REVIEWS

5 σκέψεις μετά το συνταρακτικό ‘Irishman’

Είδαμε το πολυαναμενόμενο έπος του Μάρτιν Σκορσέζε με τους Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Αλ Πατσίνο και Τζο Πέσι και σχηματίζουμε κάποιες πρώτες σκέψεις.

Να πώς 3μιση ώρες σε μια καρέκλα κινηματογράφου μπορεί να περνούν νεράκι. Ο Μάρτιν Σκορσέζε, ετών 76, συνεχίζει ακάθεκτος με την πέμπτη του ταινία των ‘10s, παραδίδοντας αυτή τη φορά ένα σαρωτικό μαφιόζικο έπος που διατρέχει όχι απλά τις δεκαετίες αλλά και την ίδια του την καριέρα.

Το “Irishman” (ο “Ιρλανδός”, στην Ελλάδα κυκλοφορεί σε επιλεγμένες προβολές αυτό το ΠΣΚ και σε κανονική προβολή από την επόμενη βδομάδα) ακολουθεί τη ζωή του Φρανκ Σίραν, από βετεράνο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σε εκτελεστή της Μαφίας και κεντρικό πιόνι στη διαφθορά των σωματείων από το οργανωμένο έγκλημα στη διάρκεια των ‘60s και ‘70s. Στο ρόλο ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ψηφιακά αλλοιωμένος ώστε να παίζει τον χαρακτήρα σε όλα τα στάδια της ζωής του, επανενώνεται με τον Σκορσέζε αλλά και με τον Αλ Πατσίνο, ο οποίος υποδύεται τον διάσημο ηγέτη του συνδικάτου των Οδηγών Φορτηγών, Τζίμι Χόφα.

Μόλις είδαμε την ταινία και έχουμε μερικές πρώτες σκέψεις.

 

1. Πρόκειται για ένα έργο συνταρακτικό. Είναι δείγμα μεγάλης πείρας και χαρίσματος από την πλευρά του Σκορσέζε όσο και της σταθερής μοντέρ του Θέλμα Σουμέικερ, το πώς παρακολουθώντας το πρώτο δίωρο του φιλμ τα πάντα μοιάζουν να κυλάνε αβίαστα, με τίποτα να μη μοιάζει συγκλονιστικά απαραίτητο αλλά και τίποτα να μην περισσεύει. Το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ αφορά τη δράση του Σίραν κατά το απόγειο της επιρροής της Μαφίας, δίνοντας στον Σκορσέζε την ευκαιρία να απλώσει στο πανί όλο το εύρος της γκανκστερικής αφήγησης, με πλέγματα ηρώων και συμφερόντων να συναντώνται μονίμως και τους συσχετισμούς δύναμης να αλλάζουν διαρκώς.

Όμως ο Σκορσέζε ίσως νιώθει πιο κοντά στο τέλος (του) παρά στην εποχή που έκανε τα “Καλά Παιδιά”- ετούτη τη φορά δεν υπάρχει χαρά, δεν υπάρχει cool στις διαδικασίες. Ο Φρανκ Σίραν είναι ένας άνθρωπος του οποίου η ύπαρξη (όπως όλων μας) διατρέχει τις εποχές και τις δεκαετίες, τρέχοντας παράλληλα στα ιστορικά γεγονότα, κάνοντας το “Irishman” (με έναν διεστραμμένο τρόπο) κάτι σαν το φιλοσοφημένο, μαφιόζικο “Forrest Gump” του Σκορσέζε. Κοιτά τον Φρανκ και αναρωτιέται τι βάρος τελικά έχουν όλα αυτά, καθώς ο ήρωας-20ος αιώνας μεταπηδά από αφεντικό σε αφεντικό και από δουλειά σε “δουλειά”, δίχως ποτέ να αναλογίζεται ποιοι είναι “αυτοί στην κορυφή” τους οποίους υπακούει, έρμαιο της Ιστορίας. Κοιτά το έργο του, μέσα από τις ιστορίες τέτοιων αντρών, και αναλογίζεται τι μένει (όταν κοιτάς) πίσω καθώς ο χρόνος διαστρεβλώνει μεγέθη και σημασία και ονόματα και την ίδια την Ιστορία καθώς έρχεται για όλους και για όλα. Η τελευταία πράξη του φιλμ είναι τίποτα λιγότερο από ένας ογκόλιθος, σμιλευμένος από έναν καλλιτέχνη σε διάλογο με την ίδια του την ύπαρξη. Υπό αυτή την έννοια, το “Irishman” μπορεί κανείς και να το δει σαν τη μαφιόζικη εποποιία του Σκορσέζε, ειδωμένη μέσα από το πρίσμα του “Silence”, του αμέσως προηγούμενου αριστουργήματός του.

2. Ο Ντε Νίρο προσπαθεί, αλλά με ένα τρόπο ο δικός του ρόλος είναι να (μην) αντιδρά, και μάλιστα βουτηγμένος σε ένα τόνο οριακά απόκοσμης VFX επεξεργασίας. Ο Ντε Νίρο παίζει τον Σίραν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του με τον ίδιο παθητικά εχθρικό τρόπο, και είναι προς τιμήν του πως έστω και στην πορεία του πράγματος, σταματάμε να προσέχουμε (πολύ) τα εφέ. Η ψηφιακή αυτή απογήρανση δεν λειτουργεί πάντα τόσο καλά- τα μάτια του Φρανκ κάνουν το πρόσωπό του να μοιάζει μονίμως με κάτι που ξεπήδησε από βιντεοπαιχνίδι, και η κινησεολογία του (76χρονου) Ντε Νίρο δε συνάδει με την εμφάνιση του (45χρονου) Σίραν.

Γύρω όμως από αυτή την κεντρική φιγούρα στήνεται ένα σόου αξέχαστων ερμηνειών, από τους μικρότερους παίχτες που απολαμβάνουν κάθε τους ατάκα, μέχρι τα μεγάλα κεφάλια. Ο Πατσίνο ακροβατεί μαγικά ανάμεσα στην ένταση και στην κωμωδία ως Τζίμι Χόφα σε μια από τις λίγες πραγματικά σπουδαίες ερμηνείες της ύστερης περιόδου του. Ο Τζο Πέσι στήνει έναν υπόγεια τρομακτικό χαρακτήρα επιστρέφοντας στη μεγάλη οθόνη, εκπροσωπώντας το ίδιο το αόρατο πλέγμα δύναμης. Αλλά δε μπορώ με τίποτα να βγάλω από το μυαλό μου την Άνα Πάκουιν στο ρόλο της κόρης του Φρανκ: Η διαρκής της σιωπή είναι εκκωφαντική δήλωση διάθεσης του φιλμ και του Σκορσέζε, και είναι θαυμαστό αυτό που πετυχαίνει η ηθοποιός μέσα από λίγα βλέμματα και ακόμα λιγότερες λέξεις.

3. «Το “Irishman”… ή ο αληθινός τίτλος έπρεπε να είναι “I Heard You Paint Houses”», τάδε έφη Μάρτιν Σκορσέζε σε ένα podcast της Α24 με τη Τζοάνα Χογκ. Είναι σαφές πως το Netflix ήθελε κάτι πιο πιασάρικο και που να ακούγεται λίγο πιο “οργανωμένο έγκλημα” από τον πιο ποιητικό και ακριβή τίτλο που είχε κατά νου ο Σκορσέζε για την ταινία. Πράγματι, στο ξεκίνημα είναι μόνο ο “Houses” τίτλος που εμφανίζεται, και στο τέλος κι οι δύο, κάνοντας σαφές πώς θεωρεί ο ίδιος ο σκηνοθέτης πως λέγεται η ταινία του.

Εξάλλου, αυτός είναι κι ο τίτλος του βιβλίου στο οποίο βασίστηκε, το nonfiction “I Heard You Paint Houses” του 2004, στο οποίο ο συγγραφέας Τσαρλς Μπραντ αφηγείται όσα του είπε ο ίδιος ο Σίραν λίγο πριν πεθάνει. Δε θα πούμε περισσότερο για το τι σημαίνει αυτή η φράση, αλλά είναι σαφές γιατί ο Σκορσέζε την προτιμά. Το “Ιρλανδός” είναι ένα χαρακτηριστικό του ήρωά του. Το “I Heard You Paint Houses” είναι αυτό που είναι ο ήρωάς του.

4. Ο Σκορσέζε έχει γυρίσει 5 ταινίες στη διάρκεια της τρέχουσας δεκαετίας. Στα 76 του καθώς αυτή φτάνει στο κλείσιμό της, μπορεί με έναν εξωφρενικό τρόπο, να είναι και ο σκηνοθέτης της δεκαετίας. Η genre ψυχολογική άσκηση “Shutter Island” και η συναισθηματική εξερεύνηση της ιδέας του 3D σε διάλογο με την ιστορία του σινεμά στο “Hugo”, έδωσαν τη θέση τους σε ένα απίστευτο σερί αριστουργημάτων. Με τον “Wolf of Wall Street” ο Σκορσέζε δείχνει διάθεση και ενέργεια που σπάνια έχουν άνθρωποι 50 χρόνια νεότεροί του, αποδομώντας καθοριστικά τη σύγχρονη Δύση μέσα από μια καρτουνίστικα αιχμηρή κωμωδίας ανηθικότητας. Με το “Silence” όχι απλά ανακρίνει τις θρησκευτικές ενοχές του, αλλά αναρωτήθηκε τι σημαίνει η ίδια η ιδέα της πίστης. Και με το “Irishman” κοιτάζει πίσω, θέτοντας την Ιστορία (και την ιστορία του) υπό φιλοσοφική αντιμετώπιση, με το βάρος μια ζωής ζησμένης στην πλάτη και στις εικόνες του.

(Προσοχή: Στο σημείο #5 ακολουθεί η περιγραφή μιας σημαντικής σκηνής που διαδραματίζεται νωρίς στην ταινία. Δεν είναι spoiler, αλλά αν δε θέλετε να γνωρίζετε τίποτα τότε αφήστε το για μετά την προβολή.)

5. Ο Φρανκ θυμάται ένα περιστατικό από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που τον στοιχειώνει, δίχως να ξέρει γιατί. Απειλεί δύο στρατιώτες του αντίπαλου στρατού με αυτόματο όπλο, βάζοντάς τους να σκάψουν τους τάφους τους. Ο Φρανκ αφηγείται το περιστατικό και αναρωτιέται. “Βλέποντας αυτούς τους τύπους να σκάβουν τον ίδιο τους τον τάφο…. Σκέφτονταν πως αν έκαναν καλή δουλειά ίσως ο τύπος με το όπλο θα άλλαζε γνώμη;”

Η μόνιμη, τελευταία, μοναδική απορία.

“Ιρλανδός” (“The Irishman”) βγαίνει στις αίθουσες για επιλεγμένες προβολές αυτό το ΠΣΚ, με ευρεία κυκλοφορία την επόμενη Πέμπτη 21 Νοεμβρίου.