REVIEWS

Στο αντι-βιογραφικό ‘Neruda’, θα μάθεις μόνο ό,τι χρειάζεσαι για τον ποιητή

Ο Pablo Larrain συνεχίζει το σερί του.

Μέσα στον καταραμένο συνήθως κινηματογραφικό Γενάρη που τα στούντιο συνηθίζουν να ξεφορτώνονται ό,τι τους έχει απομείνει στις τσέπες του μετα-οσκαρικού τους ρόστερ, εμείς σου γράφαμε για τον νέο Larrain και το ‘Jackie’ που δεν έπρεπε να χάσεις. Μετά το ‘El Club’ και το ‘Jackie’ λοιπόν, το σερί της τελευταίας διετίας του Χιλιανού σκηνοθέτη συνεχίζεται με το ‘Neruda’, άλλη μία ταινία του που πειραματίζεται με το βιογραφικό σινεμά. Με τέτοια ενστικτώδη άλματα στην αφήγηση και τη δομή αυτή τη φορά, που σπάνε και οι λίγες φόρμες ρεαλισμού που είχε αφήσει αράγιστες στα προηγούμενά του εγχειρήματα. Αν το ‘Neruda’ δεν είναι απαραίτητα η καλύτερη ταινία του, θα δεις ότι είναι σίγουρα η πιο τολμηρή.

Και εδώ αποφεύγει παντελώς τη βικιπαιδειακή προσέγγιση της γεννήθηκε-έζησε-πέθανε φορμουλαϊκής βιογραφίας και εστιάζει, όπως και στο ‘Jackie’, σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο της ζωής του ποιητή, εξερευνώντας περισσότερο τον νερουδιακό κόσμο και τον αντίκτυπο του έργου του στον λαό της Χιλής, παρά την προσωπικότητά του σε πιο παραδοσιακούς όρους. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως όταν τελειώσει η ταινία, δε θα είσαι και τόσο σίγουρος για το ποιος ήταν ο Neruda. Όχι μόνο δεν ξέρει και ο ίδιος ο Larrain όπως έχει παραδεχτεί, αλλά παρά τον σχεδόν παραπλανητικό τίτλο, μετά το τέλος της ταινίας δε θα είσαι καν σίγουρος ότι ο Neruda ήταν ο αναμφισβήτητος σταρ της ιστορίας.

Στους 13 λοιπόν μήνες που μεσολάβησαν από τη διαταγή του τότε Προέδρου της Χιλής, Gabriel González Videla, για τη σύλληψη του γερουσιαστή και μέλους του Κομμουνιστικού κόμματος, Pablo Neruda (Luis Gnecco), μέχρι τη διαφυγή του στην Αργεντινή, ο Larrain ακολουθεί τον ποιητή στην προσπάθειά του να διαφύγει από τον Peluchonneau (Gael García Bernal), έναν επιθεωρητή που είναι καταδικασμένος να βρίσκεται συνεχώς ένα βήμα πίσω από τον στόχο του. Αυτό το παιχνίδι γάτας και ποντικού στην πορεία μετατρέπεται σε μια συμβιωτική σχέση μεταξύ των δύο ανδρών, με επιρροές από Χίτσκοκ μέχρι ‘Ροζ Πάνθηρα’.

Αν αυτά σου φαίνονται αντιθετικά, είναι γιατί ο τόνος της ταινίας δεν είναι αυστηρά προσδιορισμένος, όπως άλλωστε δεν είναι και οι πρωταγωνιστές της, αλλά ο Larrain ούτως ή άλλως έχει στόχο να φτιάξει κάτι ζωηρό και ρευστό, ανοιχτό σε ερμηνείες, όπως ένα πραγματικό ποίημα που αιωρείται ακόμα κι όταν όλα τα θραύσματα μπουν στη θέση τους.

Τη δική του θέση, ή καλύτερα τον εαυτό του, ψάχνει να βρει στη διάρκεια του κυνηγιού και ο Pelochonneau, ένας χαρακτήρας που δεν επινοήθηκε για τις ανάγκες της ταινίας επειδή ο διανοούμενος φυγάς χρειαζόταν έναν επιβλητικό αντίπαλο – ο Peluchonneau είναι αντικείμενο χλευασμού περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας – αλλά γιατί παρά την ευαισθησία που φυλάει και γι’ αυτόν το σενάριο πριν το τέλος, η ανεπάρκεια και η περιορισμένη του αντίληψη έρχονται κόντρα στον ικανό ανθρωπιστή, Neruda.

Έτσι δημιουργείται μια πολύ χρήσιμη αντίθεση/όχημα του μηνύματος του Larrain που κάνει τις αρχές – ή τη φασιστική επιβολή τους περισσότερο – το αδειανό πουκάμισο, και την τέχνη την πολιτική δύναμη που αντέχει στις αντίξοες συνθήκες. Λέμε ότι την ιστορία τη γράφουν οι νικητές (η σύντομη εμφάνιση του Pinochet στην ταινία δε διαταράσσει την ευθυμία της, αλλά θυμίζει ότι το μέλλον είχε άλλα πλάνα για τη Χιλή), αλλά για τον Larrain η ιστορία στο τέλος θα είναι με το πλευρό της τέχνης και των ουμανιστών.

Η ρομαντική αντιμετώπιση της ποίησης και της δύναμής της που αποκτά λυρικότητα μέσα από την ονειρική φωτογραφία του Sergio Armstrong ωστόσο, δεν επεκτείνεται και στον ίδιο τον ποιητή.

Πάντα σε απόσταση αλλά ταυτόχρονα πάρα πολύ ανθρώπινος, ο Neruda είναι πομπώδης, τσαντίλας, πλούσιος, διονυσιακός στην ψυχαγωγία του, υπέρμαχος των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης και ταυτόχρονα αποκομμένος από την πραγματικότητα του κόσμου που υπερασπίζεται. Όταν τον πλησιάζει για ένα αυτόγραφο μια φανατική κομμουνίστρια που πλένει σκάλες για να ζήσει, τον ρωτάει: Όταν έρθει η επανάσταση, το κοινωνικό στάτους των κομμουνιστών θα μοιάζει με το δικό μου ή το δικό σου; Ο σχολιασμός για τον Σοσιαλιστή της Σαμπάνιας γίνεται ακόμη πιο καυστικός λίγο αργότερα, όταν ο σωματοφύλακάς του τού ζητά να γίνει πιο ταπεινός, γιατί αντιλαμβάνεται ότι η προτεραιότητα του προστατευόμενού του φαίνεται να είναι η δημοτικότητά του και όχι ο κίνδυνος που βάζει τους γύρω του. Θύμα μιας καταδίωξης που αντιμετωπίζει περισσότερο σαν ευκαιρία για να γιγαντώσει την υστεροφημία του παρά ως ζήτημα ζωής και θανάτου, ο Neruda φτιάχνει τον μύθο του, όπως η Jackie έφτιαξε τον μύθο του Κάμελοτ για λογαριασμό του νεκρού της συζύγου. Ζωντανοί μέχρι και σήμερα μύθοι και οι δύο, που όμως δεν αναπαριστώνται εδώ σαν αγιογραφίες.

Για έναν δημιουργό που φαίνεται να έχει την πολιτική ως αγαπημένη του θεματική, από την ακούσια τριλογία του (‘Tony Manero’, ‘Post Mortem’, ‘No’) για τη δικτατορία του Pinochet, μέχρι τον χειρισμό του μύθου στα ‘Jackie’ και ‘Neruda’ – κάπου εδώ μπορεί να χωρέσει και το ‘El Club’ που στα χαρτιά δεν ήταν πολιτικό αλλά κι αυτό επιτέθηκε στην κακοποίηση από ένα σύστημα όπως αυτό της Εκκλησίας – έχει τεράστιο ενδιαφέρον να παρακολουθεί κανείς τις τεχνικές και τον τρόπο αφήγησης που εφευρίσκει κάθε φορά ο Larrain για να την αντιμετωπίζει από άλλη σκοπιά. Και έχει και πλάκα να βλέπεις όσους από εμάς προσπαθούμε να περιγράψουμε τι ακριβώς κάνει και να μην τα καταφέρνουμε.

* Το ‘Neruda’ κυκλοφορεί στις αίθουσες από Strada/Seven.