OPINIONS

Κι όμως μυρίζουν αντρικά ακόμα τα υπουργεία μας

H διαχρονική απουσία γυναικών από τα υπουργεία δεν είναι το πρόβλημα αλλά η ένδειξη του προβλήματος.

Ήταν το 1956, μετά τη νίκη της ΕΡΕ στις εκλογές του ίδιου χρόνου, όταν η Λίνα Τσαλδάρη αναλαμβάνει το υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας και γίνεται η πρώτη γυναίκα υπουργός του ελληνικού κράτους. Έλα όμως που τα πράγματα δεν είναι κουτάκια να τα τικάρουμε το ένα μετά το άλλο. Για να ξαναδεί η Ελλάδα την επόμενη γυναίκα υπουργό χρειάστηκε να περάσουν κοντά στα 20 χρόνια αναταραχών και μια Δικτατορία, προτού αναλάβει η Νίκη Γουλανδρή για 1,5 μήνα το Υφυπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1974.

Μετά τις πρώτες εκλογές που έγιναν μετά τη Χούντα και τη νίκη του Κωνσταντίνου Καραμανλή αναλαμβάνει η Λίνα Κουτηφάρη Υφυπουργός Παιδείας μεταξύ 1976-1978, ενώ στην επόμενη κυβέρνηση Καραμανλή αναλαμβάνει (πάλι το Υφυπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών) η Άννα Συνοδινού.

Η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου το 1981 είναι η πρώτη ελληνική κυβέρνηση με παραπάνω από μια γυναίκες στη σύνθεσή της. Η Μελίνα Μερκούρη αναλαμβάνει Υπουργός Πολιτισμού, ενώ η Μαρία Κυπριωτάκη – Περράκη αναλαμβάνει Υφυπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών (η τρίτη γυναίκα σε αυτό το πόστο), που έναν χρόνο μετά αντικαθίσταται από τη Ρούλα Κακλαμανάκη (τέταρτη γυναίκα σε αυτό το πόστο) και αναλαμβάνει Υφυπουργός Υγείας και Πρόνοιας.

Στη δεύτερη κυβέρνηση Παπανδρέου, η Μελίνα Μερκούρη διατηρεί το Υπουργείο Πολιτισμού, η Ρούλα Κακλαμανάκη αναλαμβάνει Υφυπουργός Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, πριν αντικατασταθεί από τη Μαρία Κυπριωτάκη – Περράκη και μετά από τη Σύλβα Ακρίτα. Εμφανίζεται και η Βάσω Παπανδρέου που αναλαμβάνει Αναπληρώτρια Υπουργός Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και μετά Εμπορίου. Μετά την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου, η Άννα-Ψαρούδα Μπενάκη αναλαμβάνει στην κυβέρνηση Τζαννετάκη αναπληρώτρια Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Υπουργός Πολιτισμού. Η πορεία τα επόμενα χρόνια δεν αλλάζει παρά ελάχιστα.

 

Σχηματίζεται, λοιπόν, ένας δρόμος ως προς τις γυναικείες παρουσίες στα υπουργικά συμβούλια. Οι γυναίκες είναι συντριπτικά λιγότερες και συνήθως εναλλάσσονται σε διάφορα υπουργεία με τις περιπτώσεις εμφάνισης νέων γυναικών να είναι ελάχιστες. Ταυτόχρονα δε, με εξαιρέσεις, κάποια από τα υπουργεία θεωρούνται πιο εύκολο να διοικηθούν από γυναίκες: τομείς του πολιτισμού, της παιδείας και της κοινωνικής πρόνοιας/κοινωνικών υπηρεσιών. Και αυτή η πορεία συνεχίζει μέχρι σήμερα. Στη σημερινή κυβέρνηση, βλέπετε, η Νίκη Κεραμέως ανέλαβε το Υπουργείο Παιδείας και η Λίνα Μενδώνη το Υπουργείο Πολιτισμού. Όλα αλλάζουν και όλα μένουν ίδια.

Διαφαίνεται, λοιπόν, ότι κατά κάποιον τρόπο ανοίγουν δρόμοι για τις γυναίκες μόνο στα συγκεκριμένα υπουργεία ίσως με βάση ένα τελετουργικό που ξεκινάει ήδη από το 1956 και φτάνει μέχρι σήμερα, ακριβώς επειδή ποτέ δεν αμφισβητήθηκε στην πραγματικότητα ο πυρήνας του. Οι γυναίκες απουσιάζουν -με εκκωφαντικά ελάχιστες εξαιρέσεις- από τα λεγόμενα βαριά υπουργεία και αναλαμβάνουν συνήθως εκεί που ταιριάζει η -με κάποια αόριστη θολούρα male gaze- στερεοτυπική τους φύση. To Παιδείας ‘γιατί έχει να κάνει με τα παιδιά’, το Πολιτισμού ‘γιατί έχουν αισθητική’ , το Πρόνοιας ‘είναι το μητρικό φίλτρο αφού’ και εσχάτως το Τουρισμού ‘γιατί έχει να κάνει με την εικόνα της χώρας’. Τόσο απλά. Χωρίς ίχνος περίπλοκων διακλαδώσεων που φυσικοποιούν την πατιαρχική εξουσία.

Η εικόνα από την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν ως προς αυτό το κομμάτι τραγελαφική. Ανάμεσα σε 46 άντρες με γραβάτες που ορκίζονταν να τηρούν το Σύνταγμα και τους Νόμους, μόλις πέντε γυναίκες. Την ίδια στιγμή, ακριβώς απέναντι ο γυναικωνίτης. Οι συγγενείς των νέων υπουργών γεμάτοι περηφάνια έβλεπαν τους ανθρώπους τους να ορκίζονται. Η κατάσταση εδώ αντιστρόφως ανάλογη. Παντού γυναικόπαιδα. Όχι βέβαια ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ είχαν και καμιά τρομερή διαφορά ως προς τον αριθμό των γυναικών. Στην πρώτη κυβέρνηση της αριστεράς οι γυναίκες ήταν συνολικά οκτώ, τώρα είναι πέντε.

O νέος Πρωθυπουργός απάντησε, σε συνέντευξη του στο BBC, στην έκπληκτη Βρετανίδα δημοσιογράφο ότι οι γυναίκες είναι λίγες γιατί “είναι πολύ πιο διστακτικές από τους άντρες να αναλάβουν υπουργεία”. Όσο και αν μου φαίνεται απίθανο από μια τεράστια δεξαμενή της συντηρητικής παράταξης της χώρας να μη βρήκε παραπάνω γυναίκες, δεν θεωρώ ψέμα αυτό που είπε. Πιστεύω ότι ήταν ειλικρινής. Η ιστορία της συσχέτισης της πολιτικής με τις γυναίκες σε αυτή τη χώρα είναι η περίπου η ίδια από το κορυφαίο επίπεδο μέχρι τη βάση: οι γυναίκες υπάρχουν εκεί και επικροτούν τους άντρες τους, περήφανες για τα κατορθώματά τους. Η εικόνα των πέντε γυναικών σε μια ομάδα 51 ανθρώπων είναι πραγματική θλιβερή αλλά δεν είναι το πρόβλημα, είναι η ένδειξη του προβλήματος.

Οι γυναίκες, λοιπόν, με τις οποίες επικοινώνησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης πολύ πιθανόν να ήταν πράγματι πολύ πιο διστακτικές. Και ήταν πιο διστακτικές, γιατί από την πρώτη μέρα που ασχολήθηκαν με οτιδήποτε αφορά τα κοινά, είχαν να αντιμετωπίσουν τους άντρες γύρω τους. Είχαν να αντιμετωπίσουν τις διακοπές όταν μιλάνε, είχαν να αντιμετωπίσουν την πλήρη αδιαφορία για όσα έλεγαν, την αμφισβήτηση των ικανοτήτων τους. Πολλές φορές είχαν να αντιμετωπίσουν σεξιστικές επιθέσεις από αντιπάλους ή και συναγωνιστές, έντονο φλερτ, κριτική για το ταγιέρ που φόρεσαν. Όχι σπάνια μάλιστα και άθλια υπονοούμενα που ανακάλυπταν σεξουαλικές εξαρτήσεις αντρών που τους επέτρεψαν να είναι εκεί που βρέθηκαν. Είχαν το βάρος δηλαδή να αποδείξουν περισσότερο ότι δεν είναι ανίκανες, παρά να αποδείξουν ότι είναι τελικά είναι ικανές. Τα υπουργεία, λοιπόν, είναι μόνο η κορυφή ενός παγόβουνου που αφορά την Ελλάδα (ομολογουμένως πολύ περισσότερο από άλλες χώρες της Ευρώπης) και ονομάζεται σχέση των γυναικών με τα κοινά.

 

Ο αντανακλαστικός αντίλογος στο παραπάνω είναι το ‘μα καλά αν δεν είναι ικανές θα τις βάλουν εκεί μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκες;’. Έλα όμως που τα κριτήρια ικανότητας δεν έπεσαν από τον ουρανό, δεν είναι αντικειμενικές αλήθειες που ισχύουν παντού. Το ποιος είναι ικανός και ποιος όχι είναι ένα ζήτημα που κατασκευάζεται ιδεολογικά. Κατά την έννοια αυτή, σε μια πατριαρχική κοινωνία, όπως η δική μας, άντρες έχουν την εξουσία να κατασκευάζουν, όπως θέλουν, το τι σημαίνει ικανός και στη συνέχεια να εγκαλούν όσους και κυρίως όσες δεν μπορούν να ακολουθήσουν τα κριτήρια που οι ίδιοι έθεσαν.

Μέσα, λοιπόν, σε μια κουλτούρα που ακόμη και σήμερα προωθεί για τις εργασιακές σχέσεις αντρών και γυναικών, το πρότυπο του αφεντικού με τη γραμματέα του, πρότυπο σφυρηλατημένο από τηλεοπτικές σειρές, επιθεωρήσεις, ‘σόκιν’ αστειάκια θείων σε οικογενειακά τραπέζια, κατά κάποιο τρόπο οι γυναίκες που τολμούν να διεκδικήσουν αξιώματα  θεωρείται σχεδόν ότι δεν επιτελούν σωστά το φύλο τους. Κρίνονται συνεχώς για πράγματα άσχετα από την πολιτική τους πορεία. Με αυτή την έννοια, ναι, είναι πολύ λογικό οι γυναίκες να ήταν πολύ πιο διστακτικές να αναλάβουν υπουργεία, με τον ίδιο τρόπο που εσύ είσαι διστακτικός να αναλάβεις πρωτοβουλίες σε ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο νιώθεις ξένος.

 

Το πρόβλημα, λοιπόν, στην πραγματικότητα δεν είναι ο αριθμός των γυναικών σε κάθε υπουργείο. Το πρόβλημα είναι όλες αυτές οι κοινωνικές πρακτικές και τα discourses που παγιώνουν και φυσικοποιούν συγκεκριμένα στερεότυπα για το πώς είναι και πώς πρέπει να είναι οι γυναίκες, όταν γίνονται ένα λιθαράκι, όσο και αν δεν το φανταζόμαστε, ώστε στο υψηλότατο επίπεδο αυτές να μην μπορούν να ανελιχθούν επειδή θεωρούνται a priori ακατάλληλες από τους άντρες που στήνουν τα υπουργικά συμβούλια και τελικά από τον ίδιο τον εαυτό τους που διαμορφώθηκε μέσα σε μια καθημερινότητα μόνιμης και σταθερής υπονόμευσης.

Και κάπως έτσι θα προχωράει η ιστορία. Ο ρόλος της γυναίκας θα είναι να ακούει τα προβλήματα του άντρα της, την ώρα που εκείνος λύνει κουρασμένος τη γραβάτα του πριν ξαπλώσει. Οι γυναίκες θα θεωρούνται πρώτα ακατάλληλες να πουν την άποψή τους εκεί που πίνει καφέ η παρέα και μετά να διοικήσουν τα υπουργεία μας που μυρίζουν αντρίλα, μπίρα και μπριζόλα. “Γιατί, εντάξει, πού πας να μπλέξεις με την πολιτική, η πολιτική είναι δύσκολο σπορ, δώσε μου τώρα να βιδώσω τη λάμπα”. Και μετά χτένισε το μουστάκι του.

(Φωτογραφίες: Eurokinissi)