LONGREADS

H μέρα που κατάλαβα ότι άρχισα να αντέχω και πάλι τον εαυτό μου

Όταν φτάνεις στο σημείο να μην θες να μείνεις μόνος, τότε καταλαβαίνεις ότι ήρθε η ώρα για την αλλαγή.

Όπως κάθε άλλο πρωί, μπήκα στο αυτοκίνητο και κίνησα για τη δουλειά. Παραγωγός ραδιοφωνικού σταθμού με ενημέρωσε πως σήμερα (Τετάρτη 13/11) είναι παγκόσμια ημέρα καλοσύνης. Για να ‘βγάλω’ και την επαγγελματική μου διαστροφή, δεν έδωσε κάποια λεπτομέρεια για το λόγο της ύπαρξης της ή τους εμπνευστές της. Σκέφτηκα ‘θα το δω μετά’ και σταμάτησα -κλασικά- για να πάρω έναν καφέ, πριν μπω -επιτέλους- στην εταιρία. Όσο περίμενα να ετοιμαστεί η παραγγελία, από τα μεγάφωνα του μαγαζιού ακουγόταν αυτό.

Δεν ξέρω αν έχεις κάποιο τραγούδι που να προκαλεί την όποια αντίδραση στο σώμα σου. Για εμένα, οι πρώτες νότες του ‘Hurt’ κάνουν την άμεση σύνδεση μεταξύ εγκεφάλου και δακρυγόνων αδένων, πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω πως νιώθω κάτι. Πώς χτυπάς στο καλάμι, στη γωνία τραπεζιού και κλαις πριν νιώσεις πόνο;

Για κάθε στίχο που έφτανε στα αυτιά του, προσγειώνονταν ισάριθμες -με τις λέξεις του- βιτσιές στην πλάτη. Άρχισα τις συγγνώμες’. Θα μου πεις ‘πού’. Θα σου πω στους γονείς μου, για όσα δεν πρόλαβα να πω ή να κάνω μαζί τους. Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν 13 και η μητέρα μου όταν ήμουν 23. Επειδή προσπαθώ να είμαι ειλικρινής, θα σου πω ότι αν ζούσαν μέχρι σήμερα το πιθανότερο είναι ότι θα είχα μεταναστεύσει στη Νέα Ζηλανδία. Η συμβίωση με ανθρώπους που είναι παθιασμένοι ο ένας για τον άλλον, χωρίς απαραίτητα να προσαρμόζονται σε μια ζωή που έχει και παιδιά στην ‘εικόνα’, δεν είναι το πιο εύκολο πράγμα. Και σε προσδιορίζει. Έως τα 30 που είπα το ‘με βαρέθηκα’, οι επιλογές που έκανα σε συντρόφους ήταν τέτοιες που μου εγγυόνταν το τέλος της σχέσης. Ποιοι γάμοι και παιδιά; Όταν η μητέρα μου με είχε ρωτήσει στα 5 αν θα παντρευτώ, άκουσε το ‘όχι, το πολύ πολύ να κάνω παιδί, μόνη μου’ και δεν ξαναρώτησε. Μετά ήλθαν και τα θανατικά και χάθηκε κάθε ελπίδα, όπως καλωσόριζα στη ζωή μου -και επίσημα- την κατάθλιψη.

Έως τα 30 θεωρούσα τους γονείς μου ως υπεύθυνους για ό,τι και αν μου συνέβαινε (καλό ή κακό -κυρίως κακό). Κι όταν δεν υπάρχει αντίλογος, αντιλαμβάνεσαι πως το ‘σολάρισμα’ μπορεί να πάρει απίθανες διαστάσεις. Πήρε. Θυμάμαι τη ψυχολόγο μου να επαναλαμβάνει ότι θα ήταν χρήσιμο να συγχωρήσω κάποια στιγμή τους ανθρώπους που με έφεραν στον κόσμο. Πως θα με απελευθέρωνε. Θυμάμαι να απαντώ ‘τι σημασία θα έχει να συγχωρήσω, αφού ό,τι ήταν να μου κάνουν, μου το έκαναν και δεν μπορούν να επανορθώσουν;”. Θα χρειαστεί να σου πω ότι γενικά δεν είμαι της λεκτικής συγγνώμης. Προτιμώ να δείχνω τη μεταμέλεια μου, με πράξεις -εκεί όπου κρίνω πως θέλω να το κάνω, γιατί πάντα μπορεί να παραδεχθώ ότι έχω κάνει ένα λάθος, αλλά να μη με ενδιαφέρει η συνέχιση της όποιας σχέσης. 

Εν πάση περιπτώσει, συνεχίστηκε το τροπάριο με καθημερινούς ψαλμούς και κεντρική ιδέα το ‘εσείς φταίτε για όλα’, προστέθηκε το ‘γαμώ το’ για τα χρόνια που ‘έχασα’ -έχοντας τη λάθος νοοτροπία-, να μην απολαμβάνω όσα καλά ζω, να μη χαίρομαι, να μη συνειδητοποιώ πως είμαι υγιής, έχω δουλειά, ανθρώπους που με αγαπούν, άρα είχα τις βάσεις για να καταφέρω τα πάντα. Συνέχισα να ‘κλαίω’ για όσα έφυγαν, χωρίς να αντιλαμβάνομαι πως προσθέτω και άλλα στη λίστα, με την άρνηση μου να πάρω ό,τι είχε να μου δώσει το ‘σήμερα’.

Όλο αυτό πρέπει να γινόταν για καμια δεκαετία, μέχρι την ημέρα που ξύπνησα και είπα ‘με βαρέθηκα’. Είχα σιχαθεί τον εαυτό μου, το επαναλαμβανόμενο των ίδιων σκέψεων, τη ‘μαυρίλα’ που μου προκαλούσαν και, φυσικά, το γεγονός ότι δεν άλλαζε κάτι προς το καλύτερο -αφού δεν έκανα κάτι για αυτό

Αν έχεις φτάσει στο σημείο να μην αντέχεις τον εαυτό σου (να μην μπορείς να μείνεις μόνος, έστω για λίγα λεπτά), να ξέρεις πως έχει έλθει η στιγμή για την αλλαγή. Μέχρι ένα σημείο ναι, οι γονείς μας ορίζουν τις ζωές μας -και οι γονείς μας είναι ο λόγος που οι ψυχολόγοι δεν θα πεινάσουν ποτέ. Από ένα σημείο κι έπειτα (όταν ‘φοράμε’ το δράμα), όλη η εξέλιξη είναι δική μας. Από ένα σημείο κι έπειτα εμείς αποφασίζουμε αν θα συνεχίσουμε με καλοσύνη ή θα εξακολουθήσουμε να δημιουργούμε stop και προβλήματα στον εαυτό μας, γιατί αυτό είναι το οικείο, έτσι έχουμε μάθει -και όχι γιατί αυτό είναι που θέλουμε.

Εκείνη την ημέρα είπα ‘σας αγαπώ’ στους γονείς μου. Μαζί με το ‘σας συγχωρώ’ -προσθέτοντας και ένα ‘θα τα πούμε όταν συναντηθούμε’, για να μη νομίζουν πως θα ‘πέσω’ έτσι εύκολα. Αυτή τη διαδικασία την επαναλαμβάνω ακόμα και σήμερα, κάθε φορά που η συνήθεια πάει να ‘βγει’ μπροστά και να ‘καπελώσει’ την προσπάθεια μου να ζήσω καλύτερα. Και κάπως έτσι έφτασα στη ψυχοθεραπεία που η ειδικός μου είπε ‘ξέρεις πώς μπορείς να καταλάβεις ότι έχεις αλλάξει; Είναι η πρώτη φορά που έρχεσαι εδώ και δεν μου φέρνεις κάτι αρνητικό’. Συνειδητοποίησα πως είχα κλείσει το ραντεβού, γιατί ήθελα να με βοηθήσει να περάσω από τη θεωρία -του πρώτου στόχου που έθεσα ποτέ στη ζωή μου- στην πράξη. Συνειδητοποίησα ότι ο άνθρωπος τελικά, αλλάζει όταν το θέλει. Αρκεί να ‘χει φτάσει στο προσωπικό του ναδίρ. Και από εκεί έχει μόνο επάνω.

ΥΓ: Η Παγκόσμια Ημέρα Καλοσύνης καθιερώθηκε το 2000, με πρωτοβουλία του Παγκοσμίου Κινήματος Καλοσύνης που συσπειρώνει εθνικές μη κυβερνητικές οργανώσεις. To φετινό θέμα της ημέρας, για φέτος, ήταν η ενσυναίσθηση. Το να ενθαρρύνεις ανθρώπους να καταλάβουν τον πόνο του άλλου και να προβαίνουν σε τυχαίες πράξεις καλοσύνης. Αρκεί ένα γραπτό μήνυμα σε φίλο που το ‘χει ανάγκη ή να βγούμε από τη βολή μας για να κάνουμε κάποιον να χαμογελάσει.

(Κεντρική Φωτογραφία: AP Photos)