Eurokinissi
LIVE

Οι συναυλίες που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ στο θέατρο του Λυκαβηττού

Με αφορμή την επικείμενη επαναλειτουργία του ιστορικού χώρου, θυμόμαστε με νοσταλγία κάποιες από τις πιο δυνατές στιγμές που έχουμε ζήσει εκεί.

Για πολλά χρόνια, για όσους είναι εκεί λίγο πάνω από τα 30, το ανοιχτό θέατρο του Λυκαβηττού ήταν κάπως σαν μια εξιδανικευμένη ανάμνηση: Ο τέλειος συναυλιακός χώρος, το μέρος που έχουμε ζήσει τόσες ωραίες βραδιές και ξαφνικά το χάσαμε, ένα από τα πολλά στέκια που μας λείπουν στην πόλη.

Ώσπου πριν λίγες μέρες, τα ευχάριστα νέα για την επικείμενη επαναλειτουργία του αυτό το καλοκαίρι, έφεραν ένα χαμόγελα χαράς σε όσους έχουν συνδέσει μερικά από τα πιο ωραία βράδια της ζωής τους με αυτό το χώρο.

Παρακάτω, μερικές τέτοιες αναμνήσεις, εν αναμονή πια των επόμενων που περιμένουν να γραφτούν.

Στον Lou Reed, τον Ιούλιο του 2000, ο Θεοδόσης Μίχος

Λυκαβηττός Eurokinissi

Λεφτά για εισιτήριο δεν υπήρχαν, ούτε όμως και περίπτωση να μη δω για πρώτη (και τελευταία, δυστυχώς) φορά τον Lou Reed επί σκηνής, έστω από τα «βραχάκια». Αυτούς τους ξακουστούς βράχους περιμετρικά του θεάτρου του Λυκαβηττού, που μερικές φορές νόμιζες ότι μάζευαν άλλους τόσους απ’ όσους ήταν στις κερκίδες και την αρένα του.

Από το live καθαυτό δε θυμάμαι απολύτως τίποτα, ούτε setlist, ούτε highlights, ούτε αν ο Lou Reed έπαιξε και Velvet Underground, ούτε αν είχε κέφια. Δε θυμάμαι καν αν έπαιξε μπροστά σε πολύ ή πάρα πολύ κόσμο.

Το μόνο που θυμάμαι πεντακάθαρα (ίσως μάλιστα αυτή να είναι γενικά η πιο έντονη ανάμνηση που έχω από τις δεκάδες συναυλίες που είδα εκεί πάνω) είναι να κοιτάζω κάποια στιγμή προς τα δεξιά, να χαζεύω τα «τσαμπιά» του κόσμου που «κρέμονταν» από τα βραχάκια, κλασικά εικονογραφημένα δηλαδή μέχρι που ξαφνικά στην άλλη άκρη είδα να πέφτει ένα σκούρο, κάπως άμορφο, σίγουρα όμως μεγάλο αντικείμενο και να προσγειώνεται στο έδαφος πίσω από τις κερκίδες. Και ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά να τρέχουν προς τα εκεί νοσηλευτές. Ναι, ήταν άνθρωπος.

Όπως κάθε άλλη φορά στα σχεδόν 23 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από εκείνο τον Ιούλιο του 2000, έτσι και τώρα που συζητάμε πάλι για τον Λυκαβηττό, ψάχνω, ψάχνω αλλά δε βρίσκω την παραμικρή αναφορά online για αυτό το περιστατικό. Κάτι που δεν αποκλείεται να σημαίνει ότι αφού το θυμάμαι, δεν το έζησα.

Με σατανικό κόλπο στους Radiohead το 2000 ο Θοδωρής Κανελλόπουλος

Θα τα πω όπως τα θυμάμαι. Το 2000 ήμουν 16 και ήταν τρομερά δύσκολο να βρω 12.000 δραχμές για να αγοράσω εισιτήριο για τους Radiohead. Αν δεν κάνω λάθος, το θρυλικό Ποπ & Ροκ λίγες μέρες πριν από τη συναυλία είχε κυκλοφορήσει με ένα από τα πιο ολοκληρωμένα τεύχη του με τον Thom Yorke στο εξώφυλλο κάπως στραβωμένο· το πήρα, το ξεκοκάλισα συνοδεία του ΟΚ Computer, με έκανε να θέλω να τους δω απεγνωσμένα.

Το 2000 οι Radiohead ήρθαν στην Αθήνα για δύο live. Δευτέρα 26 και Τρίτη 27 Ιουνίου. Τότε δεν είχαμε ίντερνετ, παρά μόνο fomo, όπως καταλαβαίνετε. Μπορεί να μην είχα μάθει καν τι συνέβη τη Δευτέρα, μπορεί να έμαθα κάποια πληροφορία από τις εκπομπές του Rock FM, το θέμα είναι ότι την Τρίτη 27 Ιουνίου έπρεπε πάση θυσία να ανέβω στον Λυκαβηττό.

Φυσικά και ήταν sold out. Αφού φτάσαμε από το Μπουρνάζι στο Κολωνάκι, έπρεπε να δούμε πώς πάμε στο θέατρο. Ήμουν 16, δεν έπαιζα την Αθήνα στα δάχτυλα. Στην Τσακάλωφ ξεκίνησα να ακολουθώ έναν τύπο που φορούσε μια μαύρη μπλούζα με ένα μεγάλο Ρ – από τους Portishead. Μεγάλη ανηφόρα, φειδωτός δρόμος, εντάξει τι σημασία είχε θα πηγαίναμε για πρώτη φορά στον Λυκαβηττό και μάλιστα για τους Radiohead. Ήμουν με έναν συμμαθητή μου και αποφασίσαμε να πάμε αρχικά προς την είσοδο, να δούμε μήπως γίνει κάποιο ντου αφού δεν είχαμε εισιτήριο και αν δεν, να παίρναμε τον ακόμα πιο ανηφορικό και δύσβατο δρόμο για τα «βραχάκια» που ήδη ήταν γεμάτα.

Για αδιανόητη καλή μας τύχη, εκεί απέξω πετύχαμε την Ε. συμφοιτήτρια στην ΑΣΟΕΕ της αδερφής του συμμαθητή μου και ετοιμαζόταν να μπει. Η μητέρα της Ε. δούλευε στην Ελευθεροτυπία, που μέσω του περιοδικού Ε ήταν χορηγοί επικοινωνίας και είχαν προσκλήσεις. Με το που την ενημερώσαμε για το status μας, σκέφτηκε το εξής φοβερό. Μπήκε μέσα με τη φίλη της και μετά βγήκε τάχα μου κάτι να κάνει έξω, δίνοντάς μας το ένα εισιτήριο. Το κόλπο δούλεψε, το κάναμε άλλη μία φορά και μετά ήρθε η σειρά μου. Μπήκα τελευταίος, και η αγωνία μου είχε φτάσει σε διαγαλαξιακά επίπεδα, μην τυχόν και πάει κάτι στραβά, με τσακώσουν οι «ντουλάπες» στην πόρτα και με στείλουν απευθείας στα βραχάκια, που όπως είπαμε και πιο πάνω, ήταν φίσκα.

Ευτυχώς όλα πήγαν τέλεια. Μπήκαμε, κάτσαμε ψηλά, λίγο μετά τα φώτα έσβησαν, όταν άναψαν τα θυμάμαι κόκκινα, η μπάντα από την Οξφόρδη ξεκίνησε να παίζει το “Optimistic” και τίποτε άλλο πια δεν είχε σημασία.

Motorhead το 2002 για τον Γιώργο Ρομπόλα

Δεν ήταν η πρώτη τους συναυλία στην Αθήνα, ούτε η τελευταία. Ίσως, μάλιστα, δεν ήταν καν η καλύτερη συναυλία των Motorhead επί ελληνικού εδάφους. Στο δικό μου μυαλό πάντως είναι σίγουρα εκείνη που δε θα ξεχάσω ποτέ. Για λόγους που, βέβαια, κανείς δε θα περίμενε.

Η 22η Ιουλίου του 2002 είναι ταυτισμένη με ένα από τα μεγαλύτερα συναυλιακά «ντου» που έγιναν τα τελευταία 25 χρόνια στην Αθήνα. Το είδα να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου, αφού έφτασα αργοπορημένος, έχοντας πρώτα ανέβει τρέχοντας όλον τον λόφο μέχρι το θέατρο του Λυκαβηττού.

Μεταλλάδες, πανκιά και γνωστές φάτσες του «χώρου» πήδηξαν τα κάγκελα και μπούκαραν στη συναυλία. Ακόμα και οι τρομακτικοί πορτιέρηδες της εποχής τα χρειάστηκαν με το ανθρώπινο ποτάμι. Έτσι, έκαναν στην άκρη για να περάσουν οι αφηνιασμένοι «τζαμπατζήδες» που έπιναν νερό στο όνομα του Lemmy.

Μετά τη συναυλία το τοπίο ήταν μετα-αποκαλυπτικό: κλούβες των ΜΑΤ, σπασμένα αυτοκίνητα και ένα όχημα της πυροσβεστικής να έχει πάρει φωτιά. Στο live κρατήθηκαν κάποιες σταθερές: οι Motorhead όργωσαν τη σκηνή, το κοινό τους αποθέωσε όταν έπαιξαν το Metropolis (με παραλλαγή σε Acropolis), στις πρώτες σειρές δεν πλησίαζες αφού κινδύνευες με τραυματισμό.

Εγώ από την άλλη δυσκολεύομαι, μέχρι σήμερα, να ξεχάσω το βλέμμα του πορτιέρη. Όταν πλησίασα μετά το ντου στην είσοδο του θεάτρου, κρατώντας δειλά αλλά σε εμφανές σημείο το εισιτήριό μου, γύρισε και μου είπε σε τόνο αποδοκιμασίας: «Ρε φίλε, έχει μπει μέσα όλη η Αθήνα, εσένα θα αφήσω έξω;»

Τους Placebo το 2003 ο Κωνσταντίνος Αμπατζής

Έχω δει αρκετά live στον Λυκαβηττό, έχω φάει την κίνηση που κολλούσες να ανέβεις (με ταξί κυρίως, αφού τα περισσότερα χρόνια δεν οδηγούσαμε), έχω βρεθεί σε συναυλία του Μιχάλη Χατζηγιάννη στα βραχάκια απλά και μόνο για να συναντήσω το κορίτσι που μου άρεσε.

Για κάποιο λόγο όμως, το live που δε θα ξεχάσω ποτέ ήταν αυτό των Placebo, 20 χρόνια πριν, όταν ο Brian Molko είχε ακόμα κοντό μαλλί και όρεξη και οι συναυλίες τους είχαν μια τρομερή σύνδεση με το κοινό και μπόλικη ενέργεια.

Δεν ήταν το καλύτερο live που είδα εκεί, δεν είναι καν ένα από τα αγαπημένα μου συγκροτήματα οι Placebo, αλλά εκείνο το βράδυ κάτι είχε, κάπως ο κόσμος που βρέθηκε εκεί συνδέθηκε και πέρασε γαμώ και στο τέλος της βραδιάς, αυτό έχει περισσότερη σημασία.

Radiohead το 2000 αλλά με εισιτήριο για τον Χρήστο Δεμέτη

iStock

Ιούνιος του 2000. 26 Ιουνίου για την ακρίβεια, εγώ μόλις έχω τελειώσει τον μαραθώνιο των πανελλαδικών, τότε που δίναμε 9 μαθήματα συνολικά και την προηγούμενη χρονιά είχαμε δώσει 13, γιατί αν δε γίνουν πειράματα σε αυτή τη χώρα, σε ποια χώρα θα γίνουν; Τους Radiohead τους έμαθα από το ραδιόφωνο. Παλιός καλός rock fm και λίγο Ατλαντίς, δισκάδικα στο κέντρο, 7+7 στο Μοναστηράκι, και το OK Computer να παίζει ξανά και ξανά στο φορητό CD-Player μου το οποίο η gen-z αντιμετωπίζει πλέον ως σπάνιο, συλλεκτικό αντικείμενο.

Με μπόλικα νεύρα που είχα χάσει το live των Rage Against the Machine λόγω διαβασμάτων (είχαν παίξει 2 εβδομάδες νωρίτερα), αλλά και φοβερή αγωνία για να φωνάξω I’m a creeeeeeeep μπροστά στο πεσμένο βλέφαρο του Thom, ανέβηκα με έναν κολλητό στον Λυκαβηττό και πήραμε θέση όσο πιο μπροστά μπορούσαμε. Την ώρα που φτάσαμε έπαιζαν οι Clinic από το Λίβερπουλ, οι οποίοι έσκασαν μύτη πάνω στη σκηνή ντυμένοι νοσοκόμοι με ιατρικές μάσκες στα μούτρα, 20 και χρόνια πριν τον covid.

Τόσο μπροστά οι τύποι. Κάποια στιγμή είδαμε τον κόσμο στο πλάι μας να «ανοίγει» και να κοιτάζει καλά-καλά έναν μικροκαμωμένο τύπο που είχε αράξει με την μπύρα του και έβλεπε το live μέσα στο κοινό, χαλαρός και κουνώντας το κεφάλι. Ο μαν ήταν ο Thom Yorke, την εποχή που ακόμα δεν υπήρχαν κινητά με κάμερες, οπότε ντοκουμέντα από το σκηνικό αυτό, δεν υπάρχουν. Και δεν πρόκειται να υπάρξουν.

Ακολούθησε μια ιστορική συναυλία με τους Radiohead να παρουσιάζουν κομμάτια και από το (μακράν αγαπημένο μου) Kid A που βγήκε την ίδια χρονιά, αλλά να μην παίζουν το Creep το οποίο επίσης δεν έπαιξαν μία ημέρα πριν, στη Θεσσαλονίκη. Δεν πειράζει, ζήσαμε και χωρίς αυτό και έχω να λέω πως είδα τον Thom Yorke στα τρία μέτρα, για μια φορά στη ζωή μου. Και έμαθα και τους Clinic. Μιλάμε για μπαντάρα.

Bonus: Δέσποινα Βανδή το 2003 από την τηλεόραση για την Ντενίσα Λυδία Μπαϊρακτάρι

Όταν έκλεισε το θέατρο του Λυκαβηττού πήγαινα ακόμα σχολείο, πράγμα που σημαίνει πως είμαι ένας από τους ελάχιστους Αθηναίους (αυτούς που γεννήθηκαν πριν το 2000 τουλάχιστον), που δεν έχει δει εκεί κάποιον από τους αγαπημένους του καλλιτέχνες. Έτσι, οι αναμνήσεις που από αυτό περιορίζονται στις εικόνες που έβλεπα από συναυλίες που έβλεπα στην τηλεόραση.

Άλλες μου περνούσαν αδιάφορες, γιατί ίσως δε με απασχολούσε ο καλλιτέχνης και άλλες με έκαναν να κοντοστέκομαι λίγο περισσότερο πριν συνεχίσω το ζάπινγκ μου. Υπάρχει όμως μια εικόνα από τη σκηνή του Λυκαβηττού που πολύ θα ήθελα να την έχω ζήσει live και όχι να την έχω δει μαγνητοσκοπημένη.

Το ημερολόγιο γράφει 2003 και η Δέσποινα Βανδή ετοιμάζεται να μετακομίσει μόνιμα στη Μαδρίτη με τον τότε σύζυγό της. Πριν φύγει αποφασίζει να δώσει μια τελευταία συναυλία στον Λυκαβηττό. Φοράει λευκή φόρμα και φανελάκι που αφήνει την έγκυο κοιλιά της ακάλυπτη, ενώ έχει κάνει και «τατουάζ» που γράφει “mother”. Το κοινό από κάτω σε κάθε ευκαιρία φωνάζει «Δε, Δε, Δέσποινα» και η σταρ μοιάζει να λάμπει περισσότερο από ποτέ.

Νομίζω ήταν τότε που αποφάσισα ποια μεριά παίρνω στο δίλημμα Βίσση-Βανδή (αν και δηλώνω μόνο Γαρμπικιά) και που είδα πως οι γυναίκες γίνονται πιο όμορφες όταν είναι πραγματικά ευτυχισμένες και αξίζει σε κάθε γυναίκα να λάμπει από ευτυχία, χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα να γεμίζει στάδια.