ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Στους στίχους του ΛΕΞ καταλαβαίνεις τι θα πει hip-hop

Ο Θεσσαλονικιός ράπερ που γέμισε ασφυκτικά το Θέατρο Πέτρας πριν λίγες μέρες.

Ρωτάω σε κάποια φάση, τον χειμώνα που μας πέρασε, έναν 15χρονο μαθητή της Α’ Λυκείου τι μουσική ακούει όντας σίγουρος ότι θα αρχίσει να μου λέει για τον Sin Boy, τον Ypo και τον Light. Kαι τότε μου λέει για τον Τζαμάλ και τον ΛΕΞ. Και μένουμε κάγκελο και οι δύο που ο ένας ακούει τη μουσική του άλλου. Αλλά η αλήθεια είναι ότι, όταν γεμίζεις με 10.000 κόσμο το Θέατρο Πέτρας, όπως έκανε ο ΛΕΞ την περασμένη Παρασκευή, ε, τα κοινά μάλλον είναι κάτι μαζικότερα από αυτό που φαντάζεται κανείς.

O ΛΕΞ δεν είναι αυτό που λέμε καινούργια υπόθεση. Η ελληνική χιπ-χοπ τον γνώρισε 20 ολόκληρα χρόνια πριν ως μέλος του θρυλικού συγκροτήματος Βόρεια Αστέρια πλάι στον Τζαμάλ, τον Μικρό Κλέφτη, τον Mondi και τον Ζήνωνα αλλά και από τα Ανάποδα Καπέλα το rap ντουέτο με τον Μικρό Κλέφτη. Το 2010 τα Βόρεια Αστέρια βγάζουν την τελευταία του δουλειά και έκτοτε ο ΛΕΞ αφιερώνεται στη σόλο πορεία του.

Και σκάει ξαφνικά σε αυτό το χαμηλό beat το “Ταπεινοί και Πεινασμένοι”, θα μπορούσε να το πει κανείς το πιο εμβληματικό solo άλμπουμ της σύγχρονης ελληνικής χιπ χοπ.

 

Περίεργες ώρες, Copa Libertadores

την είδα να ποντάρω στη χειρότερη απ’ όλες

Γίαννη, δώσε σημείο

 Άσσο, χινάρι ή δύο

 

Ο ΛΕΞ γράφει στίχους και beats εκεί όπου γεννήθηκε ούτως ή άλλως η μουσική που υπηρετεί. Στους δρόμους. Στον πυκνό αστικό ιστό. Κάτω από τις εργατικές πολυκατοικίες, δίπλα στους καμμένους κάδους, πατώντας τα αποτσίγαρα. Η μουσική του είναι η μουσική του αστικού περιθωρίου που δεν μιλάει για τα υψηλά, για τα μεγάλα σχήματα, για το σύμπαν εκεί έξω. Μιλάει για τους απλούς ανθρώπους, για την κάνναβη, τις αφραγκίες, τη μικροπαραβατικότητα. Μιλάει κυρίως σε α’ ενικό. Προτάσσει τα βιώματά του.

 

Έχω ζόρια πάει να πει γλυκοκοιτάω το παγκάρι

Ο ψηλός φρικάρει, λέει “ο διάολος θα μας πάρει”

 

H hip-hop είναι φτιαγμένη από την αρχή για να δώσει φωνή σε αυτούς που δεν την έχουν ή καλύτερα σε αυτούς που απαγορεύεται να την έχουν. Με την έννοια αυτή, δεν είναι καθόλου τυχαίες οι ηλικιακές, φυλετικές και ταξικές κατηγορίες στις οποίες απευθύνεται. Αυτό την κάνει από την αρχή μια πολιτική μουσική, ακόμα και αν -όπως στην περίπτωση και του ΛΕΞ- λείπει ο σαφής καταγγελτικός λόγος ή το πολιτικό όραμα για κάτι καινούργιο.

Και αν θεωρητικά ο ΛΕΞ λέει ότι κάνει μουσική για τσόγλανους και αλάνια, η αλήθεια είναι ότι αυτοί που τον ακούνε πολύ συχνά είναι παιδιά λευκών μεσοαστών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα από Έλληνες γονείς, παιδιά που δεν είχαν ποτέ πραγματικά βιοποριστικό πρόβλημα, που δεν έμπλεξαν ποτέ πραγματικά με τα ναρκωτικά, που δεν αναγκάστηκαν ποτέ να βγουν στη μικροπαραβατικότητα.

 

Ο ΛΕΞ μιλάει πρώτα από όλα σε γενιές ανθρώπων μεγαλωμένων μέσα στην πόλη και οι αναφορές του είναι ακριβώς τέτοιες. Στα samples του θα ακούσεις αμάξια, σειρήνες, περιπολικά, κόρνες. Δεν είναι καθόλου εύκολο να αισθητικοποιήσεις αυτό μέσα στο οποίο ζεις, εν προκειμένω το ιστορικό κέντρο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Εκεί που βγαίνεις, εκεί που δουλεύεις, εκεί που μετακινείσαι. Ο ΛΕΞ μιλάει, λοιπόν, για κάτι δίπλα από το οποίο ζεις. Μέσα στο οποίο ζεις. Οι πεσιμιστικοί του στίχοι γίνονται η συγκολλητική ουσία για να καταλάβεις τι τέλος πάντων συμβαίνει μέσα σε αυτή τη σχιζοφρένεια των ήχων και των επαναλαμβανόμενων εικόνων της πόλης.

 

Μήτσο τράβα κάνα-δυό φωτογραφίες

όταν φύγουμε θα μείνουν μόνο οι δρόμοι

κανείς δεν  θα χορεύει όταν νυχτώνει

το μόνο που θα αφήσουμε ιστορίες

και κάνα δυό φωτογραφίες

 

Eξάλλου αυτός ο συνδυασμός της εντοπιότητας με την οικουμενικότητα (glocal) που υπάρχει και στη μουσική του ΛΕΞ είναι από αυτά τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της σύγχρονης hip-hop σκηνής. Καλλιτέχνες μιλούν για τις γειτονιές τους στη σκοτεινή γωνιά της Θεσσαλονίκης, μιλούν για έναν Μήτσο που κανείς δεν ξέρει, μιλούν για τον φόνο που έγινε σε μια από τις γειτονιές μεταναστών του Παρισιού που κρύβεται από κάθε τουριστικό χάρτη. Άνθρωποι και μέρη που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε. Γεγονότα που δεν θα υπήρχε περίπτωση να μάθουμε ακόμα και αν έγιναν δίπλα μας. Και όμως, μέσα από αυτά φτιάχνουμε εικόνες, αποκτάμε το λυτρωτικό αίσθημα ότι ανήκουμε κάπου, στο περιθώριο του κόσμου, ότι μοιραζόμαστε ιστορίες. Και η αλήθεια είναι ότι έχει αποδειχτεί στην ανθρώπινη ιστορία ότι το να μοιράζεσαι κοινές ιστορίες, είναι ένας πολύ καλός τρόπος να στήσεις κοινότητες.

 

Ο χώρος στον ΛΕΞ είναι η πόλη όπως είναι τώρα. Χωρίς τις δυστοπίες του cyberpunk ή την ωραιοποίηση της ανερχόμενης urban αισθητικής των νεοχιπστεράδων. Η πόλη στον ΛΕΞ είναι όπως τη βλέπει αυτός που κινείται μέσα της. Χωρίς τις υπερβολές, την καταστροφολογία και τον ισοπεδωτικό λόγο των δελτίων ειδήσεων, χωρίς των εξωτισμό των διανοούμενων αστών που λατρεύουν αφ’υψηλού το περιθώριο. O ΛΕΞ είναι αυτός που κινείται στην πόλη ως μέρος της. Δεν είναι ο underground ήρωας, δεν είναι αρχηγός κανενός.

 Τελικά, κατασκευάζει μια δική του πραγματικότητα, την πραγματικότητα της πόλης. Παίρνει τα επιμέρους στοιχεία της, τα ξεκολλάει από το περιβάλλον τους και τα επανανοηματοδοτεί. Αλλιώς, παίρνει την πόλη από αυτούς στους οποίους θεωρητικά ανήκει και την προσφέρει στο περιθώριο, πραγματικό ή επινοημένο.

 

Γουστάρεις να μ ακούς πεινασμένo,

άφραγκο και ταλαιπωρημένο.

Κι όσο μέσα μου εγώ αργοπεθαινω

 να βγαίνεις και να λες τι φτύνει το μαλακισμενο.

 

Σε μια εποχή, λοιπόν, που η εύκολη πρόσβαση στο τι είναι ο δίπλα μας είναι πιο εύκολη από ποτέ, ένα-δύο κλικ μακριά, η μουσική του ΛΕΞ είναι που γεμίζει στάδια, ακριβώς γιατί βασίζεται σε αυτό το αίσθημα που βγάζει πια η σύγχρονη μεγαλούπολη: συνυπάρχουμε ανάμεσα σε ξένους, μοιραζόμαστε κοινούς χώρους με ανθρώπους με τους οποίους κατά τα άλλα μάς είναι σχεδόν αδύνατο να βρούμε κοινούς κώδικες επικοινωνίας. Και αν αυτό δεν είναι προφανώς κάτι που συμβαίνει τώρα, η αίσθηση μας όλο και γιγαντώνεται. Ζούμε σε μια περίοδο διαρκούς έκπληξης για το πόσο διαφέρουν οι γύρω μας.

Και ο ΛΕΞ φτιάχνει με τη μουσική του μια κοινότητα απελπισμένων μεσοαστών στα 20 ή στα 30 τους που ζουν μέσα στην πόλη στην πένθιμη νότα που είναι επικρεμάμενη σχεδόν παντού στην Αθήνα σε χώρους νεολαίας: στην αποξένωση από το παρελθόν και στην αίσθηση ότι το μέλλον θα διαρκέσει πολύ.

Τι συμβαίνει, λοιπόν, σε ένα στάδιο γεμάτο με 10.000 που ξέρουν απ’έξω τους στίχους του ΛΕΞ; Μάλλον αυτό το ανακουφιστικό που έχει η κοινοποίηση του βιώματος. Χιλιάδες άτομα παίρνουν και ταυτόχρονα δίνουν την απάντηση στο κάτι σαν ερώτημα: “πείτε μου ότι ούτε εσείς την πολυπαλεύετε”. Άλλωστε, αυτό είναι ένα σημαντικό κομμάτι της επιτυχίας αυτού του μουσικού είδους. Ότι προτάσσει το βίωμα. Ότι αφηγείται ιστορίες σε πρώτο πρόσωπο, ότι μιλάει οικουμενικά εκκινώντας όμως πάντα από τη γειτονιά. Και οι απλοί άνθρωποι γίνονται σύμβολα, οι ζωές τους για λίγο γίνονται απλά κομμάτια του παζλ που λέγεται μητρόπολη. Τίποτα ιδιαίτερο και τίποτα ξεχωριστό.

 

Από δίπλα έχω ένα μπάτσο που όλο στραβοκοιτάει,

Τον μετανάστη απ’ τον 5ο κι ας του χαμογελάει,

Ο από κάτω είναι εντάξει βλέπει και δεν μιλάει,

Μα κρατάει το κορίτσι ενώ δεν το αγαπάει,

 

Υπάρχουν πολλοί -μεταξύ των οποίων και εγώ- που φοβόμαστε ότι ζούμε στην εποχή που το κείμενο πεθαίνει, αρχίζει να υποτάσσεται στην πολυτροπικότητα του ίντερνετ και στη δύναμη της εικόνας. Δεν διαβάζουμε βιβλία, παρατάμε στη μέση μεγάλα κείμενα στο ίντερνετ. Κι όμως,  αυτό που έγινε στις 14/6 στο Θέατρο Πέτρας με χιλιάδες ανθρώπους να θυμούνται σαν Ευαγγέλιο και να συμπληρώνουν στίχους 15-20 τραγουδιών, ε, το λες και μια νίκη του κειμένου. Έστω και αν αυτό πολεμάει με νέα μέσα.

ΤΣΕΚΑΡΕ ΑΚΟΜΗ:

Τα 10 καλύτερα μουσικά άλμπουμ του 2019 μέχρι τώρα
O Toquel εμπνεύστηκε το όνομά του από έναν ψυχίατρο
Λαϊκοτράπ: Ένα νέο μουσικό είδος γεννιέται σήμερα