Eurokinissi
ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Πού ήμουν στον σεισμό του 1999

24 χρόνια μετά, οι συντάκτες του OneMan θυμούνται τι έκαναν εκείνη τη μέρα.

Πέρασαν 24 χρόνια από εκείνη τη μέρα και αν είσαι 24 χρονών, δεν σου λέει τίποτα απολύτως και το καταλαβαίνω. Για τους υπόλοιπους όμως είναι μία από εκείνες τις κλασικές στιγμές που ρωτάς «θυμάσαι τι έκανες εκείνη τη μέρα;» και όλοι εξιστορούν με εκνευριστική ακρίβεια που τους πέτυχε το κακό.

Η κηδεία της Βουγιουκλάκη, η 11η Σεπτεμβρίου, ο τελικός του Euro, τόσο άσχετα μεταξύ τους γεγονότα, που έχουν καταγραφεί όμως τόσο βαθιά στη συλλογική συνείδηση, που μοιάζουν με στιγμές που ενώνουν ένα ολόκληρο έθνος.

Δες που ήμασταν ο καθένας από μας τη μέρα που η γη σείστηκε και δεν σου λέμε «προσπάθησε να θυμηθείς κι εσύ που ήσουν στον σεισμό του 1999».

Είναι σίγουρο ότι δεν το ξέχασες ποτέ.

Με την Pamela και τον Mitch Buchannon, η Ιωσηφίνα Γριβέα

Όταν είχε πρωτοβγεί το Facebook, ίσως θυμάστε πως ήταν πηγμένο με γκρουπάκια. Ένα από αυτά ήταν το ‘Έβλεπα κι εγώ Baywatch στον σεισμό του ’99 και είχε δεκάδες χιλιάδες μέλη. Ανάμεσα σ’ αυτά ήμουν κι εγώ και μάλιστα θυμάμαι στο περίπου και το επεισόδιο. Κλασική Neely, η μπίτσω της παρέας, είχε πει ψέματα ότι την είχε παρενοχλήσει ο Matt για να τον εκδικηθεί που έμενε πιστός στο κορίτσι μας, τη CJ.

Σείστηκαν οι παραλίες στο Λος Άντζελες, σείστηκα κι εγώ κάπου εκεί. Έκλεισα όμως ψυχραιμότατη την τηλεόραση και έβαλα τις παντόφλες μου για να σταθώ κυρία κάτω από την κάσα. Αυτή που δεν ήταν ψυχραιμότατη ήταν η μητέρα μου που βρισκόταν με τον ηλεκτρολόγο στο μπαλκόνι, ουρλιάζοντας «το παιδί μουυ!11!!». Της έκανα νοήματα από την πόρτα ότι ήμουν καλά, αλλά δεν καταλάβαινε τίποτα. Να την κρατάει ο ηλεκτρολόγος από τη μέση για να μη μπει μέσα (άστην άνθρωπέ μου, είναι πιο επικίνδυνα στο μπαλκόνι!), να φωνάζω εγώ να ηρεμήσει, τίποτα.

Προφανώς σταμάτησε και ο σεισμός κάπου εκεί και κατεβήκαμε κάτω με τα νυχτικά. Όλη η γειτονιά στο πόδι, φωνές με τους μετασεισμούς, λίγο αργότερα και το δράμα της Ρικομέξ, Εύη Σοφίλου, Τζαννής Πολυκανδριώτης, χρωματιστά τρίγωνα στα σπίτια μας. Το πέρασμα του χρόνου δεν με έκανε λιγότερο ανθεκτική στους σεισμούς. Και στον φετινό δεν ένιωσα τίποτα πέρα από την αίσθηση του κατεπείγοντος και τις σχετικές «τι να κάνετε σε περίπτωση σεισμού» γνώσεις μου να περνάνε από τον εγκέφαλο. Όταν έμαθα όμως ότι το επίκεντρο εντοπίστηκε ξανά στην Πάρνηθα, οι αναμνήσεις μου έγιναν ξαφνικά πιο ζωντανές.

Χόλιγουντ, σεισμός και τηλεόραση, για τον Γιάννη Φιλέρη

Eurokinissi

Οι «νέοι» του Ολυμπιακού το 1999 (λίγο πριν από τον σεισμό), με τον Γιάννη Ιωαννίδη. Από αριστερά Τζόσουα Γκραντ, Χόλιγουντ Ρόμπινσον, Κρις Μόρις, Σον Ρέσπερτ (δεν έπαιξε τελικά) και Ινιάκι Ντε Μιγκέλ

Πάλι τα ίδια. Ο σεισμός, ο ανίκητος φόβος μου.

Δεν είναι να παίζουμε με αυτά, γιατί είμαστε πλέον σε επικίνδυνες ηλικίες, φράζουν εύκολα οι αρτηρίες. Ο σεισμός του ’99 ήταν τρομακτικός. Βρισκόμουν, με την ιδιότητα του υπεύθυνου Τύπου, στο Ledra Mariott για την επίσημη παρουσίαση των μεταγραφών του μπασκετικού Ολυμπιακού. Πρόεδρος ο Σωκράτης Κόκκαλης, προπονητής ο Γιάννης Ιωαννίδης (στην δεύτερη θητεία του).

Τελειώνει η συνέντευξη, πάμε με τον τότε γενικό διευθυντή της ΚΑΕ, Τάκη Λιβιεράτο, στο λόμπι να πιούμε έναν καφέ. Μαζί και ο Χόλιγουντ Ρόμπινσον. Παικταράς αλλά και τρελάρας. Μια φορά είχε εμφανιστεί με πράσινο κουστούμι (!) και σαγιονάρες.

Μιλάμε περί ανέμων και υδάτων, μέχρι που το ένα μου μάτι πιάνει τον πολυέλαιο του ξενοδοχείου να… κουνιέται. Διαισθάνομαι ως άλλος Ραν Ταν Πλαν τον σεισμό, είμαι έτοιμος να τρέξω προς την έξοδο. Ξαφνικά, ο Χόλιγουντ πετάγεται σαν βέλος, τρέχει πιο γρήγορα απ’ ό,τι πυροβολεί ο Λούκι Λουκ, πηδάει δυο καναπέδες και βγαίνει εκτός αγωνιστικού χώρου, ε με συγχωρείτε «ξενοδοχείου» εννοούσα.

Βγαίνω κι εγώ τρέχοντας, ενώ το κτίριο σείεται (αν δεν κάνω λάθος ακούστηκε και μια υπόκωφη βοή, πάντως το κομμάτιο του πολυέλαιου έσπασε σίγουρα), βλέπω τον Ρόμπινσον: «Είσαι γρήγορος…» του λέω, χαμογελαστός και για να κάνω τον σπουδαίο, του λέω: «Σεισμός, μεγάλε. Αν δεν το ξέρεις, έτσι είναι».

Ο Χόλιγουντ με αποστομώνει: «Δικέ μου, έχω γεννηθεί στο LA. Τους καταλαβαίνω όπως τα σκυλιά, αλλά δεν θα τους συνηθίσω ποτέ».

Παίρνω τηλέφωνο τη μάνα, κοκομπλόκο τα κινητά. Όλοι προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν με τους δικούς τους. Οι γραμμές νεκρές, κανένας δεν μπορούσε να μιλήσει με κανέναν. Φτάνω στον Υμηττό και βλέπω όλη τη γειτονιά … με πλαστικές καρέκλες στο αλσάκι ‘Πέτρου και Παύλου’ να έχει πιάσει την κουβέντα.

Γυρίζουμε σπίτι στην Αγία Παρασκευή και βλέπουμε την τηλεόραση αναποδογυρισμένη στο πάτωμα. Τότε καταλάβαμε ότι ο σεισμός ήταν πολύ ισχυρός. Δεν ξέρω ακριβώς το λόγο, αλλά τηλεόραση δεν αλλάξαμε. Για πολλά χρόνια ήταν ίδια, τραυματισμένη από το πέσιμο. Η δεξιά πλευρά έδειχνε… ροζ! Σεισμικό ενθύμιο…

Όσο για τον Ολυμπιακό της περιόδου 1999-00, κάθε άλλο παρά σεισμό θύμιζε στο τέλος. Μάλλον ναυάγιο…

Μπροστά στην τηλεόραση βλέποντας Χτυποκάρδια στο Μπέβερλι Χιλς, για τον Θοδωρή Κανελλόπουλο

Λογικά εκείνο τον Σεπτέμβρη (πώς είναι δυνατόν να πέρασαν ήδη 24 χρόνια;) όσοι ήταν μαθητές γυμνασίου ή λυκείου χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: Σε εκείνους που το μεσημέρι -που δεν είχαν φροντιστήρια, σχολεία, δραστηριότητες- έβλεπαν Χτυποκάρδια στο Μπέβερλι Χιλς στο Μega και στους άλλους που παρακολουθούσαν το Baywatch στον ΑΝΤ1. Ήμουν 15, άνηκα στην πρώτη κατηγορία και από ότι θυμάμαι είχα τελειώσει γρήγορα το φαγητό μου για να στρωθώ μπροστά στην τηλεόραση και να δω τι έκανε ο Μπράντον, η Κέλι, η Μπρέντα, ο Ντίλαν και τα άλλα παιδιά. Η μητέρα μου έτρωγε με την αδερφή μου στο τραπέζι και θυμάμαι ακόμα το βουητό. Έναν ήχο που δεν είχα ακούσει ποτέ τόσο έντονα στη ζωή μου που σε συνδυασμό με το πώς έτριζαν τα ποτήρια, τα πιάτα, τα γυαλικά που υπήρχαν σε ένα συγκεκριμένο μέρος του σπιτιού μας έκανε να τα χάσουμε.

Χωρίς ψυχραιμία αλλά πάρα πολύ γρήγορα αφού το πατρικό μου βρίσκεται σε ισόγειο, σε 3 δευτερόλεπτα ήμασταν στον δρόμο. Θυμάμαι τη σκηνή σαν χτες. Όλοι μα όλοι οι γείτονες πετάγονταν στον δρόμο από τα σπίτια τους ουρλιάζοντας φοβισμένοι. Ζημιές δεν είχαμε, απλά συνολικά το community του Αγίου Φανουρίου εκεί κοντά στο Μπουρνάζι βρισκόταν σε σοκ. Τα επόμενα βράδια θυμάμαι να κάθονται όλοι έξω, να βγάζουν τραπέζια και να ζουν το δικό τους Στην Υγειά μας ψήνοντας και τρώγοντας, τα παιδιά απλά συνεχίσαμε να μιλάμε μόνο για τον σεισμό και να κάνουμε αυτό που ήταν στο πρόγραμμά μας. Μπάλα, μπάσκετ ή ό,τι τέλος πάντων κάνει ένα 15χρονο γεμάτο ενέργεια μέχρι το βράδυ.

Κάποιοι κοιμήθηκαν στα αμάξια, κάποιοι δεν κοιμήθηκαν καθόλου το πρώτο βράδυ. Εμείς ρισκάραμε, κοιμηθήκαμε στα κρεβάτια μας.

Τη στιγμή που έλεγαν το τελευταίο αντίο σε έναν γείτονα, για τον Κώστα Μανιάτη

Μέσα στην τραγικότητά του μου θυμίζει κάτι πολύ αστείο. Ήμουν στο πατρικό μου, μαθητής, έβλεπα τηλεόραση και απλά πετάχτηκα απ’ το σαλόνι ως το δωμάτιο μου, πιστεύοντας ότι κάτω απ’ τις αφίσες του Slash και των Oasis θα ήμουν πιο ασφαλής. Και όντως έπιασε.

Το αστείο όμως είναι ότι στο διπλανό σπίτι, στο ισόγειο, ένας υπερήλικας είχε «χαιρετίσει» και είχε μαζευτεί η γειτονιά για να τον χαιρετίσει κι αυτή με τη σειρά της, καταλαβαίνεις τι εννοώ. Όταν έγινε, λοιπόν, ο σεισμός στο διπλανό ισόγειο όλοι πετάχτηκαν έξω, εκτός φυσικά από ξέρεις ποιον. Ήταν καθαρά πρακτικό το ζήτημα.

Σύμφωνα με όσα είπαν οι γειτόνισσες αργότερα, όταν επέστρεψαν στο σπίτι για να συνεχίσουν την αγρύπνια μέρα μεσημέρι, η επίσης υπερήλικη χήρα φώναξε ταραγμένη «αχ, Δ…, όλοι βγήκαν έξω, μόνο εσύ δεν μπόρεσες να βγεις». Σε όλες τις κηδείες λέγονται διάφορα βλάσφημα πνιχτά αστειάκια, συνήθως χαμηλόφωνα, πίσω στην κουζίνα, από τους όχι και τόσο κοντινούς συγγενείς που πίνουν ίσως ένα κονιάκ παραπάνω. Εκεί δεν χρειάστηκε κάτι τέτοιο, το αστείο της αποφόρτισης το είπε η ίδια η νεόκοπη χήρα, χωρίς να το συνειδητοποιεί φυσικά.

Θεός σ’ χωρέστους και τους δύο πια. Πέρασαν 24 χρόνια, ε;

Η χειρότερη στιγμή για κούρεμα, για την Χριστίνα Φαραζή

7 Σεπτεμβρίου του 1999. Παραμονή των 15ων γενεθλίων μου και μόλις τέσσερις ημέρες πριν ανοίξουν τα σχολεία. Τι μπορεί να έκανα εκείνη την ημέρα ενώ ετοιμαζόμουν για ξέφρενο πάρτι και για να μπω με φόρα και ανανεωμένη στην Γ’ Γυμνασίου; Κουρευόμουν στο σαλόνι του σπιτιού της κολλητής μου φίλης στην Άνω Κυψέλη. Εκείνη είχε μόλις κουρευτεί και η αδερφή μου περίμενε τη σειρά της μετά από μένα, που δεν ήρθε τελικά ποτέ.

«Μα τι θόρυβος είναι αυτός!», θυμάμαι να λέω ενώ η κομμώτρια έκοβε τα μπροστινά μου μαλλιά σε αφέλειες (δηλαδή είχε το ψαλίδι σε απόσταση αναπνοής από τα μάτια μου). «Κανένα φορτηγό θα είναι», ήταν η απάντηση της μητέρας της φίλης μου. Το πρωτόγνωρα δυνατό τράνταγμα απέδειξε ότι ήταν «σεισμόοοοοοοος», όπως ουρλιάξαμε όλες με μία φωνή.

Ούτε που θυμάμαι πώς βρέθηκα αρχικά με την κομμώτρια αγκαλιά κάτω από το τραπέζι και μετά και οι πέντε έξω από το διαμέρισμα του 4ου ορόφου και τελικά, έξω από την πολυκατοικία των 100 (!) συνολικά διαμερισμάτων.

Ακολούθησαν κλάματα και απανωτά τηλέφωνα μέχρι να καταφέρουμε τελικά με την αδερφή μου να επικοινωνήσουμε με τους γονείς μας που δούλευαν σε στοά στην Ομόνοια. Μετά από ώρες, βρεθήκαμε οικογενειακώς στο εξοχικό στη Νέα Μάκρη. Το μεγάλο πάρτι γενεθλίων δεν έγινε ποτέ.

Ο σκύλος που ούρλιαζε, για τον Γιώργο Ρομπόλα

Πρώτη φορά άκουγα το σκυλί να ουρλιάζει σαν λύκος βγάζοντας έναν βαθύ και κάπως απελπισμένο ήχο. Ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά, άκουσα -ή μάλλον ένιωσα- κάτι σαν θόρυβο να έρχεται μέσα από τη γη. Η πρώτη σκέψη πήγε στο τεράστιο σκουπιδιάρικο που χαλούσε πολλές φορές την απόλυτη ησυχία στο δάσος του Διονύσου – έκανα λάθος, το κατάλαβα στη στιγμή.

Πετάχτηκα έξω στον κήπο φορώντας μόνο ένα μποξεράκι (ευτυχώς τέτοια λάθη είναι αποδεκτά στις μονοκατοικίες, δε θέλω να σκεφτώ ότι θα έκανα το ίδιο αν ζούσαμε τότε σε διαμέρισμα). Το σκυλί συνέχιζε να ουρλιάζει, η μητέρα μου φαινόταν ψύχραιμη αν και το πρόσωπό της είχε ασπρίσει, ενώ ο πατέρας μου βρήκε ευκαιρία να περηφανευτεί για τους τόνους μπετόν που είχε ρίξει στα θεμέλια. «Δεν πέφτουν αυτά τα σπίτια, είναι πολύ αυστηρός ο αντισεισμικός κανονισμός».

Λίγα χιλιόμετρα πιο εκεί, στο εργοστάσιο της ΡΙΚΟΜΕΞ, τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Στο άκουσμα της τραγωδίας, όλη η Αθήνα πάγωσε. Κάπου μέσα μας γνωρίζαμε πολύ καλά ότι θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς στις θέσεις των θυμάτων.

Baywatch και sleepover, για την Μάρω Παρασκευούδη

Στον σεισμό του ’99 ήμουν 15 χρονών. Θυμάμαι ότι η τηλεόραση έπαιζε Baywatch και κανονικά θα έπρεπε να κάθομαι στον καναπέ και να απολαμβάνω τη μεσημεριανή μου ιεροτελεστία αλλά για κάποιο ανεξήγητο λόγο, ήμουν έξω στο μπαλκόνι με την αδερφή μου που τότε ήταν 9.

Όταν αρχίσαμε να ταρακουνιόμαστε, επικράτησε μία μίνι τρέλα – η κυρία που βοηθούσε με τις δουλειές του σπιτιού γραπώθηκε κυριολεκτικά από πάνω μου – και τελικά οι γονείς μάς έβγαλαν έξω μαζί με την υπόλοιπη γειτονιά.

Εκεί άκουσα την επική ατάκα «Γιατί δεν κάνετε λίγο τζόκιν». Το σουρεάλ της υπόθεσης διακόπηκε απότομα, όταν μάθαμε ότι ανάμεσα στα θύματα της πολυκατοικίας που κατέρρευσε στη Μεταμόρφωση, ήταν και δύο συγγενείς της μητέρας μου.

Τις ημέρες που ακολούθησαν, θυμάμαι ότι δώσαμε έναν επικό τσακωμό επειδή ήθελα να κάνω sleepover σε κάτι φίλους και η μαμά μου φοβόταν ακόμα. 24 χρόνια μετά, ο σεισμός του 99 παραμένει μια περίεργη ανάμνηση.

Για μπάνιο με τα πλακάκια να χορεύουν, ο Κωνσταντίνος Αμπατζής

Μπορεί το φθινόπωρο να είχε αρχίσει, όμως όσο τα σχολεία δεν είχαν ξεκινήσει ακόμη, οπότε μαζί με την μητέρα μου είχαμε επισκεφτεί δημόσια πισίνα κοντά στο σπίτι για τις τελευταίες βουτιές του καλοκαιριού.

Ξαφνικά, κι ενώ είχα πάει να επισκεφτώ το μπαρ, άκουσα έναν δυνατό βόμβο και είδα τα μάρμαρα του μπαρ να πηγαίνουν πάνω κάτω με μανία και τα νερά της πισίνας να δημιουργούν κύμα που δεν συναντάς ούτε στη θάλασσα. Δεν θυμάμαι να νιώθω τόσο φόβο, όσο δέος, πάντως στην πισίνα δεν βούτηξα ξανά και αμέσως αρχίσαμε τα τηλέφωνα στην υπόλοιπη οικογένεια για να διαβεβαιώσουμε πως όλοι είναι καλά.

Την επόμενη ημέρα, κολλητός μου φίλος έκανε πάρτι για τα γενέθλιά του σπίτι του και ήμουν ο μόνος συμμαθητής που πήγε, ενώ έσβηνε την τούρτα με τη συνοδεία μετασεισμών.

Στο σπίτι της γιαγιάς και έβλεπε τηλεόραση η Ναστάζια Καπέλλα

Ήμουν 9 χρονών. Ξαπλωμένη στον καναπέ στο σπίτι της γιαγιάς στην Κυψέλη και τηλεόραση. Η γιαγιά μου ήταν στην άλλη γωνιά του σαλονιού καθισμένη σε μια πολυθρόνα, η δίχρονη ξαδέρφη μου κοιμόταν στην κούνια της και η 8χρονη αδερφή μου έπλαθε κουλουράκια στην κουζίνα. Αρχίζουμε να σειόμαστε και εγώ διασχίζω το σαλόνι προς τη γιαγιά μου και ανοίγει καταπάνω μου το πορτάκι του σκρίνιου με τα πιατικά και τις πορσελάνες -που δεν χρησιμοποιούσε ποτέ κανείς- και σκάνε όλα εκατοστά μακριά από τα πόδια μου. Δεν χτύπησα καθόλου, απλά θυμάμαι ακόμα κινηματογραφικά τη σκηνή να πέφτουν τα πιατικά.

Η γιαγιά μου τρέχει προς την κούνια να πάρει το μωρό, και στο μεταξύ η αδερφή μου έχει ήδη έρθει από την κουζίνα με αλεύρια στα χέρια, και καθόμαστε όλοι αγκαλιά κάτω από τη σάλα που ένωνε το σαλόνι με την τραπεζαρία. Δεν θυμάμαι τι έγινε στη συνέχεια εκείνης της ημέρας, πάντως δεν κοιμηθήκαμε εκτός σπιτιού. Θυμάμαι να πηγαίνουμε και να συναντάμε φίλους και συγγενείς σε διάφορες περιοχές της Αθήνας και να κάνουμε μεταξύ μας αυτή την ερώτηση «Εσύ πού ήσουν στο σεισμό;».