FATHERHOOD

Στα πόσα παραμύθια σου καίγεται ο εγκέφαλος;

Το ΟΝΕΜΑΝ αποφάσισε να βάλει τους πατέρες στο παιχνίδι και, μέσα από τη στήληOnedad, να τελειώσει το παραμύθι του “μάνα είναι μόνο μία”

Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα σε αυτόν τον κόσμο από το να τελειώνεις την μέρα σου διαβάζοντας ένα παραμύθι στο πιτσιρίκι σου. Και πρέπει να είσαι μέγας κάφρος για να βρεις κάτι κακό να πεις για αυτό. Σωστά; Ή μήπως όχι;

Είναι όντως μεγάλη ευτυχία να καταφέρνεις να είσαι εγκαίρως το βράδυ στο σπίτι, να κλείσεις το κινητό και να βάλεις για ύπνο το σπλάχνο σου (δεν ξέρω γιατί, μου αρέσει πολύ αυτή η λέξη) διαβάζοντάς του ένα παραμύθι ενώ του χαϊδεύεις τα μαλλιά. Το να είσαι παρών εκείνη τη μαγική στιγμή που κλείνει τα μάτια του και αρχίζει να ονειρεύεται.

Όμως αυτό συμβαίνει στο ένα παραμύθι. Άντε και στα δυο. Άντε και στα τρία. Όταν όμως χρειάζεται να φτάσεις στα 10 για να δεις τα βλέφαρα να βαραίνουν, τότε είναι εντελώς ανθρώπινο να αρχίσεις να κουράζεσαι, να πιάνεσαι (ειδικά εγώ που δεν χωράω πάνω στο κρεβάτι και προσπαθώ να στριμωχτώ δίπλα), να σιχτιρίζεις και, ενδεχομένως, να αναρωτιέσαι αν το διάβασμα του παραμυθιού είναι ένα ακόμη από εκείνα τα πράγματα που είναι καλύτερα στην θεωρία από ότι στην πράξη.

Εννοείται βέβαια πως αυτή είναι μια σκέψη που δεν τολμάς να μοιραστείς με κανέναν. Ακριβώς για να μην σε πουν γκρινιάρη, ευθυνόφοβο ή γενικότερα κακό πατέρα και άθλιο ανθρώπινο πλάσμα.

Προσωπικά δεν είναι το διάβασμα ολόκληρων τόμων παραμυθιών που μου δίνει στα νεύρα. Αυτό το παίρνω, όπως και πρέπει, ως παιχνίδι. Κάνω διαφορετικές φωνές, πειραματίζομαι με την ταχύτητα που το διαβάζω και το αν θα πάρει χαμπάρι η κόρη μου όταν αλλάζω λεπτομέρειες.

Το πρόβλημα είναι ότι μιλάμε, κάθε βράδυ, για τα ίδια παραμύθια. Τις ίδιες πριγκίπισσες, τους ίδιους λύκους, τα ίδια γουρουνάκια, τους ίδιους νάνους, τις ίδιες κακές μάγισσες.

Και όχι, μην βιαστεί κανείς εκεί έξω να με κατηγορήσει ότι δεν έχω προσπαθήσει να ‘πειράξω’ λίγο την τράπουλα αγοράζοντας της άλλα παραμύθια (από του τύπου που ο λύκος είναι καλός και τα γουρουνάκια τρισάθλια) ή πείθοντάς την να κάτσουμε να βγάλουμε τα δικά μας.

Εκείνη, πεισματάρα σαν την μάνα της (εννοείται πως από μένα έχει πάρει όλα τα καλά), θέλει τις ίδιες ιστορίες. Ξανά και ξανά.

Καταλαβαίνω ότι αυτό είναι εντελώς φυσιολογικό. Όπως μου είχε εξηγήσει κάποτε η παιδιατρός μας, το παιδί αισθάνεται ασφάλεια μέσα στην ρουτίνα. Του αρέσει να ξέρει τι θα συμβεί στην επόμενη σελίδα.

Τι συμβαίνει όμως όταν αυτό κλασάρει με την δική μου βαθιά ανάγκη, στα όρια του παραλογισμού (σύμφωνα με την σύζυγό μου) να δοκιμάζω συνέχεια διαφορετικά πράγματα; Είτε μιλάμε για παραμύθια, είτε για βιβλία, ταινιές, σουβλατζίδικα ή περίπτερα;

Προφανώς και βγάζω το σκασμό. Προφανώς και συνεχίζω να διαβάζω ότι και όσο θέλει. Άλλωστε είναι μια από τις πιο εύκολες δουλειές που μπορείς να κάνεις ως γονέας. Και για αυτό και φρόντισα, όπως και πολλοί άλλοι πατεράδες που ξέρω, να την καβατζώσω εκγαίρως και εις το διενεκές.

Ωστόσο εδώ, σε μια στήλη που φιλοδοξεί να είναι μια ‘ασφαλής όαση’ για όλους τους onedad εκεί έξω, αισθάνομαι ότι μπορώ να βροντοφωνάξω πόσο σιχαίνομαι την Σταχτομπούτα, την Ραπουνζέλ, την Αυγούλα και τα υπόλοιπα κορίτσια.

Επίσης πόσο με ενοχλεί, ως πατέρας κόρης, ότι όλες αυτές περιμένουν από ένα πρίγκιπα να τις σώσει. Κάτι που όχι, δεν πρόκειται να συμβεί στην πραγματική ζωή.

Αλλά αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Άλλωστε δεν έχω χρόνο για κάτι παραπάνω. Η κόρη φωνάζει να πάω μέσα για να μου δώσει το πρώτο βιβλίο. Μεταξύ μας, δεν χρειάζεται. Τα έχω πλέον απομνημονεύσει. Όπως κάποτε, όταν έδινα πανελλήνιες, το βιβλίο της ιστορίας που ακόμη θυμάμαι ότι ξεκινούσε με την φράση ‘Διαφωτισμός ονομάζεται το…’

Μήπως να της άρχιζα να της απαγγέλλω αυτό; Στην τελική έτσι ίσως μάθει και κάτι.