ΣΙΝΕΜΑ

Ο Θοδωρής Αθερίδης μιλάει για θεό, το θάρρος και τους παλιούς φίλους

Ο Θοδωρής Αθερίδης μιλάει για το θεό, για τη φαντασία της κόρης του και για το πώς ο Μάρλιν του ‘Ψάχνοντας την Ντόρι’ έγινε ένας πατέρας-ήρωας.

Ο Θοδωρής Αθερίδης, μαζί με τη Δήμητρα Παπαδοπούλου, δεν είναι απλά ένα από τα πιο αγαπημένα τηλεοπτικά ζευγάρια της ελληνικής κωμωδίας χάρη στο αξέχαστο ‘Σ’ Αγαπώ Μ’ Αγαπάς’, αλλά η χημεία τους είχε ως αποτέλεσμα και ένα κατά κοινή ομολογία από τα καλύτερα μεταγλωτισμένα Disney φιλμ που έχουν εμφανιστεί. Ξέρω κόσμο που ακόμα δυσκολεύεται να δει το ‘Finding Nemo’ στα αγγλικά επειδή είδε πρώτα το μεταγλωττισμένο ‘Ψάχνοντας τον Νέμο’.

Εκεί, ο Αθερίδης έδινε τη φωνή στον Μάρλιν, τον υπερπροστατευτικό πατέρα που έγινε κατά λάθος ήρωας σε αναζήτηση του μικρού Νέμο. Η Δήμητρα Παπαδοπούλου έκανε τη Ντόρι, το ψάρι με την συνεχή απώλεια μνήμης, που καταφέρνει σταδιακά να έρθει κοντά σε αληθινούς φίλους περισσότερο βασισμένη σε ένα ένστικτο ζεστασιάς και αγάπης παρά σε οτιδήποτε έχει να κάνει με τη μνήμη. Οι δυο τους επανενώνονται για μια νέα περιπέτεια, 13 χρόνια μετά. Στο ‘Ψάχνοντας την Ντόρι’ είναι η αξιαγάπητη Ντόρι που χάνεται, κι αυτή τη φορά είναι ο Μάρλιν με τον Νέμο που την αναζητούν.

Ήταν φυσιολογικό ότι θα λέγαμε με τον Αθερίδη ενδιαφέρονται πράγματα για το πώς είναι να μεταγλωττίζεις μια τέτοια επιτυχία, αλλά αυτό που δεν περίμενα ήταν το πώς οι περιπέτειες του Μάρλιν και της Ντόρι σε αυτές τις δύο ταινίες θα έρχονταν τόσο κοντά σε πράγματα εντελώς βιωματικά για τον αγαπητό ηθοποιό.

Η περιπέτεια-παζλ του φετινού σίκουελ μας έδωσε πάσα να κάνουμε μια συζήτηση περί θεού, περί νοήματος και περί διακλαδώσεων της ζωής. Εξάλλου, η σχέση της Ντόρι με τον Μάρλιν, αυτός ο ενστικτώδης δεσμός φιλίας, δε μου φάνηκε και εντελώς ανόμοια από εκείνη που περιγράφει ο Αθερίδης πως μοιράζεται με την Παπαδοπούλου. Ενώ σε άλλα σημεία μιλήσαμε για το πώς η παιδική φαντασία είναι το κλειδί για να εκπλήσσεις διαρκώς ακόμα και τον ίδιο σου τον εαυτό, για τη σημασία του νοήματος στη ζωή ενός ανθρώπου, και για το πώς είναι αδύνατον να ξεγελάσεις τους ανθρώπους που σε ξέρουν από παιδί.

Η συζήτηση τελικά διαρκώς εκεί επέστρεφε. Σε πολλαπλών ειδών δεσμούς ενός ενήλικα με το παιδί που έχει μέσα του- ή με το παιδί που κάποτε ήταν.

ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ, ΟΧΙ ΜΙΛΩΝΤΑΣ

“Το ‘Σ’ Αγαπώ, Μ’ Αγαπάς’ είναι σταθμός. Την περισσότερη δουλειά την έκανε η Δήμητρα. Ήμουν επιλογή της. Μου αναλογεί εμένα το κομμάτι ότι έπαιξα καλά. Αυτό που με βόλεψε, είναι ότι είμαι ένας ηθοποιός που το ενδιαφέρον μου δεν είναι όταν μιλάω αλλά όταν ακούω. Να με κοιτάς όχι όταν μιλάω, αλλά όταν ακούω. Είμαι πιο αστείος όταν ακούω. Στα άλλα σίριαλ αυτό υπήρχε αλλά στο μοντάζ βάζουν πάντα αυτόν που μιλάει κι όχι αυτόν που ακούει. Το concept αυτής της σειράς μου ταίριαξε γάντι. Αναδείχθηκε αυτή η πλευρά.”

ΜΕΤΑΓΛΩΤΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΣΕΙΡΕΣ ΠΟΥ ΕΒΛΕΠΕ ΩΣ ΠΑΙΔΙ

Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson

“Από μικρός έβλεπα τα μεταγλωττισμένα στην τηλεόραση, το ‘Μικρό Σπίτι Στο Λιβάδι’, κορόιδευα τις φωνές, Ε ΤΖΟΝ ΜΠΟΪ ΦΕΡΕ ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΕΔΩΠΕΡΑ ή ω! Α! Τζον μπόι!” [Εδώ μιμείται τις κλασικές κοριτσίστικες φωνές με τα επιφωνήματα και τις αντρικές τραχιές φωνές.] “Όλοι κάναμε αυτές τις κοροϊδευτικές φωνές μικροί. Και μου άρεσε πολύ ως διαδικασία ακόμη και τότε. Και τώρα πια, πόσες έχω κάνει. Τα δύο ‘Νέμο’, και το σκύλο, τον ‘Μπολτ’. Και τα έχω κατευχαριστηθεί.”

“Τότε οι μεταγλωττιστές μπαίναν μέσα, βλέπαν το στόμα του ξένου και για να καλύψουν το κενό έκαναν κάτι σαχλά επιφωνήματα, κάτι ‘αααα’ και ‘ωωω’, κάτι επιφωνήματα που δεν υπάρχουν στη φύση. Τώρα όλα γίνονται πιο επαγγελματικά.”

ΠΩΣ ΜΕΤΑΓΛΩΤΤΙΖΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ

“Τον Αμερικάνο τον ακούς. Όλα αυτά έχουν γίνει πάνω στο δικό του παίξιμο. Πρώτα το παίζει ο ηθοποιός, τα animation δεν τα έχουν κάνει ακόμα, γίνονται όλα πάνω στη φωνή του. Στη μεταγλώττιση ακούς τη φωνή του, καταλαβαίνεις τη διάθεσή του και μετά ακολουθείς το στόμα του ψαριού. Φαίνεται δύσκολο, και θέλει όντως ειδικό ταλέντο για να το κάνεις. Αν το έχεις, είναι εύκολο. Είναι ευχάριστο και διασκεδαστικό.”

“Τα τελευταία χρόνια έτσι γίνεται. Από τη μία δεν έχεις το ζήτημα ότι πρέπει να διανύσεις υποκριτικά μια απόσταση όπως ας πούμε ο Robin Williams. Αλλά από την άλλη πρέπει να έχεις τη μιμητική ικανότητα να καταλάβεις τη διάθεση, να την αρπάξεις και να την αναπαράξεις. Αυτό είναι το ταλέντο.”

“Στη διαδικασία της μεταγλώττισης πηγαίνεις κατευθείαν στην ταινία, την ανακαλύπτεις δηλαδή. Όταν κάναμε τη μεταγλώττιση σταματάγαμε και γελάγαμε. Κάτσε να δεις τι θα γίνει παρακάτω, μου λέγανε. Το έκανα και πήγαινα παρακάτω. Γίνεται για να κερδίζουμε χρόνο. Δε χρειάζεται να ξέρεις τι γίνεται. Το κάνεις ενώ το βλέπεις. Και στην ουσία την κάνει πιο ξεκούραστη τη διαδικασία γιατί έχεις και αγωνία να δεις τι θα γίνει παρακάτω.”

ΜΑΡΛΙΝ, ΕΝΑΣ ΚΑΤΑ ΛΑΘΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ

“Είχα μείνει άναυδος με την πρώτη ταινία. Ήταν σαν ψυχοθεραπεία. Κοιτούσα με τα χρώματα ένα ενυδρείο και είχα χαθεί στην περιπέτεια. Είχα αγωνία, μπήκα στον άλλον κόσμο, τον παράλληλο. Ένα παράλληλο σύμπαν στην ίδια γη. Και έπιασα κατευθείαν, και το λέω ως μπαμπάς, αυτή την υπερπροστατευτικότητα που έχει Μάρλιν, αυτό το άγχος. Ο Μάρλιν είναι ένας κατά λάθος γενναίος. Στην ουσία είναι ένας χέστης που τα έφερε έτσι η ζωή και έγινε Κολοκοτρώνης. Τον καθιστά σπουδαίο ήρωα. Ένας χέστης να γίνεται γενναίος. Μπαίνει σε περιπέτειες που δεν έχει καμία διάθεση να μπει, δεν τα θέλει ο κώλος του δηλαδή.”

ΟΤΑΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΡΟΜΑΖΟΥΝ ΜΕ ΤΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΤΟΥΣ

“Όταν γράφω κάτι δικό μου, ανακαλύπτω την ιστορία γράφοντας. Όταν σκέφτομαι τις ανατροπές λέω “ιιι!” λες και δεν είναι κάτι δικό μου. Παθαίνω πλάκα, τρομάζω! Όταν ανακάλυψα ότι στην ιστορία μου δεν είναι ζωντανός κάποιος, ότι είναι νεκρός, τρόμαξα. Τρόμαξα από αυτά που σκέφτηκα. Και από το τι θα ανακαλύψω για τον εαυτό μου. Είναι και ψυχαναλυτικά όλα αυτά. Και είναι και παιδική μαλακία. Αλλιώς βαριέμαι να το κάνω.

Είναι κόλπα αυτά για να ξαναβρίσκεις την παιδικότητά σου. Άσε τους φίλους. Όταν παίζεις μόνος στο δωμάτιο πετάς τη μπάλα στον τοίχο, κάνεις μπλονζόν, αποφεύγεις τον φανταστικό σου αντίπαλο, τον ντριμπλάρεις. Όλα αυτά στην φαντασία σου γίνονται, και το φτιάχνεις εκείνη την ώρα, ξεκινάς και το ανακαλύπτεις.

Η κορούλα μου 5 χρονών, έπαιζε μόνη της και ήρθε κι έκατσε στα πόδια μου και η καρδούλα της χτυπούσε. Της λέω τι έπαθες; Έπαιζε μόνη της. Σκεφτόταν το λύκο μόνη της και άρχισε να φοβάται την ίδια της τη φαντασία. Τα παιδάκια δεν ξέρουν τα σύνορα ανάμεσα σε φαντασία και πράγματικότητα. Η καλή δουλειά οφείλει να σε ξανακάνει παιδί.”

ΤΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΚΑΙ Η ΛΥΤΡΩΣΗ

“Αυτό έχει έναν κίνδυνο, να πετάξεις ολόκληρο πρώτο μέρος που δεν πάει πουθενά. Αλλά είναι αναγκαίο να χαθείς στο πυκνό δάσος γιατί κάποια στιγμή από μια γωνία έρχεται μια αχτίδα και την ακολουθείς και βγαίνεις στον κεντρικό δρόμο. Αλλά χρειάζεται η κόλαση του πυκνού δάσους. Η σκέψη που δε με αφήνει να τα παρατήσω είναι ότι αδιέξοδα έχει η ζωή, όχι και η τέχνη μου. Δεν καταδέχομαι να έχει αδιέξοδα η τέχνη.”

“Το δυσκολότερο έργο μου ήταν το ‘Πράματα και Θάματα’. Πολιτικό θρίλερ, έπρεπε να είναι περίπλοκο, να γίνεται όμως κατανοητό, και να εκφράζει και αυτό που είχα μέσα μου εκείνη την εποχή. Γιατί πάντα αυτό είναι μια κατάθεση που ανιχνεύεις, σου θυμίζει μια εποχή που δε θυμόσουν ποιος είχε δίκιο και ποιος είχε άδικο. Μια κίνηση που φαίνεται επαναστατική μπορεί να είναι προδοτική. Ένα είδος ημερολογίου δηλαδή. Δεν κρατάω αλλά βλέποντας αυτά και κάνοντας συνειρμούς, καταλαβαίνω τι γινόταν.”

ΠΑΙΡΝΟΝΤΑΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΑΠΟ ΚΑΤΙ ΚΑΚΟ

“Είμαι μιας γενιάς που δεν είναι τόσο αυθόρμητη και χαλαρή. Έχουμε διαρκώς μια αστυνομία μες στο κεφάλι. ‘Ποιος είσαι εσύ που θα κάνεις και θεατρικό; Αμόρφωτος και συγγραφέας δε γίνεται!’ Τελικά γίνεται. Πήρα θάρρος να κάνω δική μου παράσταση όταν μου έδωσε ο Φασουλής μια επιτυχία από την Αγγλία, ‘Ψέμα στο Ψέμα’, για να το σκηνοθετήσω. Κι ήταν ένα άθλιο έργο! Αναρωτιόμουν, αυτό κάνει επιτυχία στην Αγγλία; Κι έτσι έγραψα το ‘Από Έρωτα’. Δεν πήρα θάρρος από κάτι σπουδαίο, από κάτι άθλιο πήρα.”

ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΣ ΝΟΗΜΑ

“Η επιτυχία της σειράς πιστεύω ήταν ανταμοιβή από το θεό. Έκοψα το αλκοόλ το ‘99 με τεράστια προσπάθεια. Το 2001 έγινε αυτό και μετά από ένα γεμάτο χρόνο αποχής, με προσευχή, απλόχερα, ο θεός μου έφερε επιτυχία στο δρόμο μου. Κάποιος μπορεί να το ακούει αυτό και να το κοροϊδέψει. Έχει δίκιο, αν το βλέπει έτσι. Αν τα βλέπει σαν εμένα, πάλι έχει δίκιο. Τα πράγματα αποκτούν το νόημα που εμείς τους δίνουμε. Δεν έχουν από μόνα τους. Είναι στάση ζωής.

Μου είναι πολύ ωραίο να σκέφτομαι ότι ο θεός με αγάπησε και με αντάμειψε, από το να είμαι χαμένος σε ένας χάος. Που μια πεταλούδα πέταξε, και τα λοιπά. Αυτό για μένα είναι κενό νοήματος, και έχω ανάγκη από νόημα. Για μένα έχουν ανάγκη νοηματοδότησης τα πράγματα. Αλλιώς δεν έχει νόημα ΕΓΩ να ζω. Άρα πρέπει να βρω νοήματα, και άρα τα βρίσκω. Τις πεποιθήσεις μου δεν προσπαθώ να τις επιβάλω, ότι είναι σωστές, αλλά πρέπει να πω ότι έτσι τα βλέπω τα πράγματα. Σέβομαι πάρα πολύ έναν που θα μου πει ‘άντε βρε καραγκιόζη’. Το σέβομαι ειλικρινά Αλλά μπορεί. Κρατάμε μια μικρή αμφιβολία. [σσ. Ψιθυρίζει]

Μπορεί.”

“Υπάρχει ένας ιστός, ένα δίκτυο πραγμάτων που είναι συγκοινωνούντα. Δεν έχει ενδιαφέρον να το βλέπεις έτσι στη ζωή; Ή τουλάχιστον να ψάχνεις να βρεις. Η τεχνολογία της κατασκευής μιας ιστορίας απαιτεί για να την αφηγηθείς να προοικονομεί πράγματα και να μην έχει πεταμένες πληροφορίες. Ωραίο σενάριο είναι αυτό που δεν πετάς τίποτα. Αν πετάξεις, δεν έχει γίνει σωστή δουλειά. Αν δεν πετάς τίποτα, σημαίνει πως όλα τα πράγματα δικτυώνονται μεταξύ τους. Για ποιο λόγο η αφήγηση της βιογραφίας μου να μην είναι δικτυωμένη; Αλλιώς υπάρχει πολλή ασημαντότητα. Ενώ αν κάθε συνάντηση, κάθε επαφή, νοηματοδοτηθεί, τότε θα φτιάξει τη βιογραφία μου. Στα δικά μου μάτια. Είχα μιλήσει άσχημα στον τάδε, τι περίεργο. Ή τι με έπιασε εμένα και έδειξα τόση αγάπη σε αυτό; Ψάχνεις νόημα για σένα! Και την κάνει αυτό την ιστορία σου, περιπέτεια και για σένα.”

ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΑΙΞΕΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΦΙΛΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ

“Εγώ έγινα ηθοποιός στα 19 μου. Μου είναι πολύ πιο δύσκολο ακόμα σήμερα, να παίζω και να υποδύομαι χαρακτήρα σε έναν παλιό συμμαθητή από το δημοτικό. Γιατί αισθάνομαι ότι αυτός που με βλέπει, ό,τι και να κάνω θα αντιδράσει με ένα “άαααντε βρε τώρα”. Δεν τον πείθω γιατί με ξέρει από μικρό. Φταίει ότι οι άνθρωποι αυτοί μας ξέρουν από μικρούς.

Ξέρεις τι ξέρει; Τον αυτοματισμό σου. Τον απόλυτο χαρακτήρα σου. Τον χαρακτήρα που δεν έχει μάθει να κρύβεται όταν είσαι παιδί. Ενώ όταν είσαι μεγάλος μια χαρά μπορείς να μου κρυφτείς εμένα. Χρειάζομαι χρόνο για να ανακαλύψω τι σόι πράγμα είσαι. Θα φερθείς με τον άλφα τρόπο και θα με παραπλανήσεις. Όταν ήσουν μικρός, ο άλλος σε ήξερε. 6 χρόνια στο δημοτικό έχει κάνει μαζί σου, σε ξέρει. Ξέρει ποιος είσαι. Τι να κάνεις οπότε; Θα κάνω ενώ τον στεναχωρημένο γέρο; Θα παίξω; Κάποιος συμμαθητής με κοιτάζει ειρωνικά και κάνει “άντε από κει ρε μαλακά” και θα γελάσει! Το παθαίνω όποτε παίζω στη Θεσσαλονίκη αυτό. Η μισή μου πλευρά γελάει.”

Η ΦΙΛΙΑ ΜΕ ΤΗ ΔΗΜΗΤΡΑ

“Με αυτή την έννοια, του ότι ξέρεις τον άλλον πολύ καλά, είμαι και με τη Δήμητρα. Δεν έχω ποτέ ανάγκη να πλασαριστώ στη Δήμητρα ως κάτι ή να μου πλασαριστεί εκείνη. Δηλαδή με το που βλέπουμε ο ένας τον άλλον υπάρχει μια βαθιά αγάπη και μια αποδοχή του άλλου ως είναι. Δεν μπαίνει θέμα. Την αγαπάω και με αγαπάει. Κι αυτό το διάστημα που κάναμε να βρεθούμε, είναι σα να μην πέρασε καθόλου καιρός. Με το που τη βλέπω χρειάζονται 3 λεπτά για να είναι όλα όπως πάντα.”