ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

H μοναξιά του σουβλιστή

Κάθε Πάσχα η ίδια ιστορία. Εγώ και το αρνί σε ένα μπραντεφέρ από το οποίο κανείς μας δεν βγαίνει κερδισμένος.

Πάνε δέκα χρόνια πλέον από την πρώτη φορά που κατέβηκα στο εξοχικό της μέλλουσας συζύγου μου στη Ναύπακτο για να κάνουμε Πάσχα οικογενειακώς. Οπότε, όπως συμβαίνει με κάθε ‘ψάρακα’, βρέθηκα χωμένος στη χειρότερη αγγαρεία από όλες, να γυρίζω δηλαδή για ώρες ατέλειωτες τη σούβλα. Μόνο που πάλιωσα αλλά μυαλό, οι άλλοι, δεν έβαλαν.

Η αλήθεια είναι ότι, εκείνη την μοιραία πρώτη φορά, κανείς δεν με πίεσε να το κάνω. Προσφέρθηκα. Κυρίως γιατί δεν είχα άλλο τρόπο (πέρα από τη ‘φαινομενική’ μου προθυμία) να με δουν με ‘καλό μάτι’ οι δικοί της. Ειδικά από τη στιγμή που συγκεκριμένα το Πάσχα είμαι ‘ξενέρωτος’ εις τη νιοστή αφού ούτε πίνω κρασί (ούτε γουλιά λέμε), ούτε ξέρω να κάνω καμία από τις άλλες ‘αντρικές’ δουλειές που έχουν σχέση με το άναμμα της φωτιάς ή την προετοιμασία του ζώου. Επίσης ούτε καν μου αρέσει να τρώω αρνί.

 

Για την ακρίβεια δεν έχω φάει ποτέ στη ζωή μου αρνί (ναι, ότι και να λες, μου μυρίζει και μου ζέχνει) οπότε δεν μπορώ να βιώσω καν τη μεγάλη χαρά του ψήστη και του σουβλιστή, το δικαίωμα να απλώνει την -συνήθως ‘μαυριδερή’ από τα κάρβουνα και ‘κοκκινωπή’ από τα αίματα- χερούκλα του και να αρπάζει για πάρτη του πρώτος, δικαιωματικά, τα καλύτερα κομμάτια.

Το ξέρω ότι ακούγεται λίγο αντιφατικό να μιλάμε για την μοναξιά του σουβλιστή, όταν ο συγκεκριμένος σουβλιστής, εγώ, περιστοιχίζεται μονίμως από πάνω από 10 άτομα (έχει μεγάλη οικογένεια η γυναίκα μου), αλλά ποιος είπε ότι χρειάζεται να είσαι μόνος για να νοιώσεις μοναξιά;

Μια μοναξιά την οποία, από ένα σημείο και ύστερα, όταν είχα αρνηθεί -από φιλότιμο- την 5η πρόταση από την χ γιαγιά ή την ψ ξαδέλφη να αναλάβει τον ‘άχαρο’ ρόλο μου, αποφάσισα να αγκαλιάσω σφικτά. Οπότε, την ίδια ώρα που τριγύρω μου βαρούσανε τα κλαρίνα στη διαπασών και άνθρωποι έπιναν και έτρωγαν κρέας, εγώ, ως γνήσιος Αθηναίος (με την έννοια της λέξης που χρησιμοποιούν τα καλόπαιδα στο καφενείο στο Κάτω Παρτάλι), έπαιρνα ένα περιοδικό στο χέρι (συνήθως GQ ή Esquire στα οποία είχα συνδρομή) και προσπαθούσα μάταια να γίνω master στην τέχνη του πως γυρίζεις (άψυχα και κακά) την σούβλα με το ένα χέρι, τη σελίδα με το άλλο και ταυτόχρονα συνεχίζεις να πίνεις Coca Cola και να τρως χωριάτικη σπανακόπιτα.

Παραδοσιακά το μοναδικό, παρέα με ολίγον κοντοσούβλι, πράγμα στο τραπέζι που μου κινεί το ενδιαφέρον.

Με άλλα λόγια, βρήκα τρόπο να είμαι ταυτόχρονα ‘γραφικούλης’ και δακτυλοδειχτούμενος. Ευτυχώς δηλαδή που γενικώς με συμπαθούν, αλλιώς θα είχα φάει κόκκινη κάρτα.

Μεταξύ μας και για να είμαι εντελώς ειλικρινής, επειδή οι οικογενειακές γιορτές δεν είναι το ‘φόρτε’ μου, είδα στη σούβλα ένα τρόπο να κάνω αυτό που μου αρέσει καλύτερα. Να τρώω και να διαβάζω αηδιούλες. Και μια άριστη δικαιολογία ώστε κανείς να μην με ενοχλεί όσο το κάνω.

Πόσο πια, όμως, να φας και πόσο να γυρίσεις το ‘τι έχει το έρμο και δεν παίρνει χρωματάκι’ αρνί πριν νοιώσεις την τενοντίτιδα και το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα να συναντιόνται στα κρυφά για να αποφασίσουν ποιο θα σου χτυπήσει πρώτο την πόρτα;

Μόνο που όταν, γύρω στη 5η χρονιά, αποφάσισα να ‘κρεμάσω’ τα όπλα μου, προέκυψε ένα άλλο πρόβλημα. Η απροσδόκητη και αμετακίνητη επιμονή του θείου της γυναίκας μου, ενός πραγματικού ανθρώπου της φύσης (κυνηγά, ψαρεύει, χτίζει και επιδιορθώνει ότι -μη ηλεκτρονικό- μηχάνημα χαλάσει), να μην ακολουθήσει το ‘λαμπρό παράδειγμα’ του μπατζανάκη μου που έβαλε μηχανικές σούβλες και ησυχάσαμε, αλλά να επιμένει κάποιος να συνεχίσει τις αρνο-γυροβολιές. Δηλαδή εγώ.

Ο τελευταίος των Μοϊκανών σε όλη την Ναύπακτο. Ο άνθρωπος που σούβλιζε ενώ όλοι οι υπόλοιποι έβλεπαν τις σούβλες να γυρνούν. Βλέπεις το πρόβλημα με το να το ‘παίζεις’ φιλότιμος, είναι ότι δεν μπορείς να σταματήσεις ξαφνικά να είσαι. Οπότε και δεν σταμάτησα.

Ακόμη και όταν, εδώ και δυο χρόνια που όλες οι συνδρομές μου στα περιοδικά είναι πλέον ψηφιακές, έβλεπα το κακόμοιρο το iPad -που πλέον κρατάω στο χέρι μου αντί για περιοδικό- να ‘υποφέρει’ ερχόμενο σε τόσο στενή επαφή με τόση ζέστη και τόση τσίκνα.

Την ίδια ώρα που το φάντασμα του Steve Jobs κάπου εκεί ψηλά (ή χαμηλά, ανάλογα με ποια ‘version’ του μύθου του θέλεις να πιστέψεις) δακρύζει αφού, όταν το έφτιαχνε, δεν είχε ποτέ στο μυαλό του ότι θα καταλήξει στα χέρια ενός ‘σουβλάτορα’.

Όπως και να έχει φέτος θα αλλάξουν τα πράγματα. Ή θα μπει μηχανική σούβλα ή εγώ θα βρω ένα τρόπο να κάνω το iPad να τη γυρίζει μόνο του. Και μάλιστα από μακρυά και με ενδείξεις για θερμοκρασία ψητού, θερμοκρασία κάρβουνων και ταχύτητα περιστροφής.

Είδες τι σου κάνει η μοναξιά; Σε αναγκάζει να κατεβάζεις τις πιο ηλίθιες ιδέες. Σόρι τώρα, το αρνί ετοιμάστηκε. Ώρα να σταματήσω να σουβλίζω και να αρχίσω να βλέπω τους άλλους να το τρώνε.