ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Θυμάμαι τον δάσκαλό μου να κοροϊδεύει ένα παιδί με ειδικές ανάγκες

Μία ιστορία απ' το 1993, 26 χρόνια επίκαιρη.

Μίλησα με δύο παλιούς συμμαθητές μου. Ο ένας δεν θυμόταν καθόλου το περιστατικό, θυμόταν μόνο αυτόν τον εκπαιδευτικό ως έναν ‘γλοιώδη δάσκαλο”, χωρίς να το έχει ξεκάθαρο στο μυαλό του, γιατί τού είχε αποτυπωθεί τόσο άσχημα η ανάμνησή του. Ο δεύτερος “κάτι” θυμόταν, αλλά δεν ήταν πολύ σίγουρος, δηλαδή ναι, βέβαια, θυμόταν αυτό το παιδάκι με τη μειωμένη αντίληψη και ότι το “πείραζε’ ο δάσκαλος, αλλά τι ακριβώς του έλεγε, τι του έκανε, όχι, το είχε διαγράψει απ’ τη μνήμη του.

Στην προσπάθειά μου να τους ξυπνήσω κάποιες αναμνήσεις για τον Μιχάλη -ας το πούμε έτσι αυτό το παιδί για τις ανάγκες της αφήγησης-, τους διηγήθηκα το εξής περιστατικό:

Είμαστε στο 1993, πηγαίνουμε 4η Δημοτικού σε ένα απ’ τα οκτώ δημοτικά σχολεία της Θήβας και ένα πρωί ο δάσκαλος μας, έχει βάλει μέσα στην τάξη αυτό το παιδί, να στέκεται δίπλα στην έδρα, μπροστά απ’ τον πίνακα.

Μια διευκρίνηση πριν προχωρήσουμε: Ο Μιχάλης ήταν ένα χρόνο μικρότερος από μας, δεν ήταν συμμαθητής μας, απλώς τριγυρνούσε πολλές φορές στους διαδρόμους του σχολείου, την ώρα που οι υπόλοιποι κάναμε μάθημα. Αυτό συνέβαινε, γιατί -προφανώς- δεν άντεχε να κάθεται στην αίθουσα για πολύ ώρα και ο δάσκαλος του δικού του τμήματος, προκειμένου να εξασφαλίζει την ησυχία στην αίθουσά του, τον άφηνε να βγαίνει και να γυρίζει μέχρι να χτυπήσει το τελευταίο κουδούνι. Ο Μιχάλης έφτανε πολλές φορές μέχρι τη δική μας πόρτα στον πρώτο όροφο του κτιρίου, την χτυπούσε ή την άνοιγε απροειδοποίητα, με τον δάσκαλό μας, άλλοτε να του λέει “φύγε” και άλλοτε να τον αφήνει να μπει για να παίξει μαζί του. Και εκείνο το πρωί αποφάσισε ότι ήταν μία απ’ αυτές τις ημέρες, που ο Μιχάλης θα μπορούσε να σπάσει για λίγο τη βαρεμάρα του.

Τι του έκανε, λοιπόν.

Ο Μιχάλης εκείνη την ημέρα στεκόταν όρθιος στον πίνακα και απαντούσε σε μια σειρά από προκαταρκτικά προσβλητικά πειράγματα, απ’ αυτά που του έκανε αρκετά συχνά. Κάποια στιγμή ο δάσκαλός μας αποφάσισε να το πάει ένα βήμα παραπέρα, να κάνει πιο παραστατική την ανεπάρκειά του ως εκπαιδευτικού και ανθρώπου.

Του έδωσε μια κιμωλία και του ζήτησε να ζωγραφίσει δύο υποτυπώδη σπιτάκια, τα οποία θα τα χώριζε στη μέση μία γραμμή, ως ένας φαντασιακός φράχτης. Στην κορυφή αυτού του φράχτη, τού ζήτησε να σχεδιάσει έναν κόκκορα, ένα αντικείμενο απροσδιόριστου σχήματος δηλαδή, που όλοι εμείς θα συμφωνούσαμε ότι θα απεικόνιζε έναν κόκκορα. Λίγα λεπτά μετά, θα του διατύπωνε το εξής πρόβλημα:

“Ο κόκορας, ο οποίος ανήκει στο ένα σπίτι, αυτό στα αριστερά του φράχτη, ας το πούμε ‘σπίτι Α’, είναι σκαρφαλωμένος στην κορυφή του φράχτη. Εκεί θα γεννήσει ένα αυγό. Αυτό το αυγό όμως θα πέσει στην άλλη μεριά του φράχτη εκεί που βρίσκεται το άλλο σπίτι, ας το πούμε ‘σπίτι Β’. Σε ποιον, λοιπόν, ανήκει αυτό το αυγό; Στον ιδιοκτήτη του ‘σπιτιού Α’, στον οποίο και ανήκει ο κόκορας, ή στον ιδιοκτήτη του ‘σπιτιού Β’, στον κήπο του οποίου έπεσε το αυγό;”.

Αυτό, λοιπόν, το ερώτημα στους περισσότερους από εμάς φαινόταν ως μια σπαζοκεφαλιά με προφανή απάντηση, ίσως ένα πείραγμα μεγαλύτερου προς μικρότερου, όπως είναι για παράδειγμα το “τα παιδιά του Ζεβεδαίου ποιον είχανε πατέρα”. Στην περίπτωση όμως του Μιχάλη, δεν ήταν έτσι, γιατί πολύ απλά δεν ήταν σε θέση να καταλάβει ότι κάτι πάει λάθος με αυτήν την ερώτηση, ότι η ‘παγίδα’ στο πρόβλημα ήταν ότι ο κόκορας δεν κάνει αυγά. Ο Μιχάλης ήταν μειωμένης διανοητικής αντίληψης, δεν γνωρίζω ποιον πολιτικά ορθό όρο να χρησιμοποιήσω, ποιος θα ταίριαζε καλύτερα στην περίπτωσή του, δεν είμαι ειδικός και λυπάμαι αν το λέω λάθος. Έτσι τον αντιλαμβανόμασταν τότε, δεν μας είχε μιλήσει κάποιος γι’ αυτά τα ζητήματα, ίσως μόνο οι πιο τυχεροί από μας να είχαμε ‘καλούς γονείς’, οι οποίοι θα μας έλεγαν “έμαθα ότι πειράζεις ένα παιδί που δεν είναι καλά, μην το ξανακάνεις”. Μέχρι εκεί.

Το παιδί εκείνη τη μέρα καθόταν όρθιο, σκεφτόταν, ψέλλιζε κάποιες πιθανές απαντήσεις ντροπιασμένος, όσο ο δάσκαλος γελούσε, όσο κι εμείς γελούσαμε μαζί του συνωμοτικά, ίσως και αυτάρεσκα, περήφανοι που ξέραμε την απάντηση σε κάτι τόσο προφανές, περήφανοι που δεν ήμασταν “χαζοί όπως ο Μιχάλης”.

Δεν θυμάμαι πώς τελείωσε αυτό το μικρό μαρτύριο, είναι μια ανάμνηση που σε αυτό το σημείο σβήνει. Θυμάμαι μόνο ότι γελούσαμε, ότι κοροϊδεύαμε τον ‘χαζό’ που δεν ήξερε ότι οι κόκορες δεν γεννούν αυγά, και που τόσο έξυπνα, μας τον έδωσε στο πιάτο ο δάσκαλος, για να μας δείξει πώς πρέπει να φερόμαστε σε “όλους αυτούς”. Θυμάμαι επίσης ότι τα πειράγματά μας συνεχίζονταν και στο διάλειμμα κάθε φορά τον πετυχαίναμε, και όχι μόνο εκείνη την ημέρα. Περιοριζόμασταν στη λεκτική βία εναντίον του, η οποία -δυστυχώς- στο παιδικό μας μυαλό έμοιαζε ανώδυνη. Κάποια άλλα παιδιά όμως από τις μεγαλύτερες τάξεις ήταν πολύ πιο σκληρά μαζί του. Τον χτυπούσαν και τον έφτυναν. Τον θυμάμαι συχνά να κλαίει και να κυνηγάει όσους τον πείραζαν, βρίζοντας, με σημάδια από φτυσίματα στην μπλούζα του.

Ο δάσκαλος την επόμενη χρονιά έφυγε από το σχολείο και από την πόλη, γύρισε στα μέρη του, πήγε να διδάξει σε κάποια πόλη της Θεσσαλίας. Γράφοντας αυτό το κείμενο τον έψαξα στο Facebook, γκούγκλαρα και το όνομά του, τίποτα όμως, δεν μπόρεσα να βρω κάτι.

Ο Μιχάλης δεν συνέχισε στο Γυμνάσιο. Πριν από αρκετά χρόνια τον είδα να κατεβαίνει ένα δρόμο, σχετικά κοντά στο σπίτι μου, πολύ βρόμικο, φορώντας κουρέλια αντί για ρούχα. Ήταν κοινό μυστικό στην περιοχή τότε ότι “δεν ήταν καλά”.

 

*Αυτή τη μικρή ιστορία τη θυμήθηκα με αφορμή την ρατσιστική κατάληψη σε σχολείο της Καλαμαριάς που είχε ως αίτημα την οριστική αποβολή ενός μαθητή με μαθησιακές δυσκολίες, ενός άλλου Μιχάλη. Ευτυχώς δεν προχώρησε.