BREAKING BAD

Breaking Bad, Επεισόδιο 5×10: “Buried”

Όσα είδαμε στo δέκατο επεισόδιο της 5ης σεζόν “Breaking Bad”. Spoilers για το επεισόδιο.

Κάθε βδομάδα τέτοια μέρα θα μιλάμε για τα καινούρια επεισόδια της καλύτερης σειράς του καλοκαιριού. Ακολουθούν spoilers για το δέκατο επεισόδιο της 5ης και τελευταίας σεζόν.

Από την ηλιόλουστη εβδομάδα καλοκαιρινής άδειας (τι, κι η πόλη ηλιόλουστη είναι, αφήστε με) γράφω για να πω ότι υπήρχε μια στιγμή στη διάρκεια του επεισοδίου που με έκανε να μη μπορώ να σκεφτώ καθαρά αφού την είδα. Τόσο πριν, όσο και μετά του τίτλους τέλους.

Η σκέψη μου γυρνούσε συνεχώς στη στιγμή που ένας εμφανώς πανικόβλητος (αλλά ξέρεις, ψύχραιμα πανικόβλητος, επειδή αυτή είναι η δουλειά του) Σολ ρωτά τον Γουώλτ αυτό που βρίσκεται στην άκρη του μυαλού μας από το φινάλε της περασμένης βδομάδας αλλά δεν τολμούσαμε να το εκφράσουμε. Με μια φυσικότητα σοκαριστική, σα να πρότεινε “θες λίγη σόδα από το αυτόματο μηχάνημα;” ρωτάει τον Γουώλτ, “γιατί δεν στέλνεις τον Χανκ σε ένα ταξίδι;”

Στο βλέμμα (ειλικρινούς; μάλλον, από το σοκ της συνειδητοποίησης και μόνο) απορίας διευκρινίζει, Όπως τον Μάικ.

Ρωτάει τον Γουώλτ, Σκέφτηκες να σκοτώσεις τον Χανκ;

Απαντάει ο Γουώλτ, ΕΙΝΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ!, και το απαντάει με αυτό το είδος της ιερής οργής για τους τύπους, που σε κάνει να αναρωτιέσαι.

Ναι, ο Γουώλτ τα έκανε όλα για την οικογένειά του. Στην αρχή. Όχι πια.

Σε κάνει να αναρωτιέσαι.

Η ενστικτώδης αντίδρασή του ήταν εκείνη ενός άντρα προσβεβλημένου που θα τολμούσες και μόνο να αμφισβητήσεις τον ιερό του κώδικα ηθικής. Όμως. Όμως! Μήπως;…

Τώρα η ιδέα είναι εκεί έξω. Και όπως μας έδειξε κι ο Χανκ τη στιγμή της δικής του λαμπρής συνειδητοποίησης, κάποιες φορές το μόνο που χρειάζεται για να ωριμάσει μια διαπίστωση ή μια απόφαση, είναι ένας σπόρος και λίγος χρόνος. Τώρα, η Ιδέα είναι εκεί έξω.

Αναρωτιέμαι.

**

 

Στην πραγματικότητα αυτό το επεισόδιο περιείχε τουλάχιστον δύο στιγμές που με έκαναν να αισθανθώ πιο άβολα κι από την ιδέα του Λάντρι από το “Friday Night Lights” ως Τοντ, μηχανή φόνου και εγκλήματος.

(Ο φονικός Λάντρι/Τοντ είχε κι εκείνος τη στιγμή του όταν, στην έρημο, καθάρισε μαζί με τους θείους του τον Ντέκλαν και τους άντρες του για λογαριασμό της Λύντια. Προφανώς αυτό θα έχει συνέπειες σε επόμενα επεισόδια, για την ώρα απλά μας έδωσε τη φανταστική σκηνή με την κάμερα της Μισέλ Μακλάρεν να ακολουθεί τους αβέβαιους βηματισμούς της Λύντια στην έρημο, ανάμεσα στα πτώματα. Απίθανο.)

Εκτός λοιπόν από την προαναφερθείσα σκηνή, που δε μπορώ να τη βγάλω από το ριπίτ στο μυαλό μου, υπήρχε και μια άλλη, με ηρωίδες τις δύο συζύγους των Χανκ και Γουώλτ.

 

Είναι δύσκολος ο ρόλος των συζύγων στην τηλεόραση, ιδίως εκείνων που στέκονται (με αμφιβολία) στο πλευρό των ανήθικων ή/και εγκληματικών ή/και αντιηρώων συζύγων τους. Όλοι μισούν την Σκάιλερ και την Καρμέλα και την Μπέτι Ντρέιπερ. Το γιατί είναι αντικείμενο μιας άλλης συζήτησης, όμως όπως και νά’χει, ήταν ωραίο που είδαμε αυτές τις δύο γυναίκες να μοιράζονται μια τόσο δυνατή σκηνή.

Η Μαρί κάθεται δίπλα στην Σκάιλερ, έχοντας μάθει την αλήθεια από τον Χανκ, και με επιμονή που εύκολα προσεγγίζει βασανιστήριο, επαναλαμβάνοντας ανά τρεις λέξεις το όνομα Σκάιλερ, Σκάιλερ, Σκάιλερ, προσπαθεί να μάθει περισσότερα. Ξεκινάει από την αθωότερη πιθανή τοποθέτηση (“ήξερες;”) για να φτάσει στην κατάρρευση, βήμα με το βήμα, λέξη με τη λέξη, σιωπή με τη σιωπή.

Οι σιωπές είναι ένας εκπληκτικός τρόπος να επιτύχεις μέγιστο σοκ αν έχεις τους ηθοποιούς και το συνεργείο που να μπορέσει να αναδείξει τη φασαρία του τίποτα. Το είδαμε στο προτελευταίο επεισόδιο του “Shield”, και παρόμοια είναι η σύνθεση κι εδώ, έστω κι αν δεν αφορά άμεσα τον Χανκ. Η σιωπή της Σκάιλερ σε κάθε ερώτηση της Μαρί γιγαντώνει τα πάντα, κάθε νέα ερώτηση είναι και πιο υστερική, κάθε επανάληψη του ονόματος Σκάιλερ εντείνει την αίσθηση που παίρνεις όταν μια κιμωλία τρίζει στον πίνακα. Αρρωσταίνεις. Θέλεις να τελειώσει.

Η Μαρί τραβάει ένα χαστούκι αγανάκτησης και έκπληξης μαζί. Ο πόλεμος έχει επεκταθεί σε όλόκληρα τα δύο ζευγάρια.

 

Και να. Η Σκάιλερ φροντίζοντας έναν κατάκοιτο Γουώλτ, λίγες στιγμές μετά, τον διαβεβαιώνει. Δεν ήταν εκείνη που μίλησε στον Χανκ. Δε θα το έκανε ποτέ αυτό. Μετά, καταστρώνει σχέδιο. Ο Χανκ δεν έχει αποδείξεις, εικάζει. Μετά, μιλάει σε πρώτο πληθυντικό. Θα γλιτώσουμε. Εκείνος της λέει, εξαντλημένος, να παραδοθεί και να της αφήσει τα χρήματα αλλά εκείνη το σκέφτεται ψύχραιμα. Έτσι θα τα χάσουμε όλα, του λέει. Μείνε πιστός στο σχέδιο και στην ιστορία.

 

Λίγο αργότερα ο Χανκ, μιλώντας με τη γυναίκα του, υπογραμμίζει αυτό που θα έπρεπε να έχουμε ήδη σκεφτεί. Πως αυτή η υπόθεση θα είναι το τέλος του. Ό,τι και να γίνει. (Τεράστιος Ντιν Νόρις, να το πούμε κι αυτό.) Ο Γκίλιγκαν, 6 επεισόδια πλέον πριν από το τέλος, μας το λέει καθαρά και ξάστερα: Από αυτή τη μονομαχία στην Άγρια Δύση, δε θα φύγει κανείς ζωντανός.  Δεν έχει σημασία ποιος θα τραβήξει πρώτος τη σκανδάλη.

**

 

Στο άνοιγμα του επεισοδίου βρίσκουμε τον Τζέσι από την οπτική ενός άντρα που απλώς μάζευε τα μάτσα χρημάτων στο δρόμο σα να ήταν τα ψίχουλα που άφηνε ο Χάνσελ για να βρει το δρόμο για το σπίτι. Υπάρχει άλλη πρόσφατη σειρά, μετά ίσως από το “Six Feet Under” που παραδίδει με συνέπεια πάντοτε τόσο σπουδαία cold opens;

Το επεισόδιο ανοίγει λοιπόν και κλείνει πάνω στον Τζέσι. Είναι, πάντα, ένα ράκος. Στο τέλος περιμένει στο ανακριτικό τον Χανκ. Ο Χανκ τον αναλαμβάνει, επιχειρώντας προφανώς να ξεκινήσει από εκείνον το ξεδίπλωμα του μίτου.

Γιατί ξεφορτώθηκε έτσι τόσα χρήματα;

(Αγαπημένη σκηνή ολόκληρης της σειράς σχετική με χρήματα, είναι πλέον το α λα Σκρουτζ Μακ Ντακ κολύμπι/ξάπλωμα πάνω στο βουνό χαρτονομισμάτων, από τους δύο άντρες του Σολ.)

Πεταγόμαστε λίγο ως ONEMAN στο κείμενο του Θοδωρή να πούμε ότι αυτός ο τύπος μοιάζει με τον Πάτρικ τον Αστερία. Συνεχίστε την ανάγνωση

Καθώς κοιτάζω την τελευταία αυτή σκηνή του επεισοδίου, αναρωτιέμαι και πάλι. Αν ο Γουώλτ θα έστελνε για ταξίδι τον Χανκ.

Αν θα έστελνε για ταξίδι ακόμα και τον Τζέσι.

Το ξέρεις πολύ καλά πως ο Σολ Γκούντμαν αυτό θα ρώταγε. Σαν αθώα πρόταση φυσικά, προς θεού! Εννοείται, εννοείται. Είναι οικογένεια! Είναι off limits. Αλίμονο!

Απλά, ναι, θα το ρώταγε.

Κι εγώ αναρωτιέμαι.