παιδική του ηλικία. Κάπως έτσι είναι και ο δικός μας Βυσσινοκηπος.

Εικόνες και ήχοι που θα σου θυμίσουν κάτι που δεν έχεις κατατάξει ακριβώς πού ανήκει. Ο βυσσινόκηπος άλλωστε, σύμφωνα με τον ίδιο τον Τσέχωφ, είναι μία κωμωδία σε τέσσερις εικόνες. Με τον όρο κωμωδία δεν εννοώ υστερίες, ευτράπελα και ούτω καθεξής. Πιο πολύ αναφέρομαι στην ελαφράδα του πράγματος. Πώς δηλαδή ζητήματα πολύ βαθιά που επηρεάζουν τις ζωές όλων, συμβαίνουν και εμείς δεν παίρνουμε χαμπάρι.

Για παράδειγμα, σκέψου την ώρα που μιλάμε εμείς οι δύο να υπάρχει πίσω μου ένας ελέφαντας. Εν αγνοία του τι γίνεται πίσω μου, εγώ μιλάω σοβαρά. Για τη ζωή, για τα θέλω μου. Και εσύ ενώ με ακούς, βλέπεις και τον ελέφαντα πίσω μου να αφοδεύει. Ε αυτό το σκηνικό, είναι μία κωμωδία. Έχει να κάνει με τη γελοιότητα του ανθρώπου. Την ίδια στιγμή που κλαίμε, μπορεί την αμέσως επόμενη στιγμή να συμβεί κάτι και να γελάσουμε.

 

Γιάννης Χουβαρδάς, Νίκος Καραθάνος. Η -σχεδόν μόνιμη- συνεργασία σου με δύο από τα μεγαλύτερα ονόματα της θεατρικής σκηνοθεσίας μεταφράζεται από εσένα ως ένα είδος εξαργύρωσης;

Κάθε φορά που δουλεύω με αυτούς τους ανθρώπους, κυρίως στο παρελθόν που ήμουν πιο νέος αλλά και τώρα, νιώθω ότι δεν έχω φύγει ακόμα από το παιχνίδι. Η συνεργασία μου μαζί τους είναι σίγουρα μία αναγνώριση της δουλειάς μου. Απλώς τώρα πια, θεωρώ ότι είμαστε περισσότερο συνεργάτες. Είναι πιο έντονο το στοιχείο του διαλόγου που αναπτύσσω μαζί τους παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζουν τη δουλειά μου και με παίρνουν. Στο Βυσσινόκηπο για παράδειγμα, έχω έναν πολύ μικρό ρόλο. Εγώ τον ζήτησα.

Η αλήθεια είναι ότι έχουν πέσει πολύ μεγάλοι ρόλοι στη σειρά.

[Γέλια-Χαρές]

Ναι, και αυτό είναι σίγουρα ένα μεγάλο βάρος. Ωραίο μεν, κουραστικό δε. Ήθελα λοιπόν αυτήν τη φορά να κάτσω λίγο πιο πίσω. Να μην με απασχολεί τόσο ο εαυτός μου.

Ο ηθοποιός που καταφέρνει να ξεπεράσει τον εαυτό του, είναι ο ηθοποιός που καταφέρνει να αποφύγει τη μανιέρα του;

Η μανιέρα δεν είναι πάντα κακό πράγμα. Είναι και καλό. Η μανιέρα αποφεύγεται με την πολλή δουλειά. Ανεξάρτητα εάν κάνεις λίγους ρόλους ή πολλούς. Έχει να κάνει με το πόσο βαθιά πας. Εάν δεν κάνεις αρκετές πρόβες και κάνεις τα ίδια και τα ίδια μόνο και μόνο για να ανέβει η παράσταση, τότε αποκτάς μανιέρα με την κακή ερμηνεία της λέξης.

Να υποθέσουμε ότι όταν τιμήθηκες με το Βραβείο Χορν το 2004 για το ρόλο του Ερωτόκριτου, είχες βρει την καλή ερμηνεία της λέξης;

Όχι. Όταν πήρα το βραβείο για να είμαι ειλικρινής, δεν πιστεύω ότι το άξιζα.

Γιατί;

Γιατί μετά, έκανα πολύ πιο ωραία πράγματα. Έχω εξελιχθεί περισσότερο.

Το βραβείο αυτό θεωρώ ότι επιβραβεύει την υπόσχεση που σου δίνει ο άλλος. Όχι το επίτευγμά του.

Όταν δουλεύεις με επαγγελματίες, καταξιωμένους πολλάκις στο χώρο, πόσο εύκολο είναι να πεις ναι σε μία δουλειά ενός νεώτερου και αγνώστου στο ευρύ κοινό καλλιτέχνη;

Δεν έχω υπογράψει κάποιο συμβόλαιο να δουλεύω με τους ίδιους και με τους ίδιους. Το μόνο που με απασχολεί είναι εάν θα καταφέρω να βρω μία κοινή γλώσσα μαζί του. Είναι ωραίο αυτό αλλά έχει και μεγάλο άγχος. Ωστόσο άνετα θα μπορούσα να συνεργαστώ με έναν άνθρωπο που ακόμα και αν δεν έχει την τεχνική, τη γνώση ή την εμπειρία, έχει κάτι.

Υπάρχει κάποιος από την νέα γενιά σκηνοθετών που θα ήθελες να συνεργαστείς;

Ο Δημήτρης Καρατζάς. Βέβαια αυτός έχει ήδη εμπειρία. Δεν είναι νέος ακριβώς σκηνοθέτης. Έχει κάνει πέντε έξι πράγματα. Έχει πάρει ήδη μία φορά. Έχει βρει τι θέλει και πώς να το κάνει. Ο Έκτορας Λυγίζος είναι άλλος ένας. Η Νατάσσα Τριανταφύλλη, επίσης (η οποία σκηνοθετεί στο Κάρολος Κουν τώρα του Αδερφούς Καραμάζωφ).

Από νέους, νέους. Θα μπορούσα να σου πω το Σίμο Κακκάλα, την Ηρώ Χιώτη, τον Βασίλη Μαυρογεωργίου, αλλά όλοι αυτοί, παρότι νέοι, έχουν ήδη πολύ πράγμα πίσω τους.

Σειρές βλέπεις;

Αμε. Με το Breaking Bad έπαθα πλάκα. Είχα ξεκινήσει να βλέπω και το Game of Thrones και ξενέρωσα κάπως γιατί μου φάνηκε κάτι σαν wannabe Lord of the Rings. Βέβαια, το είδα.

Σε ρώτησα γιατί θέλω να μου λύσεις εάν μπορείς, μία απορία: Πώς γίνεται ενώ ο κόσμος παρακολουθεί -πολλές φορές μανιωδώς- ξένες σειρές, να υποβιβάζει τις ελληνικές σειρές «κατακρίνοντας» όσους τις παρακολουθούν;

Για τον ίδιο λόγο που υπάρχουν πολλοί φίλαθλοι ειδικά στις νέες γενιές που αν τους ρωτήσεις τι ομάδα είναι, θα σου απαντήσουν Manchester United ή Real ή Liverpool και όχι Ολυμπιακός ή Παναθηναϊκός ή ΠΑΟΚ.

 

Και δεν είναι θέμα παραγωγής. Είναι θέμα αντιμετώπισης. Υπήρχε περίπτωση ποτέ να γίνει στην Ελλάδα ένα σήριαλ βεληνεκούς House of Cards; Να δείχνει σαν σαιξπηρική τραγωδία τι συμβαίνει μέσα στην Πολιτική;

(Το βούλωσα)

Οι Αμερικάνοι δεν φοβούνται να μιλήσουν για τα θέματα ταμπού. Θα μιλήσουν και για το ρατσισμό τους και για όλα. Στο House of Cards ίσως μου πεις ότι γίνεται προπαγάνδα. Ναι, ίσως. Αλλά δεν με ενδιαφέρει. Τώρα την τρίτη σεζόν έχει ολόκληρο κύκλο επεισοδίων με τον υποτιθέμενο Ρώσο Πρόεδρο. Τον απεικονίζουν ωραία: πανέξυπνο, στρατηγικό μυαλό κτλ. Του τα χώνουν. Αλλά τα χώνουν και στους ίδιους τους εαυτούς τους με τις μ@λ@κίες που κάνουν.

Εδώ, έχουμε πρόβλημα να μιλήσουμε για εμάς. Έχω δει μερικές φορές την Εθνική Ελλάδος του Καπουτζίδη και εξεπλάγην από το γεγονός ότι είναι η πρώτη φορά που βλέπω να δίνονται με απλό τρόπο κάποια πράγματα πιο σοβαρά.

Σε εκείνο ακριβώς το σημείο, πάτησα το stop. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, μου ήρθε στο μυαλό μία ατάκα από το Βυσσινόκηπο (όχι δική του).

«Μην βλέπετε παραστάσεις, τα μούτρα σας να βλέπετε».

Φωτογραφίες: Θοδωρής Μάρκου

Πληροφορίες Παράστασης

Από 22/04 μέχρι 9/05 στις 20:30 στην κεντρική σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών

Παίζουν: Θανάσης Αλευράς, Νίκος Καραθάνος, Λένα Κιτσοπούλου, Έμιλυ Κολιανδρή, Γιάννης Κότσιφας, Αναστασία Κονίδη, Χρήστος Λούλης, Γιώργος Μπινιάρης, Άγγελος Παπαδημητρίου, Δάφνη Πατακιά, Μιχάλης Σαράντης, Έλενα Τοπαλίδου, Άγγελος Τριανταφύλλου, Λυδία Φωτοπούλου, Γαλήνη Χατζηπασχάλη

Συντελεστές: Αρης Αλεξάνδρου (Μετάφραση), Νίκος Καραθάνος (Σκηνοθεσία – Διασκευή), Έλλη Παπαγεωργακοπούλου (Σκηνικά και Κοστούμια), Άγγελος Τριανταφύλλου(Μουσική), Αμάλια Μπένετ (Κίνηση), Νίκος Βλασόπουλος (Φωτισμοί), Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου(Απόδοση κειμένου), Ντάνιελ Αθανασίου(Hair Design), Πέτρος Γεωργοπάλης, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου (Βοηθoί Σκηνοθέτη), Ευαγγελία Θεριανού, Μυρτώ Λάμπρου, Δάφνη Ηλιοπούλου (Βοηθοί Σκηνογράφου)