ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Εσύ θα του έδινες να βαφτίσει το παιδί σου;

Μια δημοσιογράφος που το έκανε, γύρισε στην εκκλησία λίγους μήνες μετά, για να τον ρωτήσει όλα αυτά που πέρασαν από το μυαλό της όταν τον αντίκρισε για πρώτη φορά.

Ακόμη και αν δεν ήταν το χρώμα του δέρματός του το κύριο χαρακτηριστικό που τον κάνει να ξεχωρίζει, δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο να σου περιγράψω τον πατέρα Λουκά Ατίνα για να τον εντοπίσεις: είναι εκείνος με τα άμφια, που χαμογελάει όλη την ώρα. Και παρότι την ημέρα της συνέντευξης οι δρόμοι της Αθήνας ήταν (για μια ακόμη φορά) κλειστοί, με αποτέλεσμα να καθυστερήσω στο ραντεβού μας σχεδόν μια ώρα, με υποδέχθηκε με χαμόγελο και ξεκίνησε να μου αφηγείται την ‘πολύ χαρούμενη’, όπως λέει ο ίδιος, ιστορία του πως έφτασε από την γενέτειρά του, το Καμερούν, στην Ελλάδα:

Στα 60’s ήρθαν ιεραπόστολοι στο Καμερούν και οι γονείς μου ήταν από τους πρώτους που ασπάστηκαν τον ορθόδοξο χριστιανισμό – το σπίτι μας, άλλωστε, ήταν απέναντι από την ελληνική κοινότητα. Έτσι κι εγώ γεννήθηκα, βαφτίστηκα και βρέθηκα από μικρό παιδί μέσα στην εκκλησία. Ήμουν 9 χρονών όταν με πήρε μαζί του ο Πατριάρχης Πέτρος (σ.σ. ο Πέτρος Ζ’ Αλεξανδρείας), που τότε ήταν Μητροπολίτης Καμερούν. Ήταν σαν πατέρας για εμένα. Ένα παιδί έχει μεγάλη πίστη και το να είναι μαζί με τον Μητροπολίτη είναι κάτι πολύ μεγάλο. Οι άλλοι με θαύμαζαν που ήμουν μαζί του μέσα στο ιερό, που κρατούσα την πατερίτσα του, που τον ετοίμαζα. Έπειτα εκλέχθηκε Πατριάρχης Αλεξάνδρειας και έφυγε. Μετά από 7 μήνες γύρισε στο Καμερούν για να αποχαιρετίσει και με πήρε μαζί του στην Αλεξάνδρεια. Έψαχνε για εμένα κάπου να σπουδάσω. Ήθελε να πάω στο Κάιρο να σπουδάσω νομικά, αλλά τελικά πήγα στην Κένυα για να σπουδάσω στην Πατριαρχική σχολή.

Έμεινα στην Κένυα 3 χρόνια, πήρα το δίπλωμά μου και με χειροτόνησε διάκονο. Εκείνος έμεινε στην Αλεξάνδρεια και εμένα με έστειλε στην Ελλάδα για να συνεχίσω στην Θεολογική Σχολή. Αν είχα μείνει στην Αλεξάνδρεια, θα ήμουν κι εγώ μέσα στο Σινούκ και θα είχα σκοτωθεί μαζί του“.

(Φωτογραφίες: Θοδωρής Μάρκου)

Τον ρωτάω για τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε. Μου εξηγεί πως η δομή της εκκλησίας είναι τέτοια που σε βοηθά να προσαρμοστείς σε έναν νέο τόπο. “Εμένα με βοήθησε ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Έμενα στο Θεολογικό Οικοτροφείο, συνέχισα τις σπουδές μου και έπειτα με χειροτόνησε πρεσβύτερο. Αυτό που με δυσκόλεψε περισσότερο ήταν η γλώσσα. Είχα 8 μήνες για να μάθω ελληνικά και έπρεπε να διαβάζω με πολλά λεξικά μπροστά μου. Με βοηθούσαν πολύ όμως οι συμφοιτητές μου. Εδώ και 11 χρόνια είμαι πρεσβύτερος στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου Καρύκη. Είμαστε δύο εδώ, εγώ και ο πάτερ Νικόλαος“.

Το να πρέπει να μάθεις μια ξένη γλώσσα μέσα σε 8 μήνες – και ειδικά μια τόσο σύνθετη γλώσσα, όπως τα ελληνικά – μου φαντάζει πολύ δύσκολο. Κάτι άλλο που μου φαντάζει δύσκολο είναι να σε αποδεχθεί ο κοινωνικός σου περίγυρος όταν το χρώμα του δέρματός σου είναι διαφορετικό.

 

Τον ρωτάω ευθέως αν αισθάνθηκε ποτέ ανεπιθύμητος. “Όχι, αισθάνομαι αγαπητός εδώ, αλλά και όπου πήγα αισθανόμουν αγαπητός. Ποτέ δεν έχω νιώσει ρατσισμό. Ίσως είναι τα μάτια μου που δεν τον βλέπουν και τα αυτιά μου που δεν τον ακούν. Ό,τι μου κάνει κάποιος άνθρωπος, θεωρώ πως το ίδιο θα έκανε και σε κάποιον άλλο“. Με εκπλήσσει η απάντησή του και επιμένω, γιατί δεν μπορώ να πιστέψω πως δεν έχει ποτέ νιώσει κάποιο παράξενο βλέμμα επάνω του, στην ίδια πόλη ζούμε, εγώ πως γίνεται και βλέπω περιστατικά συνέχεια; “Ακόμη κι αν υπάρχει ρατσισμός, εγώ δεν το εκλαμβάνω έτσι. Μπορεί να έρθει μπροστά μου κάποιος και να πει κάτι, αλλά αμέσως σκέφτομαι ‘ο παππούς δεν είναι μορφωμένος, δεν καταλαβαίνει”.

(φωτογραφία από τη βάφτιση της Μαρίας-Ισαβέλλας)

Η κόρη μου βαφτίστηκε Μαρία-Ισαβέλλα στον Άγιο Γεώργιο τα Χριστούγεννα και αρκετοί από τους καλεσμένους έσπευσαν να μου σχολιάσουν τον πατέρα Λουκά και την καταγωγή του. Όχι με αρνητική διάθεση, πιο πολύ με περιέργεια και θαυμασμό. Σε μια χώρα που οι άνθρωποι αφρικανικής καταγωγής εργάζονται κυρίως ως αθλητές και πωλητές παράνομων ειδών, το να είναι κάποιος παπάς είναι και σπάνιο και αξιοπερίεργο. Τον ρωτάω πως αντιδρά ο κόσμος που έρχεται στην εκκλησία όταν τον πρωτοβλέπει.

Κάποιοι έρχονται, βλέπουν πώς λειτουργώ και απορούν. Ρωτάνε ‘είναι ορθόδοξος ιερέας;’. Δεν το πιστεύουν ότι ο μαύρος αυτός είναι ιερέας. Η άλλη κατηγορία είναι εκείνοι που με θαυμάζουν. Κάποιες φορές λειτουργούμε και οι δύο μαζί, εγώ και ο πατήρ Νικόλαος, με δύο ποτήρια. Θα δείτε πως η ούρα που έρχεται σε εμένα είναι πολύ μεγάλη“. “Αυτό είναι πολύ καλό!”, βιάζομαι να σχολιάσω. “Όχι”, μου απαντά, “δεν είναι καλό. Όταν ο άνθρωπος σκέφτεται έτσι, μπορεί να φτάσει και στον ρατσισμό. Γιατί βλέπει το χρώμα. Βλέπει το χρώμα και λέει ‘αυτός πρέπει να είναι πολύ καλός γιατί είναι μαύρος'”.

Από την πρώτη στιγμή που τον είδε η Μαρία-Ισαβέλλα, πάντως, τον λάτρεψε. Στην πρώτη τους γνωριμία της έπιανε τα χέρια, της μιλούσε τρυφερά και εκείνη έσκαγε στα γέλια. Είπα με ενθουσιασμό στη νονά τη ‘χημεία’ τους και μου απάντησε πως “στα μάτια της είναι απλά ένας άνθρωπος. Και μάλιστα σοκολατένιος”.

 

Στην τελετή ήταν καλύτερος απ’ όσο μπορούσα να ζητήσω. Σοβαρός αλλά όχι βλοσυρός, προσηλωμένος στο έργο του, σαν να έχει ένα μικρό άγχος να φέρει τέλεια εις πέρας το μυστήριο. Κανένας από τους φόβους που είχα γενικώς για τους παπάδες και τις βαφτίσεις δεν επαληθεύτηκε: Δεν πόνεσε το μωρό με απότομες κινήσεις, δεν έπνιξε το μωρό στην κολυμπήθρα. Πολύ ευγενικά έβρεξε με νερό το κεφαλάκι της και με μεγάλη προσοχή έκοψε μια τούφα από τα μαλλιά της.

 

Ρωτάω τον Παναγιώτη, τον νεωκόρο της εκκλησίας, και μου λέει πως μερικές φορές κάποιοι που επισκέπτονται την εκκλησία όντως αλλάζουν γνώμη, χωρίς βέβαια να διευκρινίζουν για ποιο λόγο – μπορεί απλά να μην τους άρεσε η εκκλησία. Τον ρωτάω αν έχει παρατηρήσει άλλες παράξενες αντιδράσεις και μου αφηγείται μια ιστορία για το πώς εκείνος όταν ξεκίνησε να εργάζεται στο πλευρό του πατέρα Λουκά χειριζόταν λάθος το θέμα της καταγωγής του. “Έπαιρναν τηλέφωνο από τα γύρω σπίτια και μαγαζιά και ζητούσαν έναν παπά να κάνει ευχέλαιο. Εγώ τους έλεγα πως θα έρθει ο πάτερ Λουκάς, που είναι από την Αφρική. Το σκεπτικό μου ήταν πως δεν ήθελα να πάει κάπου και να μην τον δεχθούν και να τον στεναχωρήσουν. Όταν το έμαθε μου είπε πως δεν χρειάζεται να κάνω αυτή τη διευκρίνιση. Και η αλήθεια είναι πως ποτέ κανείς δεν είχε κάποια αντίρρηση”.    

Όλα αυτά που μου λένε, μου ακούγονται ‘αγγελικά πλασμένα’ στην Ελλάδα του 6,99% της Χρυσής Αυγής. “Οι χρυσαυγίτες ήρθαν εδώ”, λέει ο πάτερ Λουκάς. “Είχαν ένα μνημόσυνο, το οποίο έπρεπε να τελέσω. Ο πάτερ Νικόλαος έλειπε σε ταξίδι και με είχε προειδοποιήσει να είμαι πολύ προσεκτικός. Ειλικρινά φοβόμουν. Μετά το τέλος του μνημόσυνου, όμως, ήρθαν να μου πουν συγχαρητήρια. Μάλιστα έγραψαν μετά ένα άρθρο που έλεγε ‘αυτόν δεν τον θεωρούμε ξένο, είναι Έλληνας’. Ωστόσο πριν από 3 εβδομάδες επιτέθηκαν σε έναν δεσπότη, επειδή στην ομιλία του προσφώνησε την Βόρεια Ήπειρο ‘αλβανικά βουνά’”.

Τα μάτια του πατέρα Λουκά μπορεί να μην το βλέπουν, όμως η Ελλάδα περνά μια από τις χειρότερες περιόδους ξενοφοβίας. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την πρόσφατη έρευνα της ΔιαΝΕΟσις, όπου το 94,5% των ερωτηθέντων ελλήνων πιστεύει πως ο αριθμός των μεταναστών στη χώρα μας τα τελευταία 10 χρόνια είναι υπερβολικά μεγάλος. Το 74, 9%, μάλιστα, πιστεύει πως η παρουσία μεταναστών αυξάνει την εγκληματικότητα και το 69,8% πως η παρουσία τους αυξάνει την ανεργία. Ο πάτερ Λουκάς, έχει μια διαφορετική ιστορία να πει: “Τα παιδιά αφρικανικής καταγωγής που συνάντησα εδώ, μου λένε πως όταν νοικιάζουν ένα σπίτι, όλη η πολυκατοικία δεν τους μιλάει. Αλλά μετά από δύο – τρεις μήνες όλη η πολυκατοικία θέλει να τους βοηθήσει. Ακόμη κι εκείνος που είναι πολύ φτωχός, πιο φτωχός από αυτά τα παιδιά, έχει κάτι να δώσει επειδή νομίζει πως οι μαύροι είναι φτωχότεροι από αυτόν“.

Στην ίδια έρευνα της ΔιαΝΕΟσις, 6 από τους 10 ερωτηθέντες αναγνωρίζουν πως ο ρατσισμός είναι πρόβλημα για την κοινωνία μας, 3 στους 4 πιστεύουν πως υπάρχει ρατσιστική βία και 4 στους 10 την θεωρούν δικαιολογημένη. Προφανώς αυτά τα ποσοστά αφορούν περισσότερο στο ρατσισμό απέναντι στους μετανάστες από την Αλβανία, την Βουλγαρία, την Ρουμανία, το Πακιστάν και τις υπόλοιπες χώρες απ’ όπου κατάγεται ο μόνιμος πληθυσμός αλλοδαπών της Ελλάδας, όπως τον κατέγραψε η ΕΛΣΤΑΤ στην απογραφή της το 2011:

Εκείνη η απογραφή είχε δείξει, επίσης, πως το 91,6% του μόνιμου πληθυσμού της Ελλάδας είναι Έλληνες – αλλά πρέπει να διευκρινίσουμε ότι τα ποσοστά αυτής της έρευνας διαμορφώθηκαν χωρίς να συμπεριληφθούν μετανάστες χωρίς χαρτιά παραμονής στη χώρα, οι οποίοι δεν μπορούν να απογραφούν.

Ο πάτερ Λουκάς πιστεύει πως στο εξωτερικό τα φαινόμενα ρατσισμού είναι πολύ χειρότερα. “Στη Γαλλία και στο Βέλγιο υπάρχει σαφώς μεγαλύτερος ρατσισμός. Επειδή αυτές οι χώρες ήταν αποικιοκρατικές, ο ρατσισμός υπάρχει ως θεσμός. Ο μαύρος της Γαλλίας αισθάνεται αλλιώς από τον μαύρο της Ελλάδας. Ο μαύρος της Ελλάδας είναι ελεύθερος στην ψυχή και την διάνοιά του. Ο άλλος στην Γαλλία ζει με την ιστορία του ρατσισμού μέσα του. Αισθάνεται πως οι πρόγονοι του ήταν σκλάβοι και αυτοί του δημιουργεί κόμπλεξ. Αν εσείς συναντηθείτε με έναν μαύρο και δεν τον κοιτάξετε καλά, δεν θα αισθανθεί ρατσισμό. Ενώ στην Γαλλία, άμα ένας λευκός κοιτάξει έναν μαύρο περίεργα, ο μαύρος αμέσως αντιδρά και σκέφτεται ‘γιατί με κοιτάς έτσι;’. Το έχω συζητήσει πολλές φορές με τους Αφρικανούς που γνωρίζω εδώ“.

Τον ρωτάω αν πιστεύει πως υπάρχει θρησκευτικός ρατσισμός και αν εκτιμά πως θα αυξηθεί τώρα με την έλευση τόσων εκατοντάδων χιλιάδων μουσουλμάνων προσφύγων. “Ο αληθινός χριστιανός δεν είναι ρατσιστής”, μου απαντά και αισθάνομαι αμέσως πως μιλά κρίνοντας από τον εαυτό του “μέσα στην ορθόδοξη εκκλησία δεν βλέπουμε τον μουσουλμάνο ως μουσουλμάνο. Τον βλέπω ως άνθρωπο. Είναι δημιούργημα του θεού και πρέπει να τον αγαπήσω”.

Τον ρωτάω αν του αρέσει η Ελλάδα. “Κάποτε πήγαινα όπου πήγαινε ο Πατριάρχης. Έκανα ταξίδια στη Ρουμανία, στη Σερβία, στο Βέλγιο, στην Κωνσταντινούπολη, στα Ιεροσόλυμα. Έχω ταξιδέψει πολύ, αλλά μου αρέσει εδώ. Ως κληρικός, δεν μπορώ να ζητήσω κάτι άλλο, να πάω σε άλλη χώρα. Η Ελλάδα είναι η πηγή της ορθοδοξίας, οι άνθρωποι είναι χριστιανοί, έχουν αγάπη, έχουν αρχές. Αισθάνομαι καλά εδώ. Εδώ είναι η πατρίδα μου“.

Στο τέλος της συνέντευξης ο Θοδωρής Μάρκου του ζητά να τον βγάλει μερικές φωτογραφίες. Δέχεται ευγενικά παρότι η ώρα έχει ήδη πάει 6 και σε λίγο ξεκινά ο εσπερινός. Με προτρέπει να μπω και στη σελίδα του στο facebook και να πάρω κι από εκεί όποιες φωτογραφίες θέλω. Τον χαιρετάω και, ενώ δεν πιστεύω στο έθιμο, σκύβω να φιλήσω το χέρι του, πιο πολύ για να τον ευχαριστήσω. Δεν με αφήνει, πιθανότατα γιατί ένιωσε πως δεν το εννοώ.