ORIGINALS

Το χειρότερο ραντεβού της ζωής μου

Οι δημοσιογράφοι του Oneman ξαναζούν εκείνο το ραντεβού που όλα πήγαν στραβά.

Όλοι μας έχουμε βγει πολλά ραντεβού στη ζωή μας. Η αλήθεια είναι ότι το να βγεις ραντεβού, είναι μια πρώτη, σημαντική νίκη. Σημαίνει ότι ζήτησες από μια κοπέλα να βγείτε κι εκείνη είπε ναι. Δεν το λες και λίγο.

Από εκεί και πέρα βέβαια, ξεκινά μια νέα, ολοκαίνουρια περιπέτεια, η οποία μπορεί να στεφθεί με απόλυτη επιτυχία, μπορεί όμως και να στραβώσει εντελώς. Τουλάχιστον, ακόμα κι αυτές που στράβωσαν, σου αφήνουν μια αστεία ιστορία να θυμάσαι.

Αυτές ακριβώς τις ιστορίες θυμούνται οι δημοσιογράφοι του Oneman.

Το τοστ για τους άστεγους του Πάνου Κοκκίνη

 

Ήταν ένας ξανθός άγγελος με υπέροχα γαλάζια μάτια και σγουρά μαλλιά. Και, για κάποιο ακατανόητο λόγο, είχε δεχθεί να βγει μαζί μου.  Την ευχαριστώ για αυτό. Όπως και για τους λίγους μήνες που κράτησε η σχέση μας. Εκείνο, όμως, το πρώτο ραντεβού στην πλατεία της Νέας Σμύρνης ήταν καταστροφικό.  Εγώ το έπαιζα πιο σκληρός και κυνικός από ότι είμαι στην πραγματικότητα. Και εκείνη ήταν απείρως πιο κοινωνικά ευαισθητοποιημένη από ότι θα μπορούσα ποτέ καν να προσποιηθώ ότι θα μπορούσα να γίνω. Το αποτέλεσμα; Εκείνη να μου κάνει μια διώρη διάλεξη για την κοινωνική αδικία (βλέπε άστεγοι που ψάχνουν για φαγητό στα σκουπίδια) με αφορμή ότι δεν έφαγα όλο το club sandwich μου. Και εγώ, στο τέλος, να το παίρνω και να το αφήνω στην άκρη του σκουπιδοτενεκέ. Όταν με ρώτησε γιατί, της απάντησα ‘Για να το φτάνουν πιο εύκολα οι άστεγοι’. Δεν με χαστούκισε. Απλώς έφυγε και έκανε κάτι μήνες να μου μιλήσει ξανά.

Τo djιλίκι που έπεσε στο κενό, για τον Ηλία Αναστασιάδη

Ήταν ένα κορίτσι σαν τα κρύα τα νερά, ηθοποιός-to-be και μεγαλωμένη σε ένα νησί που δεν θυμάμαι. Τα πάντα -τα πάντα όμως- από το πρώτο γεια στο ραντεβού μέχρι το τελευταίο πήγαιναν λάθος. Συγκλονιστικά λάθος. Ήταν τόσο ψυχρή που σκέφτηκα πολλές φορές μες στο βράδυ μήπως έχασε κάποιο στοίχημα με τις φίλες της και αναγκάστηκε να βγει μαζί μου για να ξεπληρώσει. Καθίσαμε στο Υπερωκεάνιο, στο κέντρο, πήραμε κάτι ρακές και συζητούσαμε τόσο βαρετά πράγματα που είναι θαύμα πως δεν έφυγαν τα παιδιά από τα γύρω τραπέζια βρίζοντας και ρίχνοντας κατάρες. Θα μπορούσα να πλέκω πουλόβερ και να περνάω καλύτερα. Θα μπορούσα να πλέκω πουλόβερ και να περνάει ΚΙ ΕΚΕΙΝΗ καλύτερα. Το φιάσκο άρχιζε να χτίζεται όπως ακριβώς κι ένας σωστός πονοκέφαλος, αλλά κορυφώθηκε μια ώρα μετά που έπρεπε να την αποχαιρετίσω γιατί έπαιζα μουσική.

-Λοιπόν τα λέμε. Α, αν δεν βαριέσαι, πέρνα μια βόλτα μετά από το Κ.

-Τι είναι αυτό;

-Μαγαζί.

-Τι μαγαζί;

-Ένα που βάζω μουσική.

-Τι μουσική;

-Ξερωγω. Nirvana, Μπίγαλη, Slipknot.

-Τι είναι αυτά;

-(…) Θες να έρθεις;

-Μπα δε νομίζω.

Δεν ήρθε, δεν την ξαναείδα, δεν ξαναμιλήσαμε, συγγνώμη από τα παιδιά στο Υπερωκεάνιο για την οικτρή μας παρουσία.

Το σχέδιο για το πρώτο φιλί που απέτυχε, για τον Κωνσταντίνο Αμπατζή

 

Πήγαινα Πρώτη Γυμνασίου και τότε όταν μας άρεσε μια κοπέλα της ζητούσαμε “να τα φτιάξουμε” με πάσα επισημότητα. Όταν βρήκα λοιπόν το θάρρος να τα ζητήσω απ΄το κορίτσι που μου άρεσε στην τρυφερή ηλικία των 12 ετών, έγινε το πρώτο βήμα προς το όνειρο. Για να καταλάβεις το πόσο δεν το είχα με αυτά τα πράγματα, η πρόταση έγινε δίνοντας ένα χαρτάκι που έγραφε “θες να τα φτιάξουμε;” στην κολλητή αυτής που μου άρεσε για να το παραδώσει στη φίλη της. Μερικές ώρες αργότερα, το αντικείμενο του πόθου μου έγραψε ένα “Ναι” στο γραφείο μου. Αυτό ήταν. Τιρινίνη. Στον έβδομο ουρανό όλοι αδέρφια. Τα είχαμε. Έπρεπε πια να κοιτάξω το επόμενο βήμα. Το πρώτο μας φιλί. Με γλώσσα. Γαλλικό που λέγαμε τότε. Εδώ δεν είχα το θάρρος να της τα ζητήσω στα ίσια, θα έβρισκα το θάρρος να κάνω κίνηση για φιλί; Έπρεπε να βρω ένα σχέδιο για το πρώτο μας ραντεβού. Μετά από πολλή σκέψη, το πλάνο καταστρώθηκε. Θα την πήγαινα στα Village, όπου είχε photobooth. Μόλις καθόμασταν δίπλα-δίπλα, θα έκανα την κίνηση, για χάρη της φωτογραφίας. Τέλειο. Φτάνουμε στα Village, μπαίνουμε μέσα, το στομάχι μου πονάει απ’ την αγωνία και βρίσκω το θάρρος να ρωτήσω: “Πάμε να βγάλουμε φωτογραφίες;”. Το “μπα” που ακούστηκε μου έκοψε τα πόδια. Πέρασα όλο το βράδυ ψάχνοντας εναλλακτικές για το πρώτο φιλί, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Όταν γύρισα σπίτι σχεδόν ευχόμουν να μου είχε γράψει στο θρανίο “Όχι”, θα είχα γλιτώσει όλη αυτή την ψυχρολουσία. Από τότε, έχω μάθει ένα πράγμα: Πάντα πρέπει να έχεις σχέδιο Β.

Ούτε να κρυφτεί ο Χρήστος Χατζηιωάννου

Νομίζω 25-26 χρονών. Την γνωρίζω σε ένα party αλυσίδα κομμωτηρίου. Μικρή παρένθεση να πω ότι δεν υπάρχουν καλύτερα party από τα party κομμωτηρίου. Μιλιούνια τα λαϊκά κορίτσια (ζήτω!). Η Σ. ήταν πολύ casual ντυμένη εν αντιθέσει με τις φίλες της. Μιλάμε λίγο, της δίνω το τηλέφωνό μου, ξεχνάω το όνομά της (μην κατακρίνετε, συμβαίνει). Μου στέλνει μήνυμα δύο μέρες αργότερα να τα πούμε το ίδιο βράδυ. Υπογράφει με το όνομά της και συνειδητοποιώ ότι έχει γιορτή. Λίγο από ντροπή να την άφηνα μόνη στη γιορτή της, λίγο επειδή ήθελα, το κλείνουμε. Οδηγώ μέχρι το σπίτι της και την περιμένω. Κατεβαίνει με wet look Καλομοίρας στα μαλλιά κι ένα φόρεμα τόσο κοντό που φαίνεται σε κάθε βήμα το εσώρουχό της. Πραγματικά ΤΙ ΣΚΕΦΤΟΤΑΝ. Μπαίνει στο αυτοκίνητο, της προτείνω ένα μέρος κανονικό καταφύγιο αλλά μου λέει “έχω γιορτή, θέλω να πάμε στο Κολωνάκι”. Πηγαίνουμε σε ένα bar και την προτρέπω να πάμε στον πάνω όροφο που ξέρω ότι είναι ήσυχα. Δεν συχνάζω εκεί, ξέρω δεν θα με δει κανένας φίλος μου και εκείνη αρχίζει να ανεβαίνει τις σκάλες την ώρα που στον κάτω όροφο έχει στηθεί πανηγύρι από ένα ολόκληρο μαγαζί που βλέπει τα οπίσθιά της σε κάθε σκαλί που ανεβαίνει. Σαν να μην έφτανε αυτό, στον πάνω όροφο με υποδέχεται στο bar μια barwoman που μου άρεσε, είχε μόλις αρχίσει να δουλεύει εκεί. Δεν πρέπει να μείναμε πάνω από μία ώρα για ποτό. Πείτε με ό,τι θέλετε αλλά είναι το χειρότερό μου να βγαίνω έξω με ένα κορίτσι και να την κοιτάνε όλοι επειδή έχει ντυθεί προκλητικά ή σαν αποκριάτικο άρμα.

Αναμένω με αγωνία, να μου δοθεί η αφορμή και η ευκαιρία να μιλήσω για τη φορά που ήμουν εγώ το χειρότερο ραντεβού μιας κοπέλας. Έχω περισσότερες από μία ιστορίες να διηγηθώ.

Ο καληνυχτάκιας Γιώργος Μυλωνάς

Από την αρχή ήξερα ότι δεν θα εξελιχθεί καλά το ραντεβού. Μου άρεσε, αλλά ένιωθα ότι με είχε. Παραήταν όμορφη και αεράτη. Άσε που δεν είχαμε καμία σχέση σαν άνθρωποι. Εκείνη πήγαινε μπουζούκια, εγώ για ρακόμελα. Εκείνη έτρεχε στα Acanthus και τα Big Apple, εγώ στην Ψείρα και στο Τηνιακό. Αν και ένιωθα άβολα με όλη αυτή την απόσταση, δεν μπορούσα να μην βγω μαζί της, αφού στην ουσία εκείνη μου ζήτησε το ραντεβού. Τι να της έλεγα; Είσαι overqualified για μένα ή είμαστε από διαφορετικούς κόσμους; Ούτε η Ερατώ στον μπαλαμό στους “Ψίθυρους Καρδιάς” τέτοια ατάκα. Τελικά βγαίνουμε. Πίνουμε και τρώμε και έχω ένα μόνιμο κόμπο στο στομάχι. Όσο η ώρα περνάει, ο κόμπος μεγαλώνει και θέλω το ραντεβού να τελειώνει. Τελικά φτάνουμε στις 02:00 με το αμάξι κάτω από το σπίτι της. Εκεί συνειδητοποιώ ότι οφείλω να κάνω κίνηση. Όχι τόσο επειδή θέλω όσο γιατί την οφείλω στο αντρικό είδος. Πιάνω την πάρλα και καλά για εισαγωγή, αλλά δεν σταματάω. Παύλος Μάτεσις, Muse, ωμοφαγία, Age of Empires, Νίτσε, αδελφοί Κοέν…Ανοίγω περισσότερα άκυρα και άσχετα μεταξύ τους θέματα από όσα ακούγονται στις ερωτήσεις των καλλιστείων. Κίνηση δεν έχω κάνει ακόμα. Σε κάθε νέο θέμα που ανοίγω οι πιθανότητες για κίνηση από μεριάς μου μειώνονται και η ντροπή μου που το καθυστερώ αυξάνει. Στις 04.00 δηλώνει ότι έχει πονοκέφαλο. Λογικό. Για τη συνθήκη του Μάαστριχτ είπαμε; Στις 04:10 με αρπάζει και με φιλάει. Συμμετέχω στο μπαλαμούτι όσο οι πλαστικές κούκλες που πουλάνε στα sex shop. Ανοίγει την πόρτα και με χαιρετάει. “Καληνύχτα”, λέω. Ντρέπομαι. Πατάω το γκάζι. Ντρέπομαι. Ακόμα τρέχω.

Συγγνώμη κύριε, ποιος είστε; Για τον Χρήστος Δεμέτη

 

Αυτή η ιστορία ξεκινάει με ένα μπουκάλι Four Roses και καταλήγει σε σφηνάκια τεκίλα. Αλλά δεν είναι τόσο γαμάτη όσο ακούγεται.

Είναι καλοκαίρι, Ιούλιος μήνας. Είμαι καλεσμένος σε πάρτι αποχαιρετισμού που διοργανώνει πρώην μου με την οποία κρατάμε σχέση φιλική, τα λέμε μια στο τόσο κοινώς και παίρνω την απόφαση να πάω. “Ανοιχτό” το πάρτι, φέρνω και δυο τρεις φίλους μαζί. Η μάζωξη άρχισε από νωρίς το απόγευμα, η μπύρα έφερε το Jameson και το Jameson έφερε μπροστά στα μάτια μου ένα μπουκάλι Four Roses. Με μια μαγική πιρουέτα που θα ζήλευε και ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ στα καλά του, σαν άλλο αιλουρουειδές τσιτάχ, με μια κίνηση βγαλμένη από το Matrix τέλος πάντων, απήγαγα το μπουκάλι και το έχωσα στην κατάψυξη. Από αυτό το turning point της ιστορίας και μετά, οι αναμνήσεις είναι συγκεχυμένες. Οι επισκέψεις μου στον κουζινοκαταψύκτη όπως καταλαβαίνεις ήταν πολλές και επαναλαμβάνονταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα και σε μία από αυτές, έπεσα πάνω στην Κ. Ας μην αποκαλύψουμε το όνομα. Ας αρκεστούμε στο “Κ”. Η Κ λοιπόν δέχθηκε την προσφορά μου. Της χάρισα τριαντάφυλλα πριν καν τη γνωρίσω. Κάτι τέτοιο πρέπει να της είπα, γιατί από την αντίδραση της, ενστικτωδώς και όχι με τη λογική προφανώς, συμπέρανα πως γουστάρει. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, αν θες να έχεις σίγουρη αποτυχία, πάρε ένα μπουκάλι Four Roses, πήγαινε σε μια κοπέλα και πες της “να σου χαρίσω ένα τριαντάφυλλο;”. Ναι. Γκανιάν. Πάμε παρακάτω. Με τα πολλά, τα έλεγα ωραία ή μάλλον είχα χιούμορ, εκείνη ανταποκρινόταν, προχωρούσε η κουβέντα. Κάποτε έφυγα, γύρισα στο σπίτι, κοιμήθηκα, ξύπνησα, θυμήθηκα σκόρπια πράγματα, μου ήρθε και μια εικόνα της Κ που ευτυχώς είχα συγκρατήσει κάπου στο βάθος της μνήμης μου το όνομα της, ανέτρεξα στο κινητό και Ω! Θαύμα! ναι, υπήρχε εκεί το κινητό της. SMS στο SMS κανονίζουμε να βγούμε και δίνουμε ραντεβού για το Ερωτηματικό στην Αργυρούπολη. Όλα καλά. Πηγαίνω και εγώ, έρχεται και αυτή, καθόμαστε, αμηχανία, παίρνουμε ένα γύρο μπύρες, λέμε τα βασικά, με ρωτάει και εκείνη για κάτι που της έλεγα στο πάρτι. Και τότε συνειδητοποιώ πως δεν θυμόμουν τίποτα από όσα της έλεγα στο πάρτι. “Πίνεις συχνά τόσο πολύ ε;”, ρωτάει η Κ. Αμηχανία volume 2 χτυπάει κόκκινο. Για να μην τα πολυλογώ, το ραντεβού είχε στεφθεί από απόλυτη αποτυχία από τα πρώτα 10 λεπτά. Προφανώς και δεν συνεχίσαμε σε δεύτερο γύρο μπύρας, μιας και το συμπέρασμα της Κ ήταν πέρα για πέρα εύστοχο. “Ξέρεις, στο πάρτι, είχα γνωρίσει ένα εντελώς άλλο άτομο. Σαν να είσαι κάποιος άλλος τώρα”. “Είδες; Καλό μου κάνει τελικά το αλκοόλ”, απάντησα γελώντας, αλλά εκείνη κοιτούσε το ταβάνι. Και μετά φύγαμε. Η νύχτα τελείωσε με εμένα στο σπίτι να κοπανάω 3 σφηνάκια τεκίλα για να έρθω στα ίσια μου. Μετά έπαιξα λίγο Pro με τον αδερφό μου για να πνίξω τον πόνο μου στις τρίπλες του Μέσι και είπα να μην ξαναστείλω μήνυμα ποτέ στην Κ.

H μάνα να την κυνηγάει με το αυτοκίνητο, την Δώρα Τσαμπάζη

Ήταν από τα πρώτα ραντεβού στην εφηβεία μου, τότε που καθόμασταν με τις ώρες στα παγκάκια και μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων και δεν κάναμε τίποτα. Ένα βράδυ το ραντεβού μου προσφέρθηκε να με γυρίσει με τα πόδια στο σπίτι και χάρηκα, γιατί έμενα μακριά και βαριόμουν να περπατάω μόνη μου. Μες τον ενθουσιασμό της ρομαντζάδας είχα ξεχάσει να λάβω υπόψιν μια σημαντική παράμετρο. Έμενα σε γειτονιά με μονοκατοικίες και όχι πυκνοκατοικημένη. Αυτοκίνητα περνούσαν λίγα και δεν υπήρχαν πεζοδρόμια, πηγαίναμε στην άκρη του δρόμου. Θα μπορούσε να είναι ο γείτονάς μας, η γειτόνισσα και κολλητή της μητέρας μου, θα μπορούσε να είναι η μητέρα μου. Όποιο αυτοκίνητο και να περνούσε, ερχόταν φάτσα με τον πεζό που περπατούσε. Θα μπορούσα να πάρω έναν άλλο δρόμο, αλλά ούτε αυτό το σκέφτηκα. Τέτοια επιτυχία ο ρομαντικός περίπατος. Ήταν Κυριακή βράδυ νομίζω, οπότε οι δικοί μου δεν θα είχαν κανένα λόγο να βγουν από το σπίτι, μάλλον εκεί πόνταρα. Κι όμως, εκεί πάνω στην ρομαντζάρα, έσκασε μύτη η κυρά Άννα με το παλιό μας αυτοκίνητο, ένα Nissan Sunny και συνοδηγό τον αδερφό μου. Μόλις με είδε η κυρά – Άννα, με έναν ελιγμό επικό, με έσυρε μες το αμάξι (όπως η Τάμμυ την Τζούλι στο Friday Night Lights, περίπου) αφήνοντας στα κρύα του λουτρού το “αίσθημα”. Μπορεί να γελάω τώρα, αλλά αισθάνθηκα τότε, τρομερά γελοιοποιημένη.