LONGREADS

Η απόλυτη στιγμή της ελληνικής dolce vita

Πώς η Ελλάδα έζησε τη 'γλυκιά ζωή' τη δεκαετία του '50 με πρώτη κιθάρα, τον Νίκο Γούναρη.

Δεν υπήρχε, τουλάχιστον ως το καλοκαίρι του 2015, σε ελληνική έκδοση, δηλαδή μεταφρασμένο, αλλά αυτό δεν αποτελεί είδηση. Ο λόγος για ένα βιβλίο που είμαι αρκετά τυχερός, με τη βοήθεια μίας καλής φίλης, να το πετυχαίνω με το βλέμμα όποτε κοιτάζω προς τη βιβλιοθήκη. Το ‘La Dolce Vita, 60’ s Lifestyle in Rome’. Στο εξώφυλλο, η Τζέιν Μάνσφιλντ, το πρώτο απόλυτο pin-up girl, εξοργιστικά φουσκωμένο μία εποχή που από πουθενά δεν προκύπτει η ύπαρξη σιλικόνης, σηκώνει χαριτωμένα το πιρούνι της για να φάει μία μπουκιά σπαγγέτι. Με το δεξί χέρι της κρατάει το πιάτο. Ο παρτενέρ της χαμογελάει με τη σιγουριά του ζεν πρεμιέ. Στην τελευταία σελίδα, ένας μεσήλικας Ιταλός, από εκείνους που πολλά έχουν δει τα μάτια τους, αλλά ίσως η γεύση τους υστερεί, κρατάει με τα δύο χέρια ένα μεγάλο μπουκάλι σαμπάνια Pommery και το τείνει προς το στόμα μίας εντελώς αλλοπαρμένης Αννίτας Έκμπεργκ. Μίας γυναίκας αφράτης, η οποία συμβολίζει το πρόσωπο της νυχτερινής γλυκιάς ζωής, την εποχή που εκείνη, παρά τη συνολική φτώχεια και όλα τα συμπαρομαρτούντα, που ουδέποτε εξέλειψαν, ήταν ένα ‘καθεστώς’ στον κόσμο.

Τώρα, είναι ειρωνεία μία Σουηδέζα να είναι το πρόσωπο της Dolce Vita, αλλά δεν μπορούμε να τα βάλουμε με τα οράματα του Φεντερίκο Φελίνι. Την Κυριακή 4 Ιουνίου ο κινηματογράφος Άστυ είχε τρεις ταινίες του Ιταλού σκηνοθέτη στη σειρά: πρώτα την Dolce Vita, μετά το Amarcord και στο τέλος την Ιουλιέτα των Πνευμάτων. Στην οποία πρωταγωνιστούσε η γυναίκα του, Τζουλιέτα Μασίνα. Ο Φελίνι και η Μασίνα σχεδόν ανακάλυψαν την Dolce Vita.

Οι ιστορίες αναφέρουν ότι επειδή η χαρισματική Τζουλιέτα βίωνε την τραγωδία της αποβολής παιδιών συναπτά, οι δυο τους ντύνονταν κλόουν και έκαναν σκετσάκια στο σπίτι, για να μετριάσουν τη στενοχώρια. Τον ‘καμυκό’ κόσμο του ‘ν’ αυτοκτονήσω ή να φτιάξω έναν καφέ’, ο Φελίνι και η Μασίνα τον αντιμετώπισαν με παρωδία και για αυτό, 64 χρόνια μετά το μυθικό La Strada, μνημονεύονται ως ένα ζευγάρι που άλλαξε τον κόσμο της ψυχαγωγίας με σουρεαλιστικό τρόπο. Στην ταινία Dolce Vita ο Φελίνι εισήγε τον χαρακτηρισμό ‘paparazzo’ για εκείνους τους τύπους με τη βέσπα που έτρεχαν στα νυχτερινά κλαμπ για να φωτογραφίσουν διασημότητες οι οποίες επιθυμούσαν διακριτικότητα.

Η ελληνική Dolce Vita υπήρξε και αυτό συνέβη μέσω φτώχειας και κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, που περιείχε κυνήγι κομουνιστών κατά συρροή. Η συμμετοχή προήλθε από διάφορους χώρους. Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’50 που ο κολυμβητής και πολίστας Μπάμπης Μουτσάτσος, ο μπασκετμπολίστας Κώστας Μουρούζης και ο ποδοσφαιριστής Μίμης Στεφανάκος δεν χόρταιναν να εισπνέουν νυχτερινό οξυγόνο, γι’ αυτό και ο πρώτος ήθελε να επεκταθεί. Οι άλλοι δύο του υποσχέθηκαν ότι θα έμπαιναν συνέταιροι στο μαγαζί του. Οι τρεις τους σύχναζαν στο Top Hat, στην Πατησίων και εκεί μαζεύονταν οι φίλοι τους. Γόητες φιλόδοξοι, αλλά με έναν τρόπο που είχε μέσα του το πνεύμα της διασκέδασης, μάζευαν τόσο τους υπόλοιπους όσο και κορίτσια.

Ο Στεφανάκος, ποδοσφαιριστής της ομάδας του Ολυμπιακού την εποχή που πήρε το παρατσούκλι ‘Θρύλος’, θεωρούνταν ζεν πρεμιέ. Οι έφηβες τον ζαχάρωναν και το 1957 μία στάρλετ, με βλέψεις για καριέρα στην υποκριτική, με υπέροχο κορμί, τον κατάφερε. Το όνομά της ήταν Μάρθα Καραγιάννη. Εκείνο το έτος ήταν που άνοιξε για πρώτη φορά η θρυλική Κουίντα, όχι στη Φωκίωνος Νέγρη, όπου έμελλε να περάσει στην ψυχαγωγική ιστορία του τόπου και να δημιουργήσει το θρύλο του Έλληνα playboy, μια και ο Μουτσάτσος σαγήνευσε τη στρίπερ Ρίτα Κάντιλακ και κατάφερε να κάνει μαγαζί διασκέδασης μέχρι και στις Κάννες, ενώ στο Παρίσι έμεινε 25 χρόνια, από το 1967 έως το 1992, αλλά στην Πατησίων. Στην οποία έμεινε ένα χρόνο, μια και “το μαγαζί ήταν πολύ μικρό και δεν χωρούσε τον κόσμο που ερχόταν”, όπως είπε. Από την Κουίντα, ένα μαγαζί που ο Μουτσάτσος το ονόμασε έτσι επειδή οι πόρτες του έκλειναν σαν κουρτίνες, έχουν περάσει 60 χρόνια.

Η γλυκιά ζωή σε όλο τον κόσμο ήταν το αποτέλεσμα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Όλη η διαδικασία έμοιαζε με την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Πρώτα, το φιλί του ναύτη στη νοσοκόμα, οι αγκαλιές στα χαλάσματα και τα ερείπια, το κουρασμένο ξανά μανά χτίσιμο μίας νέας ζωής. Μετά μία σιωπηλή συμφωνία με την ελευθερία, το ‘να ζήσουμε βρε αδελφέ’. Μία τάση για χαρά, μετά από 52.000.000 νεκρούς, που κράτησε σχεδόν 23 χρόνια, έως το 1968, όταν ο κόσμος αποφάσισε ότι η διασκέδαση είναι αρκετή και ότι αυτή η αίσθηση μας κάνει να τρώμε κουτόχορτο, ενώ πρέπει να παλεύουμε για το νόημα της ζωής, να είμαστε ίσοι και να είμαστε ελεύθεροι.

Τέτοιο είναι το διάστημα των περισσότερων εποχών μία τάσης ή μίας μόδας, εκτός αν είσαι πολύ άτυχος και πέσεις σε αποστειρωμένα μυαλά, όπως κατά βάση έγινε και στον Ψυχρό Πόλεμο. Αυτό είναι το διάστημα που πρέπει κιόλας να περάσει από μία εποχή ώστε να προκύψει ως Ιστορία, να μπορείς να την αναλύσεις και να βγάλεις συμπεράσματα τα οποία θα μπόλιαζες σε οποιαδήποτε σύγχρονη συνθήκη για να υπενθυμίσεις στους ανθρώπους τα λάθη. Τα οποία- και αυτό είναι πολύ εντυπωσιακό- οι ίδιοι με μεγάλη ευχαρίστηση επαναλαμβάνουν, με έναν τρόπο πολύ ανάλαφρο, μια και η δύναμη της στατιστικής δεν είναι αρκετά πειστική. Όταν πια καταλαγιάζει ο καπνός, τα λάθη, που είναι παρόμοια για όλους ανά τις εποχές, βγάζουν το συμπέρασμα που φέρεται να ανήκει στον Αϊνστάιν: “Δεν μπορείς να κάνεις το ίδιο πράγμα και να περιμένεις το αντίθετο αποτέλεσμα”. Όμως, όταν δεν γίνεται το ίδιο πράγμα από τους ίδιους ανθρώπους, τότε υπάρχει το άλλοθι της μοναδικότητας, κι ας έχουν προειδοποιηθεί.

Μέχρι το 1968, λοιπόν, οι άνθρωποι ήθελαν χαρά. Στην Ελλάδα, που όλα τα είδη φύονται χωρίς πρόβλημα, ανενόχλητα και που θαρρείς ότι ίδια η χώρα, ως οργανισμός, αυτοπροστατεύεται με ένα καταπληκτικό ένστικτο από όλα, όχι διώκοντάς τα αλλά αφήνοντάς να υπάρχουν και να παλεύουν το ένα με το άλλο χωρίς την παραμικρή επαφή. αυτή η χαρά προέκυπτε από το σινεμά και από τη μουσική. Από τη δεκαετία του ’50, που ο κόσμος παρέμενε στενοχωρημένος και αλαφιασμένος, η ψυχαγωγία της χώρας περνούσε από το σέλιλοϊντ και το ραδιόφωνο. Γι’ αυτό, κιόλας, ο συνδυασμός των δύο έφερε την απόλυτη στιγμή της ελληνικής, ελληνικότατης, dolce vita, μέσω τεσσάρων πολύ χαρισματικών Ελλήνων: του υπέροχου Γιώργου Οικονομίδη, του σπουδαίου κωμικού, ίσως του καλύτερου που έχει δει αυτή η χώρα, Ντίνου Ηλιόπουλου, του Νίκου Ρίζου και του αγνού τροβαδούρου, σε κοψιά και στυλ, του θαυμαστού Νίκου Γούναρη.

Η προτομή, που απεικονίζεται, δεν είναι στη Ζαγορά του Πηλίου, αλλά στον Παράδεισο Αμαρουσίου, στον παράδρομο της εξόδου από το ΟΑΚΑ, που οδηγεί στο δαχτυλίδι. Είναι πίσω από τη στάση των λεωφορείων και, αν περπατήσεις εκεί, δύσκολα θα τη δεις. Μόνο αν είσαι τακτικός στη γειτονιά μπορεί να την αντικρίσεις, με ένα σάστισμα που δεν την είχες παρατηρήσει για πολύ καιρό. Γράφει ‘Νίκος Γούναρης, 1915-1965’. Στην ταινία ‘Χαρούμενο Ξεκίνημα’, του 1954, ο Γούναρης κάνει μία εμφάνιση μικρή, για να τραγουδήσει. Μόλις ένα χρόνο πριν επέστρεψε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπήρξε αντιστασιακός και, αν και δεν είναι κριτήριο, διότι εδώ τιμάται κάθε καρυδιάς καρύδι, τιμήθηκε με το Αριστείο της Εθνικής Αντίστασης. Και μουσικός, ασύγκριτος.

Ο Μίμης Πλέσσας θυμήθηκε στην αυτοβιογραφία του μία συναυλία του 1953 για τους σεισμοπαθείς στο Καλλιμάρμαρο, όταν ο Γούναρης τραγούδησε, παίζοντας μόνο την κιθάρα του, το ‘Ένα βράδυ πού ‘βρεχε’. Με 60.000 ανθρώπους να το τραγουδάνε. Η φωνή του έμοιαζε να βγαίνει από το νευρικό σύστημα ενός μεταξοσκώληκα, ένα αποτέλεσμα που δεν θα άρεσε στις υφάντρες. Σύμφωνα με το μύθο, ο Βασίλης Τσιτσάνης είχε πει, “όσο υπάρχει ο Γούναρης, το λαϊκό τραγούδι δεν πρόκειται να σηκώσει κεφάλι”. Δεν πρέπει να είμαστε πολύ αισιόδοξοι για αυτήν την ατάκα, αν και ασφαλώς αναπαράχθηκε κατά το δοκούν, ούτε, βέβαια, να είμαστε απαισιόδοξοι. Ο Γούναρης κουβαλούσε την κιθάρα του και την έβαζε μπροστά του, για να τραγουδήσει με μία φωνή ψιλή και με βάθος μία ακόμα ιστορία.

Στο ‘Χαρούμενο Ξεκίνημα’, η κιθάρα αρχίζει να παίζει μόνη της, με την ορχήστρα στο κέντρο διασκέδασης να κοιτάζει. Αριστερά του, ένας ραδιοφωνικός γίγαντας, ο Γιώργος Οικονομίδης, κονφερασιέ από τη Μάντρα του Αττίκ, ο φερόμενος ως στιχουργός της ελληνικής έκδοσης του ‘Κορόιδο Μουσολίνι’, ενός τραγουδιού ιταλικού με τίτλο Reginella Campagnola, σε μουσική Έλντο ντι Λατζάρο, σεναριογράφου θεατρικών επιθεωρήσεων μαζί με τον Κώστα Πρετεντέρη, παρέα με τον οποίο και τον Ασημάκη Γιαλαμά έγραψαν το σενάριο για το ‘Χαρούμενο Ξεκίνημα’, παραγωγής Φιλοποιμένος Φίνου και σκηνοθεσίας Ντίνου Δημόπουλου και παρουσιαστή της εκπομπής Νέα Ταλέντα, η οποία άφησε εποχή στην ελληνική ραδιοφωνία, βγάζοντας ερμηνευτές όπως η Νανά Μούσχουρη και ο Γιάννης Βογιατζής. Δεξιά του, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, πριν ακόμα κάνει τον Δράκο, την ταινία που τον καθιέρωσε και ο κοντοπίθαρος αλλά αστείρευτης ενέργειας Νίκος Ρίζος. Σε εκείνη την ταινία, που κατά τον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη είναι το πρώτο μιούζικαλ του ελληνικού κινηματογράφου, ο Γούναρης τραγούδησε το Μια κότα στρουμπουλή.

 

Και όντως, αυτό είναι το απόλυτο σημείο της ελληνικής Dolce Vita. Ο μουσικός να ανεβοκατεβάζει τα δάχτυλα στην κιθάρα, τα υπόλοιπα όργανα να μπαίνουν σιγά σιγά, ο μπάρμαν να κουνάει το σέικερ χαμένος μέσα στην ευφορία της στιγμής, οι καλοντυμένοι άνθρωποι να παρακολουθούν και να σιγοντάρουν, χειροκροτώντας. Ήταν η γλυκιά ζωή, όπως αυτή δεν μπόρεσε να την αποτυπώσει το λαϊκό τραγούδι, όντως, το οποίο ακόμα και στις γκραβούρες του Γιώργου Ζαμπέτα άφηνε περιθώριο στον καημό. Η ίδια η σκηνή αποτελούσε το είδος της νυχτερινής διασκέδασης το οποίο αναδείκνυε την αλαφρότητα, όχι το αλαφροΐσκιωτο, που ούτως ή άλλως συνόδευε την κλασική μουσική παιδεία του τροβαδούρου.

Ο Γούναρης ξεσήκωνε με τα μικρά κόλπα του το κοινό και ακόμα και αν είναι ανοησία, διότι ασφαλώς πρόκειται για ταινία, στην οποία οι άνθρωποι έχουν συγκεκριμένο ρόλο, πιθανολογώ ότι δεν θα ήταν διαφορετικά στην πραγματικότητα. Ο χώρος από το όλο παιχνίδι έδινε την πάσα στον έρωτα και το χορό, σε ένα διαφορετικού τύπου χρώμα, που η νυχτερινή ζωή της Ελλάδας εκείνα τα χρόνια, μέσα από όλες τις στενοχώριες και τις αδελφοκτονίες, ανέδιδε.

Και όσο κι αν υπήρξαν ακόμα περισσότερες κινηματογραφικές στιγμές γλυκιάς ζωής, ουδείς έκανε το πεδίο τόσο αφρατοπάτητο (σικ) όσο ο Γούναρης και η παρέα του σε εκείνο το κέντρο, μία νύχτα το 1954.