ΦΑΓΗΤΟ

Τα μπιφτέκια του Τάκη έχουν τη δική τους ιστορία

Βρήκαμε το μαγαζί που πριν μπεις βαράς μια προσοχή. Και τα μπιφτέκια που σαν αυτά δεν έχει σε όλη τη Θεσσαλονίκη.

Επανέρχομαι στο αγαπημένο μου street food και σε ένα είδος που του έχω μία παραπάνω αδυναμία. Τα ψητοπωλεία και γενικά το μαγκάλι.

Για τα μπιφτέκια του Τάκη μου είχε μιλήσει πρώτα ο φίλος Διονύσης. Αργότερα όταν το είχα και στο μυαλό μου, άρχισα να ακούω όλο και πιο συχνά για τα περίφημα αυτά μπιφτέκια. Λογικό αφού έχουν μια ιστορία 50 χρόνων τώρα πια, με τον γιο του Τάκη, Ανδρέα, να έχει αναλάβει την επιχείρηση, αλλά με τον κύριο Τάκη να περνάει συχνά από το μαγαζί και να επιβλέπει – όπως κάθε κλασικός πατέρας – αν όλα βαίνουν καλώς.

Ήρθε, λοιπόν, η ώρα να να επισκεφτώ κι εγώ τον Τάκη. Μάλιστα την απόφασή μου την πήρα τελευταία στιγμή, όταν πάλι ένας φίλος μου είπε ότι πήγε την προηγούμενη μέρα, παρόλο που πριν μια ώρα είχε φάει στην μάνα του φασολάκια και δεν άντεξε να μην ακολουθήσει την παρέα. Και τότε το αποφάσισα. Ήθελα να δω τι είναι αυτό που ακόμα και με γεμάτο στομάχι δεν σε αφήνει να του αντισταθείς.

Στην Κωλέττη λοιπόν, την κάθετο που ενώνει Γιαννιτσών και Μοναστηρίου είναι ο Τάκης. Χωρίς τραπεζάκια, μόνο με πάγκους και ψηλά σκαμπό. Πριν πάμε τηλεφώνησα για να μάθω τι ώρα κλείνουν. Ήξερα πως σε εκείνη την περιοχή συνήθως το βράδυ είναι κλειστά, «Μέχρι τις 5 έχουμε το μαγκάλι» , ήταν η απάντηση και η μαγική λέξη βούιξε στα αυτιά μου, σταμάτησα ό,τι έκανα και πήγα το δρόμο για τον Τάκη.

Κατάλογος δεν υπάρχει, τα βλέπεις όλα στο τεράστιο μενού που αναγράφεται στον πίνακα μέσα στο κατάστημα, αν και από πριν ξέρεις ότι θα φας σίγουρα μοσχαρίσιο μπιφτέκι. Αυτή είναι η σπεσιαλιτέ τους.

Μπιφτέκι χωρίς ρώσικη σαλάτα ίσον ασανσέρ χωρίς καθρέφτη, έτσι ετοιμάζεται ο δίσκος μου με όλα τα γύρω – γύρω, και τη ρώσικη που χωρίς αυτή δεν μπορώ.

Ζητάω και μερικές πανσέτες. Μου αρέσει πολύ η πανσέτα και περιμένω υπομονετικά αυτό το λουκούλλειο γεύμα να έρθει στον πάγκο μου.

Δοκιμάζω πρώτα το μπιφτέκι, χωρίς σαλάτα, χωρίς τίποτα. Εκεί καταλαβαίνεις τη γεύση. Τι θεσπέσιο πράγμα ήταν αυτό! Πόσο νόστιμο και ταυτόχρονα ελαφρύ. Μετά τις δοκιμές της γεύσης, δεν κρατήθηκαν τα προσχήματα. Όρμησα στα πάντα και τα έτρωγα ταυτόχρονα, βλέπετε η παρέα στο φαγητό μου, τρώει πάντα καλά και ο ανταγωνισμός είναι σκληρός. Όποιος ντραπεί ή αφαιρεθεί το πληρώνει.

Η μάχη κράτησε ελάχιστα λεπτά. Το γεύμα ήταν υπέροχο κι ενώ χόρτασα δεν ένιωσα εκείνο το ανούσιο φούσκωμα από μπαχαρικά και σόδες, πράγμα που το οποίο μου επιβεβαίωσε την ποιότητα του μείγματος στο μπιφτέκι. Πληρώσαμε 15 ευρώ για 6 μπιφτέκια, 2 πανσέτες, τα γύρω γύρω και δύο αναψυκτικά και με το αίσθημα της πληρότητας και της ευτυχίας αποχωρήσαμε.

(Ψητοπωλείο ‘Τάκης’, Κωλέττη 33, 2310-510129)