REVIEWS

‘Yesterday’: Αν οι Beatles δεν είχαν υπάρξει ποτέ;

Βλέπουμε και σχολιάζουμε τις ταινίες της εβδομάδας κάθε Πέμπτη. Σήμερα ο Ντάνι Μπόιλ επιστρέφει με μια ρομαντική κομεντί που αναρωτιέται πώς θα ήταν ο κόσμος αν κανείς δεν θυμόταν τους Beatles.

Είστε για έναν νέο Πολ Τόμας Άντερσον αυτό το τριήμερο; Περιφερειακά κινηματογραφικό και περισσότερο μουσικό, αλλά εξακολουθεί να είναι σημαντικό release από έναν μεγάλο σκηνοθέτη, οπότε ιδού:

 

Ο Πολ Τόμας Άντερσον σκηνοθετεί τον Τομ Γιορκ των Radiohead σε ένα μικρού μήκους μουσικό φιλμ σε μουσική του ίδιου του Γιορκ. Το “Anima” είναι από σήμερα διαθέσιμο στο Netflix. Μπορείτε να θυμηθείτε τι μας έλεγε αποκλειστικά ο Τομ Γιορκ πέρσι στη Βενετία, για τη σχέση του με το σινεμά αλλά και για τον Πολ Τόμας Άντερσον.

Πάμε στις κριτικές της εβδομάδας:

Yesterday ***

(Ντάνι Μπόιλ, 1ω56λ)

Καστ: Χιμές Πατέλ, Λίλι Τζέιμς, Κέιτ ΜακΚίνον, Εντ Σίραν

Η προηγούμενη ταινία του Ντάνι Μπόιλ: Σοκαριστικά, είναι το “T2 Trainspotting”, το σίκουελ του “Trainspotting” που κανείς δε θυμάται ότι υπήρξε. Κάπως σαν τους Beatles στο “Yesterday”, ένα πράμα. Ο Μπόιλ εξακολουθεί πάντως να έχει μια φιλμογραφία γεμάτη αναπάντεχες επιλογές, ταινίες μεγάλες και μικρές, σημαντικές και ασήμαντες, θριάμβους και αποτυχίες. Δεν είναι και μάστορας σαν τον Σόντερμπεργκ αλλά πάντως είναι σκηνοθέτης που πάντα επιδεικνύει σημαντικό αφηγηματικό έλεγχο και ξέρει πώς να κάνει μια ταινία να μοιάζει όμορφη και να κυλάει οργανικά κι αβίαστα, είτε σκηνοθετεί κάποιο πρεστίζ δράμα οσκαρικών βλέψεων, είτε απολαυστικές b-movies σαν το “Trance”, είτε κάποια μικρή, γλυκιά ταινία σαν το “Millions” ή, ναι, σαν το “Yesterday”.

Η καινούρια: Ο Τζακ Μάλικ παίρνει την κιθάρα του και τραγουδάει, αλλά συνήθως μπροστά σε άδειους χώρους. Ο κόσμος αδιαφορεί για τα τραγούδια του και η μόνη που πιστεύει σε αυτόν είναι η μάνατζερ και παιδική του φίλη, Έλι. Για να πετύχει η καριέρα του ως μουσικού, θα χρειαστεί ένα θαύμα. Θαύμα όπως, ας πούμε, όλος ο πλανήτης ξαφνικά να ξεχάσει την ύπαρξη των Beatles και ο Τζακ να είναι ο μόνος που θυμάται τα αξεπέραστα τραγούδια τους. Πάνω στα οποία και θα χτίσει την καριέρα που πάντα ονειρευόταν.

Και πώς είναι: Γραμμένη από τον Ρίτσαρντ Κέρτις, σεναριογράφο-συνταγογράφο μερικών εκ των πιο χαρακτηριστικών ρομαντικών κομεντί των τελευταίων δεκαετιών (“Νότινγκ Χιλ”, “Love Actually”, το επεισόδιο του “Doctor Who” με τον Βαν Γκογκ με το οποίο το “Yesterday” έχει μάλλον την μεγαλύτερη συνάφεια), η ταινία στην πραγματικότητα δεν είναι κάποιο μεγάλων διαστάσεων κονσεπτικό μιούζικαλ, όσο μια γλυκιά, σχετικά αναμενόμενων δραματικών στροφών ταινία για -να δεις πώς το είχε πει- ένα κορίτσι που στέκεται μπροστά σε ένα αγόρι και του ζητά να την αγαπήσει. Τυχαίνει απλώς το αγόρι να είναι ο μόνος άνθρωπος που θυμάται τα τραγούδια των Beatles.

Το εύρημα είναι αρκετά διασκεδαστικό από μόνο του ώστε να δώσει κινητήριο καύσιμο για αρκετά από τα μίλια που διανύει η ταινία. Στην καρδιά της, η διαδρομή στην οποία μας συνοδεύει, είναι εντελώς γνώριμη. Εκείνος (Χιμές Πατέλ, νέα παρουσία, συμπαθής) προσπαθεί να πετύχει αλλά δεν το έχει, εκείνη (Λίλι Τζέιμς, σταθερά υπέροχη, κάποια μέρα θα κερδίσει το Όσκαρ που της στερήθηκε για το “Mamma Mia! Here We Go Again”) πιστεύει σε αυτόν και είναι δίπλα του στα δύσκολα.

Τα πράγματα περιπλέκονται όταν όλοι ξεχνούν τους Beatles, κι ο Τζακ βρίσκει την ευκαιρία να πλασάρει τα τραγούδια τους ως δικά του. Ο Κέρτις το διασκεδάζει μέσα από τη διαδικασία του όλου πράγματος, με τον Τζακ άλλοτε να δυσκολεύεται να θυμηθεί στίχους κάποιων κομματιών, ή με ανθρώπους αρχικά να αδιαφορούν για μερικά από τα σπουδαιότερα κομμάτια όλων των εποχών. «Είστε οι πρώτοι άνθρωποι στον κόσμο που ακούνε το “Let It Be”!» φωνάζει ο Τζακ έξαλλος στους γονείς του όταν διαρκώς τον διακόπτουν στην εισαγωγή του κλασικού κομματιού, σε ένα από τα πολλά χιουμοριστικά απρόοπτα που συναντά ο κεντρικός μας ήρωας στην απρόσμενη διαδρομή της ανόδου του. (Εκεί εισβάλει σα σίφουνας στην ταινία κι η Κέιτ ΜακΚίνον, μια από τις πιο αγνά αστείες παρουσίες του Χόλιγουντ σήμερα.) Το ότι πολλά από αυτά τα διασκεδαστικά επεισόδια εμπλέκουν τον Εντ Σίραν να παίζει (καλά!) μια ελαφρώς αυτοσαρκαστική εκδοχή του εαυτού του σε μια δευτερεύουσα πλοκή της ταινίας, είναι μόνο μία από τις ευχάριστες εκπλήξεις του φιλμ.

(Τη μεγαλύτερη όλων δε θα την υπονοήσουμε καν. Είναι μια Στιγμή, αυθεντικά παράξενη, που σίγουρα θα δημιουργήσει συναισθήματα στους φανς.)

Ο Κέρτις κι ο Μπόιλ διασκεδάζουν με τον παράξενο κόσμο που έχουν χτίσει μέσα από διαρκή αστειάκια, παραθέτοντας τη μία αναφορά στους Beatles μετά την άλλη, συνθέτοντας μια ρομαντική ιστορία προσωπικής ανόδου από την οποία εν τέλει παράδοξα απουσιάζει το ηθικό επιμύθιο. Δεν είναι μια ιστορία ύβρης όσο ένα παραμύθι για το πώς η σπουδαία, λαοφιλής τέχνη είναι κάτι που πρώτα και κύρια αξίζει (οφείλεται) να μεταδίδεται και συντηρείται ζωντανό με τον ένα τρόπο ή τον άλλον. Η κατά Τζακ Μάλικ ανασύσταση της μπιτλικής δισκογραφίας δεν βγάζει νόημα ως σύνολο έργου, αλλά είναι περιέργως μια ταιριαστή επανατοποθέτησή της στον σημερινό κόσμο των shuffle αλγορίθμων του Spotify και των εκτός πλαισίου και εκτός άλμπουμ διαρκώς χιτς.

Το πρόβλημα εντοπίζεται περισσότερο στο πώς μέσα από όλα αυτά η ταινία ξεχνά να βρει κάποια αληθινή δραματική κορύφωση, με την τρίτη πράξη απλώς να αιωρείται ανάμεσα στο δραματικά αμήχανο (στην καλύτερη περίπτωση) και στο επιθετικά άβολο κλισέ. Με έναν περίεργο τρόπο, η ταινία ως τελική κατασκευή δεν ζει ούτε χάρη στον κόσμο που χτίζει (το εύρημα είναι περισσότερο ένα χαριτωμένο what if αστειάκι παρά κάτι που στα αλήθεια εξερευνάται από το σενάριο) ούτε χάρη στο ρομάντζο που σιγοντάρει (οι χαρακτήρες και το δέσιμό τους δεν είναι τόσο αναγκαίοι ώστε να συμβεί αυτό). Περιέργως καταλήγει πιο μικρή και ταυτόχρονα πιο μεγάλη από όσο πρέπει, αλλά οι επιμέρους στιγμές που ξέρει να κατασκευάζει ο Κέρτις ακόμα και στον ύπνο του, η τεχνική δεξιότητα του Μπόιλ, η ενέργεια των πρωταγωνιστών, και η δύναμη του καταλόγου του Beatles, συνθέτουν ένα αξιοπερίεργο φιλμ που ίσως και ανεξήγητα, τελικά λειτουργεί.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Όταν το παράξενο ζευγάρι έρχεται αντιμέτωπο με τον Τζακ η ταινία διατυπώνει ευθέως την κεντρική της θέση. Συγκινήθηκα κάπως.

Επίσης προβάλλονται

Οι Αόρατες

(“Les Invisibles”, Λουί-Ζουλιέν Πετί, 1ω42λ)

Κοινωνική κομεντί, α λα Κεν Λόουτς σε πιο κωμικό πακετάρισμα, για ένα κέντρο υποδοχής άστεγων γυναικών το οποίο ο δήμος αποφασίζει να κλείσει εντός τριμήνου αφήνοντας τις γυναίκες σε ανάγκη να τα βγάλουν πέρα μόνες τους. Οι κοινωνικές λειτουργοί που προσπαθούν να τις βοηθήσουν και η ομάδα των αστέγων παίρνουν κεντρικό χώρο στη σκηνή του φιλμ, με την ταινία να μοιράζει έξυπνα τους ρόλους σε επαγγελματίες ηθοποιούς (οι δημοτικοί υπάλληλοι) και σε ερασιτέχνες (οι άστεγες γυναίκες), ακολουθώντας τις δραματικές διαδρομές της κάθε μίας ηρωίδας και των δικών της προβλημάτων, καθώς πασχίζουν να ενταχθούν σε μια κοινωνία που δεν τις βλέπει. Μεγάλη επιτυχία στη Γαλλία για ένα δείγμα κοινωνικά επίκαιρου σινεμά.

Πρόσκληση σε Γεύμα από έναν Υποψήφιο Δολοφόνο ****

(“Murder by Death”, Ρόμπερτ Μουρ, 1ω34λ)

Σκιώδης πλούσιος καλεί ένα μάτσο διάσημους ντετέκτιβ σε μια έπαυλη για να εξιχνιάσουν έναν μυστηριώδη φόνο. Ο Νιλ Σάιμον σε ένα από τα πιο πυκνά χιουμοριστικά σενάρια που έχουν γραφτεί, κάθε ατάκα κι άλλο αστείο, παρωδεί με αγάπη και γνώση το αστυνομικό fiction με τη συνδρομή ενός εντυπωσιακού καστ αστέρων (Ντέιβιντ Νίβεν, Πίτερ Σέλερς, Μάγκι Σμιθ, Πίτερ Φολκ ο καλύτερος όλων) που παίζουν διαφορετικές ενσαρκώσεις διάσημων ντετέκτιβ αρχετύπων. Οι ηθοποιοί παίζουν με στεγνό τρόπο το παράλογο σενάριο κάτι που κάνει τα τεκταινόμενα ακόμη πιο αστεία, την ώρα που ο Μουρ χορογραφεί τη δράση καθώς μετακινούμαστε από δωμάτιο σε δωμάτιο κι από γρίφο σε γρίφο, χρησιμοποιώντας το σκηνικό ως πυρομαχικό σε αυτό το ντεμαράζ γκαγκς και αστείων.

Το Ένστικτο της Επιβίωσης **

(“Animal”, Αρμάντο Μπο, 1ω52λ)

Άντρας που ζει μια ήρεμη ζωή βρίσκεται ξαφνικά σε δεινή θέση καθώς χρειάζεται επειγόντως μεταμόσχευση νεφρού. Το δυσβάσταχτο κόστος και το αδιέξοδο στο οποίο οδηγείται τον φέρνουν στα όριά του και τον ωθούν στο να πάρει την κατάσταση στα χέρια του με όλο και πιο βίαιες και ζωώδεις συνέπειες. Μαύρο δραματικό θρίλερ κοινωνικής καταγγελίας από τον σεναριογράφο του “Birdman” και του “Biutiful”, ταινιών που έτσι κι αλλιώς δεν διακρίνονται για τη λεπτότητά τους. Έτσι κι εδώ, δεν υπάρχει ούτε μέτρο ούτε αίσθηση αλήθειας καθώς οι υπερβολές συσσωρεύονται στο χοντροκομμένο κείμενο του οποίου το μόνο θετικό είναι ότι, τουλάχιστον, δεν το έχει σκηνοθετήσει ο Ινιάριτου.

Annabelle Comes Home (Γκάρι Ντάουμπερμαν, 1ω44λ). Βέρα Φαρμίγκα και Πάτρικ Γουίλσον επιστρέφουν στους ρόλους τους από το “Conjuring” σε αυτό το νέο spin-off θρίλερ που εστιάζει στη δαιμονική κούκλα Άναμπελ.

Η Πισίνα (“La Piscine”, Ζακ Ντερέ, 2ω2λ). Αλέν Ντελόν, Ρόμι Σνάιντερ και Τζέιν Μπίρκιν σε ψυχολογικό θρίλερ του 1968 για ένα ζευγάρι του οποίου η ήρεμη ζωή ταράζεται με την άφιξη ενός κοινού φίλου και της 18χρονης κόρης του.

Κόλπο Γκρόσο (“Ricchi di Fantasia”, Φραντσίσκο Μικιτσέ, 1ω42λ). Οι φίλοι ενός άντρα σε παράνομη σχέση, τον κάνουν να πιστέψει πως κέρδισε το λαχείο κι εκείνος τα αφήνει όλα πίσω. Φαρσική, λαϊκή κωμωδία από την Ιταλία.

Παίζεται ακόμα

Μια ταινία που ήδη παιζόταν στις αίθουσες και αξίζει να δεις αν την έχασες.

Η Ευτυχία *****

(“Le Bonheur”, Ανιές Βαρντά, 1ω19λ)

Ένας μαραγκός ζει μια συνηθισμένη, ευτυχισμένη ζωή με τη γυναίκα και τα δύο παιδιά του μέχρι που γνωρίζει μια νεαρή κοπέλα την οποία κυνηγά προσπαθώντας μαζί της να -πώς αλλιώς να το πούμε- συμπληρώσει την ευτυχία της ζωής του. Αγνός, σαρκαστικός, πικρός τρόμος της συνηθισμένης καθημερινότητας, γυρισμένος με έναν εντελώς αναπολογητικά ευθύ τρόπο. Σταθμός για τη Βαρντά, για τη Νουβέλ Βαγκ αλλά και για την εξερεύνηση φεμινιστικών στοιχείων στο σινεμά, λίγο πριν τα σεισμικά γεγονότα του Μάη του ‘68.