OPINIONS

Ο Μάριος Γκιούρδας δε θα πάψει ποτέ να είναι το βόλεϊ

Με αφορμή τη συμμετοχή του μεγάλου ακραίου στο Ultrex Top Men Challenge, γράφουμε για τον μεγάλο Γκιούρδα που χορτάσαμε(;) να βλέπουμε να 'καρφώνει'.

Δεν υπάρχουν πολλές πιο δελεαστικές κουβέντες για μια παρέα αντρών που έχει περάσει μια ζωή βλέποντας αθλητικά από το ποιος ήταν, είναι και θα είναι ο κορυφαίος Έλληνας αθλητής που είδαμε ποτέ εν δράσει. Οι επιλογές είναι σαφώς πολλές και οι πιο σπουδαίες αθλητικές κουβέντες ξεκινάνε με μια τέτοια αναζήτηση στο επίκεντρο.

Ώσπου τελικά εγένετο Ultrex Top Men Challenge. Ο διαγωνισμός που θα σου δώσει την ευκαιρία να ψηφίσεις και να διαμορφώσεις την ιστορία, επιλέγοντας τον κορυφαίο των κορυφαίων είναι γεγονός. Στο Ultrex Top Men Challenge, 64 Έλληνες αθλητές μάχονται για την ανάδειξη του κορυφαίου και περιμένουν τις ψήφους σας.

Χωρισμένοι σε 32 ζευγάρια και με τη μορφή μιας σωστής και δίκαιης διαλογής μέσω brackets, δηλαδή ‘τετ α τετ’ μονομαχιών, οι αγαπημένοι σου Έλληνες αθλητές περιμένουν την ψήφο σου για να προκριθούν στην επόμενη μάχη μέχρι να φτάσουν (αν τα καταφέρουν) στο μεγάλο τελικό.

Τα ζευγάρια είναι πολύ δυνατά και στις περισσότερες περιπτώσεις αμφίρροπα. Αυτό που μου τράβηξε την προσοχή ήταν το Βασίλης Σπανούλης – Μάριος Γκιούρδας. Και αυτό δεν οφείλεται αποκλειστικά στην παρουσία του Kill Bill.

~~~

Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90, και κάπως παράλληλα με τον καιρό της θρυλικής πρόκρισης της εθνικής ποδοσφαίρου στο πρώτο Μουντιάλ της ιστορίας, το βόλεϊ ήταν ένα σπορ -μαζί με το μπάσκετ φυσικά- που έμπαινε αφειδώς στα ελληνικά νοικοκυριά μέσω των μεταδόσεων της κρατικής. Μεταδόσεων κυρίως από τους αγώνες μας στο World League, όπου το σύνηθες ήταν η ομάδα να παριστάνει τον σάκο του μποξ κόντρα σε κάτι Αργεντινές, κάτι Ιταλίες και κάτι Βουλγαρίες.

Και τι μ’ αυτό; Ο άδολος τρόπος με τον οποίο αγαπήσαμε την εθνική βόλεϊ είχε πάντοτε να κάνει με τους σταθερούς ήρωες αυτής της ομάδας. Από τον Μουστακίδη στον Τσακιρόπουλο κι από τον τεράστιο Νίκο Σαμαρά στον τεράστιο Μάριο Γκιούρδα.

Αυτό το κείμενο φωτίζει λίγο παραπάνω τον Μάριο, μια από τις πιο αξιόπιστες λύσεις για να παίρνουμε την αλλαγή πριν είκοσι χρόνια ή για να κερδίζουμε απευθείας πόντους μετά την κατάργηση της αλλαγής.

~~~

 

Αυτό που είθισται κάθε φορά που ένας γραφιάς που έπαιξε βόλεϊ μόνο στο γυμνάσιο προσπαθεί να προφιλάρει έναν από τους πιο μεγάλους ήρωες του τάραφλεξ είναι μια όσο το δυνατόν αμεσότερη παραπομπή στα στατιστικά τους. Θα γίνει κι αυτό, αλλά κοιτώντας από απόσταση ασφαλείας την καριέρα του Γκιούρδα, μια γεμάτη πορεία 25 χρόνων γεμάτη τίτλους, καρφιά και πικρά μπλοκ, δεν γίνεται να μη σταθείς για μια στιγμή στο παρανοϊκό απόγευμα της 25ης Αυγούστου 2004.

 

Η εθνική έφτασε μισή ανάσα από τα ημιτελικά του τουρνουά, προηγήθηκε με 2-1 σετ και 20-12 στο τέταρτο (!), κατάφερε να το χάσει (!!), προηγήθηκε με 12-9 στο τάι-μπρέικ, κατάφερε να το χάσει (!!!), κι έτσι, η συγκλονιστική εμφάνιση του νούμερο ένα διακριθέντος Μάριου με τους 17 πόντους και την ψυχή που δε μετριέται με στατιστικά δε συνοδεύτηκε από αυτό που φάνταζε ως η μεγαλύτερη επιτυχία του ελληνικού βόλεϊ σε επίπεδο εθνικών ομάδων.

Αυτό είναι το βόλεϊ, θα πεις. Αυτός είναι ο αθλητισμός. Προφανώς, τα κλισέ χορεύουν σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις και επιπλέον, το βόλεϊ με τις συνεχείς εναλλαγές συναισθημάτων και τη διαρκή εγρήγορση για την επόμενη μπάλα, είναι ένα άθλημα που απαιτεί συγκέντρωση και αυτο-ανατροφοδότηση της ψυχολογίας. Κάπου εδώ λοιπόν, είναι η κατάλληλη στιγμή για λίγο number-dropping με τις διακρίσεις του Μάριου, που είναι βέβαιο ότι βλέπει ακόμα αυτόν τον καταραμένο προημιτελικό στον ύπνο του.

Έξι φορές πρωταθλητής Ελλάδας (πέντε με τον Ολυμπιακό και μία με τον Ηρακλή), έξι φορές κυπελλούχος Ελλάδας (τέσσερις με τον Ολυμπιακό και δύο με τον Ηρακλή), κυπελλούχος Ευρώπης με τον Ολυμπιακό το 1996, φιναλίστ του Τσάμπιονς Λιγκ μία φορά με τον Ολυμπιακό και δύο με τον Ηρακλή και κάτοχος τριών Σούπερ Καπ. Αυτό το ολυμπιακό μετάλλιο ήταν τόσο, μα τόσο κοντά.

 

Γεννημένος το ’73 στην Αλεξανδρούπολη, ο Γκιούρδας έγινε από τα 13 του μέλος των μικρών εθνικών ομάδων και έπαιξε βόλεϊ στον Εθνικό και στη ΓΕΑ Αλεξανδρούπολης μέχρι το 1994 που μετακόμισε στον Πειραιά για λογαριασμό του Ολυμπιακού, με τη φανέλα του οποίου κατέκτησε σχεδόν τα πάντα παραμένοντας ερυθρόλευκος για εννιά συνεχόμενες σεζόν.

Στον Ολυμπιακό θα επέστρεφε τη σεζόν 2006-07, μετά από ένα διάλειμμα για τη μεταγραφή-όνειρο στην Πάρμα το 2003, αλλά και δύο γεμάτες (τίτλους) σεζόν με τον γηραιό.

Το μάτι που γυάλιζε

Δεν ξέρω αν είναι ίδιον των ακραίων επειδή είναι καταδικασμένοι να επιτίθενται ξανά και ξανά και ξανά, αλλά το δεδομένο είναι ότι το μάτι του Γκιούρδα γυάλιζε από το πρώτο σερβίς. Η λοξή ματιά στο τερέν της αντίπαλης εξάδας ήταν το ένα σήμα-κατατεθέν του μακριά από την μπάλα. (Το άλλο ήταν τα πολύ στενά λουράκια που φορούσε στο λαιμό). Έτοιμος για επίθεση, έτοιμος να χτυπήσει και να πληγώσει την αντίπαλη άμυνα. Όχι ότι ο Νίκος Σαμαράς που έφυγε τόσο νωρίς από κοντά μας πήγαινε πίσω. Με τους δυο τους να ‘καρφώνουν’ μεγαλώσαμε.

 

Προς τη δύση της καριέρας του, ο Μάριος πρόλαβε να αγωνιστεί στην ΕΑ Πατρών, να επιστρέψει για μια σεζόν στην πατρίδα του για τον Εθνικό Αλεξανδρούπολης και να αγωνιστεί για τρεις σεζόν στον Μίλωνα, εγκαταλείποντας την ενεργό δράση στα 39! Σαν θρύλος που αρνούνταν να σταματήσει.

Αλλά για μισό λεπτό. Στα τελειώματα της σεζόν 2013-14, ο 41χρονος Γκιούρδας επέστρεψε στην ομάδα βετεράνων του Πηγάσου Νέου Κόσμου και έπαιξε στην Α’ Κατηγορία Αθηνών.

Ο λόγος; Απλός, όπως και η αλήθεια.

 

~~~

 

Στο μεγάλο διαγωνισμό Ultrex Top Men Challenge, στον οποίο οι αναγνώστες τους Sport24.gr θα έχουν την ευκαιρία να ψηφίσουν τον σπουδαιότερο Έλληνα αθλητή όλων των εποχών, ο Μάριος Γκιούρδας βρίσκει απέναντί του τον Βασίλη Σπανούλη. Εσύ έχεις τη μεγάλη ευκαιρία να ψηφίσεις και να διαμορφώσεις το τελικό αποτέλεσμα για την επόμενη φάση.

Ό,τι και να γίνει, ό,τι κι αν αποφασίσει το κοινό, ο Μάριος θα ανήκει πάντα με καθαρή διαφορά στο γκρουπ των πληρέστερων παικτών που είδαμε να παίζουν βόλεϊ στην Ελλάδα. Μια αλήθεια που δεν λέγεται έτσι χάριν συμπάθειας, αλλά μεταφράζεται και από τις ατομικές του διακρίσεις.

Ο Γκιούρδας, εκτός από πρώτος σκόρερ, κορυφαίος σέρβερ και επιθετικός σε πλείστες περιστάσεις, έχει ανακηρυχτεί καλύτερος μπλοκέρ (στο Final Four του Τσάμπιονς Λιγκ το 1996) και καλύτερος υποδοχέας στο αντίστοιχο του 2001.

Μεγαλώνοντας με τα σερβίς του Βούλγαρου Γκάνεφ να κατεδαφίζουν τις αντίπαλες εθνικές (και τη δική μας μεταξύ αυτών), ζήσαμε και την απογείωση του αρχηγού Μάριου Γκιούρδα για μια καριέρα δύο ισάξιων δεκαετιών στο υψηλότερο επίπεδο. Νομίζω πως του χρωστάμε γι’ αυτό.

Μπες στο Ultrex Top Men Challenge και ψήφισε τον Μάριο και όλους τους αγαπημένους σου Έλληνες αθλητές.