Dimitris Kapantais / SOOC
ΓΕΥΣΗ

Τα hip μαγαζιά της Αθήνας πληθαίνουν. Εμείς μπορούμε να φάμε σε αυτά;

Συζητάμε με δύο δημοσιογράφους για το αν τελικά, οι Αθηναίοι έχουν όντως την οικονομική άνεση να βγαίνουν για φαγητό στα νέα εστιατόρια που ανοίγουν στην πόλη.

Η έξοδος σε ένα εστιατόριο είναι μια μορφή διασκέδασης και κοινωνικοποίησης. Δεν είναι μόνο το φαγητό, αλλά το γενικότερο κλίμα αυτό που συμβάλλει τελικά στην εμπειρία. Βγαίνουμε, για να γίνουμε κι εμείς κομμάτι της αθηναϊκής γαστρονομικής σκηνής, να σχηματίσουμε τη δική μας γνώμη για ένα καινούργιο μαγαζί, να δοκιμάσουμε την κουζίνα ενός μάγειρα που έχει κάτι να πει, να πιούμε ιδιαίτερα κρασιά και τελικά να γίνουμε για λίγο κοινωνοί μίας εμπειρίας που κάποιος άλλος δημιούργησε για εμάς. Και παρά τις αντιξοότητες που κλήθηκε να αντιμετωπίσει τα τελευταία χρόνια η εστίαση, βλέπουμε συνεχώς νέες προσθήκες στον χάρτη της Αθήνας.

Η κουζίνα της γιαγιάς δοσμένη με νέο, μοντέρνο τρόπο, οι ανοιχτές φωτιές, τα κρασιά του ελληνικού αμπελώνα, τα μενού που προσπαθούν να εντάξουν τάσεις και ανάγκες για πιο αληθινό φαγητό. Όλα αυτά είναι κουτάκια που θέλουν να τικάρουν αρκετά από τα καινούργια εστιατόρια που ανοίγουν στην πόλη. Την ίδια στιγμή όμως με τα γαστρονομικά άλματα που γίνονται στην Αθήνα, οι κάτοικοι της πρωτεύουσας έρχονται αντιμέτωποι με μία κοινή παραδοχή: πόσο αντέχει το budget τους για να τρώνε έξω;

Γίνεται μια συζήτηση για το αν υπάρχουν value for money μαγαζιά. Η απάντηση δεν είναι τόσο απλή, καθώς στην εξίσωση μπαίνουν αρκετοί παράγοντες. Με μία πρώτη σκέψη, μπορούμε να πούμε πώς τα παλιά μαγειρεία και οι ταβέρνες αποτελούν τις πιο οικονομικές επιλογές για την έξοδο των περισσοτέρων. Από την άλλη όμως, οτιδήποτε παλιό ή κλασικό που μπορεί να είναι φθηνό, δε σημαίνει απαραίτητα ότι είναι και ποιοτικό.

Δεν είναι λίγοι οι εστιάτορες που κάνουν εκπτώσεις στις πρώτες ύλες για να μειώσουν το κόστος, νιώθοντας εγκλωβισμένοι στις επιχειρήσεις τους που πρέπει να κρατηθούν πάση θυσία γιατί είναι η μοναδική δουλειά που ξέρουν να κάνουν. Οι νεότεροι μάγειρες βρήκαν το κενό μεταξύ ελληνικής κουζίνας και καλής πρώτης ύλης, για να παρουσιάσουν πιάτα που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε στην καλύτερη δυνατή εκδοχή τους. Και κάπως έτσι, ένα πατσίτσιο μπορεί να κοστίζει 15 ευρώ. Νοστιμότατο αλλά 15 ευρώ (!).

Η αγαπημένη και πιο «ακριβή» μου έξοδος στην Αθήνα είναι ένα γαλλικό εστιατόριο πίσω από την αμερικανική πρεσβεία. Άριστη εξυπηρέτηση, συνέπεια στη γεύση, ευγενικό σέρβις και ένας από τους πιο ωραίους αστικούς κήπους το καλοκαίρι. Ξέρεις πάντα τι θα πληρώσεις ανάλογα με το τι θα πάρεις, φεύγεις χορτάτος και σίγουρα ικανοποιημένος με τη σχέση ποιότητας – τιμής. Και νιώθεις αυτό το pampering που θέλεις από ένα εστιατόριο σαν καλεσμένος. Σήμερα, καλούμαι να πληρώσω μίνιμουμ 40 ευρώ για να φάω σε γαστροταβέρνες, μοντέρνα καφενεία, wine restaurants και μπιστρό τα οποία προσδιορίζονται ως comfort, απλά και casual.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, τον περασμένο Ιανουάριο, ο μέσος μισθός στην Ελλάδα είναι περίπου 1.176 ευρώ. Αν κανείς νοικιάζει ένα σπίτι στην Αθήνα, γύρω στα μισά από αυτά (στην καλύτερη περίπτωση) φεύγουν στο ενοίκιό του. Αν κανείς αθροίσει και τους λογαριασμούς της ενέργειας, ακόμα κι αν αμείβεται με τον μέσο -όχι τον κατώτατο- μισθό, τα χρήματα που μένουν στην άκρη για τη διασκέδαση, ψυχαγωγία και τις εξόδους του είναι πραγματικά ελάχιστα.

Αστικός τουρισμός και εστίαση

Για τη δημοσιογράφο Αφροδίτη Γκόγκογλου, εδώ και κάποια χρόνια, και η εστίαση στην Αθήνα λειτουργεί με όρους «τουριστικού λούνα πάρκ». «Μπορεί να φταίει η επέλαση του MasterChef, μέσω της οποίας κανονικοποιήθηκαν όροι όπως το “umami”, οι “ενδιαφέρουσες υφές” και ο κόλιανδρος που “ακούγεται” ή “δεν ακούγεται”. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι, δίνοντας 40 – 60 ευρώ το άτομο (σε μέσα εστιατόρια, όχι Michelin-άτα που μιλάμε για 170άρια μες στο νερό), θα φας, από συμπαθητικά έως καλά, σε μαγαζιά που, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, είναι σαφές ότι απευθύνονται (και από την άποψη της νοοτροπίας και service) σε hip φασαίους τουρίστες, που νοικιάζουν μέσω Airbnb γκαρσονιέρες έναντι και εκατοντάδων ευρώ τη βραδιά, φέρνουν εύκολα λεφτά και έφτασαν στην Αθήνα από πόλεις όπως το Τόκιο ή το Λονδίνο, που οι άνθρωποι καταπίνουν το φαγητό τους αμάσητο, γιατί από πίσω τους περιμένουν ουρές» εξηγεί και προσθέτει:

«Ο αστικός τουρισμός, στο fancy περιτύλιγμά που βολεύει τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων εστίασης, δεν είναι (στη συντριπτική του πλειοψηφία) τίποτα παραπάνω από overpriced φύκια για μεταξωτές κορδέλες όπως διαχρονικά (και με λίγες εξαιρέσεις) συμβαίνει με τον τουρισμό σε αυτή τη χώρα. Από τα irrelevant σεβίτσε και τα άνοστα, γλιτσερά tataki μοσχαριού εκτός τόπου, χρόνου και budget, το αξιοπρεπές streetfood, οι εμβληματικές ταβέρνες και τα -πάντα- value for money σουβλάκια παραμένουν οι πιο αξιόπιστες επιλογές. Για τους Αθηναίους που αμείβονται με τον κατώτατο, ούτε λόγος για κανονική έξοδο για φαγητό».

Το κυνήγι του hype

Η Λένα Γκόβαρη, δημοσιογράφος, θεωρεί πως το γεγονός ότι σχεδόν κάθε εβδομάδα «μετράμε μια ακόμη φαντασμαγορική άφιξη για την οποία θα μιλάει όλη η -γνωστή για τη λογοδιάρροια και τον ασυγκράτητο ενθουσιασμό της- Αθήνα, είναι ενδεικτικό πως είμαστε από τα πιο ευπροσάρμοστα όντα».

Με τη μεγαλύτερη διάσπαση προσοχής και βαρεμάρα. «Όσο οι άνθρωποι της εστίασης αποφάσισαν να εισαγάγουν νέα δαιμόνια στο χάρτη της εξόδου πασπαλισμένα με γλαφυρά (και συχνά απόλυτα επιτηδευμένα) concept τόσο μας μετέφεραν από το fine dining στον ξυλόφουρνο της γιαγιάς με ενδιάμεσους σταθμούς την Κίνα και τα ελληνικά μποστάνια. Ταυτόχρονα, οι άνθρωποι των media ρίχναμε λάδι στη φωτιά με ακατάσχετη αμετροέπεια αποθεώνοντας “νέες αφίξεις”…που δεν είχαν καν ανοίξει. Κάπως έτσι, η εστίαση κυνηγούσε ολοκαίνουρια hype μέχρι να καταλαγιάσουν και αυτά, τα media κυνηγούσαν την ουρά τους -και τα hype-, ενώ το κοινό κυνηγούσε συγκινήσεις σε αχαρτογράφητα νερά, οι οποίες παρεμπιπτόντως φαινόντουσαν ωραίες στο Instagram».

«Οδεύει η εστίαση της χαοτικής μας πόλης να γίνει ένα ακατάπαυστο σκρολάρισμα στο Tik Tok όπου κάτι νέο σου ξεπετάγεται χωρίς να το έχεις καν αναζητήσει; Πώς μπορούμε να υιοθετήσουμε το slow living και την επίγνωση όταν δεν μπορούμε να συνδεθούμε πάνω από μια φορά με ένα μαγαζί; Πότε καλούμαστε ουσιαστικά να “ταξιδέψουμε” πέρα την καθησυχαστική μας ζώνη και πότε το ολόφρεσκο κεφάλαιο είναι μιμητής του παλιού με διαφορετικό αμπαλάζ; Πόση εμπιστοσύνη να δείχνουμε στους κομιστές οποιουδήποτε νεωτερισμού όταν πρόκειται για την εμπειρία του φαγητού- ποτού; Σε μια εποχή φρενίτιδας, ακατάσχετης πληροφορίας και ματαιοδοξίας, θα τολμήσω να διατυπώσω πως το ζητούμενο δεν είναι μια ολοκαίνουρια πολύ-ψαγμένη-μαγαζάρα που εν μέσω ελαιογραφιών σερβίρει μυδοπίλαφο υπό τους ρυθμούς garage rock. Ίσως, χρειαζόμαστε ένα στέκι που θα βάλει στην άκρη τις hype προκαταλήψεις και θα μας χαρίσει την πολυτέλεια του χρόνου να το γνωρίσουμε. Ίσως, όχι μέσα από την οθόνη του κινητού μας ποστάροντας stories» καταλήγει.

Φαίνεται πως η έξοδος για φαγητό γίνεται ξανά μία μικρή πολυτέλεια. Δεδομένου, λοιπόν, ότι έχουμε συγκεκριμένα χρήματα να διαθέσουμε, ας το κάνουμε σε εκείνα τα εστιατόρια που νιώθει ο καθένας μας ότι το αξίζουν.