TARANTINO

True Romance: Την καλύτερη ταινία του Tarantino δεν την σκηνοθέτησε ο ίδιος

Πώς ο Tony Scott χάρισε στον δημιουργό το πρώτο του παραμύθι.

Το 1993, το όνομα Tarantino δεν ήταν εγγύηση. Ναι, είχε μόλις συνεπάρει το Sundance με το ‘Reservoir Dogs’ και οι μετοχές του είχαν ανέβει άμεσα στην Πόλη των Αγγέλων, όλοι ήθελαν λίγη από την ευστροφία και τους διαλόγους του άγνωστου ως τότε τριαντάρη, αλλά η χαρακτηριστική του ταυτότητα δεν έφερνε ακόμα τον κόσμο στις αίθουσες, ούτε αναγνωριζόταν από τους κριτικούς ως τέτοια. Ως φρέσκο πρόσωπο στη βιομηχανία όμως, είχε βρεθεί ένα-δυο χρόνια νωρίτερα σε πάρτι στο σπίτι του Tony Scott.

Ο σκηνοθέτης του ‘Top Gun’ και του ‘Days of Thunder’ έφτιαχνε για τους περισσότερους ανεγκέφαλες, ιδρωμένες περιπέτειες. Το ταλέντο είχε, φαίνεται, πάει συσσωρευμένο στον μεγαλύτερο αδελφό του, Ridley. Ο Tarantino όμως λάτρευε τον αέρα του σκηνοθέτη πίσω από την κάμερα και ήθελε να του προτείνει να γυρίσει κάποιο σενάριό του. Αρχική πηγή της ιστορίας ήταν 500 σελίδες ενός road movie, του ‘The Open Road’ που είχε γράψει ο συχνός τότε συνεργάτης του, Roger Avary. Το είχε δώσει στον Tarantino γιατί είχε κολλήσει και δεν μπορούσε να το μαζέψει. Έναν χρόνο μετά, του το επέστρεψε αγνώριστο. Είχε μεταμορφωθεί στο ‘Reservoir Dogs’, το ‘True Romance’ και το ‘Pulp Fiction’. Ο νεαρός δημιουργός έδωσε τα δυο πρώτα στον Scott και του πρότεινε να διαλέξει. Εκείνος τα πήρε μαζί του σε ένα ταξίδι, τα διάβασε στην πτήση του, θέλησε να κάνει και τα δύο, αλλά προτίμησε το δεύτερο.

Το σενάριο πουλήθηκε για 50.000 δολάρια και χρηματοδότησε το ‘Pulp Fiction’ που θα κέρδιζε τον Χρυσό Φοίνικα το 1994.

Σε αντίθεση με το ‘Natural Born Killers’ που θα έβγαινε την επόμενη χρονιά με το σενάριο του Tarantino κατακρεουργημένο – είχε αποδοκιμάσει την ταινία και είχε πιαστεί μάλιστα στα χέρια με τον παραγωγό της, Don Murphy – το ‘True Romance’ κράτησε το πνεύμα του ζωντανό. Το λαβ στόρι της Alabama (Patricia Arquette) και του Clarence (Christian Slater) ξεκινά ένα βράδυ στο καταχνιασμένο Detroit και καταλήγει σε κάποια ηλιόλουστη ακτή της Καλιφόρνια. Στο μεταξύ την έχει σώσει από τον νταβατζή της, έναν παλαβό Gary Oldman σε ρόλο γελοίου, ανελέητου γκάνγκστερ που νομίζει ότι είναι μαύρος, κλέβοντας όμως καταλάθος μια βαλίτσα γεμάτη κοκαΐνη που πρέπει να ξεφορτωθούν.

Η προσπάθειά τους να την πουλήσουν τους οδηγεί σε ένα roadtrip αιματηρών καταστάσεων που φέρουν σίγουρα την υπογραφή των crime thrillers του αντισυμβατικού σκηνοθέτη. Τη διακρίνεις, βέβαια, από την εισαγωγική κιόλας σκηνή.

«Πάντα έλεγα, αν έπρεπε να γ@μήσω έναν άντρα, αν αναγκαζόμουν εννοώ, αν η ζωή μου εξαρτιόταν απ’ αυτό, θα γ@μούσα τον Elvis», είναι το πρώτο πράγμα που ακούμε τον Clarence να λέει σε μια ξανθιά κοπέλα που κάθεται μαζί του σε ένα μπαρ. Στη συνέχεια θα τη διώξει άθελά του όταν της εξομολογείται ότι θα την πήγαινε σε ταινία kung fu για πρώτο ραντεβού, αλλά μέσα σε ελάχιστα, φλύαρα λεπτά ο θεατής έχει καταλάβει ποιος είναι ο ήρωάς του. Όπως είχε συμβεί και με τη συμμορία του ‘Reservoir Dogs’, όταν είχαν ανοίξει το φιλμ τσακωμένοι επειδή ο Mr. Pink δεν πίστευε στο πουρμπουάρ.

Καταλαβαίνεις το ίδιο εύκολα όλους τους δευτερεύοντες χαρακτήρες που συναντά το ζευγάρι γιατί, όπως πάντα, στα λίγα λεπτά που μοιράζει ανάμεσά τους, ο Tarantino κάνει την ιστορία δική τους. Του Big Don του Samuel L. Jackson που γεννήθηκε για να πει τους διαλόγους του σκηνοθέτη πριν καν δουλέψουν απευθείας μαζί.

Του αιμοσταγούς Oldman που έπαιρνες εκείνη την εποχή για να υποδυθεί την παράνοια – εδώ, στο ‘Léon’, στο ‘Πέμπτο Στοιχείο’. Του Val Kilmer που δίνει μαγικό ρεαλισμό στην ταινία ως φιγούρα του Elvis – είναι απλά η φαντασία του Clarence ή δείγμα παραφροσύνης του; Των αστυνομικών ακόμη, που προλαβαίνεις να συμπαθήσεις πριν χαθούν στο πουπουλένιο αιματοκύλισμα της τρίτης πράξης, σε μια κλασική, ταραντινική αναμέτρηση που δεν αφήνει κανέναν πίσω. Του Brad Pitt που φρέσκος από το ‘Thelma & Louise’ μάς έδωσε τον πιο αστείο μπαφιάρη των ‘90s.

Του Dennis Hopper και του Christopher Walken που έχουν ένα ολόδικό τους διάλειμμα, αποκομμένο από τον ελπιδοφόρο τόνο του υπόλοιπου φιλμ, την πιο αγαπημένη σεναριακή στιγμή του Tarantino μέχρι να γράψει την εισαγωγή των ‘Μπάσταρδων’. Το ανάστημα των δύο ηθοποιών είναι αναμφισβήτητο στη σκηνή και, με έναν τρόπο, διασώζεται από μια εκδοχή της ταινίας που θα είχε σκηνοθετήσει ο ίδιος.

Οι υπερβολές και τα διαχρονικά, προβληματικά σημεία του είναι διάχυτα στο σενάριο – στη σκηνή αυτή η λέξη ‘n***er’ ειπώνεται κάμποσες φορές, ενώ έχει ήδη ακουστεί νωρίτερα κι από άλλους χαρακτήρες – αλλά οι λιγότερο στιλιζαρισμένες ερμηνείες των δυο τους από αυτές που θα προτιμούσε ο Tarantino, δεν σε αποσπούν από τίποτα. Κρίμα θα ήταν.

Ίσως αυτή ακριβώς η χωρίς περιστροφές προσέγγιση του Scott που απομακρύνθηκε συνειδητά κιόλας από την πιο ασύνδετη χρήση του χρόνου στο αρχικό σενάριο, να αφήνει τον αυτοκράτορα σχεδόν χωρίς ρούχα. Δίχως τη συνήθη αταξία του, την ποπ, αποδιοργανωτική φασαρία που περιμένεις και θες από τον Tarantino, γίνονται πιο εμφανείς οι αδυναμίες του. Έχει δηλώσει ανοιχτά ότι ο Clarence έχει αυτοβιογραφικά του στοιχεία, όμως και χωρίς τον αστερίσκο αυτόν μπορεί εύκολα να εκλάβει κανείς τον χαρακτήρα ως εκπρόσωπο των φαντασιώσεών του. Των φαντασιώσεων του μέσου νεαρού ενήλικα ίσως.

Ο παράτολμος πρωταγωνιστής είναι geeky, λατρεύει τα κόμικ και τις ταινίες πολεμικών τεχνών, γίνεται αντικείμενο του πόθου μιας καρακουκλάρας που πέφτει στην ανάγκη του, την ερωτεύεται παρότι είναι πόρνη γιατί εκείνος διαφέρει από τους άλλους άντρες που θα την παρεξηγούσαν και, μέσα στην αδεξιότητά του, αναδεικνύεται ως ο ιππότης με το περίστροφο. Η Alabama πάλι είναι υπέροχη μέσα στην αφοπλιστική αγνότητά της, είναι όμως και ρόλος οικείος. Ως κλασικό call girl με χρυσή καρδιά σε τέτοια ταινία δεν θα πληρωθεί ποτέ για τις υπηρεσίες της μιας που αγάπησε τον πελάτη, τα όνειρα και οι επιθυμίες της είναι τελικά εξ ολοκλήρου αφοσιωμένες σ’ εκείνον και τα κοινά τους πλάνα, και στην σπαρακτική σκηνή όπου δολοφονεί τον μαφιόζο μετά το ξύλο που της ρίχνει – έναν James Gandolfini με απίστευτο baby face – ορθώνεται δυναμικά από πάνω του φορώντας εσώρουχα ποτισμένα στο αίμα και των δυο τους. Η ταινία κυριολεκτικά τελειώνει με μονόλογό της για το πόσο κουλ είναι ο σύντροφός της.

Θες τόσο αβίαστα να τα αψηφίσεις όλα αυτά όμως. Η ταινία έχει μια γλύκα που σπάνιζε στις δουλειές του Scott και θα εγκατέλειπε σύντομα ο Tarantinο. Δεν μπορείς να της κρατήσεις κακία. Όχι όταν διεκδικεί τόσο αβυσσαλέα τον έρωτα. Ακόμα και η βία της είναι παραισθησιογόνος κάτω από τον καπνό του Detroit ή τον ήλιο του Λος Άντζελες. Γίνεται συντριπτική, αλλά δεν μπορείς να την πάρεις μέσα σου. Βοηθούν και οι ενέσεις του ‘You ‘re So Cool’. Της διασκευής του κομματιού Gassenhauer στο σάουντρακ του Hans Zimmer που είχε χρησιμοποιηθεί νωρίτερα στο ‘Badlands’ του Terrence Malick, μιας εκ των δύο βασικών επιρροών του Tarantino για το φιλμ μαζί με το ‘Bonnie & Clyde’. Τα τροπικά κάλαντα του Zimmer ντύνουν ρομαντικές και οδυνηρές στιγμές εξίσου στην ταινία, αφήνοντας την αίσθηση ότι παρακολουθείς κάποιο διεστραμμένο παραμύθι.

Μπορεί να μην το γνώριζε ακόμα, αλλά τέτοια θέλει να αφηγείται ο Tarantino ούτως ή άλλως. Στο σύμπαν του, η Νύφη βρίσκει την κόρη της, ο Χίτλερ καίγεται και ο Django ανατινάζει τη σκλαβιά. Στο δικό του ‘True Romance’ βέβαια, ο Clarence θα πέθαινε στα χέρια της Alabama. Ο Scott θα γύριζε δύο φινάλε, το ορίτζιναλ και το happy ending που είδαμε, και θα επέλεγε το καλύτερο. Ο άνθρωπος που μπορούσε να σκηνοθετήσει ένα rollercoaster ride με την ίδια ενέργεια που γύριζε μια πτήση του Tom Cruise, είχε αγαπήσει πολύ τους ήρωές του για να τους χωρίσει. Δεν του πήγαινε καρδιά. Ο Tarantino είχε αντιρρήσεις, αλλά παραδέχτηκε πως η τελική επιλογή έδενε τέλεια.

Και κάπως έτσι, απέκτησε το πρώτο του παραμύθι.