AP
ΙΣΤΟΡΙΑ

111 χρόνια πριν, η Μόνα Λίζα εκλάπη από το Λούβρο

Η ιστορία ενός Ιταλού ξυλουργού που ήθελε να επιστρέψει τον πίνακα στην πατρίδα του, στον τόπο όπου δημιουργήθηκε.

Το πρωί της 22ης Αυγούστου 1911 ο Γάλλος ζωγράφος Louis Béroud φτάνει στο Μουσείο του Λούβρου για να ζωγραφίσει μερικά αντίτυπα της Μόνα Λίζα και να τα πουλήσει στους επισκέπτες του χώρου. Αυτή τη φορά, όμως, παρατηρεί ότι κάτι δεν πάει καλά. Ο πίνακας λείπει από τη θέση του.

Με μιας απευθύνεται στους φύλακες του μουσείου, οι οποίοι, όμως, τον καθησυχάζουν, λέγοντάς του πως το πιο πιθανό είναι να βρίσκεται για συντήρηση. Γρήγορα, όμως, διαπιστώνεται πως η Μόνα Λίζα του Leonardo da Vinci έχει κλαπεί. Στο Λούβρο σημάνει συναγερμός.

Όλες οι πόρτες σφραγίζονται, προκειμένου να βρεθεί ο κλέφτης. Εκείνος, όμως, έχει προλάβει να το σκάσει. Το θέμα παίρνει αμέσως εθνικές διαστάσεις. Τα σύνορα κλείνουν και η κλοπή του διάσημου πίνακα γίνεται πρώτο θέμα σε όλες τις γαλλικές εφημερίδες. Οι Γάλλοι βρίσκονται σε σοκ.

Πολλοί, μάλιστα, εξ αυτών φτάνουν έξω από το Μουσείο του Λούβρου, το οποίο παραμένει κλειστό και αρχίζουν να κλαίνε γοερά. Ένα σήμα κατατεθέν του Παρισιού και της Γαλλίας έχει εξαφανιστεί. Και κανείς δεν ξέρει πού μπορεί να βρίσκεται.

Οι άκαρπες προσπάθειες να βρεθεί η Μόνα Λίζα

Μία από τις πρώτες ενέργειες της γαλλικής κυβέρνησης είναι να θέσει σε διαθεσιμότητα τον διευθυντή του μουσείου, Théophile Homolle, ο οποίος όλο το προηγούμενο διάστημα καυχιόταν πως κανείς δεν μπορεί να κλέψει τη Μόνα Λίζα.

Την υπόθεση αναλαμβάνει η αστυνομία, με επικεφαλής τον επιθεωρητή Louis Le Pen. Εκείνος σχεδόν αμέσως αντιλαμβάνεται πως πρόκειται για κλοπή, καθώς κάτω από μια σκάλα βρίσκει τη κορνίζα του πίνακα. Οι έρευνες αρχικά στρέφονται στους κατώτερους υπαλλήλους στο μουσείο και σε διάφορους φουτουριστές καλλιτέχνες του Παρισιού που υπόκεινται αρνητικά στην παραδοσιακή τέχνη.

Μερικές εβδομάδες αργότερα, οι ελπίδες των Γάλλων αναπτερώνονται όταν γίνεται γνωστό πως οι γαλλικές αρχές συλλαμβάνουν ως υπόπτους τον Γαλλοπολωνό ποιητή Guillaume Apollinaire και τον ανερχόμενο ζωγράφο Pablo Picaso. Για κανέναν από τους δύο, όμως, δεν βρίσκονται περισσότερα στοιχεία και αφήνονται ελεύθεροι.

Οι έρευνες συνεχίζονται για τα επόμενα δύο χρόνια και παρά το γεγονός πως το γαλλικό κράτος επικυρήσσει τους ληστές με μεγάλα ποσά, εκείνοι παραμένουν άφαντοι, το ίδιο και ο πίνακας. Όλα αλλάζουν, όμως, στις 29 Νοεμβρίου 1913, όταν ένας Ιταλός γκαλερίστας λαμβάνει ένα γράμμα από το Παρίσι. Αποστολέας του είναι κάποιος Leonardo Vincenzo, ο οποίος του γράφει πως έχει στην κατοχή του τη Μόνα Λίζα και σκέφτεται να τη δωρίσει στην Ιταλία, με μια μεγάλη αμοιβή ωστόσο.

Ο ληστής που ήθελε να γυρίσει τον πίνακα «σπίτι του»

Ο γκαλερίστας σοκαρίζεται και κλείνει ραντεβού με τον Vincenzo για τις 10 Δεκεμβρίου στη Φλωρεντία. Και ενώ αρχικά δεν πιστεύει τη θεωρία του, τελικά πείθεται όταν βλέπει την αυθεντική Μόνα Λίζα στο ξενοδοχείο στο οποίο διαμένει ο ληστής. Εκείνος ειδοποιεί τους Καραμπινιέρους που φτάνουν στο σημείο και συλλαμβάνουν τον παράνομο κάτοχο του πίνακα.

Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, διαπιστώνεται πως είναι τριάντα ετών, κατάγεται από το Κόμο και για μερικούς μήνες δούλεψε ως ξυλουργός στον Λούβρο. Μόλις αντιλαμβάνονται τα κίνητρά του οι Ιταλοί, ξεσπά ένα μεγάλο κύμα συμπαράστασης στο πρόσωπό του. Οι περισσότεροι θεωρούν πως επρόκειτο για μια πατριωτική πράξη ενός ανθρώπου που ήθελε να φέρει τη Τζοκόντα εκεί όπου δημιουργήθηκε.

Οι δικαστές τον αντιμετωπίζουν ελαστικά και τον καταδικάζουν σε μόλις μερικούς μήνες φυλάκισης. Η Μονά Λίζα παραμένει για ένα μήνα στην Ιταλία όπου και εκτίθεται σε αρκετά μουσεία της χώρας, με εκατομμύρια Ιταλών να τα επισκέπτονται για να τη θαυμάσουν. Στις 31 Δεκεμβρίου 1913, 60 χιλιάδες άνθρωποι την κατευοδίζουν στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μιλάνου.

Ο πίνακας ταξιδεύει υπό τεράστια μέτρα ασφαλείας και στις 4 Ιανουαρίου 1914 τελικά εγκαθίσταται και πάλι στο Λούβρο, όπου και εκτίθεται ως σήμερα.