ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Οι ταινίες: Στη Νεμπράσκα αδέλφια μου

Η φανταστική “Nebraska” του Αλεξάντερ Πέιν θα σε κάνει να θες να πάρεις τηλέφωνο τον πατέρα σου μόλις πέσουν οι τίτλοι τέλους. Η “Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά” η άλλη σημαντική κυκλοφορία της βδομάδας.

Οι πιο ωραίες ταινίες είναι αυτές που σε κάνουν να θες να κάνεις κάτι για αυτές με το που τελειώνουν. Δεν ξέρω αν βγάζει νόημα αυτή η φράση- μπορεί να είναι ταινίες που σε ταρακουνάνε και σε βάζουν στο τριπάκι να επανεξετάσεις πράγματα ή στάσεις ζωής ή μπορεί να είναι πολύ μικρότερες ιστορίες, που όμως δε λένε να ξεριζωθούν από μέσα σου όσος καιρός κι αν περάσει, που σε οδηγούν, σταδιακά, να δεις τα πράγματα με άλλο μάτι. Χωρίς να το κάνουν θέμα.

Η “Nebraska” (letterboxd | imdb) του Αλεξάντερ Πέιν είναι προφανώς το δεύτερο είδος ταινίας. Όλες του Πέιν είναι. Όλη η φιλμογραφία του Πέιν είναι χτισμένη πάνω σε αυτό το είδος του γλυκόπικρου συναισθήματος, αυτής της σιωπηλής ανατροπής πάνω στο ακαδημαϊκό έργο. Χαμηλών τόνων εσωτερικές διαδρομές αντρών που βρίσκουν κομμάτια τους στη διαδρομή, δίχως ποτέ μα ποτέ να το φωνάζουν: Αυτό ήταν το μετά οίνου road movie “Sideways”, αυτή ήταν η πορεία ολοκλήρωσης στο “About Schmidt”, αυτή ήταν η συνειδητοποίηση του βάρους του παρελθόντος στο “Descendants”.

Αυτός είναι ο Πέιν. Θα πει πέντε απλά λόγια που θα μείνουν μέσα σου για πάντα.

Το “Nebraska” είναι το πρώτο του φιλμ που δεν έχει γράψει ο ίδιος, αλλά θα στο συγχωρούσαμε αν δεν καταλάβαινες ιδιαίτερα τη διαφορά. Εκκινώντας από ένα μέρος συναισθηματικής απόστασης (αυτής που χωρίζει τον ξεμωραμένο πατέρα από τον αποξενωμένο του γιο), οι δυο τους παραδίδονται άνευ όρων και λογικής σε ένα ταξίδι μέσα στην πανέμορφα φωτογραφημένη ήπειρο (σε ασπρόμαυρο, από τον εξαιρετικό Φαίδωνα Παπαμιχαήλ), η χαρτογράφηση της οποίας δεν διαφέρει κι από εκείνη της σχέσης των δύο αντρών.

Δηλαδή, πρόκειται για ένα ταξίδι ανάμεσα σε, λίγο ως πολύ, ερείπια, σε αναμνησιακά snapshots περασμένων εποχών, τα οποία καθώς οι δυο τους αγγίζουν ταυτόχρονα, ξανά, είναι λες και τα ανακαλύπτουν για πρώτη φορά. Έρχονται οι δυο τους κοντά όχι μέσω κάποιες μεγάλης αποκάλυψης, αλλά χάρη στα απλούστερα μέσα. Κοιτώντας ξανά ο καθένας τον εαυτό του, όπως αντικατοπτρίζεται στο βλέμμα του άλλου.

Κυρίαρχο ρόλο εδώ κρατά ο Μπρους Ντερν, ο οποίος ως πατέρας είναι υπέροχος. Υπάρχουν στιγμές που ο Ντερν θα σε κάνει να επιτρέψεις αντρίκεια δάκρυα στον εαυτό σου (ξέρουμε και τις σκηνές στις οποίες θα συμβεί αυτό, είναι εξακριβωμένο), ακριβώς επειδή οι ρυθμοί σκηνών-κλειδιά δεν υπακούν στους συνήθεις συγκινησιακούς κώδικές. Κοινώς, όταν περιμένεις μια αντιπαράθεση σε ένα μπαρ να εξελιχθεί σύμφωνα με έναν συγκεκριμένο τρόπο, η ανατροπή που συμβαίνει αποκαλύπτει τόσο σε εμάς όσο και στους ίδιους τους εμπλεκόμενους ήρωες, πατέρα και γιο, τι σημαίνουν ο ένας για τον άλλον.

Ο Πέιν ποτέ του δεν επιχείρησε να ανακαλύψει ξανά τον τροχό ως δημιουργός, όμως κατέχει στην εντέλεια αυτό το είδος της ταινίας δρόμου. Με τα μικρά ραγισμένα κομμάτια λυπημένων χαρακτήρων που βρίσκουν το συμπλήρωμα που αποζητούσαν χωρίς καν να το γνωρίζουν. Το ταξίδι στη “Nebraska” είναι τόσο μεστό ακόμα κι αν δεν του φαίνεται σε πρώτη ανάγνωση, που εκ των πραγμάτων γίνεται φιλμ σαν αυτά που λέγαμε στην αρχή. Από αυτά για τα οποία θες να κάνεις κάτι αφού τελειώσουν.

Θα έχεις γελάσει, θα έχεις κλάψει, θα έχεις ανατριχιάσει, θα έχεις συγκινηθεί. Και, μετά τους τίτλους τέλους, θα νιώσεις την ανάγκη να μιλήσεις σε έναν οικείο σου άνθρωπο, απλά και μόνο για να δεις τι κάνει. Αυτό και μόνο την κάνει να αξίζει.

Είναι μια σκηνή και μόνο για την οποία η “Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά” (letterboxd | imdb) θα είχε λόγο ύπαρξης. Σε αυτήν παρακολουθούμε ένα μοντάζ των καλύτερων στιγμών του Παρασκευά, του fictional διάσημου παρουσιαστή/τηλεπερσόνας, ένα χιουμοριστικό mash-up Αντρέα Μικρούτσικου, Δάφνης Μπόκοτα, Μαρίας Μπακοδήμου, Τέρενς Κουίκ.

Ο Παρασκευάς αγνοείται, ‘χαμένος’ σε ένα απομονωμένο ξενοδοχείο που μοιάζει να ξεπήδησε από τη “Λάμψη” του Κιούμπρικ, αυτοεξόριστος σαν την ίδια την ψυχή της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, προσκολλημένος σε περασμένα, λαμπερά ‘90s μεγαλεία, σε όνειρα μιας εποχής που έχει φύγει ανεπιστρεπτί. Ο Αντώνης Παρασκευάς είναι το απομεινάρι εκείνης της Ελλάδας, που δεν έχει πια θέση στη σημερινή. Δίχως πλέον ενδιαφέρον προς το πρόσωπό του, σκηνοθετεί την απαγωγή του, ουσιαστικά εκβιάζοντας το κοινό συναίσθημα και ενδιαφέρον.

Αλλά για πόσο μπορεί να διατηρηθεί ζωντανό ένα τέτοιο τσίρκο εν αγνοία των αδηφάγων media, που στην πλάτη της εξαφάνισής του στήνουν έναν άλλου είδους χορό;

Στο μοντάζ των καλύτερων στιγμών του Παρασκευά βλέπουμε να περνά μπροστά από τα μάτια μας όλη η Ελλάδα της μεταπολίτευσης μέσα από τον καθρέφτη του lifestyle. Από τα ξεκινήματα της κρατικής τηλεόρασης, στα πρωινάδικα, στη Eurovision, στο Ευρώ, στη νέα χιλιετία- είναι όλα εκεί, και περνούν σε fast-forward, και μας αφήνουν πίσω στο παγωμένο σήμερα.

 

Αν αυτό ακούγεται σα να περιλαμβάνει έναν απροσδόκητο συνδυασμό ελαφρότητας και βάρους, χιούμορ και σοβαρότητας, τότε ισχύει. Για όλη την ταινία. Δίχως να αποφεύγει τις εμφανείς κωμικές προεκτάσεις του έξυπνου concept του (μάλιστα υπάρχει μια τρομερή μουσικοχορευτική σεκάνς τόσο απολαυστικά κιτς που θες να τη βλέπεις ξανά και ξανά), το φιλμ βασίζεται πάνω στην σύλληψη του συναρπαστικού του, αινιγματικού κεντρικού χαρακτήρα (ένας φοβερός Χρήστος Στέργιογλου, αληθινή μορφή του σύγχρονου Ελληνικού σινεμά), και χτίζει τελικά μια ιστορία που την απολαμβάνεις τόσο στα επί μέρους κομμάτια της, όσο και στην αγωνία του πώς θα εξελιχθεί.

Το βασικό, βασανιστικό ερώτημα είναι αν υπάρχει διέξοδος από ένα τέτοιο σπιράλ εξαπάτησης και απατηλής λάμψης. Τα διάφορα επίπεδα στα οποία μπορεί να το αναγάγει ο κάθε θεατής αποτελούν κατάθεση στον χαρακτήρα, τις αναφορές, και τις ιδέες με τις οποίες έχει εμφυσήσει η Ελίνα Ψύκου την ιστορία αυτού του φιλμ-ντεμπούτου της. Η “Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά” φαντάζει ελλειπτικά πλήρης, αλλά σε κάθε περίπτωση, έφυγα από την αίθουσα με μια αίσθηση πως θα ήθελα να δω κι άλλο από αυτό τον χαρακτήρα. Κι αυτό είναι κάτι στο οποίο ακόμα και οι καλύτερες ταινίες του νέου Ελληνικού κύματος πάντα αντιμετώπιζαν πρόβλημα: Δεν σου χάριζαν έναν χαρακτήρα για τον οποίον θα ήθελες να ξέρεις κι άλλα.

Ίσως είναι επειδή ο Αντώνης Παρασκευάς έχει μέσα του κάτι από όλους μας.