AP Images
ΑΘΛΗΤΙΚΑ

Ζιντάν, ο τύραννος με το ζαλισμένο κεφάλι

Το κεφάλι του Ζινεντίν Ζιντάν, αυτό που κρύβει το μυαλό ενός δραματουργού του ποδοσφαίρου, έγινε το απόρθητο κάστρο και η εκατόμβη του. Αν υπήρχε διαφορά, ήταν ανεπαίσθητη.

Η μουντιαλική χρονιά άρχισε από την 1η Δεκεμβρίου, όταν και έγινε στη Μόσχα η κλήρωση για το Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου, την πιο σημαντική ποδοσφαιρική διοργάνωση στον πλανήτη. Μέσα από επτά συγκρίσιμες σπονδυλωτές ιστορίες, μία κάθε μήνα έως την έναρξή του στις 14 Ιουνίου με το παιχνίδι Ρωσία-Σαουδική Αραβία, στόχος είναι να τιμηθούν οι 20 προηγούμενες διοργανώσεις. Οι συγκρίσεις είναι, γενικώς, μία πελώρια απάτη, αλλά ένα όχημα με το οποίο γίνεται να πορευθεί κάποιος αρκεί να είναι ειλικρινής, μην αφήνοντας το αποτέλεσμα να κρίνει την ουσία, η οποία, όπως και σε αυτήν την περίπτωση, είναι τα συναισθήματα που προκαλούν οι larger than life στιγμές που προσφέρει ο αθλητισμός και ιδιαίτερα το ποδόσφαιρο, που έχει κάνει πάρα πολλούς ανθρώπους ανέλπιστα ευτυχισμένους ή ιδιαιτέρως δυστυχισμένους έστω και για λίγο. Οι κανόνες είναι απλοί: κατηγορίες στις οποίες θα χωρίζονται οι στιγμές, με προβάδισμα στη μία ή την άλλη πλευρά.

Η σειρά άρχισε στα τέλη του Δεκέμβρη, με τη σύγκριση των δύο πιο οδυνηρών ηττών στην ιστορία της εθνικής Βραζιλίας. Συνεχίζεται με τη σύγκριση για την πιο συγκλονιστική στιγμή του Ζινεντίν Ζιντάν: Παγκόσμιο Κύπελλο 1998 ή Παγκόσμιο Κύπελλο 2006;

Tyran. Με αυτήν την ελληνικότατη λέξη αυτοχαρακτηριζόταν ο Γκιγιόμ Κανέ στη Μαριόν Κοτιγιάρ στο ‘Αγάπα με αν τολμάς’. Στον κινηματογράφο, η τυραννική αγάπη μπορεί να καταλήξει σε έναν αλησμόνητο έρωτα, ο οποίος φωλιάζει άπαξ και δια παντός στην καρδιά του θεατή. Στην ποδοσφαιρική ζωή, το συγκεκριμένο ‘αξίωμα’ δεν έχει μεγάλες διαφορές από την κινούμενη εικόνα, οπότε ό,τι συμβαίνει έχει μία ηθοποιητική χροιά. Μερικές φορές τυγχάνει και όλα τα ρολόγια στον κόσμο δείχνουν μηδέν. Μόνο έτσι, άλλωστε, θα μπορούσαν να διαθέτουν την ίδια ώρα. Για δύο Παγκόσμια Κύπελλα, ο Ζινεντίν Ζιντάν υπήρξε τύραννος και τυραννισμένος.

AP Images

(AP Photo)

Για τρία. Θα ήταν αμέλεια εκ μέρους της ακριβούς προσέγγισης να αποπέμψει το μεσαίο, του 2002 στην Ιαπωνία και τη Νότιο Κορέα. Ο Γαλλοαλγερινός έπαιξε ένα παιχνίδι, απέναντι στη Δανία. Τραυματίας πριν αρχίσει η διοργάνωση, δεν κατάφερε να ξεπεράσει το σημαίνον πρόβλημά του και να παίξει απέναντι στη Σενεγάλη (0-1) και την Ουρουγουάη (0-0). Όταν, τελικά, ο δρόμος τον έφερε απέναντι στους Δανούς, ο αντίπαλος ήξερε από παραμύθια (το κληροδότημα του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν είναι άσβεστο στη χώρα και, υποθετικά, τις μέρες που έχει μόνο σκοτάδι, θα μπορούσε να είναι ένας δυνητικός λόγος για να μην επιχειρήσεις τη βουτιά στο βάλτο της Κεβορκιανής Στύγας) και μπόρεσε να προστατεύσει το χώρο και τα δικαιώματά του απέναντι στους Γάλλους (2-0), που γύρισαν πολύ νωρίς σπίτι. Όχι, όμως, πριν ο υπέροχος μάγιστρος χαρίσει μία μοναδική στιγμή, ένα όμορφο σουτ που έγλειψε διστακτικά το δοκάρι.

Για έναν από τους πιο αρμονικούς ποδοσφαιριστές όλων των εποχών, μέρος της Αγίας Τρίαδας των κορυφαίων Ευρωπαίων (μαζί με τον Γιόχαν Κρόιφ και, υποθέτω, τον Κριστιάνο Ρονάλντο), συμβάσεις με την ψυχική διαύγεια δεν υπήρχαν. Για τις πουέντ που κρατούσαν την κίνησή του στο απολύτως φαντασιακό τσαϊκοφσκικό επίπεδο, τη μαγνητική ενέργεια που πρόσταζε την μπάλα να παραμένει στα πόδια του και να μη φεύγει παρά μόνο όταν ήταν καλλιτεχνικά δίκαιο και πρακτικά αρμονικό, τη σάτιρα που εξουσίαζε τα οξύμωρά του, μόνο να ακριβολογήσεις δεν μπορείς. Τόσα χρόνια έχουν περάσει από Εκείνη Τη Στιγμή, σχεδόν 12, και πάλι είναι δύσκολο να διαλέξεις ποιος είναι ο πραγματικός θρίαμβός του.

Η σύγκριση, το όνειδος του αθλητικού περιγράμματος, ένα παιχνίδι που βασίζεται στην πλάνη για το χρόνο, ασεβές απέναντι στην επιστημονική δουλειά που έχει γίνει απέναντι στις διαστάσεις, αν και δεν είναι προαπαιτούμενη, βοηθά στη διήγηση της ιστορίας του τελευταίου σατράπη του Παγκόσμιου Κυπέλλου ποδοσφαίρου.

Κατηγορία ‘μου είπε αρχές Ιούνη πάω για τσιγάρα και γύρισε τέλη Οκτώβρη… του επόμενου έτους’: Αν κάποιος δεν μπορεί να κατανοήσει τη σημασία του Παγκόσμιου Κυπέλλου για κάθε ποδοσφαιριστή, το άγχος του Ζιντάν κατά τη διάρκεια εκείνων των ημερών του 1998 και του 2006 θα μπορούσε να τον οδηγήσει στο ντιβάνι του Ίρβιν Γιάλομ ή να δώσει τροφή για νέα ανάλυση εκείνου που αποκαλούμε ‘χρονιάρες μέρες’. Υπάρχει υπόκωφη, ανείπωτη, ένταση του ενός μήνα του καλοκαιριού για τα έτη με το ζυγό λήγοντα που δεν είναι δίσεκτα. Το αφρικάνικο γονιδιακό σπείρωμα του Ζιντάν, η μπάρμπεκιου σος που δίνει στο γοητευτικό κοσμοπολίτη από τη Μασσαλία τη νοστιμιά του, η επαναστατικότητα του ευκατάστατου μεγαλοαστού που η βολή του ταράζεται από τη γενική και γενικευμένη κοινωνική αδικία, δεν έμειναν αμέτοχα όταν έφτασε η ώρα της μεγάλης γιορτής, που, ούσα σχεδόν ισοδύναμη με την ίδια τη ζωή, βγάζει τη δαιμονική ανόργανη ρομφαία από τα έγκατα της ατομικής πλάσης.

Ο Ζιντάν χρειάστηκε μόλις 1,5 ματς στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998 για να φουσκώσουν οι αρτηρίες του με ζεματιστό αίμα. Η πατούσα του στο μηρό του αμυντικού μέσου της Σαουδικής Αραβίας, Φουάντ Ανγκάρ, ήταν για το γαλλικό κοινό μία στιγμή κλονισμού: το άφησε να στέκεται ενεό, ενώ ο ίδιος πήρε με στωικότητα που έριχνε το βαρύ ίσκιο της στα μελλούμενα το δρόμο προς τα αποδυτήρια και δεν είδε δια ζώσης το τέταρτο γκολ (4-0).

(AP Photo/Michel Lipchitz)

Από την άλλη, οκτώ χρόνια αργότερα, οι δύο κίτρινες κάρτες που πήρε κατά σειρά στα πρώτα ματς της διοργάνωση, με την Ελβετία (0-0) και τη Νότιο Κορέα (1-1), έκαναν το τρίτο παιχνίδι να μοιάζει με κατάσταση do or die, η οποία κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει φαρσοκωμική. Το ματς με τη Δανία για την τρίτη αγωνιστική των ομίλων το 1998 δεν γίνεται να συγκριθεί με το αντίστοιχο παιχνίδι με το Τόγκο, καθώς η Γαλλία είχε εξασφαλίσει την πρόκρισή της στη φάση των ’16’, καθως είχε νικήσει 3-0 τη Νότιο Αφρική, ενώ επικράτησε 2-1 των Σκανδιναβών, ωστόσο το προτελευταίο έτος του 20ου αιώνα οι ‘τρικολόρ’ του Εμέ Ζακέ στερήθηκαν τον Ζιντάν για δύο παιχνίδια: το επόμενο ήταν κόντρα στην Παραγουάη, για τη φάση των ’16’ της διοργάνωσης, όταν ο Λοράν Μπλάν, επτά λεπτά σχεδόν πριν τη λήξη της παράτασης, έσωσε την ομάδα του από το να βρεθεί να παίξει στη διαδικασία των πέναλτι απέναντι σε μία ομάδα που είχε προφέσορα για τέτοιες καταστάσεις κάτω από τα δοκάρια της, τον Χοσέ Λουίς Τσιλαβέρτ.

Και, από την άλλη μεριά, έπρεπε οι Πατρίκ Βιεϊρά και Τιερί Ανρί να ξηγηθούν αλμυρό φιστίκι στο Τόγκο, 2-0, για να μπορέσει ο Ζιντάν να επιστρέψει στη φάση των ’16’ απέναντι στην Ισπανία, 8 χρόνια αργότερα. Αν η Γαλλία στερούνταν την πρόκριση στην πρώτη περίπτωση, ενδεχομένως ακόμα δε θα είχε το τρόπαιο με τα χέρια που σηκώνουν το τρόπαιο. Αν τη στερούνταν στη δεύτερη, ο Ζιντάν θα τελειώνε σε στυλ ‘από ‘δω πήγαν κι οι άλλοι’ την καριέρα του στην Εθνική, αλλά το χρυσοποίκιλτο βραβείο του ’98 και τον ‘γαλλικό Ιούλη’ ουδείς θα δύνατο να του τον πάρει πίσω.

Δυσδιάκριτο προβάδισμα: Ζιντάν 1998.     

Κατηγορία ‘with a little help from my friends’: Όποια ομάδα και να κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο είναι υποχρεωτικά μία από τις κορυφαίες όλων των εποχών. Στις 20 διοργανώσεις μόλις 8 χώρες έχουν γευτεί τη χαρά και οι τρεις από μόλις μία φορά. Η εθνική Γαλλίας του 1998, λοιπόν, είναι μία από τις πιο σημαντικές στην ιστορία. Αλλά ήταν καλύτερη ομάδα από εκείνη του 2006; Ο Ζιντάν ήταν σίγουρα πιο φρέσκος ποδοσφαιριστής από τη μεταγενέστερη μορφή του. Το 1998 ήταν 26 χρόνων και ο πιο πολυδιάστατος μεσοεπιθετικός στον κόσμο, ένας ποδοσφαιριστής που έλεγαν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να δει ελεύθερο συμπαίκτη και να μην του δώσει την μπάλα. Ο Τιερί Ανρί και ο Νταβίντ Τρεζεγκέ ήταν νεαροί, 20 χρόνων έκαστος, οπότε το 2006 λογίζονταν στη σχεδόν καλύτερη ηλικία της καριέρας τους, συν ότι έπαιζαν, το ’98, στη Μονακό μαζί, η οποία είχε φτάσει στα ημιτελικά του Champions League εκείνη τη χρονιά, αποκλείοντας τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ με ένα εκπληκτικό γκολ του Τρεζεγκέ, ωστόσο αποκλείστηκε από τη Γιουβέντους του… Ζιντάν.

Ο Κριστόφ Ντουγκαρί ήταν ένας επιθετικός έμπειρος, αλλά καμία σχέση είτε με τον Ανρί ή με τον Τρεζεγκέ στην ανάλογη ηλικία (26). Ο Στεφάν Γκιβάρς, παίκτης της Οσέρ του Γκι Ρου, είχε σκοράρει κατά κόρον στη Γαλλία εκείνη τη χρονιά, αλλά ασφαλώς και δε διέθετε τα προσόντα τόσο των δύο αναφερόμενων όσο και του Νικολά Ανελκά, ασχέτως αν ουδόλως πλησίασε στις προσδοκίες. Γιούρι Τζορκαέφ δεν είχε, βέβαια, η Γαλλία του 2006, αλλά το ποδόσφαιρο είχε αλλάξει συνολικά και η θέση του γινόταν να καλυφθεί από το ‘εννιαμισάρι’, που λίγοι έχουν παίξει καλύτερα από τον Ανρί.

AP Photo

(AP Photo/Lionel Cironneau)

Οι σημαίνουσες διαφορές είναι όντως ενδιαφέρουσες: Ο Πατρίκ Βιεϊρά, που βγήκε στην πορεία το 1998, ήταν ο πυλώνας της ομάδας το 2006 και ο ήρωάς της με τη γαλλική αποικία το Τόγκο για να πάνε στα νοκ άουτ οι ‘τρικολόρ’. Οι Γάλλοι είχαν τον Εμανουέλ Πετί και τον Ντιντιέ Ντεσάμπ στους αμυντικούς μέσους, ενώ το 2006 παρέα στον Βιεϊρά έκανε ο Κλοντ Μακελελέ. Στην άμυνα, ο Μαρσέλ Ντεσαγί ήταν στους στόπερ με τον Λοράν Μπλαν, τον τελευταίο σπουδαίο λίμπερο του ποδοσφαίρου, κάτι που σήμαινε ότι ο Εμέ Ζακέ μπορούσε να βάλει δεξιά τον Λιλιάν Τιράμ (που ο Γιώργος Βαΐτσης είχε βασανίσει στο Μονακό 6 χρόνια νωρίτερα, στο 0-1 του Ολυμπιακού για τους ’16’ του Κυπέλλου Κυπελλούχων, είτε το πιστεύετε ή όχι) και να έχει ένα καθαρόαιμο αριστερό μπακ, τον Βενσάν Λιζαράζου.

Εν αντιθέσει με αυτό, ο εκκεντρικός Ρεϊμόν Ντομενέκ είχε έναν αριστερό μπακ που μπορούσε να παίξει και στόπερ, τον Μικαέλ Σιλβέστρ, και στην άμυνα στόπερ ήταν ο Τιράμ και ο Γουιλιάμ Γκαλάς. Στα άκρα έπαιζαν επίσης οι ειδήμονες Ερίκ Αμπιντάλ και Βίλι Σανιόλ. Αντι- Ρομπέρ Πιρές ήταν ο Φρανκ Ριμπερί, που θεωρούνταν διάδοχος του Ζιντάν (δεν έγινε, αλλά συνεχίζει να παίζει σε τοπ επίπεδο) και νέο μεγάλο ταλέντο του γαλλικού ποδοσφαίρου, ενώ κομβικό ρόλο διαδραμάτισε και ο Φλοράν Μαλουντά. Στην επίθεση το 2006, οι λύσεις ήταν περισσότερες, κυρίως εξαιτίας του Σιλβέν Βιλτόρ και του Ανελκά, που έρχονταν από πίσω και μπορούσαν να παίξουν βασικοί στη διάρκεια της διοργάνωσης.

Η άμυνα του ’98 νικάει, αν και εκείνη του 2006 επίσης δεν δεχόταν φάσεις. Στο κέντρο επίσης υπάρχει σχετική ισορροπία. Η μάνα χάνει το παιδί στην Disneyland γενικώς με αυτά τα ποδοσφαιρικά θηρία. Θα πρέπει να το δώσω στην ομάδα του ’98, διότι είχε αρκετούς παίκτες από εκείνη του 2006, περισσότερο άφθαρτους, σε εποχή με λιγότερα παιχνίδια και διαμόρφωσε το winning spirit που 8 χρόνια μετά οδήγησε τη Γαλλία στον τελικό.

Εξαιρετικά Μικροσκοπικό προβάδισμα: Ζιντάν 1998.

Κατηγορία ‘μια στάση εδώ, θέλω απόψε να χορέψω ένα ζεϊμπέκικο’: Δύο φορές αντιμέτωπος με την εθνική Βραζιλίας, ήταν εκείνος που την έριξε στο καναβάτσο διατρανώνοντας τη δική του ποδοσφαιρική ανωτερότητα, όχι μόνο στο τακτικό κομμάτι, που είναι ομαδικό ζήτημα, αλλά στην αισθητική. Ο Ζιντάν του ’98 έκανε έναν εκπληκτικό τελικό, σε όλη τη διάρκειά του, ακόμα και αν βγάλεις από την εξίσωση τις κεφαλιές, κατατροπώνοντας τους αντίπαλους αριστερούς μπακ, με αυτά τα σαγηνευτικά 1-2 στο χώρο του κέντρου και κοντά στη γραμμή του πλαγίου άουτ, κυρίως με τον Λιζαράζου, που ήταν σαν την μπομπίνα με τις σκηνές με τα φιλιά στο ‘Σινεμά ο Παράδεισος’.

Ταχύς και αποφασιστικός, ένας άνθρωπος σε αποστολή, αποσυνέθεσε τελείως τους αμυντικούς μέσους της εθνικής Βραζιλίας. Όμως το 2006 ήταν κάτι άλλο: υπό τη σκιά του τελευταίου παιχνιδιού του στο ποδόσφαιρο, ενός προημιτελικού που η δική μου ανυπομονησία ήταν ασύγκριτη (σε κανένα άλλο ματς στα Παγκόσμια Κύπελλα δεν έχω τόση αγωνία μέχρι την έναρξή του όσο σε αυτό), ο Ζιντάν ήταν ακριβώς σαν τον Μάικλ Τζόρνταν στον έκτο τελικό του 1998 με τους Γιούτα Τζαζ.

Τα 75 υπέροχα λεπτά που ήταν το λαμπρό ποδοσφαιρικό διαμάντι, φέρνοντας βόλτες τον Κακά, τον Ζε Ρομπέρτο και τον Ζιλμπέρτο Σίλβα όπως ο Βασίλ Λοματσένκο τους αντιπάλους του στο ρινγκ, ήταν τόσο εκθαμβωτικά που η Τζίλντα θα κατέβαζε ντροπιασμένη το κεφάλι και θα αποχωρούσε από τη δράση. Απέναντι σε μία ομάδα με καλύτερο ρόστερ από ό,τι 8 χρόνια πριν και χωρίς την κατεβασμένη ψυχολογία που επέφερε η κατάρρευση του Ρονάλντο, στο θρίλερ πριν τον τελικό, την πρώτη αληθινή επικράτηση του άκρατου επαγγελματισμού, ο νεφεληγερέτης Ζιντάν είπε στον Ίαν ΜακΚέλεν, “you shall not pass”.

 

(στο 3’53’’, ο Ρομπίνιο του κάνει μια μεγάλη αγκαλιά)

Με την άσπρη φανέλα κατεβασμένη, που δεν είχε κάτι να ζηλέψει από σακάκι με πουκάμισο και σμόκιν, το περιβραχιόνιο στο αριστερό μπράτσο, το ξυρισμένο κεφάλι και το βλέμμα του Βασίλι Ζάιτσεφ, εκείνο το βράδυ της 1ης Ιουλίου στη Φρανκφούρτη ήταν όλοι οι ήρωες των Παγκόσμιων Κυπέλλων σε έναν. Όταν, δε, σε μία υπέροχη στημένη φάση, βρήκε τον Τιερί Ανρί για το γκολ της νίκης στο δεύτερο δοκάρι, ο Ζιντάν είχε εξασφαλίσει το ύπατο αξίωμα της ποδοσφαιρικής μυθολογίας. Μόνο επειδή ήταν τόσο συνταρακτικό το φινάλε, αυτή η εμφάνιση δε μνημονεύεται όπως της πρέπει.

Ευδιάκριτο προβάδισμα: Ζιντάν 2006. 

Κατηγορία ‘Πάμπλο Ντιέγκο Χοσέ Φρανσίσκο ντε Πάουλα Χουάν Νεπομουσένο Μαρία ντε λος Ρεμέντιος Τσιπριάνο ντε λα Σαντίσιμα Τρινιντάντ Ρουίθ ι Πικάσο’: Ο κυβισμός δεν είναι το προκείμενο, αλλά αφορά στη συνολική τακτική λογική. Αν η Γαλλία, έχοντας βρει ψυχολογία, ήταν ο πιο επικίνδυνος αντίπαλος για όλους (πλην Ιταλών, που διαλυμένοι από το σκάνδαλό τους και με την ιδιότητα του φοίνικα στο γονίδιό τους είναι ούτως ή άλλως επικίνδυνοι επειδή ξέρουν από καλό αυτοσαρκασμό), τότε η τακτική έπρεπε να αποτυπωθεί επί χόρτου.

Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράδοξο, η κορυφαία τακτική εμφάνιση των ‘τρικολόρ’ του 2006 ήταν ο ημιτελικός με την Πορτογαλία. Οκτώ ποδοσφαιριστές είχαν κίτρινη κάρτα (εις εξ αυτών, ο Ζιντάν) και θα έχαναν τον τελικό αν τους υποδείκνυε ο διαιτητής Λαριόντα στις 5 Ιουλίου 2006 στο Μόναχο. Ο Ζιντάν έβαλε το πέναλτι στο 33’, η Γαλλία δεν απειλήθηκε ποτέ παρά τη σπουδαία εμφάνιση του νεαρού Κριστιάνο Ρονάλντο, στο τελευταίο στάδιο της μετάβασης του κληροδοτήματος και τελείωσε το ματς με μηδέν κίτρινες.

Βεβαίως, στην περίπτωση του 1998 η τέλεια τακτική εμφάνιση ήταν το 3-0 με τη Βραζιλία, δηλαδή ο τελικός της διοργάνωσης. Αν η ψυχολογία αλλάζει ανάλογα με τα παθήματα του αντίπαλου, τότε εκείνη της ομάδας του Ζακέ ήταν γαμψή σαν μύτη γερακιού.

Προβάδισμα που φαίνεται κολαούζο δε θέλει: Ζιντάν 1998.

Κατηγορία ‘δωσ’ μου ένα τσιγάρο δανεικό’: Κυριολεκτικά, μάλιστα, μια και πριν το παιχνίδι με την Ισπανία και αφού γλίτωσε ένα ατιμωτικό αντίο από το ποδόσφαιρο, ο Ζιντάν έκανε ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι. Σε αυτήν την περίπτωση, δεν υπάρχει σύγκριση, απλώς η ομορφιά της στιγμής, το σπάσιμο του πρωτοκόλλου, η per mare per terram αναζήτηση ενός αγχολυτικού, που η γλυκιά σειρήνα Νικοτίνη αφήνει να διαρρεύσει, όταν την ψάξεις σαν ντίβα που ψάχνει το κολιέ που φορά μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις.

Γαργαντουικό προβάδισμα: Ζιντάν 2006.

Κατηγορία ‘έμποροι πίνουν το κρασί μας’: Αν το 1998 οι Γάλλοι αγωνίζονταν μπροστά στο έθνος τους και ο Ζιντάν, ποδοσφαιριστής τέτοιου διαμετρήματος που ανάγκασε τον Εμέ Ζακέ να κόψει τον Νταβίντ Ζινολά, γινόταν ο απόλυτος ηγέτης της ομάδας για να αφήσει δεύτερο τον Μισέλ Πλατινί, το 2006 η πίεση ήταν ακόμα πιο μεγάλη. Όχι για να πετύχει η εθνική ομάδα, αλλά στο ανθρωπιστικό κομμάτι. Ο Ζιντάν μπήκε μπροστά, με τους στιβαρούς ώμους των Λιλιάν Τιράμ και Πατρίκ Βιεϊρά να τον προφυλάσσουν, ακριβώς όταν η γαλλική ακροδεξιά, μέσω του Ζαν Μαρί Λε Πεν, σημείωνε άνοδο και ο ηγέτης της υποσχόταν ότι στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα θα έπαιζαν μόνο Γάλλοι. Δύσκολοι καιροί για μία χώρα γεμάτη σοβινιστές, αλλά με πολιτισμό ζηλευτό, ακόμα και αν αυτός είχε τη μορφή πεινασμένων μαύρων και μιγάδων στα προάστια.

 

(με υπόκρουση Killers, για το καλό)

Ο Ζιντάν, χωρίς να αρθρώσει πολιτικό λόγο, μόνο με την παρουσία του, μία παρουσία που δεν επέτρεπε ρατσισμό αν και είναι Αλγερινός, έπρεπε να δημιουργήσει ξανά την ελπίδα στις φυλές που οι ρίζες τού επέτρεπαν να νιώθει πιο κοντά και να απομακρύνει τους ιθαγενείς, αν υπάρχουν ιθαγενείς, από τέτοιες αναχρονιστικές ιδέες. Ο σκοπός ήταν πιο ιερός από το να κάνεις βόλτα στην Αψίδα του Θριάμβου και να δοξαστείς για πάντα μπροστά στους συμπατριώτες σου, κάποιοι από τους οποίους 8 χρόνια μετά ήταν έτοιμοι να σε αρνηθούν.

Προβάδισμα που μόνο μυωπία και πρεσβυωπία αποκρύπτουν: Ζιντάν 2006.

Κατηγορία ‘κάνε με σοφό να σε κάνω πλούσιο’: Σε 6 νοκ άουτ ματς, πλην τελικών, η Γαλλία έπαιξε δύο παρατάσεις διαδοχικές (με Παραγουάη και Ιταλία στους ’16’ και τους ‘8’ το 1998), μία διαδικασία των πέναλτι, με Ιταλία το ’98, νίκησε τρεις φορές 1-0, Παραγουάη και Βραζιλία και Πορτογαλία, στους προημιτελικό και ημιτελικό το 2006 και βρέθηκε δύο φορές πίσω στο σκορ: Στη φάση των ’16’ με την Ισπανία στο Παγκόσμιο της Γερμανίας και στον ημιτελικό του 1998 με την Κροατία. Για να βρίσκεται ο Ζιντάν στη θέση που έχει κρατήσει στη συλλογική μνήμη, έπρεπε άλλοι να κάνουν πράγματα. Ο Φρανκ Ριμπερί, παραδείγματος χάρη, να διαλύσει την Ισπανία τιμωρώντας το ελλιπές σκάουτινγκ ριπόρτ, ο Λοράν Μπλαν να σκοράρει με την Παραγουάη. Αλλά η κορωνίδα ήταν ο ημιτελικός του ’98. Κροατία-Γαλλία, με Αλιόσα Ασάνοβιτς να κρατά το φτυάρι και Νταβόρ Σούκερ, το φέρετρο.

Εκεί η Γαλλία βρήκε την πλέον παράδοξη λύση, έναν ήρωα από το πουθενά: τον Λιλιάν Τιράμ. Δεν είναι ότι ισοφάρισε την αναμέτρηση αμέσως μετά το γκολ της ‘χρβάτσκα’, στο 47’, αναγκάζοντας τον εθνικό Κροάτη ηγέτη, Ζβόνιμιρ Μπόμπαν, σε ένα λάθος που μπορεί να κόστισε την πρόκριση στον τελικό, ούτε ότι βρήκε άλλο ένα σουτ στο 69’, που έβαλε τους ‘τρικολόρ’ οριστικά στη θέση του οδηγού. Ή, τουλάχιστον, δεν είναι μόνο αυτά. Το απίθανο στατιστικό που παράγεται, ότι σε 142 συμμετοχές στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα ο Τιράμ έχει σημειώσει… 2 γκολ, είναι όλη η ουσία της ιστορίας.

Χασματικό προβάδισμα: Ζιντάν 1998. 

Κατηγορία ‘δεν έχει πού την κεφαλή κλίναι’: Είναι τρομερό, για ποδοσφαιριστής με τέτοια επίγνωση του σώματός του, με πόδια που έμοιαζαν με αυτόφωτους ζώντες οργανισμούς και ικανότητες που ξεπερνούν εκείνες του 99,8% των ποδοσφαιριστών από την αρχή της ιστορίας, πόσο καθόρισε το κεφάλι του τον Ζινεντίν Ζιντάν. Το γαλλικό κεφάλι, που το βρήκαν δύο σέντρες του Πετί και του Τζορκαέφ σε ισάριθμα κόρνερ στον τελικό του ’98 με τη Βραζιλία, στις 12 Ιουλίου στο Παρίσι, όταν ο Μάριο Λόμπο Ζάγκαλο πλήρωσε το μαρκάρισμα του κοντύτερου Λεονάρντο στο 10 των ‘τρικολόρ’ και το αλγερινό κεφάλι, που κουτούλησε τον Μάρκο Ματεράτσι στο 110’ της παράτασης του τελικού με την Ιταλία, στις 9 Ιουλίου στο Βερολίνο.

Η εθνική Γαλλίας, με τους παίκτες να μη θέλουν τον Ντομενέκ, ο οποίος έμοιαζε με παρανοϊκό μαέστρο με γκρίζα περούκα, είχε την ευκαιρία να ξεπροβοδίσει τον κορυφαίο παίκτη που φόρεσε ποτέ τη φανέλα της με το τρόπαιο του παγκόσμιου πρωταθλητή, στο πιο ευτυχές τέλος θα είχε δημιουργηθεί ποτέ η ποδοσφαιρική ιστορία. Ο Ζιντάν έπαιξε ένα μεγάλο διάστημα του τελικού με ξεβιδωμένο το αριστερό χέρι και… σάλταρε όταν ο Τζιανλουίτζι Μπουφόν, τον οποίο είχε νικήσει με ένα σκαφτό πέναλτι που βρήκε το οριζόντιο δοκάρι, στο 7’, έβγαλε την κεφαλιά του.

(AP Photo/Jasper Juinen)

Όταν, δε, ο Μάρκο Ματεράτσι, σκόρερ του ιταλικού τέρματος στο 19’, τον έπιασε στη φλυαρία (μία φλυαρία που μέχρι σήμερα παραμένει άρρητη, αν στέκει το οξύμωρο), ο Ζιντάν τού έριξε μία κουτουλιά στο στήθος, σαν ταύρος που ξέχασαν έξω από το κλουβί στο Αλγέρι και τρομοκράτησε τον κόσμο. Ποια από τις δύο είναι η μεγαλύτερη στιγμή; Σε ό,τι αφορά την οικονομία του ματς, το 110’ είναι μία κατάσταση στην οποία δικαιούσαι να σκέφτεσαι πως στο χρόνο που απομένει δεν είναι δυνατόν να γίνει κάτι περαιτέρω. Το 1-1 παρέμεινε ως το τέλος, απλώς ο Ζιντάν δεν εκτέλεσε πέναλτι.

Ο Τρεζεγκέ έχασε το δικό του, ο Φάμπιο Γκρόσο έβαλε το πέμπτο ιταλικό και με το 5-3 η ομάδα του Μαρτσέλο Λίπι έγινε παγκόσμια πρωταθλήτρια. Είναι μήπως ότι ο τέταρτος είδε την κουτουλιά από το βίντεο (παρ’ ότι αποκρύφθηκε) και άλλαξε τα δεδομένα τον επόμενο καιρό; Είναι ότι ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής του Παγκόσμιου Κυπέλλου βίωσε το τέλος της καριέρας του με τον πιο συναρπαστικό τρόπο, χάνοντας την ευκαιρία για ένα καταπληκτικό adieu αλλά κερδίζοντας κάτι κατά πολύ ανώτερο, την απόλυτη αποτύπωση της μίας και μοναδικής στιγμής στις μνήμες μας; Είναι οι δύο κεφαλιές, που έδειξαν ότι δεν είναι απλώς ένας θαυμάσιος ποδοσφαιριστής αλλά μία προσωπικότητα υψηλού διαμετρήματος; Είναι αυτό το βίντεο, που έδειξε τον Δεκέμβρη του ίδιου έτους το BBC;

 

Προτιμώ (και το ήξερα ότι προτιμώ) την κουτουλιά στον Ματεράτσι και- παρά την ισοβαθμία, που βγάζει στον αφρό την ομάδα που κέρδισε το τρόπαιο- τον Ζιντάν του 2006 συνολικά. Της δίνω το ελάχιστο πλεονέκτημα, αλλά είναι θεόρατο. Τόσο μεγάλο που αν είχα την ευκαιρία να παιχτεί ο τελικός από την αρχή και να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, πολύ δύσκολα θα αντάλλασσα την κουτουλιά ακόμα και αν μπορούσε κάποιος να εγγυηθεί ότι η Γαλλία θα κατακτούσε το τρόπαιο και ο Ζινεντίν Ζιντάν, ο μέγας Ζινεντίν Ζιντάν, θα έφευγε από το ποδόσφαιρο ως παγκόσμιος πρωταθλητής.

Ανεπαίσθητο προβάδισμα: Ζιντάν 2006.

(κεντρική φωτογραφία: AP Photo/Daniel Maurer)