FOOD & DRINK

Το Bar Vitelli έχει ακόμα κάτι από την αύρα του Νονού

Νιώσαμε για λίγο Κορλεόνε, στο σιτσιλιάνικο μαγαζί που έγιναν γυρίσματα της οσκαρικής ταινίας του Κόπολα.

Αν έχεις δει την πρώτη ταινία του Νονού (1972), φυσικά αναγνωρίσεις το Bar Vitelli, από την πρώτη κιόλας φωτογραφία. Αν πάλι είσαι από εκείνους που δεν θυμούνται τόσο καλά κάποιες λεπτομέρειες, έλα να σε ξεναγήσουμε σε ένα από τα πιο διάσημα μαγαζιά της γειτονικής χώρας. Κυρίως λόγω της οικογένειας Κορλεόνε.

Το σενάριο: Όταν ξέσπασε ένας ανεξέλεγκτος πόλεμος ανάμεσα στις ιταλικές συμμορίες της Νέας Υόρκης στο δεύτερο μισό του 1940, ο Μάικλ Κορλεόνε (Αλ Πατσίνο), γιος του θρυλικού μαφιόζου αρχηγού Βίτο (Μάρλον Μπράντο), αποφάσισε να κρυφτεί σε ένα μικρό χωριό της Σικελίας. Το χωριό αυτό ήταν το Κορλεόνε, τόπος καταγωγής του πατέρα του, το οποίο ευθύνεται και για το επώνυμο που τελικά κόλλησαν στον Βίτο, όταν πρωτοπήγε στην Αμερική.

Ένα μεσημέρι κι ενώ επέστρεφε από το κυνήγι, που είχε πάει μαζί με τους δύο σωματοφύλακές του, ο Μάικλ συναντά τυχαία στο δρόμο μια πανέμορφη νεαρή Ιταλίδα. Δίχως να προλάβει να μάθει έστω το όνομά της, κάθεται στο μπαρ του Βιτέλι, όπου η παρέα του αρχίζει να κάνει ερωτήσεις στον μαγαζάτορα για το κορίτσι που συνάντησαν.

Εκείνος αντιλαμβάνεται σχεδόν αμέσως πως μιλούν για την κόρη του και τσαντισμένος πηγαίνει προς τα μέσα. Όταν πια καταλαβαίνει πως αυτός που ενδιαφέρεται για εκείνη είναι ο γιος του Βίτο Κορλεόνε, βγαίνει έξω, συνομιλούν και ο Μάικλ του κάνει μια πρόταση που δεν μπορούσε να αρνηθεί, ζητώντας την κόρη του σε γάμο.

H πραγματικότητα: Το χωριό Κορλεόνε, στο οποίο κρύβεται ο Κορλεόνε στην ταινία του Κόπολα υπάρχει μεν, αλλά τα γυρίσματα του Νονού δεν έγιναν εκεί. Ο λόγος ήταν γιατί το συγκεκριμένο χωριό είχε πιο σύγχρονα κτίρια (και πιο πολλά) από εκείνα που ήθελε στην ταινία του ο σκηνοθέτης, μιας και αυτή αναφέρεται στην περίοδο 1940-50.

Αντ’ αυτού, λοιπόν, επιλέχθηκε για τα γυρίσματα ένα μικρό ορεινό χωριουδάκι, μερικά χιλιόμετρα έξω από την Ταορμίνα της Σικελίας. Η γραφική Σαβόκα ήταν αυτή που φιλοξένησε το καστ του Νονού, με το Bar Vitelli να παραμένει απαράλλαχτο στο ίδιο ακριβώς σημείο, ανοιχτό μέχρι και σήμερα. Μάλιστα, το σημείο και το τραπέζι όπου καθόταν ο Μάικλ Κορλεόνε έχει γίνει πλέον το αγαπημένο σποτ των τουριστών για φωτογραφίες με μαφιόζικο αέρα.

Η επίσκεψή μας στο θρυλικό αυτό μπαρ, ήταν μια πρόταση που δεν μπορούσαμε να αρνηθούμε. Αν ταξιδέψεις στη Σικελία και είσαι φαν των ταινιών του Κόπολα, τότε δεν υπάρχει περίπτωση να μην το βάλεις στην to-do-list σου. Η αλήθεια είναι πως το να φτάσεις στη Σαβόκα είναι λίγο δύσκολο, αν δεν νοικιάσεις αυτοκίνητο. Κι αυτό γιατί δεν υπάρχει συχνή συγκοινωνία, παρά μόνο ένα λεωφορείο που περνάει μόλις τρεις φορές την ημέρα (πρέπει να τσεκάρεις τα δρομολόγια).

Έτσι, θα πρέπει να φτάσεις στο σταθμό τραίνου της Santa Teresa Di Riva κι από εκεί είτε να πάρεις ταξί (περίπου 20 ευρώ) μέχρι τη Σαβόκα, είτε (αν είσαι τυχερός) να κάνει auto-stop. Φυσικά υπάρχουν και κάποια Godfather Tours (περίπου στα 40 ευρώ) που σε πηγαίνουν σε όλες τις τοποθεσίες που έγιναν γυρίσματα για το ‘Νονό’.

Στη διαδρομή για τη Σαβόκα είναι λες και αφήνεις πίσω σου τον πολιτισμό. Το χωριό των περίπου 1000 μόνιμων κατοίκων είναι περιτριγυρισμένο από αμπέλια και μεγάλες πράσινες εκτάσεις, ενώ όσο ανεβαίνεις υψόμετρο η θέα προς τη θάλασσα είναι απλά μοναδική. Είναι λες και όντως το έχει επιλέξει κάποια σιτσιλιάνικη μαφιόζικη οικογένεια για καταφύγιό της.

Φτάνοντας στην κεντρική πλατεία του χωριού, την Piazza Fossia, θα συναντήσεις μια περίεργη κατασκευή με τη φιγούρα του Φράνσις Φορντ Κόπολα, να κρατάει την κάμερά του. Η Σαβόκα φυσικά οφείλει στον Αμερικανό σκηνοθέτη το 100% της αναγνωρισιμότητας της. Η θέα από την κεντρική πλατεία του χωριού πραγματικά κόβει την ανάσα. Αν κοιτάξεις στο βάθος, θα δεις και μια γνώριμη εκκλησία. Είναι η εκκλησία της Santa Lucia (ή San Nicolò στην ταινία του Κόπολα) χτισμένη το 14ου αιώνα μ.Χ., στην οποία ο Μάικλ τελικά παντρεύτηκε την κόρη του Βιτέλι, την Απολλωνία.

Εμείς, όμως, βρισκόμασταν εκεί για το Bar Vitelli. Μαζί με εμάς και δεκάδες τουρίστες που έφταναν συνεχώς στο σημείο για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Πριν την προβολή του Νονού, στο χωριό αυτό έρχονταν (εκτός από τους μόνιμους κατοίκους) μόνο όσοι ήθελαν να προσκυνήσουν την εκκλησία της Santa Lucia. Πλέον οι τουρίστες είναι πολλοί περισσότεροι από τους ντόπιους.

Υπό τους ήχους του γνωστού theme του Νονού (παίζει σε λούπα συνέχεια στο Vitelli) κάτσαμε σε ένα από τα τραπέζια της αυλής και παραγγείλαμε μία δροσερή γρανίτα λεμόνι, το best seller του μαγαζιού. Όπως μας είπαν οι ιδιοκτήτες και ο ίδιος ο Κόπολα συνήθισε να παραγγέλνει καθημερινά μια γρανίτα λεμόνι στα διαλείμματα των γυρισμάτων της ταινίας του.

Η επιγραφή Italia Pilsen βρίσκεται στο ίδιο ακριβώς σημείο, όπως και τα κρόσια στην είσοδο του μαγαζιού, ένα σποτ που συνεχώς ήταν γεμάτο με κόσμο που έβγαζε φωτογραφίες. Προφανώς δεν γινόταν να μη βγάλω κι εγώ μία εκεί.

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Giannis Bairaktaris (@gbaira) στις

Μπαίνοντας στο εσωτερικό του Vitelli είναι λες και βρίσκεσαι στο μουσείο του ‘Νονού’. Παντού υπάρχουν φωτογραφίες από τα γυρίσματα που έγιναν εκεί, από τον Βίτο και τον Μάικλ Κορλεόνε, από τους ιδιοκτήτες αγκαλιά με τους ηθοποιούς, καθώς επίσης και διάφορα αναμνηστικά του Νονού (από πιάτα μέχρι μπουκαλάκια με limoncello) με τη χαρακτηριστική επιγραφή ‘You can find ONLY here’, προτρέποντας τους τουρίστες να τα αγοράσουν.

Εντάξει, λογικό να προσπαθούν να εκμεταλλευτούν το οτιδήποτε. Σε γενικές γραμμές πάντως, οι τιμές ήταν φυσιολογικές όσον αφορά τα ροφήματα (η γρανίτα λεμόνι ήταν στα 3.50 ευρώ). Δεν συνέβαινε, όμως, το ίδιο με τα φαγητά, με τις τιμές εκεί να ξεφεύγουν κατά πολύ.

Όση ώρα κι αν κάτσεις στο Bar Vitelli, δεν το χορταίνεις. Η αύρα του Νονού βρίσκεται ακόμα εκεί, ολοζώντανη, έτοιμη να σε παρασύρει στους σιτσιλιάνικους μυστήριους ρυθμούς της. Λίγο πριν αποχωρήσουμε από τη Σαβόκα, κάναμε και μια μικρή βόλτα στα υπέροχα, μεσαιωνικά και άκρως φωτογραφικά δρομάκια της.

Παρά τους δεκάδες τουρίστες που δέχεται καθημερινά, ο χαρακτήρας του μικρού αυτού χωριού έχει καταφέρει να παραμείνει αναλλοίωτος. Πώς να μην το ερωτευτεί ο Κόπολα;