ENTERTAINMENT

Η Πηνελόπη Τσιλίκα λάτρεψε την εξέλιξη του Χάιζενμπεργκ

Μετά την κινηματογραφική Μικρά Αγγλία και λίγο πριν το θεατρικό Dogville, η ταλαντούχα ηθοποιός μιλά στο ONEMAN για 'κολλήματα'. Τόσο τηλεοπτικά όσο και κοινωνικά.

Η ιστορία μου με το Dogville δεν έχει δράκους ούτε συνάντηση με τον Τρίερ να τα λέμε υπό το σεληνόφως μίας άγνωστης κωμόπολης, έχει όμως πανελλαδικές και έναν περίεργο και υπέροχα έξυπνο φιλόλογο.

Τώρα που το ξαναδιαβάζω, η αλήθεια είναι ότι ουδέποτε τον είδε κάποιος από εμάς ως ‘φιλόλογο’ ή ‘καθηγητή’ στο Φροντιστήριο. Όλοι μας τον φωνάζαμε δάσκαλο και αδημονούσαμε να έρθει η μέρα για το μάθημά του. Μας έκανε έκθεση. Όσο πιο άκυρα, περίεργα και σωστά μπορείς να φανταστείς. Κατά τη διάρκεια του μαθήματος, μας μιλούσε για σύγχρονους συγγραφείς και ποιητές, πολιτικά πρόσωπα και καταστάσεις, για τη ζωή και το παράλογο της ύπαρξης. Κάθε φορά λοιπόν που αυτά που του γράφαμε στην Α4 του φαίνονταν πτωχά σε λεξιλόγιο ή φαντασία, μας έκανε δύο ερωτήσεις. Μία μουσικού και μία κινηματογραφικού περιεχομένου. Ήταν πάντοτε οι ίδιες, όπως και οι απαντήσεις τους. The Wall ήταν η μία, Dogville ήταν η άλλη.

Αν δεν είχαμε παιδεία πάνω σε αυτά, έλεγε, δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε το ανθρώπινο είδος. Πόσο μάλλον να γράψουμε με αφορμή αυτό.

Όταν συνάντησα την Πηνελόπη Τσιλίκα ο δρόμος που διασχίζει κάθετα το Noel, ήταν ασφυκτικά γεμάτος. Τα φώτα είχαν αρχίσει δειλά να κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση στο μαγαζί και κατά κάποιον τρόπο να συμβαδίσουν με το φυσικό φως μιας ημέρας που φτάνει στο τέλος της. Με πλησίασε αγχωμένη και κρατώντας μου το χέρι σφικτά μου ζήτησε συγνώμη για την καθυστέρηση.

Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson

Χαμογελαστή κάθισε στον καναπέ και μου ζήτησε να πιει μια γουλιά καφέ πριν ξεκινήσουμε. Σε μία ερώτησή μου αργότερα, θα παραδεχθεί ότι δεν μπορεί με τίποτα να φανταστεί τον εαυτό της χωρίς “πρωινό καφέ” και θα γελάσει.

Η Πηνελόπη ως Όρσα στη Μικρά Αγγλία

Από την πρώτη κιόλας οπτική μας επαφή, κατάλαβα ότι αυτό το κορίτσι δεν είναι τυχαίο που επιλέχθηκε από έναν από τους πιο μεγάλους εν ζωή Έλληνες σκηνοθέτες για έναν εξαιρετικά δύσκολο πρωταγωνιστικό ρόλο σε μία ταινία που θα προσελκύσει κοινό, κριτικούς και βραβεία. “Ο Παντελής έκανε κάτι πολύ σπάνιο, να εμπιστευτεί ηθοποιό που μόλις είχε αποφοιτήσει από τη σχολή για έναν ρόλο αυτών των απαιτήσεων. Αυτό πραγματικά σπανίζει“, μου εξηγεί και εγώ αμέσως τη ρωτάω πού αποδίδει αυτήν του την εμπιστοσύνη. Μου το γυρνάει.

Δεν ήταν η εμπιστοσύνη του Παντελή αλλά οι ίδιες οι απαιτήσεις του ρόλου που ήταν προκλητικές. Το βάθος, η συνέπεια και η συνέχεια ενός τέτοιου χαρακτήρα, η διαγραφή της πορείας του μέσα στα χρόνια με βασικό εκφραστικό μέσο το βλέμμα, αφού η Όρσα σαν ρόλος είχε την ιδιαιτερότητα της απόφασης που είχε πάρει να μη μιλήσει, να κρατήσει ένα μυστικό μέχρι όσο πάει. Το ότι ο Παντελής και η Ιωάννα (Καρυστιάνη) έδειξαν εμπιστοσύνη, ήταν που το έκανε πιο εφικτό, πιο μαλακό στη διαδικασία“.

 

Πριν γυρίσει μαζί του την εκπληκτική, ανατριχιαστική τολμώ να πω σκηνή με την κραυγή. Της μίλησα για αυτό το σημείο του έργου. “Ε λοιπόν αυτή η γυναίκα είχε αποφασίσει να κρατήσει το μυστικό του έρωτά της για τον Σπύρο όσο ζούνε, αυτή ήταν η κινητήρια δύναμή της για να συνεχίζει, να ξυπνάει το πρωί, μια κατασκευή που έκανε και που κάθε μέρα είχε να συντηρήσει. Όταν μαθαίνει για το ναυάγιο του πλοίου του, έρχεται και η πρώτη στιγμή που η κατασκευή αυτή καταρρέει, και άρα η πρώτη στιγμή που μπορεί να το πει, που μπορεί να το πει να το ακούσουν όλοι το ‘αγάπη μου, Σπύρο’. Έτσι οδηγήθηκα σε αυτήν την αποτύπωση” μου είπε.

 

Σαν να το φώναζα ότι θέλω να μάθω και άλλα γι αυτήν τη σκηνή, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε.

 

Το έργο της έδωσε μία αναγνώριση που δείχνει να τη διαχειρίζεται άψογα και μία συνεργασία που σίγουρα θα ζήλευε κάθε 25χρονη απόφοιτος Δραματικής Σχολής. Μάζεψε τα μαλλιά της.

Η Πηνελόπη ως Βέρα του Dogville

Είχαν περάσει περίπου είκοσι λεπτά όταν αποφάσισα να μοιραστώ μαζί της την ιστορία με το δάσκαλό μου. Δεν υπολόγισα την ώρα που αλλάξαμε θέσεις και τις ερωτήσεις, τις ανέλαβε εκείνη. Φάνηκε να την ενδιαφέρει αυτός ο άγνωστος από την εφηβική μου ηλικία. Γενικά, φαίνεται να την ενδιαφέρουν οι άγνωστοι και οι ιστορίες τους. Μου αποκαλύπτει ότι όσο σπούδαζε στη Νομική Σχολή Αθηνών είχε στο πίσω μέρος του μυαλού της να ασχοληθεί με το έγκλημα. Συγκεκριμένα, μου εξήγησε ότι: “Πολύ με ενδιέφερε η Εγκληματολογία. Σαν επιστήμη κυρίως“.

Η συζήτηση επέστρεψε στον Τρίερ όταν της μίλησα τον αποκάλεσα ‘εγκληματία της Μεγάλης Οθόνης’, με την καλή έννοια. Καλώς ή κακώς πρόκειται για έναν άνθρωπο που άλλαξε πολλά από τα κινηματογραφικά δεδομένα της εποχής (και συνεχίζει να το κάνει) του. Μίλησε για τη θέση της γυναίκας. Αυτό για κάποιους, νοείται ως έγκλημα. Τη στοχοποίησε κατά κάποιον τρόπο. Τη λύτρωσε, κατά έναν άλλο. “Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω αν ο Τρίερ μιλάει μόνο για τη γυναίκα, ή για τον άνθρωπο γενικότερα. Προσωπικά τείνω στη δεύτερη εκδοχή“, μου απαντά. Και συνεχίζει.

Πήρε μια πολύ απλή ιστορία, μιας γυναίκας που φτάνει σε ένα χωριό στη μέση του πουθενά και ζητάει καταφύγιο. Οι κάτοικοι της το παρέχουν, αλλά αρνούνται να την αποδεχτούν στην κοινωνία τους, παρά εκτός αν τους προσφέρει κάποιο αντάλλαγμα. Κι όσο η ανάγκη της γυναίκας για καταφύγιο εντείνεται, τόσο εντείνεται και η εξάρτησή της από τους κατοίκους, τόσο και η εξουσία τους πάνω της. Έτσι μετά τη δουλειά με αμοιβή έρχεται η δουλειά χωρίς μισθό, μετά η άσκηση βίας, και μετά η δουλεία, η απόλυτη παράδοση γης και ύδατος, η μετατροπή της σε ζώο δεμένο με αλυσίδα. Κι όλο αυτό, με μια απόλυτη συνείδηση δικαίου από την πλευρά των κατοίκων“.

Από τα λεγόμενά της συμπέρανα (με μεγάλη μου χαρά) ότι στην παράσταση που από τις 20 Νοεμβρίου ανεβαίνει στο θέατρο Ακροπόλ σε σκηνοθεσία της Έφης Γούση, θα τηρηθεί το μοτίβο του Τρίερ. Στο πιο θεατρικό. Μιας και την είχα απέναντι, θέλησα να το επιβεβαιώσω κιόλας. “Στην παράσταση, η Έφη βλέπει την Γκέης μεταφορικά, η Γκρέης είναι η Χάρη, κι οι κάτοικοι του χωριού αυτοί που καλούνται να την δεχτούν. Υπάρχει η απορία κατά πόσο ο άνθρωπος είναι έτοιμος να δεχτεί ένα δώρο που έρχεται εξ ουρανού, και να του φερθεί σαν όντως να είναι τέτοιο“.

Επέμεινα στο θέμα γυναίκα και κοινωνία. Στο θέμα bullying και γυναίκα και κοινωνία. Γιατί κακά τα ψέμματα, bullying δεν υπάρχει μόνο στο σχολείο ούτε το έχουν μονοπώλιο οι μικρές ηλικίες. (σ.σ. ο Γιάννης Μπέζος μέσα από αυτό το site έχει μιλήσει πρώτος για την ύπαρξη αυτού του δεδομένου)

Η Πηνελόπη ως Πηνελόπη στη χώρα των θαυμάτων

Το θέμα του Βullying είναι μεγάλο θέμα, ας το δούμε μέσα στο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, μέσα στην ιστορική και την κοινωνική συνθήκη. Αν αναρωτιόμαστε αν υπάρχει, ναι, υπάρχει. Υπάρχει όχι μόνο για τις γυναίκες, αλλά και για τους άντρες, για τους ανθρώπους με αναπηρία που δεν έχουν την ισοτιμία των δικαιωμάτων που τους υπόσχεται το Σύνταγμα, όταν δε μπορούν να κινηθούν στον δρόμο, όταν φτάνει το 2015 για να γίνει η πρώτη κινηματογραφική προβολή ταινίας με απόλυτη προσβασιμότητα, όταν δε μπορούν να δώσουν εξετάσεις σε δραματικές σχολές εξαιτίας ενός νόμου που συντάχθηκε επί Μεταξά, το 1936. Κι όπως διαπιστώνουμε στο παρόν, υφίσταται και για έναν λαό. Το πλέγμα των εξουσιαστών-εξουσιαζόμενων είναι πολύ σύνθετο και παχύ, και το πώς μπορούν να κοπούν τα νήματα μεγάλη κουβέντα“.

Τώρα κοίταξε προς το μέρος της μπάρας. Είχε σουρουπώσει πια και ο κόσμος ξεκινούσε το πρώτο ποτό της βραδιάς. Ξέχασα να αναφέρω ότι ήταν Παρασκευή. Τις Παρασκευές, οφείλουμε να είμαστε πιο ανάλαφροι. Ναι, οφείλουμε. Ωστόσο είχα και μία ερώτηση για την τέχνη που θα έσκαγα αν δεν της την έκανα. Για να είμαι ειλικρινής, ήταν περισσότερο απορία και λιγότερο ερώτηση. ‘Υπάρχουν όρια στην τέχνη;’ Αυτό ήθελα να μάθω. Και εκείνη, μου απάντησε.

Κι αυτή η κουβέντα, περί των ορίων της τέχνης, είναι πολύ μεγάλη, δεν ξέρεις από πού να την πιάσεις. Δεν ξέρω αν στο θέατρο και στο σινεμά μπορείς να μιλήσεις με τον ίδιο τρόπο όπως για τις εικαστικές τέχνες, ή τη μουσική. Όρια θέτεις για να προασπίσεις κάτι που θεωρείς σημαντικό και προφυλακτέο. Αυτό τελικά ο καθένας το αποτιμά και το ορίζει με τον δικό του τρόπο. Μπορώ να πω ότι στις μέχρι τώρα συνεργασίες, σε αυτά τα τρία χρόνια που δουλεύω, έχω ευτυχήσει, έκανα δουλειές με ανθρώπους που είχαμε τουλάχιστον επικοινωνία στα βασικά, αλληλοσεβασμό και κοινές περιοχές στο ψάξιμο της κάθε ιστορίας“.

Η Πηνελόπη και ο ‘Οδυσσέας’, το θέατρο δηλαδή

Παρά το γεγονός ότι είχα κάθε λόγο να είμαι σίγουρη ότι μία κοπέλα τόσο εκφραστική όπως η Πηνελόπη δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει το δρόμο της υποκριτικής, της ζήτησα να μου μιλήσει λίγο γι αυτήν της την επιλογή. “Έδρασα κάπως παρορμητικά. Έδωσα εξετάσεις στη σχολή, δίχως να ξέρω ακριβώς το λόγο που το έκανα. Περίπου στο τέλος του πρώτου έτους, κατάλαβα” μου είπε. 

 

Και κάπως έτσι, η εγκληματολογία έγινε καπνός ή μάλλον χώθηκε στη μικρή οθόνη και έγινε σειρά να την παρακολουθεί η Πηνελόπη όποτε έχει χρόνο. Όχι μόνο αυτήν, βέβαια. Γενικά, με τις σειρές όπως μου εξομολογήθηκε, ότι έχει δει με συνέπεια μόνο δύο.

Έγειρε προς το πίσω μέρος του καναπέ και για πρώτη φορά μου έδωσε να καταλάβω ότι το απολαμβάνει όλο αυτό.

Της ζήτησα να μου μιλήσει λίγο για τους ρόλους του μέλλοντος. Όλα καλά με το παρόν. Αλλά στο μέλλον, τι θα ήθελε να ερμηνεύσει; Έχει για παράδειγμα, κάποιον ‘αγαπημένο ρόλο’ που θέλει οπωσδήποτε να υποδυθεί;

Δεν ξέρω, ούτε πιστεύω ότι μας βοηθάει τέτοιου τύπου στοχοθεσία, περισσότερο σε κλείνει νομίζω τελικά, κάθε ιστορία σε βάζει σε άλλο κανάλι, σε άλλο κόσμο, κάθε ρόλος το ίδιο. Αυτό όμως που θα ‘θελα, όχι μόνο για μένα αλλά και για όλους μας, είναι να αποφύγουμε τυποποιήσεις, να φτιαχτεί μια δυνατή νέα γενιά ηθοποιών που να μπορεί να παίζει κάθε φορά διαφορετικές ιστορίες και διαφορετικούς ρόλους και να μπορεί να τους υποστηρίξει, και σκηνοθέτες που θα τολμάνε“, μου είπε και μόνο που δεν τη χειροκρότησα. Το φύλαξα για την παράσταση. Ή μάλλον, τις παραστάσεις. Ή μάλλον τις παραστάσεις και τις ταινίες. “Μετά το Dogville, θα παίξω στον Ριχάρδο Γ’, του Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά με την Κ. Κωνσταντίνου, και στην επόμενη ταινία του Βαρδή Μαρινάκη, το Ζίζοτεκ“.

Στο άσχετο, τη ρώτησα τι κάνει στον ελεύθερο της χρόνο. Όχι αν έχει, τι κάνει όταν έχει.

 

Η συζήτησή μου με την Πηνελόπη Τσιλίκα έφτανε προς το τέλος. Ο καφές της είχε τελειώσει και όχι κρυώσει και η συζήτησή μας μου ήταν υπεραρκετή για το σημερινό κείμενο. Έλειπε μόνο κάτι. Μία ατάκα, μία λέξη, κάτι που να έχει σχέση με εκείνη. “Πρώτη στο μυαλό μου έρχεται η φράση ενός φίλου: ‘Όλα θα πάνε καλούτσικα’“, μου είπε.

Και έκλεισα το μαγνητοφωνάκι.

Πληροφορίες Παράστασης

Από Παρασκευή 20 Νοεμβρίου και κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 00.00 και κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.30 στο θέατρο Ακροπόλ

Σκηνοθεσία: Έφη Γούση

Παίζουν: Ευθύμης Ζησάκης, Μιχάλης Λεβεντογιάννης, Ρομάνα Λόμπατς, Γιώργος Νούσης, Δημήτρης Πασσάς, Γιούλικα Σκαφιδά, Πηνελόπη Τσιλίκα

Συντελεστές: Κρίστιαν Λόλλικ (θεατρική προσαρμογή), Αντώνης Γαλέος (μετάφραση), Nalyssa Green (μουσική), Βαγγέλης Τελώνης (χορογράφος/βοηθός σκηνοθέτη), Ήρα Σπαγαδώρου (σκηνικά), Δάφνη Ηλιάκη (κοστούμια), Ελίζα Αλεξανδροπούλου (Φωτισμοί), Έφη Γούση (Φωτογραφίες, βίντεο, art direction δραματουργική επεξεργασία)

Ευχαριστούμε το Noel για την φιλοξενία.