REVIEWS

‘Όρνιθες’: Τα Πουλιά του Χίτσκοκ βρήκαν τον μάστορά τους

Η επιτυχία της παράστασης του Νίκου Καραθάνου 'Όρνιθες' στην Επίδαυρο, δεν είναι που θα μιλάμε για καιρό για αυτήν, αλλά ότι κατάφερε να κάνει το όργιο να μοιάζει με πλατωνικό έρωτα.

Γυμνά στήθη, αντρικά και γυναικεία, να  σουλατσάρουν στο σκηνικό ενός παρολίγον παράδεισου παρέα με φιγούρες παρμένες από τη φαντασία και την βαρετή, άθλια καθημερινότητα. Τη δική σου, τη δική μου, του Νίκου Καραθάνου. Που αποφάσισε να πάρει τη φωλιά της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών και να τη μεταφέρει στην Επίδαυρο για δύο παραστάσεις.

*Το σημερινό δεν θα είναι άλλο ένα δικό μου κείμενο που εκθειάζει τη μαεστρία με την οποία ο Καραθάνος μπορεί να μετουσιώσει την ευφυΐα του επί σκηνής. Το έχω κάνει ήδη με το Βυσσινόκηπο και κάτι μου λέει ότι θα το ξανακάνω σύντομα με αυτόν τον υπέροχο ‘τρελό’ που έχουμε μπλέξει και δεν θέλει με τίποτα να απαρνηθεί τον παιδικό περίεργο εαυτό του. Και τον ευχαριστούμε πραγματικά για αυτό.

Σάββατο πρωί, ώρα 9.40. Στο Facebook, έρχεται μία ειδοποίηση ότι κάποιος μόλις πόσταρε στο event ‘Αριστοφάνης, Όρνιθες’. Χαμηλώνω το κινητό, ξανακοιμάμαι. Δύο ώρες αργότερα, πάνω στο scroll down, βρίσκεται μπροστά μου το post-ξυπνητήρι μίας θεατή που είδε την παράσταση την Παρασκευή: “Δεν αρκούν οι προθέσεις. Η Επίδαυρος συντρίβει τις μετριότητες“. Κάποιος, της είχε σχολιάσει από κάτω: “Εγώ από την άλλη, τη βρήκα εξαιρετική!! Δε περίμενα να δω κάτι άλλο!

Έκλεισα την εικονική κλειδαρότρυπα, που λέει και ο Μιχάλης Σαράντης και άρχισα να ετοιμάζομαι. Λίγες ώρες αργότερα, σπρωχνόμουν με μία εξαιρετικά καλοντυμένη κυρία μέχρι να καθίσω στη θέση μου (αλήθεια, δεν ξέρω πώς στριμωχτήκαμε έτσι), στο διάζωμα Θ. Απέναντί μου, είχα δύο καρφιτσωμένα στη σκηνή σύννεφα. Δίπλα, πάνω, αριστερά, δεξιά μου, κόσμος. Πολύς κόσμος. Πάρα πολύς.

 

Κόσμος που δεν είμαι σίγουρη αν ήταν ‘Καραθανικός’, αν ήταν ‘Αριστοφανικός’, αν δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει, αν το έκανε για τη σέλφι με τα πούπουλα, αν ήταν θεατρόφιλος ή αν απλώς, βρέθηκε εκεί για να μπορέσει την επομένη να το παίξει μάγκας κάπου στα social media ή στην παρέα του και να πει αυτό το φανταστικά εκνευριστικό “Εντάξει, καλή ήταν, αλλά σαν του Κουν με τον Χατζηδάκι δεν ήταν“. Γι αυτούς τους τελευταίους, θέλω να χρησιμοποιήσω τα λόγια του ελΥτίστικου Αϊνστάιν και να απορήσω ‘πόση βλακεία μπορεί να ξοδεύει ο Θεός για να μην τον βλέπουμε’.

Δεν θα βγάλω την ουρά μου απέξω. Πραγματικά, θα ένιωθα τυχερή αν είχα προλάβει να δω την θρυλική παράσταση του Κουν και αν θέλεις το πιστεύεις, τώρα που γράφω το κείμενο, στα αυτιά μου έχω τους Όρνιθες του Χατζηδάκι (γιατί είμαι γραφική; γιατί η μουσική του Χατζητδάκι με ηρεμεί; και για τα δύο; δεν έχει σημασία). Όπως και να το κάνουμε όμως, είναι τουλάχιστον βλακεία, να μπαίνουμε στη διαδικασία να συγκρίνουμε δύο δημιουργούς που υπήρξαν σε διαφορετική εποχή, είχαν διαφορετικά ερεθίσματα και βίωσαν διαφορετικές καθημερινότητες μόνο και μόνο επειδή καταπιάστηκαν με το ίδιο έργο.

Β(γ)άζω τα πούπουλά μου και φοράω κάτι ανάλαφρο, αγορασμένο από τη Χαβάη που δεν έχω πάει, και ρίχνω τους τίτλους αρχής.

Κάτω από την Πανσέληνο, ένα όργιο

 

Το σουρεάλ στον κόσμο του Καραθάνου, είναι όλα αυτά που όσο είμαστε μικρά μας φαίνονται τεράστια, φανταστικά και όσο μεγαλώνουμε, τα υποβιβάζουμε σε κιτς. Στη χύτρα με τους παιδικούς μας γίγαντες, ο Αριστοφάνης έπεσε τόσο απαλά που ούτε μπλουμ δεν ακούστηκε. Σιωπή και αρμονία. Μία δόση επιδαύριας αύρας, δύο μεζούρες καλής μελωδίας και τρεις κουταλιές ταλαντούχας αστρόσκονης από τον πρώτο μέχρι και τον τελευταίο ηθοποιό που παρότι πέταξε τα ρούχα του, στα μάτια μας έδειχνε ντυμένος. Και, έτοιμος.

Το μείγμα, ήταν έτοιμο. Και όλοι εμείς, οι επίδοξοι Οβελίξ που πολύ θα θέλαμε να ξέρουμε ότι μπορούμε να μείνουμε δυνατοί οτιδήποτε και αν συμβεί, το γευθήκαμε λαίμαργα επί δύο ώρες και μερικά λεπτά.

Ο απείρως καλά δεμένος χορός είναι ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία των Ορνίθων του Καραθάνου. Ψέμματα. Είναι μία από τις επιτυχίες του. Κάπου εκεί πάνω στο δεκάλεπτο, ο τρυποκάρυδος, Μιχάλης Σαράντης, ένας από τους ηθοποιούς που μπορείς να παρακολουθήσεις στο mute και να καταλάβεις μέχρι τελείας, αυτά που θέλει να σου πει σχεδόν, μας καλωσορίζει στον αριστοφανικό κόσμο των καραθανικών πουλιών. Καπού εκεί, πάνω στο τέταρτο, έγινε η έκρηξη και ‘οι μετριότητες’ εκείνου του post στο Facebook έσκασαν δυνατά στο μυαλό μου, με τα πούπουλά τους να πέφτουν μαλακά.

Καραθάνος – Σερβετάλης, το δίδυμο 

 

Θα μπορούσα άνετα να τους συγκρίνω με μερικά από τα πιο επιτυχημένα τηλεοπτικά ή κινηματογραφικά δίδυμα. Θα μπορούσα να επιστρατεύσω Αυλωνίτηδες και Σταυρίδηδες, Γρηγόρηδες και Λάζαρους, Τύριον και Βάρυδες, αν μία παράγραφο παραπάνω δεν είχα εκείνη τη μετωπική με τη σύγκριση και τις διαφορετικές εποχές και τους πλανήτες.

Ένας μοναδικός Σερβετάλης, Ευελπίδης, με κίνηση και ατάκες δεμένες με ένα ισχνό αλλά ορατό σχοινί ταλέντου, να υποδύεται τον χαζούλη Ευελπίδη και ένας Καραθάνος. Ένας υπέροχος τρελός Καραθάνος. Ένας Καραθάνος που δεν ξέρεις από πού να τον πιάσεις. Από τη στάση του πάνω στη σκηνή; Από το πάθος του; Από την καθόλου επιτηδευμένα αστεία κίνησή του; Δεν ξέρω.

Πεισθέταιρος και Ευελπίδης, ξεκινούν να φέρνουν βόλτα τη σκηνή, ψάχνοντας σε αέρα και γη τα Πουλιά. Χωρίς σπόιλερ, πετυχαίνουν έναν τσαλαπετεινό που θυμίζει τη μάνα με τους επτά τους γιους και με τη μια της κόρη, τον Έποπα. Έναν εξίσου καταπληκτικό Χρήστο Λούλη ο οποίος προς απογοήτευση μάλλον πολλών θεατών που πρέπει να περίμεναν να δουν το Οι Κότες το Έσκασαν, αλλιώς δεν εξηγείται τέτοια απορία στα πηγαδάκια της επιστροφής, απουσία φτερών και πούπουλων, υποδέχεται τους ανθρώπους και τους μυεί στον κόσμο του. Στον κόσμο των πουλιών.

Τα Πουλιά ελεύθερα πετούν (προς Χαβάη μεριά)

Με ρούχα λιτά και με κινήσεις που θυμίζουν λίγο Βαγγέλη Σειληνό άνευ Μαρίας Ιωαννίδου, τα πουλιά μπήκαν στη σκηνή και τη γέμισαν ενέργεια. Και δύναμη. Τα βάζουν με τον Έποπα που έβαλε στον κόσμο τους ανθρώπους και μετά από ένα μάικλτζακσονικό ρεσιτάλ του Λούλη, αλλάζουν γνώμη.

Εξαιρετικό εύρημα (ένα από όλα): Κατά τη διάρκεια της αναζήτησης των πτηνών, ορχήστρα και Λούλης δίνουν ρεσιτάλ σε μια ιδιαίτερη βερσιόν του παραδοσιακού ‘παπιού’. ‘Πού είναι τα παπιά’, ραπάρει ο Λούλης ενώ ο Καραθάνος μεταξύ κατσουλιέρηδων και κούκων αναζητά το Λούκο (τον πρώην καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών).

Κανείς δεν ασχολείται ωστόσο με το inside σχόλιο του σκηνοθέτη όπως και κανείς ουσιαστικά, δεν ασχολείται με το soft πορνό των γυμνόστηθων κορασίδων. Δεν ξέρω ούτε πώς το κατάφερε ούτε γιατί συνέβη. Ξέρω μόνο ότι συνέβη. Κάποιος ακούστηκε μετά να σχολιάζει τα στήθη της Μποφίλιου, αλλά, εντάξει, δεν θα ήταν έτοιμος ,για αυτό.

Η Αηδόνα

Με κεφαλαία γράμματα θα μπορούσα να γράψω όλην αυτή την παράγραφο. Και με έναν υπέρμετρο ενθουσιασμό. Όχι τόσο επειδή ο σκηνοθέτης αποφάσισε να βάλει ένα ΑΜΕΑ στη θέση που σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι θα έβαζαν ένα μικρό παιδί για να δείξουν την αξία της αγνότητας. Περισσότερο επειδή όλη αυτή η σκηνή διήρκεσε τόσο ώστε να μην αφήσει περιθώρια για συγκινήσεις και γλαφυρούς αποπροσανατολισμούς. Ακόμα και εκεί, στο σημείο που η γυναίκα λέει την ιστορία της ως παιδί του έρωτα και μας παροτρύνει να γίνουμε και εμείς παιδιά του, ‘να βγάλουμε φτερά και να γίνουμε ένα’, ακόμα και εκεί, δεν υπήρξε τίποτα το γραφικό και ξένο.

Παρότι πιστεύω ότι η μικρή δόση υπερβολής στο δακρύβρεχτο του πράγματος, έγινε συνειδητά ίσως και επικριτικά. Για να δούμε λίγο πόσο χαζοί γινόμαστε όταν μιλάμε γι αυτούς τους ανθρώπους με μία συμπόνοια στο βλέμμα ότι και αυτοί, παιδιά του έρωτα είναι, οι ‘καημένοι’. Με μία προσβλητική συμπόνοια στο βλέμμα. 

Ξέρω, ότι για αηδόνα περίμενες την Μποφίλιου. Και εκείνος το ξέρει. Γι αυτό στην αρχή, μιλώντας για αηδόνα, η Νατάσα, λίγο πριν μπει στο χορό και ‘χορέψει’ πολύ πιο σωστά και δίχως παραφωνίες σε μία άρτια συνδυασμένη ομάδα, αφήνει μερικές νότες να πλανευτούν στον αέρα και να μας αποπροσανατολίσουν.

Η θεία, η νονά, η γειτόνισσα

Μου ήταν τρομερά δύσκολο να σπάσω την συγκεκριμένη παράσταση σε κομμάτια. Η ροή της, ήταν τόσο φανταστικά ανέγγιχτη που σχεδόν νιώθω βέβηλη. Παρόλα αυτά, είναι μερικές στιγμές όπως όλες αυτές της ερμηνείας του Άγγελου Παπαδημητρίου ως κορυφαίος-α του χορού που αδυνατώ να μην αναφέρω ξεχωριστά.

Ο Παπαδημητρίου, ντυμένος με τις πιο κλασικές ενδυμασίες γιαγιάδων-θειάδων που πού τις χάνεις πού τις βρίσκεις είναι μέσα στα πόδια σου και σου τσιμπούν τη γάμπα σαν τα κουνούπια, ήταν εκείνη η νότα, εκείνο το ΡΕ, που δεν μπορούσε να λείπει από μία αριστοφανική μελωδία.

Μαγική Στιγμή: Την ώρα της απόφασης ότι η χώρα των πουλιών θα ονομαστεί Νεφελοκοκκυγία, ο Παπαδημητρίου με γλυκά στα χέρια, λέει στον Πεισθέταιρο ‘να σας ζήσει’, και φεύγει από τη σκηνή με τα μαύρα του γυαλιά, λες και πάει να ψηφίσει ποιος θέλει να αποχωρήσει από το σπίτι του Big Brother.

*Όχι ότι το τοτέμ Βασίλισσας Ελισάβετ ως φιγούρα του χορού, είναι λιγότερο δυνατή, απλά παραήταν μπαμ με το γαλάζιο φορεματάκι της και την τσαντούλα.

Το γιαούρτωμα στα αριστοφανικά, γίνεται με τούρτα

Η Θεά Ίριδα τρώει μία τούρτα στη μάπα και ενώ η σοκολατίνα γαργαλάει τα ρουθούνια μας, σε ένα σκετς του παραλόγου ρίχνεται σε μία μάχη σώμα με σώμα που θα μπορούσε αλλά ούτε κατά διάνοια δεν το λες σεξουαλικό, με τον Καραθάνο. Έναν Καραθάνο που τα παίρνει αλά Ντένη Μαρκορά και ‘άκου να σου πω πουτανάκι’. Έναν Πεισθέταιρο που μάχεται για να κρατήσει το όνειρό του, μία πόλη που δεν θα έχει την ανάγκη των χρημάτων ή των Θεών και των σωτήρων.

*Αρκετοί κριτικοί, έχουν παρομοιάσει τους Όρνιθες του Αριστοφάνη με την ουτοπία της αριστερού πολιτεύματος. Δεν θέλω όμως να σχολιάσω κάτι επ΄αυτού.

Μετά την Ίριδα, ο Προμηθέας είναι ο δεύτερος που θα έρθει απεσταλμένος του Ολύμπου. Ένας Προμηθέας ντυμένος στα ροζ και βουτηγμένος στην απελπισία του χρώματος. Που κρύβεται κάτω από την Πανσέληνο και ψάχνει την τσακισμένη σκιά του.

 

Θεέ μου, τι σου κάναμε

Το τέλος πλησιάζει. Η επιτυχία των πτηνών να επικρατήσουν σε έναν ανθρώπινο κόσμο που τα λατρεύει και θέλει να τα ακολουθήσει, εκνευρίζει τους Θεούς οι οποίοι κάνουν ντου στη Νεφελοκοκκυγία.

Ένας αέρινος Δίας, καμαρωτός στα τεχνητά του πόδια μπαίνει στη σκηνή και χειροκροτείται ξανά και ξανά. Δεν γνωρίζω αν όλα τα χειροκροτήματα έγιναν από την ίδια σκέψη. Δεν ξέρω αν ήταν ένα μπράβο ή ένα συγνώμη που αγνοούμε τόσο επιδεικτικά τους επίγειους Θεούς μας. Δεν ξέρω αν ήταν μία ένδειξη ότι δεν είμαστε τόσο γραφικοί ώστε να τους θυμόμαστε μόνο όταν κερδίζουν ένα μετάλλιο (ο Δίας είναι ο Παραολυμπιονίκης Γιάννης Σεβδικαλής) ή γιορτάζουν την παγκόσμια ημέρα τους.

Εδώ και πόσες λέξεις, ψάχνω να βρω την μεγαλύτερη επιτυχία στους Όρνιθες του Νίκου Καραθάνου. Μετά από τόσες λέξεις, καταλήγω ότι δεν με ενδιαφέρει να τη βρω. Εκείνο που με απασχολεί και ταυτόχρονα με γοητεύει είναι ότι έγινα κοινωνός των σκέψεων ανθρώπου που κατόρθωσε να σχολιάσει την γραφικότητα με γραφικότητα και να μην θεωρεί γραφικός. Ενός ανθρώπου που κατάφερε να κάνει το όργιο να θυμίζει πλατωνικό έρωτα.

 

Οι Όρνιθες επιστρέφουν στην Μικρή Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών για πέντε μόνο παραστάσεις στις 17, 18, 21, 22, 23 Σεπτεμβρίου 2016.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Μετάφραση: Γιάννης Αστερής

Σκηνοθεσία: Νίκος Καραθάνος

Διασκευή: Νίκος Καραθάνος, Γιάννης Αστερής

Σκηνικά – Κοστούμια: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου

Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου

Φωτισμοί: Σίμος Σαρκετζής

Κίνηση: Amalia Bennett

Ο θίασος: Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Αλίκη Αλεξανδράκη, Μαρία Διακοπαναγιώτου, Βασιλική Δρίβα, Νίκος Καραθάνος, Έμιλυ Κολιανδρή, Γιάννης Κότσιφας, Έκτορας Λιάτσος, Χρήστος Λούλης, Γρηγορία Μεθενίτη, Φωτεινή Μπαξεβάνη, Κωνσταντίνος Μπιμπής, Νατάσσα Μποφίλιου, Άγγελος Παπαδημητρίου, Φοίβος Ριμένας, Μιχάλης Σαράντης, Γιάννης Σεβδικαλής, Άρης Σερβετάλης, Άγγελος Τριανταφύλλου, Γαλήνη Χατζηπασχάλη

Παίζουν ζωντανά οι μουσικοί: Μάριος Δαπέργολας, Σοφία Ευκλείδου, Δημήτρης Κλωνής, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Δημήτρης Τίγκας

Βοηθός σκηνοθέτης: Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου

Βοηθός σκηνοθέτη: Ιωάννα Μπιτούνη

Βοηθοί σκηνογράφου: Ευαγγελία Θεριανού, Μυρτώ Κοσμοπούλου, Μυρτώ Λάμπρου

Βοηθός μουσικού: Βασίλης Παναγιωτόπουλος

Βοηθός παραγωγής: Τζέλα Χριστοπούλου

Βοηθός τεχνικού προσωπικού: Πάνος Σβολάκης