LONGREADS

Τσακιτζής: ο αιμoδιψής Τούρκος Ρομπέν των Δασών

Ποιος ήταν ο αντίστοιχος Φώτης Γιαγκούλας της Σμύρνης και της Προύσας.

Ο μύθος γύρω απ’ το όνομά του, πατάει τόσο πολύ μέσα στα χωράφια της ιστορικότητας του αληθινού προσώπου, που είναι αδύνατον πια να ξεχωρίσεις τον έναν απ’ τον άλλον, τον αληθινό Τσακιτζή, τον κλέφτη, τον ληστή, απ’ τον λαϊκό ρομαντικό επαναστάτη, που “βοηθούσε τους φτωχούς και τιμωρούσε τους πλούσιους”.

Και σίγουρα δεν βρίσκει ανταπόκριση αυτή διχογνωμία πάνω στο ‘καθαρό’ πρόσωπο του Ανδρέα Μπάρκουλη, του ανθρώπου που ενσάρκωσε τον Τσακιτζή στην μάλλον κακή ομώνυμη ταινία του 1960.

 

Ο Çakırcalı Mehmet Efe, πιο γνωστός ως ‘Çakıci/Τσακιτζής’ γεννήθηκε το 1872 σε ένα χωριό στην περιοχή του Αϊδινίου, το Αγιασουλούκ, το οποίο υπάρχει μέχρι και σήμερα. Ο πατέρας του, Αχμέτ Τσακιτζής, ζούσε κι εκείνος σε μια κατάσταση ημιπαρανομίας και έπεσε νεκρός απ’ τα χέρια των ζαπτιέδων (Τούρκων χωροφυλάκων), σε ενέδρα, μετά από διαταγή του βαλή (διοικητή) της Σμύρνης. Έως εκείνη τη μέρα, ζούσε κυνηγώντας ο ίδιος ληστές για χάρη του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ, και ο θάνατός του θεωρήθηκε ‘μπαμπέσικος’.

Και όπως συμβαίνει και σε πολλές ιστορίες Ελλήνων λήσταρχων να έχουν ως αφετηρία τους, ένα γεγονός που πρόσβαλε την τιμή τους, έτσι συνέβη και με τον Τσακιτζή. Βλέποντας μόλις στα 11 του χρόνια, τον πατέρα του νεκρό, και στη συνέχεια τη μητέρα του ατιμασμένη, ορκίστηκε να πάρει εκδίκηση, βγαίνοντας στο βουνό.

Για τον Τσακιτζή, εχθρός πια ήταν το κράτος, οι διοικητικές δομές του, οι εκπρόσωποι της κρατικής εξουσίας, οι πλούσιοι, οι τσιφλικάδες και τα τσιράκια τους.

Ή τουλάχιστον έτσι τα αντιλαμβανόταν τότε η λαϊκή φαντασία, προκειμένου να ‘νομιμοποιήσει’ ηθικά τη δράση του, καθώς όπως είπαμε και στην αρχή, η αλήθεια με το φανταστικό είναι συνυφασμένα.

Η ληστοσυμμορία του Τσακιτζή έκανε κουμάντο γύρω απ’ την περιοχή της Σμύρνης, εκμεταλλευόμενοι την αποσύνθεση της σουλτανικής εξουσίας. Σύμφωνα με τον Νέαρχο Γεωργιάδη στο βιβλίο του ‘Ρεμπέτικο και Πολιτική’:

“Άρχισε να αποσπά με τη βία μεγάλα ποσά απ’ τους πλουσίους, τους τσιφλικάδες, τους προύχοντες, και τους τοκογλύφους και να τα χρησιμοποιεί προς όφελος των οικονομικά αδυνάτων. Έκανε δωρεές, προίκιζε φτωχές κοπέλες, έχτιζε γεφύρια, βρύσες… Οι πλούσιοι Τούρκοι, Ρωμιοί, Εβραίοι και άλλοι διαμαρτύρονταν στις αρχές και ζητούσαν την εξόντωσή του. Όμως οι φτωχοί, ανεξάρτητα από φυλή και θρησκεία, τον αγαπούσαν, τον προστάτευαν και του έπλεκαν τραγούδια στα ελληνικά, στα τούρκικα, στα αρμένικα”.

Ένα σχετικό ελληνικό τραγούδι έλεγε:

“Εσείς βουνά τσ’ Ανατολής, κάνετε παραπέρα,

αφήστε λεύτερο τον καθαρό αγέρα

εις τον Μεχμέτη Τσακιτζή, τ’ αντρείο παλικάρι.

Ο μύθος τον θέλει να έχει σκοτώσει γύρω στα 800(!) άτομα, ενώ άλλοι κάνουν λόγο μέχρι και για 1200. Η λαϊκή φαντασία τον ήθελε ασύγκριτο στο βόλι, γρήγορο, παμπόνηρο, ατρόμητο αλλά και ακριβοδίκαιο, πολύ σκληρό όταν θεωρούσε ότι ερχόταν αντιμέτωπος με την αδικία. Λέγεται ότι είχε κάψει ζωντανούς εννιά λησταντάρτες, μέλη της συμμορίας του, επειδή τα είδε να βασανίζουν μια χωριατοπούλα.

Δεν θεωρούσε ότι είχε σκοτώσει ποτέ του κανέναν χωρίς να το αξίζει.

Οι χωριάτες τον αγαπούσαν, τον προστάτευαν και εκείνος τους παρακινούσε να μην πληρώνουν φόρους στον Σουλτάνο, απαγορεύοντας στους φοροεισπράκτορες να έρχονται στην περιοχή που είχε κάτω από τον έλεγχό του. Σε διαφορετική περίπτωση, τους περίμενε ο θάνατος.

Έτσι κι αλλιώς, υπήρχε μια λαϊκή νομιμοποίηση στη συνείδηση του κόσμου για τους ληστές στην περιοχή των Βαλκανίων, η οποία συνεχίστηκε και στα μεταεπαναστατικά χρόνια στη χώρα μας. Κλασικό παράδειγμα αυτής της πραγματικότητας που μας έρχεται από το 1850, περιγράφεται και στο βιβλίο ‘Ληστές’ του Ιωάννη Κολιόπουλου. “Η μητέρα ενός ληστή όταν τη ρώτησαν κατά τη διάρκεια της δίκης του γιου της για τους λόγους που τον φυλάκισαν, απάντησε με αφέλεια: ‘Δεν έκανε τίποτα, τον έπιασαν δια λεβεντιά’. Τελικά, η κλοπή που είχε διαπράξει εκείνος ο ληστής ήταν καθώς φαίνεται η προϋπόθεση για να παντρευτεί την κόρη ενός πλούσιου τσέλιγκα”.

Ένας απ’ τους πολλούς μύθους που κυκλοφορούν γύρω απ’ τη δράση του Τσακιτζή, θέλει μια μέρα ένα κορίτσι καθώς μάζευε σταφύλια και τραγουδούσε ένα άσμα με στίχους που τον αποθέωναν, να λιποθυμά απ’ τον τρόμο, με το που εκείνος εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά της. Όταν συνέρχεται, της εξηγεί ποιος είναι και κολακευμένος απ’ το τραγούδι της, της δίνει για προίκα πολλά γρόσια και στη συνέχεια εξαφανίζεται.

Κάποια άλλη φορά, απροσδιόριστη χρονικά, ο πιο φανατικός διώκτης του, Σαΐτ Πασάς, περνάει από μπροστά του, καβάλα στο άλογο, χωρίς να έχει αντιληφθεί ότι ο Τσακιτζής του έχει στήσει ενέδρα. Βρίσκεται σε απόσταση βολής αλλά ο ληστής του τη χαρίζει. Στη συνέχεια κατεβαίνει στο χωριό και αφηγείται πώς τον άφησε να ζήσει γιατί τον είδε έτσι καμαρωτό και νέο, και “δεν του πήγαινε η καρδιά να τον χτυπήσει. Του έστειλε μάλιστα και γράμμα ότι πέρασε δυο φορές από μπροστά του στα πενήντα αμέτρα και δεν τον χτύπησε”.

Η δράση του Τσακιτζή συνέπεσε χρονικά με το κυνηγητό που έφαγαν οι ζεϊμπέκηδες απ’ το επίσημο κράτος στο τέλος του 19ου αιώνα, γι’ αυτό και θεωρείται ότι στο πρόσωπό του βρήκαν ενσάρκωση πολλές αδέσποτες ιστορίες της εποχής εκείνης. Οι ‘Ζεϊμπέκοι’ ήταν μία ιδιαίτερη μειονότητα του πληθυσμού της Προύσας και του Αϊδινίου της Μικράς Ασίας, οι οποίοι ήταν μονίμως υπό διωγμό εξαιτίας της παραβατικής συμπεριφοράς τους. Για την καταγωγή τους πολλοί ερίζουν. Κάποιοι τους θέλουν ως εξισλαμισμένους χριστιανούς και το γεγονός ότι ο Τσακιτζής ήταν ο καπετάνιος τους, τον έκανε πολύ δημοφιλή και στους Έλληνες, όχι μόνο κατοίκους εκείνων των περιοχών, αλλά και στην Παλαιά Ελλάδα, προτού καν έρθουν οι πρόσφυγες. Οι Έλληνες τον είχαν πλάσει στο μυαλό τους ως κρυπτοχριστιανό, μία αυθαιρεσία που τους “βόλευε” πολύ.

“Τσακιτζή, δεν εβαρέθης τα σμυρνέικα χωριά;

Δεν περνάς και στην Ελλάδα να παντρέψεις τα ορφανά;”,

αναρωτιόταν ένα απ’ τα πρώτα ρεμπέτικα που γράφτηκαν με θέμα τη δράση του, ενώ μάλλον το πιο γνωστό ως σήμερα παραμένει εκείνο που ηχογράφησε και η Ρόζα Εσκενάζυ στις αρχές της δεκαετίας του ’30

“Τη θρησκεία δεν κοιτά,

Τούρκα αν είσαι η Ρωμιά”

 

Το 1912 θα πέσει νεκρός από τον Ριουστού Κομπάς, σύμφωνα με το βιβλίο ‘Τσακιτζής’ του Τούρκου συγγραφέα Yasar Kemal, ο οποίος προσπάθησε να ξεχωρίσει τον ιστορικό Τσακιτζή από εκείνον του μύθου.

Να πώς περιγράφει ο δολοφόνος του πώς προσπάθησε να τον εξοντώσει:

“Αφήνω την καταδίωξη κι αρχίζω και σκέφτομαι. Γιατί δε μπορούμε να συλλάβουμε αυτούς τους αντάρτες; Από τη μια δυο τσαπατσούληδες, δυο ατζαμήδες αντάρτες κι από την άλλη η οργάνωση και η μέθοδος του κράτους. Γιατί μένουμε άπραγοι; Γιατί είμαστε ανίκανοι;

Μετά από πειράματα και δοκιμασίες δυο μηνών διδάχτηκα ότι οι αντάρτες δεν ήταν έτσι από το κεφάλι τους. Ο λαός, μια μερίδα προύχοντες και οι αντάρτες ήταν ενωμένοι. Εμείς λέμε πως θέλουμε να πιάσουμε τους αντάρτες, κι αυτοί μας δείχνουν λαθεμένο δρόμο, γίνονται πληροφοριοδότες των συμμοριών, τους ετοιμάζουν λημέρια. Να φτιάξω και γω ένα δίκτυο οργάνωσης, όπως έχουν και οι άνθρωποι των ανταρτών. Έπειτα να οργανώσω ένα απόσπασμα από ζανταρμάδες, κι από κάποιους ανθρώπους του λαού, που δεν πάνε με τη μεριά του αντάρτη. Χρόνος χρειάζεται. Μυαλό και σωστός σχεδιασμός χρειάζεται”.

Και συνεχίζει ο συγγραφέας του βιβλίου:

“Ο Ριουστού παγίδευσε τον Τσακιτζή χρησιμοποιώντας πολύ μεγάλη μαεστρία και τον σκότωσε χάρη στην απίστευτη τόλμη του αδερφού του, που χώθηκε σ ένα νερόλακο και σκαρφάλωσε με υπεράνθρωπες προσπάθειες μια πολύ απότομη βραχοπλαγιά. Το πτώμα του όμως το βρήκαν αποκεφαλισμένο και γδαρμένο ώστε να μην είναι αναγνωρίσιμο, τέτοια εντολή είχε δώσει στα παλληκάρια του. Το αναγνώρισε η πρώτη του γυναίκα.

Το κρέμασαν από τα πόδια και το άφησαν εκτεθειμένο σε κοινή θέα στο κέντρο της πλατείας του Ναζιλλί, αλλά πολύς κόσμος έκλαιγε και το πήρε πολύ βαριά που εκτέθηκε δημόσια, κρεμασμένο ανάποδα το σώμα ενός τόσο γενναίου ανθρώπου”.