OPINIONS

Το τέλος της τζούφιας κοπάνας

Πώς μια απόφαση που υπόσχεται λίγο έξτρα ύπνο στους μαθητές απειλεί να εξαφανίσει έναν θεσμό.

Σε μια σκηνή που πρέπει να άγγιξε στιγμές δόξης και ‘Ρόδας, Τσάντας και Κοπάνας’, οι μαθητές του 1ου ΕΠΑΛ Αγίων Αναργύρων ξέσπασαν σε χειροκροτήματα μόλις ο Υπουργός Παιδείας εξήγγειλε μετά τον αγιασμό την πρόθεσή του για μετατόπιση του σχολικού ωραρίου στις 9 από τη σεζόν 2019-20.

Πιάνοντας τον παλμό της νεολαίας, ο κύριος Γαβρόγλου είπε επί λέξη ότι στόχος αυτού του σχεδίου είναι το “να κοιμόμαστε λίγο παραπάνω”. Και η αποθέωση συνεχίστηκε.

Δεν νομίζω πως υπάρχουν σκοτεινές δυνάμεις ή συμφέροντα πίσω από τη σκέψη του κυρίου Γαβρόγλου. Σίγουρα όμως, υπάρχουν ‘pros and cons’, που θα έλεγαν και οι πιο σπουδαίες καθηγήτριες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το να υπόσχεσαι σε έναν μαθητή ότι θα κοιμάται έστω και μισή ώρα παραπάνω οδηγεί σε μια συναισθηματική απολυτότητα:

Θεσμοί: “Από του χρόνου θα κοιμάστε παραπάνω”

Μαθητές: “ΝΑΙ! ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ! ΣΑΝ ΨΕΜΑ! Σίγουρα δεν πρόκειται για φάρσα;”

Καταλαβαίνω ότι παντού υπάρχουν χίπστερ που θα πεταχτούν να πουν “όχι, εγώ προτιμώ να ξυπνάω στις 6, μακάρι τα μαθήματα να ξεκινούσαν στις 7.30”, αλλά το ποσοστό τους επί του συνόλου είναι αμελητέο. Από την άλλη, αυτοί που ενδέχεται να έχουν μικρές ή μεγάλες ενστάσεις σχετικά με το νέο ωράριο είναι οι γονείς, και ειδικότερα αυτοί που πιάνουν δουλειά αμέσως μετά το παρκάρισμα των παιδιών στο σχολείο. Εκτός αν είναι τυχεροί και πέσουν σε αφεντικό που στηρίζει φανατικά το δόγμα ‘να κοιμόμαστε λίγο παραπάνω’ και προσαρμόσει ανάλογα το ωράριο. Αλλά αυτό δεν μοιάζει πολύ πιθανό.

Ας υποθέσουμε παρ’ όλ’ αυτά, ότι η πολιτεία αποφασίζει υπέρ του μαθητή αγνοώντας την πιθανή ταλαιπωρία των γονιών του. Χαρές, πανηγύρια, χειροκροτήματα. Μέχρι να διαβάσει κανείς πίσω από τις λέξεις και να αντιληφθεί ότι η μετατόπιση της έναρξης των μαθημάτων στις 9 λήγει οριστικά έναν αθόρυβο, αλλά σπουδαίο θεσμό: την τζούφια κοπάνα της πρώτης ώρας.

Μήνες, χρόνια, δεκαετίες πριν βρεθεί ένας Υπουργός Παιδείας που εκτιμά τον ύπνο λίγο παραπάνω απ’ τους προκατόχους του, η πρώτη διδακτική ώρα ήταν κάτι σαν μπαλαντέρ στα χέρια μας. Τη χρησιμοποιούσαμε κατά βούληση. Με μια συντηρητική προσέγγιση, το 90% των χομπίστων κοπανατζήδων (δηλαδή όλων εμάς που ενδίδαμε στη γλυκιά αμαρτία αλλά δεν θα μέναμε και στην ίδια τάξη από απουσίες) έλειπε την πρώτη ή την τελευταία διδακτική ώρα.

Η κοπάνα την τελευταία ώρα υποκινούνταν από την ατέλειωτη βαρεμάρα να κάνουμε Αγγλικά μεσημεριάτικα ή από την πείνα που μας είχε κυριεύσει. Ειδικά αν είχαμε καλό φαγητό το μεσημέρι. Η κοπάνα την πρώτη ώρα όμως ήταν κάτι σαν να βλέπεις τον άλλο κόσμο από κλειδαρότρυπα.

Έχοντας συνηθίσει τη ζωή μέσα απ’ τα τείχη του σχολείου από τις 8 το πρωί μέχρι τις 2 το μεσημέρι για πολλά χρόνια συνεχόμενα, οτιδήποτε έσπαγε αυτό το πλαίσιο ήταν λογικό να μας προκαλεί έκσταση.

Θυμάμαι ακόμα την πρώτη φορά που έφτασα στο σχολείο αρκετά μετά την προσευχή. Είχα πάει να δώσω αίμα σε ένα μικροβιολογικό δίπλα στο σχολείο, ο γιατρός άργησε να φτάσει κι μοιραία έχασα την πρώτη ώρα. Όλοι ήταν στις τάξεις, στο προαύλιο επικρατούσε απόλυτη ησυχία και χωρίς υπερβολή, ένιωθα σαν απεσταλμένος από άλλο πλανήτη. Ήταν σαν να είχα δει και ζήσει πράγματα που οι συμμαθητές μου που για άλλη μια μέρα ξύπνησαν στην ώρα τους, ντύθηκαν στην ώρα τους και έφτασαν στο σχολείο στην ώρα τους, δεν μπορούσαν να φανταστούν. Και τι είχα κάνει; Τίποτα. Ξύπνησα, ντύθηκα και μου πήραν αίμα. Δεν πήγα στην Ντίσνεϊλαντ, ούτε γνώρισα τον Νίκο Γκάλη.

Εκείνο το πρωί ήταν ο προάγγελος για όλες τις κοπάνες της ζωής μου. Κάποιες φορές το ζητούμενο ήταν όντως να κοιμηθείς λίγο παραπάνω. Άλλες, ήσουν αδιάβαστος και ήθελες να γλιτώσεις το απροειδοποίητο που φοβόσουν ότι θα βάλει ο Φυσικός και άλλες ήθελες απλά να κρυφτείς κάπου με τους κολλητούς σου και να χαρείτε τη μικρή σας επανάσταση. Όλες είχαν δύο κοινά. Πρώτον, δεν σκότωνες κανέναν δράκο επειδή θα κοιμόσουν μισή ώρα παραπάνω (για τέτοιο έξτρα μιλάμε, μην κοροϊδευόμαστε). Δεύτερον, έστω και ένα λεπτό έξω από τη σιδερένια πειθαρχία και ρουτίνα του καθημερινού 8-2 ήταν αισθητό, το καταλάβαινες πάνω σου, στον αέρα, στις φάτσες των συμμαθητών σου που δεν είχαν κάνει κοπάνα.

Ο φούρνος της γειτονιάς, οι άνθρωποι που πετύχαινες στο δρόμο την ώρα που κανονικά θα έπρεπε να είσαι στην τάξη, τα πάντα ήταν διαφορετικά. Η τζούφια κοπάνα της πρώτης ώρας έμοιαζε να σου χαρίζει έξτρα ζωές. Κι ας ήταν, μεταξύ μας, μια τρύπα στο νερό. Τι προλάβαινες να κάνεις από τις 8 ως τις 9 το πρωί;

Δεν αποκλείεται, αν ποτέ ψηφιστεί (και καθιερωθεί) η έναρξη των μαθημάτων στις 9, η τζούφια κοπάνα να μετατεθεί τυπικά από τις 9 ως τις 10. Αλλά όλοι ξέρουμε ότι δεν θα είναι το ίδιο. Στις 10 το πρωί, είναι πια σχεδόν μεσημέρι.