LONGREADS

190 χρόνια ελληνικό κράτος: Ψεύτες, ρουφιάνοι και μερικοί ήρωες

190 χρόνια από τη γέννηση του (νέου) ελληνικού κράτους, ξαναδιαβάζουμε την Ιστορία. Όχι ακριβώς αυτήν που μάθαμε στο σχολείο.

Η Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας τελείωσε στις 5 Μαΐου του 1827, δηλαδή πριν από 190 χρόνια ακριβώς- αν και στο χρόνο η ακρίβεια είναι κάτι που αναζητείται. Η απόφαση που βγήκε από αυτή, η πιο σημαντική μάλλον, ήταν ότι κυβερνήτης του νέου ελληνικού κράτους θα αναλάμβανε ο Ιωάννης Καποδίστριας. Του νέου ελληνικού κράτους, το οποίο, ωστόσο, ήταν το μόνο ελληνικό κράτος. Το πρώτο ελληνικό κράτος, το οποίο εκτείνεται ως και τις μέρες μας, με τα αναπόφευκτα κουσούρια του.

Το ελληνικό κράτος, λοιπόν, μετρά 190 χρόνια ζωή. Ο Έλληνας, ωστόσο, πάει πολύ πίσω και αναφέρεται στα ομηρικά έπη. Ήταν ένα μυθολογικό πρόσωπο, παιδί του Δευκαλίωνος και της Πύρρας και γέννησε, με γυναίκα τη νύμφη Ορσηίδα, τον Αίολο, τον Δώρο και τον Ξούθο. Ο τελευταίος παντρεύτηκε με την Κρέουσα, την κόρη του βασιλιά Ερεχθέα και γέννησε δύο γιους: τον Αχαιό και τον Ίωνα. Από τους γόνους, του Αίολο, τον Δώρο και τους επιγόνους, τον Αχαιό και τον Ίωνα λογίζονται τα ελληνικά φύλα.

Αλλά αυτό είναι απλώς μυθολογία, η οποία και παίζει το ρόλο του συνηγόρου της πραγματικότητας. Πότε τη γιγαντώνει και πότε την αθωώνει. Όπως μυθολογία είναι και η Ιστορία του σχολείου, σε ό,τι αφορά την επανάσταση του 1821. Εδώ πρέπει να γίνει η σχετική επισήμανση: Όχι υπό την έννοια ότι αυτά που αναφέρει δεν συνέβησαν, ότι δεν υπήρχαν τρανοί ήρωες και αληθινοί στρατηλάτες, που φοβέριζαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά κυρίως υπό την έννοια ότι η επανάσταση έφερε την ελευθερία και ότι οι ήρωες έδιωξαν τους Οθωμανούς οριστικά από την Ελλάδα, η οποία ήταν μία χώρα που δεν υπήρχε ούτως ή άλλως, παρά υπαγόταν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Η ελληνική επανάσταση, πράγματι, υπήρξε ηρωική, με αυταπάρνηση μέχρι μυελού οστέων, αλλά δεν ήταν ικανή να βάλει το νερό στ’ αυλάκι. Και όσο τα προμηνύματα, στις 25 Μαρτίου του 1823, υπήρξαν πολύ ενθαρρυντικά, άλλο τόσο 4 χρόνια αργότερα, το 1827, οι Έλληνες που είχαν μείνει ήταν έτοιμοι να εκδιωχθούν στην Αφρική. Δεν πανηγύριζε μόνο ο Ιμπραήμ, που είχε μπει στην Πελοπόννησο και έσφαζε όποιον έβρισκε, αλλά και ο Μέττερνιχ, η ψυχή της Ιερής Συμμαχίας, ο Αυστριακός που δεν επιθυμεί ένα νεοσύστατο κράτος, αλλά την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ένας γίγαντας πολιτικός, που θέλει να συνεννοείται με μία διοίκηση η οποία κάνει κουμάντο σε ένα μεγάλο έδαφος και όχι με διάφορα κρατίδια. Έτσι εννοείται η όποια ανεξάρτητη Ελλάδα τότε. Η οποία, ακόμα και στην καλύτερη μορφή της, ακόμα και ελεύθερη, θα έπρεπε να λογοδοτεί σε διοίκηση Οθωμανική.

Η επανάσταση θα μπορούσε να έχει αίσιο φινάλε πολύ νωρίτερα, αν δεν γινόταν εμφύλιος πόλεμος στα ελληνικά εδάφη το 1823 και το 1824. Το 1827 κατέληξε ο φρούραρχος του Παλαμηδίου, Γρίβας, να βομβαρδίζει από το Παλαμήδι την Ακροναυπλία. Οι Οθωμανοί μπορεί να γνώριζαν ότι μετρούσαν αντιστρόφως, παρ’ όλα αυτά, από τη στιγμή που υπήρχε η τελευταία ελπίδα, να κατακτήσουν ξανά, δηλαδή, ένα λαό ανάδελφο, είχαν αποφασίσει να την εξαντλήσουν. Άλλωστε, το 1821 η κόντρα του Μαχμούντ με τον Αλή Πασά έπαιξε σημαίνοντα ρόλο για να ευοδωθεί η επανάσταση.

Ο Αρχιμανδρίτης Δικαίος, κατά κόσμον Παπαφλέσσας, απεσταλμένος του Αλέξανδρου Υψηλάντη της Φιλικής Εταιρίας, εφοδίασε με δυναμίτιδα τον ελληνικό στρατό. Φέρνοντας νέα καλά, κατ’ άγγελος εξάγγελος, διέδιδε ότι η Ρωσία ετοιμαζόταν να παρέμβει προς ελληνικό όφελος. Βεβαίως, η πολιτική κατάσταση ήταν κατά τι διαφορετική: σε όλους τους τόνους, η διοίκηση της Ρωσίας υπό τον Τσάρο διαβεβαίωνε ότι δεν επρόκειτο να εμπλακεί στο ελληνικό ζήτημα, ακόμα και παρά το γεγονός ότι ήταν φίλα προσκείμενη στους Έλληνες λόγω ίδιας θρησκευτικής πίστης.

Ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Ιωάννης Καποδίστριας, πίεζε σιγά σιγά τον Τσάρο για να πάρει θέση, ωστόσο ο τελευταίος ήταν αμετακίνητος, τουλάχιστον εξαρχής. Ο Καποδίστριας είχε αρνηθεί σε πρώιμο στάδιο να αναλάβει τη Φιλική Εταιρεία, πρώτον, επειδή ένιωθε ότι το εγχείρημα μίας επικείμενης επανάστασης, στα 1814, ήταν καμμένο χαρτί και δεύτερον, διότι ακόμα και αν υπήρχαν πιθανότητες να πραγματωνόταν, θεωρούσε ότι θα μπορούσε να βοηθήσει περισσότερο ως εκπρόσωπος ενός μεγάλου και ισχυρού κράτους, παρά ως κάποιος που θα ηγούνταν ενός αδύναμου κινήματος, το οποίο είχε μεγάλες οι πιθανότητες να το φάει η μαρμάγκα.

Το δέλεαρ και οι άγνωστοι ήρωες

Σε περίπτωση που οι Φιλικοί και ο αρχιμανδρίτης Δικαίος δεν υπονοούσαν ή δεν μιλούσαν ξεκάθαρα για ανάμειξη της Ρωσίας στα εθνικά ζητήματα, η επανάσταση θα παραπεμπόταν εις καλένδας. Το 1827 είχαν συμπληρωθεί ήδη έξι χρόνια από την έναρξη της επανάστασης, η οποία ουσιαστικά έψαχνε την αφορμή: Τη βρήκε, όχι τόσο στη γαλλική, από την οποία είχαν ήδη περάσει 32 χρόνια, όσο στην ισπανική, που επίσης συνέβαινε εκείνο τον καιρό, κατά του βασιλιά Φερδινάνδου του Ζ’. Το 2011, στην επέτειο επίσης των 190 ετών της ισπανικής επανάστασης, έμοιαζε ότι η ιστορία θα επαναλαμβανόταν, όταν οι Αγανακτισμένοι της Ισπανίας παρέσυραν εκείνους της Ελλάδας, ωστόσο στο Σύνταγμα η ‘επανάσταση’ πνίγηκε στα χημικά, τα οποία τα μέλη των Σωμάτων Ασφαλείας σίγουρα δεν φείδονταν.

Η Ιστορία έχει πολλά κουσούρια, ένα από αυτά είναι η κοινοτοπία. Μπορεί να μη γνωρίζουμε κάθε περίπτωση στην οποία κάτι που συμβαίνει δεν έχει ξανασυμβεί, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η επανάληψη δεν έχει ήδη υπάρξει.

Το δέλεαρ της ανεξαρτησίας έπρεπε να στηρίζεται στη βοήθεια μίας υπερδύναμης, ανεξαρτήτως αν ο πόθος ήταν ριζωμένος βαθιά στην ψυχή τριών γενεών πριν. Η ανάγκη για να ανάψει η φλόγα χρειαζόταν ένα μεγάλο ψέμα. Οι Έλληνες, είτε ήταν ορθόδοξοι είτε μουσουλμάνοι, στάθηκαν απέναντι στους Τούρκους με την πεποίθηση ότι είχαν την έξωθεν βοήθεια. Αλλά το φιλελληνικό κίνημα στην Ευρώπη δεν αναπτύχθηκε παρά πολύ αργά και μέχρι τότε ήταν ένα ερωτηματικό το πώς κράτησε η επανάσταση και δεν διαλύθηκε. Οι συνθήκες, τουλάχιστον τα δύο πρώτα χρόνια, ήταν καλές, παρ’ όλα αυτά αν δεν υπήρχε ο ηρωισμός κάποιων ανθρώπων δεν θα γινόταν να συμπληρωθούν έξι χρόνια και να τίθεται ενεργά στις στρογγυλές τράπεζες της Ευρώπης το θέμα μίας αληθινής επανάστασης και όχι κάτι που απλώς θα ήταν πιασάρικο, μόνο, όμως, θα βασιζόταν σε αληθινά γεγονότα.

Οι ηρωισμοί έφεραν τη χρειαζούμενη απήχηση και μερικοί άνθρωποι δεν έχουν τη θέση που τους αξίζει στη μυθιστορία του έθνους. Ακόμα και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Δημήτριος Υψηλάντης, που υπάρχουν στα σχολικά βιβλία και τιμώνται, δεν έχουν βρει τη θέση που τους αξίζει, για τους αγώνες που έκαναν σε δυτική Ελλάδα και Πελοπόννησο αντιστοίχως, πόσω μάλλον άλλοι. Όπως ήταν ο Ύπατρος ή ο Αριστείδης Παππάς, απεσταλμένοι για συναντήσεις με τον Αλή Πασά και τον Μιλόση στη Σερβία ή ήρωες που φύλαξαν τα μπόσικα, όπως ήταν ο θρυλικός καπετάν Γεωργάκης Ολύμπιος, που μαζί με 11 άνδρες αρνήθηκε να παραδώσει τη μονή Σέκκου, βάζοντας φωτιά στην αποθήκη, για να σκοτωθούν και Τούρκοι στρατιώτες μαζί τους. Ακόμα και ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης, που τον Ιούλιο του 1821 οχυρώθηκε σε ένα λόφο δίπλα στο Σκουλένι μαζί με 400 Έλληνες αξιωματικούς, οι οποίοι τα έβαλαν με 6.000 Τούρκους σε μία μάχη που κράτησε 8 ώρες, ενώ στην αντίπερα όχθη του ποταμού βρίσκονταν Ρώσοι, οι οποίοι είχαν προειδοποιήσει τους Τούρκους ότι έστω και μία σφαίρα να περνούσε προς τη μεριά τους, θα ξεσήκωνε την παρέμβασή τους.

Και αυτοί οι ηρωισμοί των αγωνιστών υπερκέρασαν προβλήματα όπως ήταν ο εμφύλιος που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα το 1823, ένας πολιτικός εμφύλιος που ξεκίνησε μετά τη Β’ Εθνοσυνέλευση, με την κόντρα του Εκτελεστικού με το Βουλευτικό, όταν το ένα προσπάθησε να καταλύσει το άλλο, με το δεύτερο να καταφεύγει στην Ερμιόνη, την κωμόπολη της Αργολίδας και με το πρώτο να αποκτά το προβάδισμα, φέρνοντας το πρώτο δάνειο από τη μεριά της Αγγλίας, της τάξεως των 300.000 λιρών.

Η Ελλάδα δεν είχε ουσιαστική κυβέρνηση καθ’ όλη τη διάρκεια της επανάστασης και οι κόντρες ήταν στην ημερησία διάταξη, το ίδιο και οι αρπαγές χρημάτων που προορίζονταν για τον αγώνα από τα ταμεία. Στην εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας φανερώθηκε ένα χρέος συνολικά 70 εκατομμυρίων γροσιών, περίπου 30 εκατομμυρίων δραχμών αν τα συγκρίνουμε με τις δραχμές στην τελευταία μορφή τους. Η προσωρινή κυβέρνηση, που ορίστηκε άτυπα το 1826 στην Επίδαυρο, βρήκε στο ταμείο του Ναυπλίου μόνο 16 γρόσια από 53.000.000, τα οποία «φαγώθηκαν» μέσα σε ένα χρόνο και όχι για τον αγώνα. Και στην Τροιζήνα, το 1827, αποκαλύφθηκε ότι ο υπουργός Οικονομίας είχε αγοράσει εθνικά κτήματα των οποίων την αξία δεν κατέβαλλε, ο δε υπουργός Πολέμου αγόραζε πολεμοφόδια αξίας πολλών εκατομμυρίων τα οποία δεν σημειώθηκαν πουθενά και, όσα δεν έκαναν στον αγώνα, το υπουργείο Πολέμου τα πουλούσε.

Πλατεία Κάνιγγος, οδός Χέυντεν

Στόχος δεν είναι η ακριβής εξιστόρηση των γεγονότων, αλλά το κλίμα, που δείχνει πως ό,τι ζούμε το έχουμε ξαναζήσει. Μετά από πολλές τέτοιες στιγμές αυτά τα 195 χρόνια, στιγμές χυδαιότητας και σπατάλης, μετά από πρόσωπα που ήταν ήρωες και προδότες την ίδια στιγμή, δεν μπορούμε να οικτίρουμε τους εαυτούς μας για τη βίωση αυτών των, βασανιστικών όπως και να έχει, προβλημάτων, καθώς η κακοδιαχείριση και η πονηριά πρωτοστατούσαν πάντα στην πολιτική σκηνή του τόπου. Από one-stand μεσσίες, να φάν’ κι οι κότες, δόξα τω Θεώ. Η Ελλάδα δεν θα δημιουργούνταν ως κράτος αν δεν υπήρχαν οι ξένες δυνάμεις και αν ο αγώνας δεν είχε φτιάξει ένα ισχυρό φιλελληνικό κίνημα σε όλη την Ευρώπη, η οποία τώρα πια δε μασάει τα μπούτια της διότι τα δικά της προβλήματα είναι σημαντικότερα από ένα κράτος που δεν ήταν καν το μισό γεωγραφικά όταν οριοθετήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου του 1829, με τη συνθήκη της Ανδριανουπόλεως.

Τόσο οι Ρώσοι, πρωτίστως, όσο οι Άγγλοι και οι Γάλλοι προθυμοποιήθηκαν να βοηθήσουν για να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους. Τα οποία ασφαλώς έχουν να κάνουν με το Αιγαίο. Και ενώ ο Μέττερνιχ πείθει στη Βερόνα, στις 22 Ιουνίου του 1822, τους Ευρωπαίους ότι είναι καλύτερο να συνεννοούνται με μία μεγάλη Τουρκία παρά με κάθε λογής τεμαχισμένα κρατίδια, στις 25 Μαρτίου του 1823 ο Τζορτζ Κάνιγκ, υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας, βγαίνει στο αντάρτικο και λέει δημοσίως ότι αναγνωρίζει το δικαίωμα των εμπόλεμων Ελλήνων να κλείνουν με τα πλοία τους τις τουρκικές ακτές, κάτι που το Διεθνές Δίκαιο έδινε το προνόμιο μόνο σε αναγνωρισμένα κράτη. Ο Κάνιγκ γίνεται ο πρώτος που παραδέχεται την ελληνική κυβέρνηση, όποια κι αν ήταν αυτή, ως κανονική. Οι Άγγλοι δίνουν το πρώτο δάνειο στο τέλος του Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς, 800.000 στερλίνες, που είναι ένας βασικός λόγος για την εκκίνηση του εμφυλίου.

Οι Άγγλοι θέλουν τους Έλληνες να ελέγχουν το Αιγαίο για λογαριασμό της Αγγλίας. Και ενώ ο Τσάρος το 1824 προτείνει τρεις ηγεμονίες, την Ανατολική Χέρσα Ελλάδα, τη Δυτική Χέρσα Ελλάδα και τις Πελοπόννησο και Κρήτη, υποτελείς στον Σουλτάνο, ο Μέττερνιχ και ο Κάνιγκ διαφωνούν. Ο τελευταίος, το 1825, δέχεται επίσκεψη από ελληνική αντιπροσωπεία, η οποία ζητάει να τεθεί η Ελλάδα υπό την προστασία της Αγγλίας. Δηλαδή, να μην υπάρξει ούτε μία μέρα ελευθερίας. Είναι τρομακτική, μετά από 400 χρόνια τούρκικης αποικιοκρατίας, η τάση για υποτέλεια, αν και ο Κάνιγκ απορρίπτει το συγκεκριμένο αίτημα.

Τα γεγονότα, ακριβώς όταν ο Ιμπραήμ αρχίζει να κερδίζει έδαφος, παίρνουν τη μορφή χιονοστιβάδας: Στις 9 Απριλίου 1826 υπογράφεται το αγγλορωσικό πρωτόκολλο, η πρώτη διεθνής πράξη υπέρ της επαναστατημένης Ελλάδας, στο Λονδίνο, όπου δηλαδή υπογράφεται και η τριμερής συνθήκη μεταξύ των Ρωσίας, Αγγλίας και Γαλλίας, στις 6 Ιουλίου 1827. Είναι οι μέρες φρικιαστικές, διότι τότε πέφτει το Μεσολόγγι και ο Σουλτάνος δίνει στον Ιμπραήμ την εντολή να μεταφέρει όσους Έλληνες κατορθώσουν να επιζήσουν στην Αφρική. Ακόμα και το αγγλορωσικό πρωτόκολλο, που μιλάει για αυτοκυβέρνηση των Ελλήνων, κάνει αναφορά σε προστασία του Σουλτάνου, ο οποίος θα παίρνει ετήσιο φόρο. Για αυτοκρατορία σε πτώση, οι Οθωμανοί κρατάνε το τουπέ τους και διαμηνύουν στους υπόλοιπους Ευρωπαίους να μην ασχολούνται με το ελληνικό ζήτημα. Αλλά είναι αργά.

Από τη στιγμή που η Αγγλία κάνει ρελάνς, με χρηματικά δάνεια, η Ρωσία πρέπει να αυξήσει την προσφορά της και η Γαλλία επίσης μπαίνει στο κόλπο. Το Αιγαίο και η Μεσόγειος είναι ο Μεγάλος Πειρασμός. Τον Αύγουστο του 1827 είναι που ο Σουλτάνος αρνείται να συζητήσει το σενάριο ειρήνης στο Αιγαίο και διώχνει τους πρεσβευτές των Αγγλορώσων, τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς έχει μπει στο Ναυαρίνο, έναν κολπίσκο λίγο κάτω από τον Πύργο, που φράσσεται από το νησί Σφακτηρία, ο τουρκικός στόλος. Στη Ζάκυνθο συναντιούνται ο αγγλικός, με το ναύαρχο Έντουαρντ Κόδριγκτον προεξάρχοντα, ο γαλλικός, με επικεφαλής το ναύαρχο Δεριγνύ, που ονομαζόταν κανονικά Ανρί-Ντανιέλ Γκοτιέ ντε Ρινύ και ο ρώσικος, με πρωτοπαλίκαρο το ναύαρχο Λογγίνο Χέυντεν, ελληνιστί Χέυδεν. Δηλαδή… τρεις δρόμοι της Αθήνας. Σε τρεις ώρες τα 27 πλοία του συμμαχικού στόλου στέλνουν τα 82 τουρκικά στο βυθό.

Τα έξι χρόνια της ελληνικής επανάστασης ισοδυνάμησαν με τις τρεις ώρες μάχης. Και ενώ οι Ρώσοι πολεμούν τους Οθωμανούς στις βόρειες επαρχίες, οι Γάλλοι στέλνουν στρατό για να διώξουν τους Τούρκους και τους Αιγύπτιους, οι οποίοι έχουν κληθεί για να βοηθήσουν στη νέα κατάκτηση των ελληνικών εδαφών, την τελευταία τριετία, από την Πελοπόννησο. Μόνο που αυτοί έχουν ήδη φύγει, μετά από συμφωνία του Κοδριγκτόνος με τον Μοχάμεντ Αλή. Η Ελλάδα απελευθερώνεται, αλλά οριστικά ανεξάρτητη δε θα γίνει παρά μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, ούτως ειπείν στις 7 Μαΐου του 1832, όταν υπογραφεί το τελικό πρωτόκολλο επί του ελληνικού ζητήματος και ‘της επιλογής του πρίγκιπος Όθωνος της Βαυαρίας ως βασιλέως της Ελλάδος’. Μέχρι τότε, έχουν ‘σκάσει μύτη’ αντιπρόσωποι και φέρνουν δάνεια. Οι Άγγλοι, οι Ρώσοι και οι Γάλλοι. Από την αρχή λοιπόν, η Ελλάδα μαθαίνει ότι γίνεται να πορεύεται χάρη στη μισή καλοσύνη των ξένων, οι οποίοι γλυκοκοιτάζουν το Αιγαίο. Οι Ρώσοι νικούν στον πόλεμο με τους Τούρκους μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου και βρίσκονται έξω από την Κωνσταντινούπολη όταν οι Τούρκοι τελικά υποχωρούν. Να γίνει ανεξάρτητο κράτος η Ελλάδα, λένε, αλλά να πληρώνει φόρο στην Υψηλή Πύλη, η οποία θα έχει την επικυριαρχία της. Αυτό συμβαίνει στην Ανδριανούπολη, με τη συνθήκη που υπογράφηκε.

Ωστόσο, αυτό το σχέδιο είναι παλιό και αγγλικό. Η συνθήκη θέλει ελληνικό κράτος την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες μόνο. Οι Ρώσοι παρουσιάζονται ως απελευθερωτές και οι Άγγλοι τα παίρνουν στο κρανίο, βλέποντας ότι ο Τσάρος το παίζει μάγκας με ξένα αρχίδια. Έτσι, παραχωρούν στους Έλληνες πλήρη αυτονομία. Κανένας φόρος και καμία επικυριαρχία. Έπειτα, τους παραχωρούν εδάφη. Ξεχάστε το Πελοπόννησος-Κυκλάδες. Αυτές είναι ελληνικές, όπως όμως είναι η Ρούμελη, η Εύβοια και η Αττική. Αυτό είναι το νέο ελληνικό κράτος, το οποίο θα προσπαθήσει να κυβερνήσει ο Ιωάννης Καποδίστριας, μέχρι να του κάνουν τη ζωή πατίνι οι Υδραίοι. Αυτό είναι, άλλωστε, το πρώτο αμιγώς ελληνικό κράτος. Όχι πόλεις-κράτη, όχι Βυζάντιο. Η πρώτη ενωμένη Ελλάδα, η πρώτη αυτοδιοικούμενη Ελλάδα.

Από την Τροιζήνα έχουν περάσει 190 χρόνια. Και ό,τι συμβαίνει μοιάζει με ανακύκλωση εκείνης της ιστορίας. Ένα κακομαθημένο παιδί με το χέρι απλωμένο, να μιλάει για τα χαρίσματά του που απλώς έτυχαν λόγω γεωγραφικής θέσης, χωρίς να επιδεικνύει απολύτως καμία ικανότητα. Ψεύτες, δοσίλογοι, ρουφιάνοι, θεομπαίχτες και μερικοί ήρωες, Έλληνες, Αρβανίτες, ορθόδοξοι, μουσουλμάνοι, που τους τρώει το μαύρο σκοτάδι. Οι πολιτικοί βασίζονται σε αυτούς για να τους δώσουν χρόνο ή ακόμα και να τους βγάλουν από τη δύσκολη θέση, πριν τελικά τους καρατομήσουν. Ό,τι ζούμε, είναι απλώς ένα βαγόνι στο πελώριο τρένο μίας εκφυλισμένης σύγχρονης ιστορίας, που προσπαθούμε να συνδυάσουμε με τη, στο μεγαλύτερο μέρος της, χαμένη σοφία των αρχαίων καιρών. Προκαλώντας οργή, περιφρόνηση και, στους πραγματικά έξυπνους, βραχνά χαχανητά αμέτρητων ντεσιμπέλ.

Πηγές: ΙΣΤΟΡΙΑ (κωμικοτραγική) του ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ 1830-1974. Βασίλης Ραφαηλίδης – ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, βιβλίο δέκατο έκτο, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος.