ORIGINALS

Το φαγητό που δεν έτρωγα μικρός (αλλά τρώω πλέον)

Οι δημοσιογράφοι του Oneman αποθεώνουν με καθυστέρηση τα φαγητά που σνόμπαραν μικροί.

Ήταν μεσημέρι. Η γκρίνια για το περιεχόμενο των τάπερ που βρισκόταν ενώπιόν μας έτοιμο να κατασπαραχθεί από τις μασέλες μας ήταν ανελέητη. Ειδικά όταν δίπλα τους ήρθε και έσκασε μία παραγγελία με σουβλάκια που μας έσπασε τη μύτη. Την κομβική εκείνη στιγμή που έπρεπε να αποδεχτούμε τη μοίρα μας και τις γαστριμαργικές εμπνεύσεις της μαμάς, θυμηθήκαμε όλες εκείνες τις αντίστοιχες φορές που πηγαίνοντας στην κουζίνα πεινασμένοι βρίσκαμε φαγητά που δεν αντέχαμε ούτε να μυρίσουμε.

Έπειτα, σκεφτήκαμε ότι με το πέρας των χρόνων, ύστερα και από την φουριόζικη επίσκεψη της ενηλικίωσης και της ωριμότητας (ασχολίαστο) πολλά από τα φαγητά που μικροί αποφεύγαμε όπως ο διάολος το λιβάνι, σήμερα όχι μόνο τα συμπεριλαμβάνουμε στη διατροφή αλλά ευχόμαστε και να τα δούμε ανοίγοντας το τάπερ που πήραμε μαζί στο γραφείο.

Εντάξει, σίγουρα σου έχει συμβεί και σένα. Σίγουρα σου συμβαίνει για την ακρίβεια. Γι αυτό και περιμένουμε την συνδρομή σου στα σχόλια.

Παρεμπιπτόντως εννοείται ότι αμέσως μετά, έτσι για τη χώνεψη συζητήσαμε αν προτιμάμε τάπερ ή delivery. Μην ρωτήσεις ποιος κέρδισε.

Το ψητό ψάρι, ο Πάνος Κοκκίνης

Η διατροφή μου ως παιδί δεν ήταν ακριβώς η ιδανική, ούτε η μητέρα μου expert περί διατροφικών. Άρα και συχνά δεν μου το έδιναν και όποτε το επιχειρούσαν το έφτυνα. Όσες σφαλιάρες και αν έτρωγα. Τώρα, όμως, που μεγάλωσα, όποτε το πετυχαίνω -και δεν είναι σε τιμή που μου προκαλεί ίλιγγο- το τσακίζω. Πάντα με ‘βοήθεια κοινού’, εννοώντας τη γυναίκα μου που την βάζω να μου το καθαρίσει. Εντάξει, δεν είμαι και τελείως εγωιστής. Πρώτα την βάζω να καθαρίσει του παιδιού, ενώ εγώ περιμένω υπομονετικά τη σειρά μου και εκείνη τρώει μετά -οικειοθελώς- τα ψαροκόκαλα.

Τα παντζάρια, ο Γιώργος Μυλωνάς

Ανήκω σ’ εκείνη την κατηγορία ανθρώπων που δηλώνουν πως δεν μετανιώνουν για τις πράξεις τους, αφού ακόμα και από αυτές που τους οδήγησαν σε λάθος δρόμους, τους δίδαξαν κάτι και τους έκαναν καλύτερους ανθρώπους. Παρόλα αυτά, η προεφηβική μου απέχθεια για τα παντζάρια δεν με οδήγησε πουθενά. Εν τω μεταξύ, δεν μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο σιχαινόμουν τα παντζάρια. Και πες πως δεν μου άρεσαν τα χόρτα, οι βολβοί και ωραίο χρώμα και ωραίο σχήμα έχουν. Άσε που είναι και γλυκοί. Σε ανύποπτη στιγμή, κοντά στην ενηλικίωση μου, τους έδωσα μία δεύτερη ευκαιρία. Από τότε όχι μόνο τρώω παντζάρια σε εβδομαδιαία βάση, αλλά έχω φτάσει σε τέτοιο σημείο ‘μερακλοσύνης’ που θεωρώ πιο νόστιμα τα χόρτα από τους βολβούς.

*Ενός λεπτού σιγή για τα χρόνια που μου τα στέρησα*

Τις φακές, ο Θέμης Καίσαρης

Η μάνα μου δεν μου άφησε ποτέ περιθώρια και καλά έκανε. Έτρωγα ο,τι έφτιαχνε και αυτό ήταν το σωστό, άσε που ήταν και είναι καταπληκτική μαγείρισσα. Μοναδικό μου βέτο ήταν το κουνουπίδι και οι αγκινάρες, που ακόμα και σήμερα έχουν εμπάργκο. Οι φακές όμως ήταν πάντα θέμα. Τις έφτιαχνε συχνά, τις έτρωγα, αλλά η γκρίνια ήταν πολύ, πολύ έντονη. Για να με ανταμείψει που ήμουν σωστός κι έτρωγα ακόμα κι αυτά που δεν γούσταρα, ήταν τίμια απ’την πλευρά της: φακές σήμαινε και μια τηγανιά πατάτες και φέτα και σαλάτα και παριζάκι και οτιδήποτε άλλο θα με έκανε να εξαφανίσω σε τρία λεπτά τις φακές, για να αφοσιωθώ “στο πραγματικό φαγητό”, όπως μου άρεσε να λέω. Νομίζω στο γυμνάσιο έχει συμβεί και να έχω φάει φακές και μετά χοιρινή μπριζόλα με πατάτες, κτλ. Τα χρόνια πέρασαν και πλέον οι (σωστά μαγειρεμένες) φακές είναι ιδέα που όχι μόνο δεν με απωθεί, αλλά με εξιτάρει τόσο που δεν χρειάζομαι τίποτα για να με δελεάσει ως επόμενο πιάτο.

Φακές ρε, αντρίκες. Και τώρα που το σκέφτομαι, περισσότερο δεν πρέπει να μου άρεσε η εμφάνιση, παρά η γεύση.

Τις μελιτζάνες, ο Γιάννης Μπαϊρακτάρης

Η αλήθεια είναι πως όσο θυμάμαι τον εαυτό μου ποτέ δεν ήμουν προβληματικός στο θέμα του φαγητού. Υπήρχαν όμως δύο εξαιρέσεις. Δεν μπορούσα με τίποτα να φάω μπάμιες και μελιτζάνες. Δεν μου κάθονταν καλά. Ακόμη και η μυρωδιά τους με χαλούσε, πόσο μάλλον η εικόνα και η γεύση τους. Αν έπρεπε ωστόσο να δώσω σε ένα από τα δύο μια δεύτερη ευκαιρία, αυτό ήταν ξεκάθαρα οι μελιτζάνες. Ξέρεις τι είναι να είσαι καλοκαίρι σε ελληνικό νησί, να μιλάς με ξένες για ‘greek mousaka‘ και εσύ να μην έχεις δοκιμάσει καν; Ε, λοιπόν, κάπως έτσι σε κάποια ταβέρνα δίπλα στη θάλασσα αποφάσισα να έρθω ξανά σε επαφή με τις μελιτζάνες μέσω του μουσακά και παραδέχτηκα το λάθος μου. Έκτοτε τρώω τις μελιτζάνες σε οποιαδήποτε μορφή (τηγανητές, παπουτσάκια, γεμιστά, στο φούρνο, μουσακά κλπ.) Τους οφείλω λοιπόν μια συγγνώμη.

Όλα τα υπόλοιπα φαγητά εκτός από μακαρόνια, η Έρρικα Ρούσσου

Μικρή ήμουν τρομερά κακομαθημένη με το φαγητό. Και (σας προλαβαίνω εσάς τους από πάνω) ακόμα είμαι. Δεν έτρωγα σχεδόν τίποτα από όσπρια, τα μαγειρευτά τα θεωρούσα του διαβόλου και με τα κρεατικά η σχέση μου (μέχρι σήμερα) ήταν από μακριά και αγαπημένη. Σε αντίθεση με τα μακαρόνια που μπορούσα να τα τρώω σε οποιαδήποτε εκδοχή τους, μαγειρεμένα με την όποια σάλτσα και τα όποια συστατικά. Αλήθεια, η κατάστασή μου ήταν τόσο κωμικοτραγική που ο ήρωας παππούς μου, για να με κάνει να τρώω και λίγο κρέας, το συμπεριελάμβανε στα υλικά της σάλτσας. Μέχρι και αγκινάρα είχα φάει έτσι (δεν μου άρεσε).

 

Τέλος πάντων. Γενικά, δεν θα με έλεγες εύκολη στο φαγητό. Ούτε τότε ούτε τώρα. Η διαφορά που εντοπίζω είναι ότι παλιά ήμουν ανένδοτη. Δεν δοκίμαζα. Δεν ήμουν ανοιχτή σε καινούριες γεύσεις, κτλ.. Ε, τώρα θα το δοκιμάσω αυτό που θα μου φέρεις. Κάπως έτσι, αγάπησα τις φακές, τα φασολάκια, τα γεμιστά. Ναι, δεν έτρωγα ούτε γεμιστά. Και όχι, στο κόκκινο κρέας ακόμα δεν έχω δώσει ευκαιρία. Δεν με έχει πείσει η μυρωδιά του. Ξέρω, με περνάτε για τρελή γι αυτό σταματώ.

Την φασολάδα, ο Γιάννης Φιλέρης

Δεν υπάρχουν και πολλά φαγητά που να απεχθάνομαι. Γνήσιος κοιλιόδουλος, έχω υποκύψει σε όλες τις γεύσεις, από μικρός. Μόνο στις μπάμιες δεν έχω ενδώσει ακόμη, ούτε προτίθεμαι να το πράξω. Ωστόσο, μια επιφύλαξη στη φασολάδα, την είχα παιδιόθεν. Δεν μου καθόταν καλά. Προτιμούσα τις φακές, που είχαν συνοδευτικά ελιές καλαμών και φέτα. Ενώ η φασολάδα; Τι να φας μαζί; Ρέγκα; Άσε που όταν σε ρωτούσαν οι φίλοι ‘τι θα φας’ δεν σου ερχόταν τόσο κομιλφό να πεις ‘φασολάδα’. Ειδικά, αν αργότερα σε ρωτούσε και η κοπέλα σου.

Αλλά αυτά, όπως ξέρετε (ή θα διαπιστώσετε) με το πέρασμα των χρόνων, αμβλύνονται. Δεν παίζουν τόσο μεγάλη σημασία. Αφήστε, που θυμάστε και τις γεύσεις της παιδικής σας ηλικίας, με νοσταλγία. Όσο να’ ναι, η φασολάδα της μαμάς, μπορεί να μην σας άρεσε, να την τρώγατε με γκριμάτσες δυσφορίας, αλλά βαθιά μέσα σας ήταν χορταστική.

Κι έτσι, ομολογώ, ότι τώρα σαρανατόσα χρόνια μετά, είπα στη μάνα “να φάμε και καμιά φασολάδα;

Όταν η κυρά-Ερμίνα ενέδωσε, δεν το είπα, αλλά πέταξα από τη χαρά μου. Κρυφά, αγόρασα ένα κουτί σαρδέλες και έγινε ένα οργιαστικό … τσιμπούσι, που δεν μπορούσα ποτέ να το φανταστώ.

Το καλαμπόκι (μεταξύ άλλων), ο Πάνος Σεϊτανίδης

Όντας ίσως ένας από τους πιο ιδιότροπους διατροφικά ανθρώπους που έχουν πατήσει το πόδι τους σε τούτο τον πλανήτη που λέγεται Γη, πιτσιρικάς είχα μία μακροσκελή λίστα φαγητών/τροφών που δεν συγκαταλέγονταν στο ‘ρεπερτόριό’ μου. Τα περισσότερα βρίσκονται ακόμα εκεί. Περήφανα παράσημα της ατέρμονης παραξενιάς μου.

Όμως ο μπάρμπα-χρόνος που περνά, με κάνει να ρίχνω σταδιακά τις άμυνες μου. Αργά-αργά. Όχι, ψάρι, παντζάρια, φακές, μελιτζάνες και φασολάδα που καταγράφηκαν ήδη στο άτυπο μας μενού, ακόμα δεν πλησιάζω κι ας με πληρώνεις (εκτός αν με πληρώσεις καλά άρα θα το σκεφτώ).

Αλλά στα μισά της τέταρτης δεκαετίας της ζωής μου (με λίγη τύχη και της συνολικής διαδρομής γενικότερα), ξεκίνησα ξαφνικά να τρώω το καλαμπόκι. Τόσο ζεστό και λουσμένο με αλατάκι από τον πλανόδιο στο πανηγύρι στο χωριό της γυναίκας μου, όσο και μέσα στη σαλάτα που επίσης αποτελεί new entry στη διατροφή μου. Οκ, ενίοτε. Όχι συχνά. Αλλά και πάλι. Κατάκτηση είναι.

Την πίτσα, η Ιωσηφίνα Γριβέα

Στον δικό μου παιδικό Κυνόδοντα, η λέξη πίτσα ισοδυναμούσε με τη μοναδική πίτσα που έτρωγαν (και ακόμα τρώνε) οι γονείς μου. Γνωστού brand, στεγνή, οριακά άγευστη, με το γύρω-γύρω νευραλγικό μέρος να είναι ένας κριτσανιστός κετσές που θύμιζε σε υφή την τροφή μου έδινα στα χελωνάκια μου (r.i.p.), η συγκεκριμένη πίτσα ήταν η μοναδική που είχα δοκιμάσει μέχρι τουλάχιστον τα μισά του Δημοτικού – την πονεμένη εκείνη ηλικία που ακόμα δεν έβγαινες με φίλους κι έτσι ο μικρόκοσμος του σπιτιού και του σχολείου σου ήταν η απόλυτη πραγματικότητα – και έτσι, αντί να κάνω πάρτι κάθε φορά που θα παίρναμε πίτσα, ήξερα ότι θα την έβγαζα με 2 κομμάτια απλής επιβίωσης. Φανταστείτε το σοκ μου όταν έφαγα για πρώτη φορά ανθρώπινη πίτσα και κατάλαβα γιατί ο Μικελάντζελο είχε φάει τέτοια φρίκη.

Όσο για τους γονείς μου, όταν την παραγγέλνουν με μένα στο σπίτι χωρίς ίχνος συμπόνοιας, στη γειτονιά αντηχεί Luhrmann.

Τα μακαρόνια, ο Γρηγόρης Μπάτης

Ένα από ‘κεινα τα καλοκαιρινά μεσημέρια, που μικρός κυλιόμουν στα πλακάκια για να συλλέξω λίγη δροσ(ι)ά εν ώρα παιχνιδιού, θυμάμαι τη φιγούρα της μάνας μου, να μου φέρνει ένα πιάτο με μακαρόνια και κόκκινη σάλτσα. Ήμουν δεν ήμουν 4 χρονών. Ήμουν σίγουρα πολύ πεινασμένος και σαν άλλος Καμπαμαρού, έβγαλα νοκ άουτ τα κόκκινα μακαρόνια από τον πρώτο κιόλας γύρο. Έτσι νόμιζα δηλαδή, αφού η λαιμαργία μου προκάλεσε στομαχικές επιπλοκές και το ένα έφερε τ’ άλλο και τελικά, ο ηττημένος σ’ αυτή τη μάχη ήμουν εγώ. Αυτό το παιδικό τραύμα, έσβησε από το γαστρονομικό λεξικό μου τη λέξη μακαρόνια για πάρα πολλά χρόνια και έγινε ο μαύρος κύκνος, αν υποθέσουμε πως οι μακαρονάδες αυτού του κόσμου, είναι λευκοί (κύκνοι), εκατομμύρια και φανατικοί. Οι σχέσεις μας εξομαλύνθηκαν με τα χρόνια και όταν στα 26 μου έμεινα για πρώτη φορά μόνος μου, κατάλαβα την αξία τους. Όχι στο να τα τρως, αλλά στο να τα μαγειρεύεις. Τους πρώτους μήνες γίναμε αχώριστοι, όμως όπως κάθε έρωτας εξανεμίστηκε με το χρόνο και πλέον έχουμε τυπικές μεν, αλλά καλές σχέσεις. Κι έτσι, έπαψαν να με κοιτούν σαν εξωγήινο, κάθε που τους έλεγα πως δεν μ αρέσουν τα μακαρόνια.

Οτιδήποτε θεωρείται σαλάτα, ο Κωνσταντίνος Αμπατζής

Μεγαλώνοντας υπήρξα τρομερά μίζερο παιδί. Δεν καταδεχόμουν να δοκιμάσω οτιδήποτε μου φαινόταν λίγο παράξενο και μέχρι περίπου τα 10 μου δεν έτρωγα ούτε πίτσα. Για ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μου, τρεφόμουν μόνο με μακαρόνια και 2-3 φαγητά ακόμα. Σιγά-σιγά, άρχισα να ξεπερνάω την παραξενιά και το πείσμα μου και διαπίστωσα πώς τα περισσότερα απ’ τα φαγητά που δεν δοκίμαζα ήταν νοστιμότατα.

Στα περισσότερα συστατικά της σαλάτας όμως, συνέχισα να αντιστέκομαι. Ποια ντομάτα τώρα και ποιο μαρούλι; Είναι δυνατόν να φάω κάτι που είναι πράσινο; Πρώτα τελείωσα το σχολείο και μετά άρχισα να τρώω κανονικά όλα τα συστατικά μιας σαλάτας, ενώ για πάρα πολλά χρόνια το σουβλάκι μου είχε μέσα μόνο κρέας και πατάτες. Πάντως και σήμερα, που πατάω στα 30, δεν τρώω τουλάχιστον 10 φαγητά, με τις μπάμιες, τα φασολάκια, το μπρόκολο και τα ραπανάκια να παραμένουν για μένα άγνωστες τροφές, ενώ παντζάρια δοκίμασα για πρώτη φορά πριν 2-3 χρόνια και ΠΡΟΦΑΝΩΣ τα λάτρεψα. Ποιος ξέρει, ίσως μέχρι να φτάσω 40 πω ‘ναι’ και στις μπάμιες. Αν και, ποιον κοροϊδεύεω, αποκλείεται, αφού έχουν αστεία και παράξενη όψη.

 

Τα ρεβύθια, ο Ηλίας Αναστασιάδης

Όπως συμβαίνει στις περισσότερες ελληνικές οικογένειες, έτσι και στη δική μου, τα παιδιά είχαν ξεκάθαρους ρόλους-προσωπικότητες που ορίστηκαν από τους γονείς. Ο αδερφός μου ήταν αυτός που τα χέρια του ‘έπιαναν’, εγώ ήμουν αυτός που έπαιρνε τα γράμματα. Ο αδερφός μου βαριόταν πάρα πολύ τα αθλητικά, εγώ έλιωνα. Ο αδερφός μου οδηγούσε αυτοκίνητο από δέκα χρονών, εγώ άστο, μη λέμε πάλι τα ίδια. Εκείνος αγαπούσε τα ρεβύθια, εγώ τα σιχαινόμουν, ένιωθα ότι όλη η γειτονιά άφηνε τις μύξες της στην κατσαρόλα και εμείς προσθέταμε απλά το όσπριο. Συγγνώμη για την εικόνα. Μεγαλώνοντας και βλέποντας ότι υπάρχουν και χειρότερα πράγματα από το να συμφωνείς σε κάτι με τον αδερφό σου, άρχισα να εκτιμώ την αξία των κίτρινων ρεβυθιών που έφτιαχνε η μάνα μου. Η γυναίκα που μένει κάθε τόσο να με κοιτάει σαν χαζή όταν γυρίζω στο πατρικό και με ρωτάει ποιο φαγητό μου έχει λείψει (ώστε να φτιάξει 5-6 κιλά προμήθειες) και της λέω τα ρεβύθια. Εκκρεμεί το να τσεκάρω αν τα τρώει ακόμα με τέτοια ζέση ο αδερφός μου. Ή έστω αν θυμάται ότι κάποτε του άρεσαν τόσο που άδειαζε πρώτα το δικό μου πιάτο.

Το κινέζικο, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος (και θα σας εξηγήσω τι εννοώ)

Προφανώς δεν με τάιζε με το ζόρι κινέζικο η μητέρα μου όταν ήμουν 9 χρονών, ούτε στο σχολείο όλα τα παιδάκια βγάζανε να φάνε γλυκόξινο κοτόπουλο στο διάλειμμα κι εγώ επέμενα με σπανακόπιτα της γιαγιάς μου. Αλλά αυτό που θέλω να σχολιάσω είναι η ευρύτερη φιλοσοφία πίσω από αυτό το φαγητό, επειδή έχει δύο πολύ κεντρικά χαρακτηριστικά που ως παιδί σιχαινόμουν: τις πολλές πρασινάδες (αρακάδες, ζαρζαβατικά ψιλοκομμένα και πεταμένα μες στο ρύζι) και φυσικά ΤΟ ΑΝΑΚΑΤΕΜΑ. Για δεκαετίες της ζωής μου ήταν αδύνατον να φάω πράματα που ήταν το ένα μες στο άλλο ή διαφορετικά χρώματα που ακουμπούσαν μεταξύ τους. Πολλές φορές έτρωγα ένα μεσημεριανό σε τρία διαφορετικά πιάτα, αν πχ το κρέας άγγιζε τον πουρέ μόνο την πυροσβεστική δεν καλούσα να έρθει να το καθαρίσει. Δεν ξέρω γιατί στο μυαλό μου η πυροσβεστική είναι ο κατάλληλος φορέας για να καθαρίσει το κρέας αλλά τώρα έχω βρει ρυθμό οπότε ακολουθήστε με. Προσέξτε για να καταλάβετε, μιλάμε για επικίνδυνη περίπτωση. Έτρωγα σουτζουκάκια με ρύζι και έτρωγα πρώτα προσεκτικά τα σουτζουκάκια καθαρίζοντάς τα από τους κόκκους, και μετά το ρύζι.

Δεν ξέρω γιατί δε με βάλανε ποτέ φυλακή, εγώ αν έβλεπα άνθρωπο να τρώει έτσι θα πίστευα πως είναι σίριαλ κίλερ. Τελοσπάντων πριν μερικά χρόνια ήμουν μόνος μου στη προβλήτα της Σάντα Μόνικα (είχα πάει για δουλειά εννοώ, δεν βρέθηκα για αναψυχή μόνος μου στην άλλη άκρη του κόσμου χωρίς παρέα, αν και θα μου άξιζε δεδομένου του πώς έτρωγα φαγητό) και η γύρω περιοχή είχε ΜΟΝΟ κινέζικα και λέω δε γαμιέται, άλλη χώρα, άλλη ήπειρος, ας δοκιμάσω και κάτι εξτρίμ. Άλλοι πηγαίνουν ταξίδια και αποφασίζουν να αλλάξουν τις ζωές τους και να γίνουν εξερευνητές κι εγώ αγόρασα κινέζικο φαγητό, έτσι είναι αυτά. Το αποτέλεσμα ήταν ότι σταδιακά άρχισα να αποδέχομαι την ιδέα ότι κάποιες φορές το φαγητό έρχεται με αρκετά χρώματα, ενίοτε ανακατεμένα. Καταλαβαίνετε, τέτοια αντιληπτική μετατόπιση που έζησα, σχεδόν δεν ήθελα να γυρίσω. Όχι μόνο γύρισα, αλλά άρχισα να δοκιμάζω (με μέτρο, μην πάθω και κανά πολιτισμικό σοκ) και καινούρια πράγματα μια στο τόσο. Μέχρι τα 25 μου πρέπει να είχα δοκιμάσει συνολικά δέκα διαφορετικά φαγητά, ειλικρινά, μια φορά έτυχε να παραπέσει λίγο μανιτάρι σε ένα κομάτι πίτσας (ζαμπόν-τυρί φυσικά) και δαγκώνοντάς το ένιωσα σα να είχα πάρει άκτσουαλ μανιτάρια. Σήμερα πλέον όχι απλά παίρνω διαρκώς κινέζικο, εξαντλώντας μάλιστα τον κατάλογο (δεν παίρνω ποτέ το ίδιο πράγμα δεύτερη φορά τον ίδιο μήνα), αλλά και κάνω επαναστατικά πράγματα όπως το να τρώω πού και πού και πράγματα που δεν έχω ξαναφάει, ή που δεν ξέρω τι έχουν μέσα. Όχι πάντα, δλδ τις προάλλες ήμουν σε ένα event που κυκλοφορούσαν σφολιατάκια και μόνο εγχείρηση δε τους έκανα για να δω τι έχουν μέσα, αλλά τελοσπάντων, it’s a process όπως λέει κι ο Kanye.

Τώρα συνειδητοποιώ πως έπρεπε απλά να έχω γράψει για τα μανιτάρια, τα οποία πλέον έχω αποφασίσει πως μου αρέσουν σε τέτοιο βαθμό που συχνά παραγγέλνω σουβλάκι με μανιτάρια μέσα αντί για κρέας. Και το έκανα στο κέντρο της Αθήνας αυτό ε, ούτε διαβατήριο δε χρειάστηκα αυτή τη φορά.