ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

O πιο σουρεάλ γάμος που έχεις δει (με διαφορά)

Μια αληθινή ιστορία με μπόλικα κωμικοτραγικά σκηνικά.

Δουλεύω από τα 18. Είμαι 43 (do the math). Τα παλιά τα χρόνια, όταν δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα και Internet η δουλειά της αθλητικής δημοσιογραφίας γινόταν ως εξής: πήγαινες -ως απεσταλμένος- σε διεθνείς διοργανώσεις, μάζευες καρτούλες συναδέλφων από όλον τον κόσμο και τους ενοχλούσες κάθε φορά που παρίστατο λόγος. Δηλαδή, κάθε εβδομάδα που είχε ευρωπαϊκά παιχνίδια και με κάποιον τρόπο έπρεπε να τα βρεις και να τα γράψεις στις εφημερίδες. Μέσα από όλη αυτήν τη διαδικασία, απέκτησα φίλους σε διάφορες χώρες, τους οποίους έχω μέχρι σήμερα. Ένας είναι ο Πέτζα. Και όχι δεν είναι ο Στογιάκοβιτς -κατά τη συνήθη μαντεψιά, με την ακόμα πιο συνήθη απάντηση μου να είναι ‘αν ήταν ο Στογιάκοβιτς, θα ήμουν εδώ τώρα;’.

Ο Πέτζα που λες, λατρεύει την Ελλάδα και όταν αποφάσισε να παντρευτεί, επέλεξε να το κάνει σε ένα ελληνικό νησί. Για την ακρίβεια, τη Νάξο, όπου ζει ένας άλλος φίλος μας -και πρώην συνεργάτης-, ο Μάκης (δεν τον λένε Μάκη, αλλά επειδή μισεί τη δημοσιότητα -και δεν θέλω να ρισκάρω τη ζωή μου-, θα τον πούμε Μάκη). Ο Μάκης είναι γιος παπά και θα ήθελα να το κρατήσεις αυτό. Θα το χρειαστούμε πιο κάτω.

Το ‘αγάπα τους φίλους σου με τα ελαττώματα τους’ δοκιμάστηκε στο έπακρο, όταν ο Πέτζα μου ζήτησε να γίνω κουμπάρα στο γάμο του. Όχι ακριβώς, όταν το ζήτησε, αλλά όταν φτάσαμε από τη θεωρία στην πράξη. Βλέπεις, ο καλός μου φίλος είναι ο πιο ανοργάνωτος άνθρωπος ενδεχομένως της Ευρώπης. Είναι από αυτούς που σου λέει ‘ραντεβού στις 17.00’, έρχεται στις 17.30 (ενδεχομένως και στις 18.00), χωρίς να σε έχει πάρει τηλέφωνο να σε ειδοποιήσει για την καθυστέρηση. Θα έλεγες πως κάνει το χειρότερο juggling του χρόνου και των υποχρεώσεων του και επειδή είναι εξόχως καλός άνθρωπος και δεν λέει σε κανέναν -και ποτέ- όχι, τελικά τα κάνει όλα σκατά.

Πίσω στην ιστορία μας, από τον Μάκη έμαθε τι χαρτιά χρειάζονται προκειμένου να ‘βγάλει’ άδεια γάμου στην Ελλάδα, όντας Σέρβος. Πήρε λοιπόν, την -έγκυο, κάτι που επίσης θέλω να κρατήσεις- καλή του, τον συγκουμπάρο, Νίκολα και ήλθαν οδικώς μια ωραία πρωία του Ιουλίου.

Εδώ θέλω να σου πω ότι είχα ρωτήσει κάπου στις 100 φορές το ζευγάρι αν χρειάζεται κάτι για το γάμο. Επέμεναν πως τα ‘χουν τακτοποιήσει όλα. Κάποια 24ωρα αργότερα, θα διαπίστωνα πως ήμουν πρόχειρη -ότι έπρεπε να είμαι πιο λεπτομερής στην ερώτηση αυτή.

Άπαξ και ήλθαν στην Αθήνα, το πρόγραμμα είχε ως εξής.

Χρειαζόταν να πάω μαζί τους στην Αρχιεπισκοπή, για τις υπογραφές στη χαρτούρα που γέμισε ένα φάκελο και την επομένη το πρωί θα επιβιβαζόμασταν στο πλοίο για τη Νάξο. Το ‘χουμε; Θαυμάσια. Στην Αρχιεπισκοπή έκανα τη μεταφράστρια, πράγμα λογικό, ενώ γέμισα και τα ‘κενά’ στο πρόγραμμα -στον έλεγχο των εγγράφων έως την υπογραφή-, κάνοντας μια απόπειρα συζήτησης με τον παπά που ήταν υπεύθυνος της διαδικασίας. Θα χρειαστεί να σου πω ότι υπολείπομαι κατά πολύ σε γνώσεις για το πώς λειτουργεί η εκκλησία, τα έθιμα και τις παραδόσεις. Οπότε το φάσμα αυτής της συζήτησης ήταν περιορισμένο. Για να μας κουφάνει η σιωπή, το ‘έριξα’ στη σωτηρία της ψυχής -που όπως τα ‘χει πει και η Άλκηστις είναι πολύ μεγάλο πράγμα. Έγινε η δουλειά, φύγαμε και επιστρέψαμε σπίτι για να ετοιμαστούμε για το ταξίδι. Κάναμε και μια βόλτα το απόγευμα. Στην επιστροφή η καλή του Πέτζα του μιλούσε σε έναν κάπως επιθετικό τόνο, ο Πέτζα έπαιζε άμυνα και εγώ είχα εστιάσει στο να πείσω πως έχω χαθεί στη μετάφραση (δεν μπλέκεις με αυτά).

Κοιμηθήκαμε, ξυπνήσαμε στις 5 τα ξημερώματα και κινήσαμε για το λιμάνι. Μέσα στο αυτοκίνητο επικρατούσε ανησυχητική σιωπή, μεταξύ του ζευγαριού. Δεν έδωσα σημασία. Μπήκαμε στο πλοίο, καθίσαμε στις θέσεις μας και τότε ήταν που άρχισε το πρώτο πανηγύρι: μου λέει η καλή του φίλου μου “δεν θα παντρευτώ”. Επειδή ήταν και πολύ νωρίς για να είμαι σίγουρη πως η εντολή στον εγκέφαλο ήταν η σωστή, της είπα ‘μπορείς να επαναλάβεις;’. Για την επόμενη ώρα ήλθα αντιμέτωπη με την έκρηξη των ορμονών της εγκύου Μίλιανα, η οποία επέμενε πως δεν θέλει να παντρευτεί -έκανε και μια ιστορική αναδρομή στη σχέση- και ότι μόλις φτάναμε στη Νάξο, θα έκλεινε εισιτήρια για να επιστρέψει στην Αθήνα και από εκεί στο Βελιγράδι.

Στην αρχή σκέφτηκα ‘δεν το ζω αυτό’. Συνειδητοποίησα πως το ζω, όταν είδα τη νέα επίθεση που εξαπέλυσε η Μίλιανα στον Πέτζα, εκείνον να ακουμπά το κεφάλι στο τραπέζι που είχαμε μπροστά μας και ΝΑ ΤΟΝ ΠΑΙΡΝΕΙ Ο ΥΠΝΟΣ. Άρχισα να μιλώ στην κουμπάρα, να τις δίνω τα χειρότερα παραδείγματα συντρόφων που μπορούσα να σκεφτώ (κακοποιούς, ψεύτες, άπιστους κλπ), εκείνη αντιστεκόταν σθεναρά, επαναλαμβάνοντας το ‘δεν παντρεύομαι’ καμια 30αρια φορές πριν νιώσω την απόγνωση που ένιωθα να ‘βράζει’ στο κεφάλι μου και από εκεί να εκρήγνυται στο σύμπαν. Σε κάποιον πιο έντονο ύφος, της είπα ‘με ξυπνήσατε στις 5 το πρωί, μπήκα σε καράβι στο οποίο θα περάσω 5 ώρες, δεν ξέρω τι θα κάνετε, αλλά θα παντρευτείτε και μετά χώρισε τον. ΑΛΛΑ ΘΑ ΠΑΝΤΡΕΥΤΕΙΤΕ’. Δεν ξέρω αν ήταν πειστικό αυτό το επιχείρημα ή αν ένιωσε πως η κατάσταση μου είχε εξελιχθεί σε επικίνδυνη και συναίνεσε. Κουτσά στραβά λοιπόν, φτάσαμε στη Νάξο. Όπου την επομένη επρόκειτο να τελεστεί ο γάμος.

Είχαμε δυο αυτοκίνητα, ο Νίκολα επρόκειτο να πάει στην εκκλησία το γαμπρό. Εγώ επρόκειτο να πάρω τη νύφη. Ο Νίκολα είχε επωμιστεί την ευθύνη να έχει μαζί του τα χαρτιά και τις βέρες. Μια ώρα πριν την προγραμματισμένη έναρξη του γάμου, διαπιστώσαμε πως δεν υπήρχε κομμώτρια. Είχε γίνει ένα μπέρδεμα, ο Μάκης νόμισε πως η μακιγιέζ ήταν και κομμώτρια, τελικά δεν ήταν και χάριν των διασυνδέσεων του βρήκε μια λύση της τελευταίας στιγμής. Ενώ τρέχαμε να δούμε τι θα κάνουμε, με την πίεση να ‘χει φτάσει στο χίλια, η Μίλιανα ήταν σαν να είχε καταπιεί 107 ηρεμιστικά. Ο Μάκης προσπαθούσε να πείσει τον πατέρα του να μη φύγει, εγώ… απαντούσα σε τηλεφώνημα από τη δουλειά για μια μεταγραφή και η νύφη ζούσε το όνειρο της. Ο γάμος ήταν στις 14.00. Εμείς φύγαμε από το ξενοδοχείο στις 14.00. Θυμάσαι που σου είπα ότι ο Νίκολα έπρεπε να πάρει βέρες και χαρτιά; Ε, ο Νίκολα τα άφησε σε ένα παράθυρο όπου εντελώς συμπτωματικά τα είδα, πριν ξεκινήσω με τη νύφη για την εκκλησία. Ανακούφιση; Κάτσε γιατί τώρα αρχίζουν τα καλύτερα.

Σημείωσε ότι από το ξενοδοχείο μας έδωσαν ρύζι (συμβολίζει την αφθονία) να πετάξουμε στους νεόνυμφους. Και σου λέω να το σημειώσεις, γιατί ήταν το μόνο που είχαμε από αυτά που χρειάζονταν για τα διαδικαστικά.

Φτάσαμε στην εκκλησία, περίμενε ο γαμπρός, ο Μάκης, ο οποίος είχε αναλάβει και καθήκοντα φωτογράφου έκανε τα κλικ του και προχωρήσαμε στα ενδότερα. Πέρα από κουμπάρα, έγινα μεταφράστρια, φωτογράφος και… επί των γενικών καθηκόντων, καθώς:

> δεν είχαμε στολισμό -αλλά μπροστά σε ό,τι άλλο δεν είχαμε, αυτό ήταν ως μη γενόμενο.

> δεν είχαμε στέφανα -με το κυκλικό τους σχήμα συμβολίζουν την αιώνια ένωση του ζευγαριού  και η κορδέλα που τα ενώνει την κοινή ζωή (ο παπάς έστειλε την παπαδιά και έκοψε κλαδιά από τα δέντρα που ήταν έξω από το εκκλησάκι, τα οποία ένωσε με κορδέλα από μπομπονιέρα -παρεμπιπτόντως, έκανε φανταστική δουλειά).

> δεν είχαμε στολισμένο καλαθάκι -όπου μπαίνουν ρύζι και ροδοπέταλα (ο παπάς έστειλε το γιο του σε ένα ταβερνάκι που ήταν σε απόσταση κάποιων μέτρων και πήρε μια πιατέλα για να τη φέρει -εκεί ήταν που ανέλαβα τις φωτογραφίες).

> (προφανώς και) δεν είχαμε ροδοπέταλα, που βάζεις με το ρύζι -ως σύμβολο γονιμότητας.

> δεν είχαμε κουφέτα -συμβολίζουν τους απογόνους που θα αποκτήσει το ζευγάρι (ο παπάς έστειλε την παπαδιά στο αυτοκίνητο του, όπου είχε στο ντουλαπάκι μια μπομπονιέρα από πρόσφατη βάπτιση).

> δεν είχαμε κρασί -συμβολίζει το αίμα του Χριστού, οι νεόνυμφοι πίνουν από κοινό ποτήρι και αυτό συμβολίζει την κοινή ζωή, στην οποία θα γευτούν μαζί χαρές και λύπες (ευτυχώς υπήρχε ‘καβάτζα’ στο εκκλησάκι).

> δεν είχαμε ποτήρι για το κρασί (μάντεψε, η παπαδιά έκανε τη διαδρομή για το ταβερνάκι).

> (ξεκάθαρα) δεν είχαμε νυφικό μπουκέτο -συμβολίζει το ‘φυλαχτό’ του ζευγαριού από τα κακά πνεύματα και τις δεισιδαιμονίες.

Σε κάθε ‘έχετε αυτό;’ του παπά, ακολουθούσε μια ανησυχία ότι στην επόμενη ερώτηση θα τα μάζευε και θα έφευγε -και ο γάμος δεν θα γινόταν ποτέ. Ευτυχώς αυτό δεν έγινε -γιατί είχαμε τον σωτήρα, λυτρωτή Μάκη.

Εκεί λοιπόν, που έβγαζα φωτογραφίες, έπρεπε να μεταφράσω και στο σημείο που γαμπρός και νύφη λένε τα ονόματα τους και τι θέλουν από το γάμο τους, με το ρεσιτάλ να δίνεται στο χορό του Ησαΐα όπου ήμασταν αυτοί που τον κάναμε, που πετούσαμε ρύζια, που βγάζαμε φωτογραφίες, που λέγαμε ό,τι μας έλεγε ο παπάς, που, που, που (δεν θέλω να ξεχνάς ότι και ο συγκουμπάρος είναι Σέρβος).

Όταν ολοκληρώθηκε το μυστήριο, ήμουν πια κάθιδρη, ένιωθα εξοντωμένη, αλλά και ευγνώμων που είχαμε περάσει τη γραμμή του τερματισμού. Έπειτα από όλα αυτά, θέλω να μου πεις κάτι με πάσα ειλικρίνεια: έχεις παραβρεθεί σε πιο σουρεάλ γάμο;

(Κεντρική φωτογραφία: Outnow.ch)