REVIEWS

Οι άψυχοι νεκροζώντανοι του Τζιμ Τζάρμους

Το "Dead Don't Die" του μεγάλου αμερικάνου σκηνοθέτη άνοιξε τις φετινές Κάννες και τώρα ανασταίνεται μες στη μέση του καλοκαιριού. Έχει παλμό;

Οι “Νεκροί” διαδραματίζονται στη φανταστική Αμερικάνικη πόλη Centerville, δηλαδή Κεντρούπολη, φτιαγμένη ώστε να αντιπροσωπεύει την τυπική κωμόπολη της “μεσαίας Αμερικής”, δηλαδή τα μέρη εκείνα στα οποία οι New York Times και άλλα μεγάλα ειδησεογραφικά μέσα έχουν περάσει τα τελευταία 3 χρόνια αναλύοντας ξανά και ξανά με την ελπίδα να καταλάβουν την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ.

Σε μια τέτοια τυπική πόλη η ζωή κυλάει αργά, καθημερινά, αδιάφορα, μέχρι που -όπως συμβαίνει- οι νεκροί αρχίζουν να σηκώνονται από τους τάφους του με ορεξάτες διαθέσεις. Ένα από τα ζόμπι έχει τη μορφή του Ίγκι Ποπ και έχει εμμονή με τον καφέ, ένα μικρό μόνο δείγμα της πλήρως αυτοαναφορικής διάθεσης του Τζάρμους που επιστρέφει συνεχώς σε ήρωες, εικόνες και ιδέες της δικής του φιλμογραφίας όσο και του είδους που υπηρετεί με τη νέα του ταινία.

Αυτή η επαναπροσέγγιση του συμβολισμού των ζόμπι ταινιών του Ρομέρο ταιριάζει θεωρητικά με αυτό που προσπαθεί να κάνει εδώ ο Τζάρμους. Τα ζόμπι ως τέρατα αποτελούν σύμβολο τόσο πανίσχυρο που θέλει περισσότερο κόπο να αφαιρέσεις από αυτά την αλληγορική τους διάσταση παρά να την προσθέσεις. Τα ζόμπι της Centerville τρώνε τη σάρκα των ζωντανών με διάθεση κωμική, σατιρική, αλλά ελάχιστα σπιρτόζικη, καθώς η ταινία ποτέ δεν ξυπνά στην πραγματικότητα. Παραπατούν μουρμουρώντας πράγματα όπως “καφέεεε”, “Σαρντονέεεε” ή “wifi” εκπροσωπώντας τελικά την μεγάλη ιδέα της ζομποποιημένης Αμερικής που συστρατεύηκε στο πλευρό του Τραμπ.

Ενώ συμβαίνουν αυτά, τα όργανα της τάξης σουλατσάρουν στην πόλη μην έχοντας ιδέα πώς να αντιδράσουν. Ο Μπιλ Μάρεϊ κι ο Άνταμ Ντράιβερ παίζουν τον Κλιφ και τον Ρόνι, δύο αστυνομικούς που απέναντι στη θέα ενός πτώματος δε μπορούν παρά απλώς να αναρωτηθούν αμήχανα «ήταν δουλειά ενός άγριου ζώου… ή πολλών άγριων ζώων;;». Δίπλα τους η Κλόι Σεβινό παίζει την αστυνομικό Μίντι, δανείζοντας την χαρακτηριστά πλέον κουλ βαριεστημένη χιπ περσόνα της σε ένα ρόλο που ανησυχητικά εμφανίζεται κατ’επανάληψη στις ταινίες του Τζάρμους- μιας συμπαθητικά σαχλής, απλοϊκής κοπέλας που δε μπορεί να συνδεθεί με την πραγματικότητα όσων συμβαίνουν. Είναι ταυτόχρονα κι ο μόνος χαρακτήρας του καστ που αντιδρά στα συμβάντα σα να μην έχει συναίσθηση πως είναι χαρακτήρας σε ταινία.

Η κατεξοχήν σύλληψη των οργάνων της τάξης που περπατάνε ανάμεσα σε ένα αργόσυρτο χάος αδυνατώντας να το σταματήσουν ή έστω να συλλάβουν νοητικά τι είναι αυτό που συμβαίνει, έχει συμβολικές δυνατότητες. Και το καστ (από το κεντρικό τρίο μέχρι το απολαυστικό all-star περιφερειακών χαρακτήρων, όπως την χίπστερ παρέα της πολύ καλής Σελίνα Γκόμεζ) προσφέρει επιμέρους στιγμές διασκέδασης με μικρές κωμικές σπίθες (ο Άνταμ Ντράιβερ να οδηγάει το μίνι αυτοκίνητό του δεν θα είναι ποτέ οτιδήποτε άλλο εκτός από αστείο), όμως σε κανένα σημείο δε νιώθεις πως η ταινία έχει πάρει μπροστά.

Τα gags δεν συνδέονται, ο ρυθμός δεν υπάρχει, το χιούμορ είναι αδούλευτο, οι διαρκείς αυτοαναφορικές πινελιές δεν συνθέτουν κάποια ουσιαστική δήλωση (διάσπαρτες αναφορές στο σινεμά και τη λογοτεχνία είδους αλλά και στην σχέση του ίδιου του Τζάρμους με τους ηθοποιούς τους υπογραμμίζουν ακόμα περισσότερο την παρεϊστική προχειρότητα του εγχειρήματος) και τελικά ακόμα η κοινωνική ματιά αφήνεται μισοψημένη- ταινίες σαν το “Logan Lucky” του Στίβεν Σόντερμπεργκ δείχνουν πως μπορείς να προσεγγίσεις αυτή τη μυθική “μεσαία Αμερική” με διακριτικό και πολυεπίπεδο τρόπο, αλλά από τη ματιά του Τζάρμους απουσιάζει η λεπτότητα κι η παρατηρητικότητα.

Δεδομένο highlight είναι πάντως η Τίλντα Σουίντον, στο ρόλο ενός μυστηριώδη χαρακτήρα που είναι η μόνη που μοιάζει να καταλαβαίνει τι συμβαίνει στην πόλη και περιφέρεται απειλητικά -και απολαυστικά- με ένα σπαθί και μια σκοτσέζικη προφορά. Είναι η ιδανική κατάσταση της ταινίας: Δεν είναι πως πάει κάπου συγκροτημένα όλο αυτό, όμως κάθε φορά που εμφανίζεται στην οθόνη, τα πάντα ζωντανεύουν. Κατά τόπους η ταινία βρίσκει μια σπίθα διασκέδασης, αλλά αυτό το νεκροζώντανο τέρας δεν έρχεται ποτέ πραγματικά στη ζωή.

Ίσως να είναι αυτό πάντως που δίνει σε αυτούς τους “Νεκρούς” την πιο χαρακτηριστική τους διάσταση. Όπως κι αν προσεγγίσεις την ταινία, από όποιου χαρακτήρα τα μάτια κι αν επιχειρήσεις να την κοιτάξεις, ό,τι βαρύτητα κι αν επιλέξεις να της αποδώσεις, είναι τελικά πάντα αυτό. Μια ράθυμη, κουρασμένη φάρσα από έναν παλιό χίπστερ κουρασμένο με τον κόσμο μες στον οποίο βρίσκει τον εαυτό του. Είναι, με τον δικό της τρόπο, μια τρομερά ειλικρινής έκφραση. Όχι τόσο συγκροτημένης κοσμοθεωρίας, όσο μιας ενστικτώδους διάθεσης αυτοεξορίας.

*Το “Οι Νεκροί δεν Πεθαίνουν” (“The Dead Don’t Die”) κυκλοφορεί στις αίθουσες. Ήταν η ταινία έναρξης του 72ου Φεστιβάλ Καννών.

 

KI ΑΛΛΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

Το υπαρξιακό άγχος του “Toy Story 4”
H rom-com μουσική φαντασίωση του “Yesterday”
Οι νέον νουάρ πινελιές του “Detective Pikachu”
Οι καλοκαιρινές διακοπές της Marvel στο “Spider-Man: Μακριά από τον Τόπο του”
To απογοητευτικό πορτρέτο του “Τεντ Μπάντι, Ένας Γοητευτικός Δολοφόνος”
Η μιούζικαλ εξτραβαγκάνζα του “Rocketman”
To κρεσέντο δράσης του “John Wick 3”