OPINIONS

Ο Γιάννης Χουβαρδάς ξέρει να λύνει απορίες

Τόσο μεταφορικές όπως το «Να είσαι ή να μην είσαι» του Άμλετ όσο και κυριολεκτικές όπως το «Ποιος είσαι» του Oneman.

Το ευρύ κοινό τον έμαθε -ως όνομα τουλάχιστον- μέσα από μία τηλεοπτική σειρά. Είναι σχεδόν αμέτρητες οι φορές που έχουμε δει την Πέγκυ Καρρά (aka «ατάλαντη θεατρίνα» του Κωνσταντίνου και Ελένης) να προσπαθεί να «τρυπώσει» στο θίασό του Γιάννη Χουβαρδά. Μάλιστα ένα από τα πιο συνηθισμένα inside jokes ήταν οι υπόλοιποι της παρέας να τη ρωτούν ποιος είναι αυτός ο Χουβαρντάς και εκείνη να εκνευρίζεται τσιριχτά:

«Μα, καλά είναι δυνατόν να μην ξέρετε το Γιάννη Χουβαρδά»;

Αλήθεια, είναι; Για κάποιον που δεν παρακολουθεί θέατρο, είναι κάτι παραπάνω από δυνατόν μιας και ο Γιάννης Χουβαρδάς πέρα από πιστός υπήκοος της σκηνής δηλώνει και φανατικός αντίμαχος της μικρής οθόνης (εντελώς οξύμωρο αν σκεφτούμε ότι κατά κάποιον τρόπο μάθαμε το όνομά του μέσα από αυτήν). Ως εκ τούτου, θα ήταν δύσκολο ένα όχι και τόσο ενημερωμένο επί των θεατρικών δρώμενων κοινό να τον γνωρίζει -ακόμα και αν το ενεργητικό του είναι πλούσιο από δεκάδες παραστάσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, την ίδρυση του θεάτρου του Νότου και την καλλιτεχνική διεύθυνση αρκετών θεάτρων μεταξύ των, και του Εθνικού (2007-2013).

Είτε τον ξέρεις λοιπόν είτε όχι, και μιας και αφορμή της συνάντησής μου μαζί του αποτέλεσε ο Άμλετ, ο χαρακτήρας που μεταξύ πολλών άλλων προβληματισμών χάρισε στην ιστορία μία από τις μεγαλύτερες αναπάντητες απορίες της, αυτή του «να είσαι ή να μην είσαι» θα ήθελα αφού διαβάσεις τη συνέντευξη να απαντήσεις στο εξής ερώτημα: «Να γνωρίσει κάποιος το Γιάννη Χουβαρδά ή να μην τον γνωρίσει» (μέσα από τη δουλειά του).

 

Ας ξεκινήσουμε από την παράσταση. Στην πρώτη σας συνεργασία με τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών επιλέξατε ένα έργο δύσκολο αλλά εξόχως αγαπητό στο θεατρικό κοινό. Πώς αποφασίσατε να μας συστήσετε τον δικό σας Άμλετ;

Με ενδιαφέρει η εκάστοτε παράστασή μου να προβληματίσει και ταυτόχρονα να διασκεδάσει το κοινό. Ο Άμλετ κατά τη γνώμη μου είναι ένας καλός συνδυασμός αυτών των δύο. Πρόκειται για το πιο πολυδαίδαλο, πολύπλοκο και ρηξικέλευθο έργο που έχει ποτέ γραφτεί στην ιστορία του παγκόσμιου θεάτρου και ταυτόχρονα έχει και μία ψυχαγωγική πλευρά γεμάτη χιούμορ, σασπένς, ανατροπές. Κυρίως και πάνω από όλα όμως, έχει στοιχεία που αφορούν σε όλους μας. Ο Άμλετ είναι όλοι εμείς. Είτε είμαστε άντρες είτε είμαστε γυναίκες. Είτε είμαστε μικροί είτε μεγάλοι σε ηλικία. Τώρα είχα μία συζήτηση με παιδιά Γυμνασίου ούτε καν Λυκείου που είδαν την παράσταση και οι απορίες τους, οι προβληματισμοί τους ήταν εξαιρετικοί. Τους γεννήθηκαν πάρα πολλές και ποικίλες απορίες. Όλες καίριες και άκρως ενδιαφέρουσες.

Αλήθεια, ποια ήταν η απορία που σας έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση; Εκείνη που δεν περιμένατε να ακούσετε από το στόμα ενός 13χρονου;

Όλες ήταν εξαιρετικές. Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο είναι το γεγονός ότι όλοι διάβασαν πολύ καλά την παράσταση. Είχαν όλοι μελετήσει το έργο από πριν και όταν είδαν την παράσταση σε γενικές γραμμές και στην πλειοψηφία τους διάβασαν πολύ καλά τις διάφορες ερμηνείες που επιλέξαμε να δώσουμε ως θίασος στο έργο. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση που κατάφεραν να εμβαθύνουν τόσο καθώς και το γεγονός ότι στην ηλικία τους ήταν σε θέση να καταλάβουν τη διάσταση που δώσαμε στη σχέση του Οράτιου με τον Άμλετ.

Η οποία διάσταση είναι…

Μιλάμε για μία σχέση που κατά κανόνα παρουσιάζεται συμβατικά. Εγώ αντιμετώπισα τον Οράτιο σαν το alter ego του Άμλετ. Στο τέλος του έργου, ο Οράτιος παίρνει το χρήσμα από τον Άμλετ να ζήσει όσα αυτός δεν έζησε. Του δίνει τη ζωή του.

 

Η δυναμικότητα του Άμλετ τόσο ως θεατρικό κείμενο όσο και ως χαρακτήρας μου δημιούργησε την εξής απορία: Για έναν σκηνοθέτη είναι πιο δύσκολο να ανεβάζει ένα έργο γνωστό (ή πασίγνωστο όπως στην περίπτωση του Άμλετ) ή κάποιο λιγότερο δημοφιλές στο κοινό;

Σίγουρα μία παράσταση λιγότερο γνωστή στο κοινό είναι πολύ δυσκολότερη. Και εισπρακτικά αλλά και επειδή πέφτει πάνω σου το βάρος να συστήσεις στο κοινό ένα έργο και ένα συγγραφέα που δεν γνωρίζει. Και ως γνωστόν πάντοτε είμαστε πιο επιφυλακτικοί με όσα και όσους δεν ξέρουμε.

Ας μιλήσουμε λίγο με παραδείγματα. Πέρυσι παρουσιάσατε στο κοινό από τη σκηνή του Εθνικού τις Παραλλαγές Θανάτου του Γιον Φόσσε -ένα έργο όχι και τόσο γνωστό. Φέτος, παρουσιάζετε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών μία δική σας εκδοχή του Άμλετ. Δεν σας ήταν πιο εύκολο να «πειράξετε» το άγνωστο από το πασίγνωστο;

Το αντίθετο. Έχω πολύ μεγαλύτερη εξοικείωση με το διάλογο που ανοίγεται με κάτι γνωστό. Ο Άμλετ με ώθησε στο να κάνω μία παράσταση με πολλές αναγνώσεις που θέλω να πιστεύω ότι είναι και αρκετά ερεθιστική για τον κόσμο. Τόσο στους ηθοποιούς όσο και σε εμένα, ο Άμλετ μας γέννησε ιδέες. Οι Παραλλαγές Θανάτου, κατά κάποιον τρόπο με περίορισαν. Με ανάγκασαν να τις παρουσιάσω ακριβώς όπως είναι. Είναι ένα έργο που δεν σου δίνει την ευκαιρία να «παίξεις» και πολύ μαζί του. Γενικότερα τα έργα συγχρόνων συγγραφέων δεν επιδέχονται πολλά πειράγματα. Ο κόσμος πρέπει πρώτα να τα δει όπως θα τα διάβαζε μέχρι να τα αφομοιώσει. Να τα μάθει. Δεν πιστεύω ότι κάτι τέτοιο θα γίνει ποτέ με ένα έργο τόσο δυσανάγνωστο όπως οι Παραλλαγές Θανάτου. Γενικά δεν πιστεύω ότι μπορεί να γίνει. Και παλαιότερα, όποτε προσπάθησα να «πειράξω» καινούρια έργα ή έργα που δεν είναι πολύ γνωστά ή να τα παρουσιάσω από μία πιο σύνθετη οπτική δεν τα κατάφερνα όπως ήθελα. Αντιμετώπιζα δυσκολίες κατά την μεταφορά προς τον κόσμο.

 

Πώς συνδέεται η επιτυχία με το έργο ενός σκηνοθέτη; Πότε νιώθει επιτυχημένος ένας σκηνοθέτης;

Για εμένα η επιτυχία είναι ένας όρος με τον οποίο δεν συνδιαλέγομαι οπότε δεν μπορώ να απαντήσω.

Ας αλλάξουμε τη λέξη «επιτυχία» με τη λέξη «ικανοποίηση» λοιπόν. Πότε νιώθει ικανοποιημένος από τη δουλειά του ένας σκηνοθέτης; (Είναι ποτέ;)

Εδώ υπάρχει ένα θέμα: Πάντα κάτι ψάχνεις. Στόχος σου είναι να το βρεις και να το εύρημά σου να το καταλάβει ο κόσμος. Πολύ συχνά βέβαια, καθ’οδόν ανακαλύπτεις κάτι διαφορετικό. Αυτά όλα με ερεθίζουν πολύ περισσότερο από το να πω ότι είχα ένα στόχο, και τον πέτυχα. Γέμισα ένα θέατρο ή πήρα καλές κριτικές. Για μένα δεν έχει τόση σημασία μία εμπορική επιτυχία. Προφανώς και θέλω να βλέπω γεμάτο το θέατρο, αλλά αυτό που με γεμίζει είναι να ξέρω ότι ο απλός κόσμος ανοίγει διάλογο με την παράσταση. Όχι απαραίτητα ότι την εγκρίνει.

Μιας και μιλάμε για έγκριση. Πιο πολύ σας απασχολεί η κακή κριτική του απλού θεατή ή ενός επαγγελματία κριτικού;

Σαφέστατα η κριτική του κόσμου. Με ενδιαφέρει το κοινό -όχι οι ειδήμονες.

 

Πέρυσι το καλοκαίρι επιχειρήσατε για πρώτη φορά στην Ελλάδα να ανεβάσετε όπερα. Συγκεκριμένα το Ντον Τζιοβάννι του Μότσαρτ. Το κοινό που βρέθηκε στο Ηρώδειο για να την παρακολουθήσει, θα το λέγαμε κάπως διχασμένο. Παρότι υπήρξαν και καλές κριτικές, έκανε αίσθηση ένα είδος γιουχαΐσματος που ακούστηκε κατά την υπόκλιση των συντελεστών. Σας προβλημάτισε η εν λόγω στάση;

Μου έχει συμβεί αρκετές φορές στο παρελθόν, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, μία παράστασή μου να έχει διχάσει τον κόσμο. Αυτό βέβαια, είναι πάντα μία παρακινδυνευμένη διαπίστωση με την έννοια ότι εκείνοι που εκφράζονται είναι λίγοι. Το μεγαλύτερο ποσοστό του κοινού μίας παράστασης, δεν εκφράζεται. Ίσως το μοιράζεται με τους φίλους του ίσως και όχι. Με δεδομένο ένα σχετικά μικρό feedback λοιπόν, για μένα έχει εξίσου σημαντική αξία (για να μην πω παραπάνω) να μην έχω την απόλυτη αποδοχή του κόσμου. Η δυσαρέσκεια του κοινού πολλές φορές σου δείχνει και τη δουλειά σου.

 

Άρα να περιμένουμε και δεύτερη απόπειρα όπερας από εσάς;

Δύσκολη ερώτηση. Αν ξαναέκανα όπερα στην Ελλάδα, θα ήθελα να είναι με διαφορετικούς όρους και συνθήκες από αυτές του Ντον Τζιοβάννι. Θέλω να πω ότι το Ηρώδειο είναι ένα ανοιχτό θέατρο με πολλές δυσκολίες που δεν βοηθούν ιδιαιτέρως την όπερα. Επίσης, οι συνθήκες προβών και διαχείρησης του χρόνου που είχε στη διάθεσή του ο κάθε καλλιτέχνης δεν ήταν έτσι όπως τις ήθελα εγώ. Όπως δουλεύω εγώ. Δεν θα ήθελα να προβώ σε περαιτέρω αναλύσεις επ’αυτού.

Ποιες θα ήταν οι συνθήκες που θα σας «έπειθαν» να κάνετε μία δεύτερη προσπάθεια;

Για να ξαναδοκίμαζα, θα έπρεπε να υπάρξουν όλες αυτές οι συνθήκες που δεν υπήρξαν την προηγούμενη φορά. Γενικά δουλεύω σε συνθήκες εργαστηρίου. Θέλω από την ομάδα μου να είναι όλοι εκεί -παρόντες από την αρχή μέχρι το τέλος. Να είναι ο χρόνος σωστός. Όλοι οι τραγουδιστές να είναι στο ίδιο επίπεδο. Και να είναι όλοι ανεξαιρέτως ανοιχτοί να δουλέψουν μία όπερα -αυτό το πολύ σύνθετο είδος- όχι μόνο από την μουσική πλευρά αλλά και από την υποκριτική. Γνωρίζω βέβαια ότι το να έχεις τραγουδιστές έτοιμους από υποκριτική πλευρά είναι εξόχως δύσκολο.

 

Ας επιστρέψουμε στο θέατρο. Φαντάζομαι παρακολουθείτε παραστάσεις συναδέλφων σας. Υπάρχει κάποια που έχετε ξεχωρίσει;

Έχω ξεχωρίσει πολλές αλλά δεν θα ήθελα να αναφέρω κάποια. Πιστεύω ότι τόσο η ας την πούμε μεσαία γενιά συνεργατών όσο και η νεότερη κάνουν δουλειές πολύ υψηλού επιπέδου με διεθνή standards.

Θα συμφωνήσω μαζί σας. Τόσο το επίπεδο των παραστάσεων όσο και η προσέλευση του κοινού στο θέατρο αποτελούν αδιαμφισβήτητα γεγονότα των ημερών παρά την οικονομική κρίση. Πού αποδίδετε αλήθεια, την εν λόγω επιτυχία;

Θα μπορούσα να πω ότι το θέατρο είναι μία παρηγοριά σε δύσκολες εποχές γιατί χαϊδεύει τις πληγές μας και μας βοηθάει να ξεφύγουμε από τη δύσκολη πραγματικότητα. Υπάρχει όμως και μία πιο δύσκολη απάντηση στην ερώτησή σας: Σε μία κρίση όπως αυτή που βιώνουμε, όλοι μας ή τουλάχιστον αυτοί που υφιστάμεθα περισσότερο τις συνέπειές της, αισθανόμαστε αντικείμενα. Είμαστε δηλαδή σε μία θέση που ασκούνται πάνω μας διάφορα δυσάρεστα πράγματα. Βίαια πράγματα -τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Στο θέατρο, ο θεατής είναι ο βασιλιάς. Όλα γίνονται γι’αυτόν. Ως εκ τούτου εκεί, νιώθει υποκείμενο.

 

Ο θεατής είναι το υποκείμενο γύρω από το οποίο στήνεται κάτι. Επίσης, ένας ακόμη λόγος ειναι το γεγονός ότι μία σύναξη ανθρώπων που βρίσκονται κοντά ο ένας στον άλλον, με κοινό θέμα και σκοπό είναι πολύ ελκυστική στις μέρες. Σε μία περίοδο που τόσα μας χωρίζουν, το θέατρο είναι από τα λίγα που μας ενώνει.

Με «απαντήσεις» όπως οι προφανείς: «Το εισιτήριο μειώθηκε αισθητά» ή «Τα θέατρα είναι πιο μικρά άρα γεμίζουν πιο εύκολα», συμφωνείτε;

Το χαμηλό εισιτήριο σίγουρα παίζει σημαντικό ρόλο στην επιτυχία που συζητάμε. Όσο ζεστά και αν νιώθει ένας άνθρωπος για τους λόγους που προανέφερα, αν δεν έχει τη δυνατότητα να πληρώσει, δεν θα πήγαινε. Από την άλλη, τα θέατρα είναι πιο μικρά αλλά είναι και πιο πολλά.  Έχουν αυξηθεί πάρα πολύ τόσο οι χώροι όσο και ο αριθμός των παραστάσεων. 

Αναλάβατε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου ένα χρόνο πριν την οικονομική κρίση, το 2007. Κατά τη διάρκεια των 6 χρόνων που παραμείνατε στην εν λόγω θέση ήρθατε αντιμέτωπος τόσο με καλές όσο και με σκληρές κριτικές, ωστόσο ας μην σταθούμε εκεί. Θα ήθελα να μιλήσουμε για το κίνητρο. Τι σας έκανε να μην τα παρατήσετε; Οι καλές παραστάσεις; Οι συντελεστές; Η όποια ελευθερία σας είχε δοθεί από το κράτος;

Καταρχάς, θα ήθελα να επισημάνω ότι από την ώρα που ανέλαβα μία ευθύνη ακόμα και αν οι όροι άλλαξαν στη μέση της διαδρομής, δεν είμαι από τους ανθρώπους που τα παρατάνε. Στριμώχτηκα πολύ -και όχι μόνο προσωπικά. Οι δυνατότητες που είχα στο Εθνικό Θέατρο δεν ήταν μεγάλες, ωστόσο πιστεύω ότι εν τέλει τα κατάφερα.

Η επόμενη «στάση» μετά το Εθνικό, μπορεί να είναι μία θέση στο Υπουργείο Πολιτισμού;

Ποτέ.

Είστε από τους ανθρώπους που πιστεύετε ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να εκφράζεται μέσα από το έργο του.

Ακριβώς.

Πολλοί συνάδελφοί σας από το χώρο της Τέχνης έχουν αντίθετη στάση. Ασχολούνται με τα κοινά, προβαίνουν συχνά σε πολιτικές δηλώσεις. Σας ενοχλεί ως γεγονός;

Πολλές φορές το να σιωπούμε και να συγκεντρωνόμαστε στην προσφορά που οφείλουμε να κάνουμε ως μέλη ενός συνόλου είναι πολύ πιο σημαντικό από το να αναλωνόμαστε σε απόψεις. Από την άλλη, πρέπει να πούμε ότι υπάρχουν πολιτικές και κομματικές δηλώσεις. Κομμάτικές δηλώσεις εγώ προσωπικά, δεν θα έκανα ποτέ. Δεν με ενδιαφέρουν τα κόμματα. Ο όρος «κόμμα» είναι κάτι που αντίκειται στο DNA μου. Πολιτικές δηλώσεις και πολιτική δουλειά έκανα και κάνω και εγώ συνεχώς. Είτε φανερά είτε λιγότερο φανερά. Πιστεύω ότι ο καλλιτέχνης μιλάει μέσα από τη γενικότερη στάση του στα πράγματα.

Το πέρας των εκλογών έφερε μία πολιτική αλλαγή. Θα ήθελα την πολιτική σας τοποθέτηση πάνω στην περίπτωση του θεάτρου -πώς θα μπορούσε κατά τη γνώμη σας αυτό να επωφεληθεί των εν λόγω εξελίξεων;

Η τοποθέτηση στο Υπουργείο Πολιτισμού του Νίκου Ξυδάκη είναι ένα θετικό βήμα. Ένα καλό σημάδι. Δεν έιναι δουλειά μου να υποδείξω πολιτικές, ωστόσο πιστεύω ότι πρώτα από όλα (θεωρώ ότι έτσι και θα γίνει) το Υπουργείο θα πρέπει να είναι ανοιχτό και να βοηθάει την Τέχνη όχι μόνο υλικά αλλά και ψυχολογικά και πνευματικά και πολιτικά. Πρέπει να στηρίζει τον πολιτισμό και η εν λόγω στήριξη να είναι αισθητή. Θα πρέπει να υπάρχει ένα συνεχής ανοιχτός διάλογος μεταξύ καλλιτεχνών και Υπουργείου. Μιλάμε για έναν γραφειοκρατικό μηχανισμό που όλοι ξέρουμε πως έχει δημιουργηθεί σε χρόνια πολύ παλιά και δυσάρεστα. Πλέον έχει εξελιχθεί σε έναν Οργανισμό ο οποίος υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να βοηθήσει. Με την πρώτη ευκαιρία εάν και εφόσον τα οικονομικά το επιτρέψουν θα πρέπει να δοθούν επιχορηγήσεις σε όλα τα πολιτιστικά γενόμενα όχι μόνο στο θέατρο. Κακά τα ψέμματα -αυτό σας το λέω και εκ πείρας από τα χρόνια του Αμόρε- δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρή Τέχνη χωρίς οικονομική ενίσχυση. Επίσης, δεν θα πρέπει να αγνοούμε το εξωτερικό.

 

Μιας και μιλάμε για εισαγώμενες παραστάσεις και συντελεστές, θυμάμαι πριν από δύο χρόνια που είχατε φέρει στο Εθνικό τον Μπομπ Ουίλσον ο οποίος ανέβασε την Οδύσσεια. Μία παράσταση που από αρκετούς θεατές κρίθηκε ως «πρόχειρη» και από πολλούς ειδήμονες ως «ακριβή» (αν όχι πανάκριβη). Ποια η θέση σας;

Ο Μπομπ Ουίλσον είναι εξαιρετικά δημοφιλής ως σκηνοθέτης, έχω φέρει και πιο άγνωστους. Είναι γνωστός τοις πάσι. Ξέραμε τη δουλειά του. Όταν αποφασίσαμε να τον φέρουμε, θέλαμε να βρούμε και κάτι ελκυστικό προς το ελληνικό κοινό. Αυτό βρέθηκε στην Οδύσσεια. Ήταν δική του πρόταση η οποία με βρήκε απολύτως σύμφωνο. Έπρεπε να έχει όπως και είχε μόνο Έλληνες ηθοποιούς. Για εμένα ήταν μία εξαιρετική δουλειά. Εξαρχής στόχος του ήταν να κάνει ένα ιστορικό καρτούν. Αυτό και έκανε. Ο Μπομπ Ουίλσον αφιέρωσε πολύ περισσότερο χρόνο από αυτόν που συνηθίζει στις διεθνείς του συνεργασίες. Η παράσταση πήγε στο εξωτερικό και από όσο γνωρίζω θα ξαναπάει τώρα στο Μιλάνο. Σημειωτέον ότι ήταν ξεπουλημένη μέχρι το τέλος. Πήγε πάρα πολύ καλά.

 

Για να είμαι ειλικρινής, εμένα δεν με ενθουσίασε. Η σκηνοθεσία παρουσίαζε κάποιο ενδιαφέρον, ωστόσο οι ηθοποιοί ένιωσα ότι δεν είχαν το δέσιμο που απαιτούσε η συγκεκριμένη παράσταση. Ήταν κάπως ασυντόνιστοι.

Δεν θα διαφωνήσω. Όταν πρέπει να επιλέξεις ανάμεσα σε 400 ηθοποιούς μέσα σε λίγες ώρες είναι πάρα πολύ δύσκολο. Επίσης, θα πρέπει να πούμε ότι κανονικά, μία τέτοια παράσταση απαιτεί τρεις με τέσσερις μήνες προβών. Ο Μπομπ Ουίλσον δεν είχε τόσο χρόνο στη διάθεσή του. Οπότε… Δεδομένων των συνθηκών δεν πιστεύω ότι μπορούσε να βγει καλύτερο αποτέλεσμα επί σκηνής.

Μιας και αναφέρατε τη δυσκολία επιλογής ενός ηθοποιού, αλήθεια εσείς πώς επιλέγετε το θίασό σας;

Ως σκηνοθέτη με ενδιαφέρουν πλέον οι ηθοποιοί που γνωρίζω. Δουλεύω με ηθοποιούς που ξέρω και με ξέρουν.

Σας έχουν «κατηγορήσει» πολλάκις γι’αυτό. Ειδικά την περίοδο του Εθνικού.

Αυτά που λέγονταν τότε στο Εθνικό ήταν όλα ψέμματα. Και τώρα μπορώ πλέον να το πω δημόσια γιατί δεν έχω και προφανείς δεσμεύσεις. Όλα αποτελούσαν κακεντρέχειες ηθοποιών που για κάποιον λόγο δεν ήταν μέσα στο team των σκηνοθετών του Εθνικού. Να επισημάνω ωστόσο εδώ ότι οι σκηνοθέτες επιλέγουν την ομάδα τους. Το μόνο για το οποίο θα μπορούσε να με κατηγορήσει κάποιος θα ήταν για τους σκηνοθέτες που επέλεγα. Αλλά εγώ επέλεγα πάντοτε τους καλύτερους. Για να επιστρέψω στο θέμα των ηθοποιών, δεν καταλαβαίνω ποιο είναι το πρόβλημα να χρησιμοποιώ γνωστούς μου ηθοποιούς. Είναι έγκλημα ή παράνομο; Εννοείται ότι συνεργάζομαι και με νέους ηθοποιούς. Απλώς, πρότιμώ πλέον να μη ριψοκινδυνεύω την ομοιογένεια της ομάδας.

Θεωρείτε ότι η νέα γενιά ηθοποιών είναι στο ίδιο επίπεδο με τη νέα γενιά σκηνοθετών που αναφέραμε πριν;

Σχεδόν πιο προχωρημένοι. Το αβαντάζ των νέων ηθοποιών απέναντι στους παλιούς είναι ότι σκέφτονται περισσότερο. Οι παλιοί είχαν ένστικτο και διαίσθηση. Λειτουργούσαν πιο αυθόρμητα. Οι νέοι ηθοποιοί δεν το έχουν χάσει αυτό, Έλληνες είναι. Απλώς ταυτόχρονα σκέφτονται. Είναι πιο καλλιεργημένοι σε γενικές γραμμές.

 

Να υποθέσω ότι δεν θα κάνατε μία τηλεοπτική σειρά επομένως…

Ίσως. Αν ερχόταν το BBC στην Ελλάδα.

Σε πολλές παραστάσεις σας όπως στο Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα ήταν έντονο το κινηματογραφικό στοιχείο. Μία ταινία είναι ίσως ένα πιο πιθανό μελλοντικό σενάριο;

Ανέκαθεν με ενδιέφερε ο κινηματογράφος. Είναι ίσως πιο αγαπημένη τέχνη μου από το θέατρο, απλώς στον κινηματογράφο χρειάζεσαι πολλά λεφτά και ένα είδος κόπου που δεν μου πάει. Το θέατρο έχει αυτήν τη συγκίνηση της στιγμής που όλα γεννιούνται εκείνη την ώρα. Ο κινηματογράφος έχει πολλή επεξεργασία τόσο πριν όσο και μετά. Ό,τι γίνεται κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων πρέπει να γίνεται με πολύ στρες γιατί αν δεν γίνει εκείνη τη στιγμή δεν θα γίνει ποτέ.

Αν γυρίζατε μία ταινία θα το κάνατε εδώ ή στο εξωτερικό;

Εδώ. 100%. Με Έλληνες ηθοποιούς, ελληνικό θέμα. Αυτό με ενδιαφέρει.

Ύστερα από αυτήν την απάντηση, πάτησα «στοπ» και αφού τον ρώτησα ποια είναι η ατάκα που χρησιμοποιεί σχεδόν καθημερινά (θα την βρεις ελάχιστες γραμμές παρακάτω) τον αποχαιρέτησα. Στο μυαλό μου στριφογύριζε η εικόνα του Άμλετ που παρουσιάζεται αυτές τις ημέρες στη Στέγη: Με το χίπστερ στιλ του να κριτικάρει -κατά τη γνώμη μου- την αδιαφορία της δικής μας εποχής και συνοδεία των εξίσου παρασυρμένων-διεφθαρμένων-από-τη μόδα Ρόζενκραντζ και Γκίλντενστερν, τον «είδα» να με πλησιάζει και να με ρωτάει:

«Πώς κοιμήθηκες σήμερα»;

Πληροφορίες Παράστασης:

Άμλετ: Μέχρι 8 Φεβρουαρίου 2015 στις 20:30 στην κεντρική σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών.