Ανταπόκριση από το Beonix, το μεγαλύτερο dance festival της Κύπρου
Τρεις μέρες ατελείωτου χορού, ένα φαντασμαγορικό venue και όλα τα DJ sets που παραμένουν ζωντανά στην καρδιά μας μέχρι σήμερα. Πήγαμε στη Λεμεσό για το μεγάλο Beonix Festival και αναμεταδίδουμε.
- 5 ΟΚΤ 2025
Όταν έχει περάσει ένα δεκαήμερο και ακόμη συνεχίζουν να ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια σου εικόνες από τα παλλόμενα σώματα, τα λέιζερ, τα πανοραμικά visuals, τα set όπου έμεινες από ανάσα, τα χαμόγελα, τα νέα άτομα που γνώρισες, εικόνες από εσένα τον ίδιο να στύβεις φεύγοντας από το φεστιβάλ το φορεμένο bucket hat και εκείνο να στάζει από ιδρώτα, τότε κάτι πρέπει να έχει πάει καλά – πολύ καλά.
Και όχι, να διευκρινίσω, για την προσωπική «νεροποντή» στο dancefloor δεν ευθύνονταν τα υψηλά επίπεδα υγρασίας του μέρους, όπως θα σκεφτόταν με ελαφρά ειρωνεία όποιος έχει εμπειρία από το αποπνικτικό κλίμα της Κύπρου το καλοκαίρι. Παρεμπιπτόντως, εγώ τύχαινε να μην έχω αυτή την εμπειρία.
Έτσι, όταν μια ωραία πρωία στις αρχές του Ιουνίου ήρθε η πρόσκληση από τη διοργάνωση του Beonix για τον Σεπτέμβριο και τη φετινή, τέταρτη κι όπως πάντα πολλά υποσχόμενη έκδοση του φεστιβάλ που τα τελευταία χρόνια έχει εισάγει την «άγνωστη» Λεμεσό στον παγκόσμιο χάρτη της ηλεκτρονικής μουσικής, άρχισα να μετράω τις πρωτιές που συνεπάγεται αυτόματα μια θετική απόκριση από μέρους μου: πρώτο ταξίδι στο νησί της Κύπρου, πρώτη επαφή με την ιστορική πόλη της Λεμεσού σε μια περίοδο που πληθαίνουν οι ουρανοξύστες και οι επενδύσεις, πρώτη φορά σε φεστιβάλ τέτοιου βεληνεκούς, παρουσία τεκνο-αστέρων που σπέρνουν διεθνώς πανικό, όπως οι μελωδικοί Adriatique και ο σκληρός Boris Brejcha, σε back to back πρόγραμμα.
Τρεις συνεχόμενες ημέρες, τέσσερα stages που «τρέχουν» παράλληλα και πάνω από 50 dj sets – τουτέστιν, ένας μαραθώνιος για σκληρές γάμπες. Το εργαλείο του προσωπικού μου βηματομετρητή έδειξε πάντως ιδιαίτερη ικανοποίηση από τα νέα ρεκόρ που κατέγραψε.
Σαν να μην έφτανε το φεστιβάλ, έγραφα χιλιόμετρα από το πρωί, περιπλανώμενος στην πόλη, ψάχνοντας την «αλήθεια» της μέσα στα σοκάκια της Παλιάς Πόλης και τους δρόμους πίσω από το κέντρο, εκεί όπου σπάνια πατάει τουρίστας.
Γρήγορα κατάλαβα ότι η Λεμεσός βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε ένα κομβικό σημείο: βιώνει μια διαδικασία ταχείας και, όπως συχνά συμβαίνει, βίαιης μετάβασης προς ένα νέο αστραφτερό προφίλ προορισμού, ενώ ταυτόχρονα στην κοινωνική βάση της σιγοβράζει από αβεβαιότητα και έντονες αντιθέσεις.
Βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο, κάπου ανάμεσα στα γιγαντιαία επενδυτικά πρότζεκτ και τα χαμόσπιτα στους πίσω δρόμους, τις αμέτρητες οικοδομές που είναι σε εξέλιξη, τα καλτ μαγαζιά και τα φαγάδικα που μυρίζουν Ανατολή, τις ελληνικές σημαίες και το τραύμα της εισβολής, τον high luxury τουρισμό και τα μεταναστευτικά χέρια τα οποία εργάζονται σκληρά γι’ αυτόν.
Όπως πληροφορηθήκαμε από έμπειρο εργαζόμενο στον τουριστικό κλάδο, αυτή η μεταμόρφωση επιταχύνθηκε μετά το 2022.
Εν ολίγοις, αποτελεί το αποτέλεσμα μιας αλυσίδας αλλαγών που άρχισαν μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και μετατόπισαν σταδιακά το επίκεντρο του τουριστικού προϊόντος της Λεμεσού από την ενδοχώρα και τον θρησκευτικό τουρισμό («το νησί των Αγίων, λένε για το νησί μας οι Ρώσοι») προς την παραλιακή ζώνη και τους τουρίστες αναβαθμισμένου status.
Όλο το παράκτιο μέτωπο μετατράπηκε έτσι σε «βιτρίνα» για την αναγέννηση της Λεμεσού – με εμβληματικούς ουρανοξύστες έως και άνω των 150 μ., με παραθαλάσσια συγκροτήματα, αστικές αναπλάσεις που υλοποιεί ο δήμος και γενικά high-end τουριστικές υποδομές σε σημεία όπου άλλοτε βρίσκονταν πρώην βιομηχανικές μονάδες, αποθήκες ή κενές εκτάσεις.
Τα αναφέρουμε όλα αυτά διότι και το Beonix Festival αποτελεί έναν κρίκο σε αυτή την αλυσίδα πραγμάτων που δυναμιτίζουν τη φήμη για την αναγέννηση της Λεμεσού, με επίκεντρο το παραλιακό μέτωπο.
Εκπέμπει κάθε Σεπτέμβριο σε ένα τεράστιο παραλιακό ακίνητο το οποίο έχει μεταμορφωθεί εκ βάθρων όπως θα αναλύσουμε στη συνέχεια, αλλά ταυτόχρονα επεκτείνεται και έξω από αυτό. Γι’ αυτό, δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το Beonix δεν είναι απλώς ένα φεστιβάλ, όσο τετριμμένο και αν ακούγεται αυτό – είναι ένα mega πολιτιστικό γεγονός για τα δεδομένα της Κύπρου, το οποίο πέρα από το θέαμα και τα χορταστικά lineup που προσφέρει για συνεχόμενες ημέρες στην έδρα του, ταρακουνάει ευρύτερα την πόλη της Λεμεσού, με σειρά από after parties σε διαφορετικά κλαμπ της περιοχής και δεκάδες χιλιάδες κόσμου οι οποίοι καταφτάνουν για χάρη του από κάθε μεριά του πλανήτη.
Ο ορισμός του φαντασμαγορικού venue σε ένα πρώην οινοποιείο
Εάν έπρεπε να διαλέξουμε μια λέξη που να περιγράφει συνοπτικά τον τόνο του Beonix Festival, αυτή θα ήταν η φαντασμαγορία.
Απ’ την έκδοση του έτους 2023, το φεστιβάλ έχει ταυτιστεί με το ακίνητο της πρώην οινοβιομηχανίας ΕΤΚΟ στα δυτικά του λιμανιού, το οποίο έχει αναλάβει και αναμορφώσει σε πολυχώρο με εξοπλισμό υψηλών προδιαγραφών η διοργανώτρια εταιρεία του Beonix. Και έκτοτε, το φεστιβάλ χτίζει τη φήμη του, εξελίσσοντας την εμπειρία που προσφέρει μέσα στο τεράστιο βιομηχανικό ακίνητο, συνολικής έκτασης περίπου 15.000 τ.μ., με «σταθερό και αδιαπραγμάτευτο κριτήριο την ποιότητα», όπως είχε τονίσει προκαταβολικά σε συνέντευξη στο OneMan ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ, Andrej Buhonov.
Διαπιστώσαμε ότι δεν υπερέβαλε, από τα πρώτα κιόλας βήματα σε αυτόν τον «ένατο πλανήτη» που περιέγραφε η πρόσκληση.
Το venue ήταν πολλά παραπάνω από τα τέσσερα stages, πολλά παραπάνω από την ηλεκτρονική μουσική εν γένει.
Ήταν μια ολόκληρη σκηνογραφία που περιελάμβανε πολλά διαφορετικά στάδια, προσφέροντας εκείνο το μοναδικό αίσθημα που δημιουργείται όταν η περιέργεια παραμένει για ώρα σε εγρήγορση. Όπως και οι αισθήσεις. Από τα ΝΕΟΝ installations και το κρυφά μπαρ με τρεχούμενα νερά που σε περίμενε σε ένα απ’ τα πρώην καζάνια του οινοποιείου, μέχρι τις εγκαταστάσεις όπου παρέμενε έντονη η βιομηχανική ταυτότητα του χώρου, ένα ήσυχο view point το οποίο έβρισκες ξαφνικά ακολουθώντας μια μεταλλική σκάλα πάνω από τις παλιές δεξαμενές κρασιού.
Είδαμε να ξετυλίγεται μπροστά μας ένα αφήγημα εξερεύνησης. Πουφ και καθίσματα προσέφεραν τη δυνατότητα για μια στάση ξεκούρασης ανά πάσα στιγμή, όπου και αν βρισκόσουν.
Η όλη ενέργεια, από την άλλη, καλούσε για το ανάποδο.
Θυμάμαι ότι ακόμη και την τελευταία από τις τρεις ημέρες συνέχιζα να ανακαλύπτω λεπτομέρειες που μου είχαν διαφύγει – μία τοιχογραφία, ένα booth, ένα νέο επίπεδο στους χώρους, όπως το loft στο industrial «τούνελ» του Hangar (το ένα από τα τέσσερα stages του φεστιβάλ), όπου υπήρχε πάντοτε χώρος για να χορέψεις ανενόχλητα, ακόμη και στο peak time του προγράμματος.
Εντωμεταξύ, σαν να μην έφταναν όλα αυτά τα ερεθίσματα, όπως μεταφερόσουν από τον ένα κτίριο στο άλλο και απ’ το ένα set στο διπλανό που εξελισσόταν παράλληλα, την προσοχή σου διεκδικούσαν επαγγελματίες περφόρμερς με κρόσσια, αλογοουρές, αποκαλυπτικά φορέματα και φλεγόμενες δάδες σε εναέριες επιδείξεις – τα μέτρα ασφαλείας ήταν εξαιρετικά υψηλά, να τονίσουμε, με συνεχή παρουσία προσωπικού.
Χαμός. Αν και έλειψε, πρέπει να πούμε, μία καλλιτεχνικής φύσης επιμελητική προσέγγιση να επεκτείνει το αφήγημα πέρα από τη φαντασμαγορία.
Βέβαια, το σημείο όπου σερβίρεται το «κυρίως πιάτο» σε ένα φεστιβάλ ηλεκτρονικής μουσικής είχε την πρέπουσα επιμέλεια.
Εκτιμούμε γενικά διοργανώσεις που καταβάλουν προσπάθεια και φροντίδα να αναπτύξουν συγκεκριμένης αισθητικής περιβάλλοντα στα stages, και το Beonix ανήκει σε αυτή την κατηγορία: έχοντας το προνόμιο μιας τόσο μεγάλης και ατμοσφαιρικά δυνατής έδρας, το φεστιβάλ έχει διαμορφώσει σκηνές με διακριτή ταυτότητα: βρήκαμε τη χαλαρή διάθεση στο Garden Stage, το ανεπιτήδευτο coolness χορεύοντας στα χαλίκια του Organic Stage, τη «βρωμιά» και την αλητεία στο βιομηχανικό Hangar Stage (το οποίο ήταν και το μόνο κλειστού χώρου stage εντός του venue) και βέβαια, την ασυναγώνιστη μαγεία των visuals στο Main Stage, με πολλαπλές γιγαντοοθόνες πίσω απ’ τα decks και μία εξ αυτών κεκλιμένη προς το μέρος του κοινού, να απορροφά τις αισθήσεις του κοινού.
Εκτοξευόμενες φλόγες στα μεγάλα drops, πυροτεχνήματα και καπνοί για το τελείωμα, cyber-aesthetics visuals στις οθόνες.
Τα set που παραμένουν ζωντανά στο μυαλό και την καρδιά μας
Δεδομένου του ότι η Κύπρος θεωρείται ένας νεότερος παίκτης στο είδος της ηλεκτρονικής μουσικής σε σχέση με τα ευρωπαϊκά hotspots, δεδομένου επίσης του ότι το Beonix Festival στοχεύει εκ των πραγμάτων σε ένα μαζικό κοινό πολλών χιλιάδων εισιτηρίων (όπως πληροφορηθήκαμε, φέτος ξεπεράστηκε το φράγμα των 25.000 επισκεπτών, με έντονη παρουσία από Ισραήλ, Ελλάδα και Γερμανία), ήταν μάλλον λογικό και επόμενο το lineup και η γενικότερη μουσική κατεύθυνση του φεστιβάλ να παραμένει προσανατολισμένη κυρίως στα πιο mainstream «χωράφια» της ηλεκτρονικής μουσικής, κατά βάση σε melodic techno και τα παρακλάδια της house.
Μας έκανε ιδιαίτερα θετική εντύπωση το γεγονός ότι το timetable όλου του τριήμερου ήταν σχεδιασμένο να ολοκληρώνεται πριν το ξημέρωμα (ξεκινούσε από τις απογευματινές ώρες), δίνοντας έτσι το περιθώριο για ξεκούραση πριν τον «μαραθώνιο» της επόμενης νύχτας. Εκ των πραγμάτων, χάσαμε κάποια dj sets και άλλα δεν κατάφεραν να μας κερδίσουν, παρότι ενδεχομένως ανήκαν στα πιο πολυαναμενόμενα του τριημέρου (βλ. Adriatique, Maceo Plex).
Υπήρξαν όμως και εκείνες οι εμφανίσεις οι οποίες είχαν όλο το πακέτο –ροή, δομή, μεταβάσεις, ατμόσφαιρα, επικοινωνία– και δέκα μέρες αργότερα παραμένουν ζωντανά τόσο στα αυτιά, όσο και στην καρδιά μας.
Armin van Buuren
Όταν εμφανίστηκε ο Armin στο Main Stage ήταν σαν να ξέσπασε νεροποντή επάνω από το μαζικό και εξαιρετικά διψασμένο για εκτόνωση κοινό της εναρκτήριας μέρας του φεστιβάλ – μια νεροποντή αιθέριας θετικής ενέργειας, όπως μόνο το uplift κι η trance μπορούν να πετύχουν.
Κάθε κομμάτι, ένα τρενάκι ταχύτητας στα 120–140 BPM από την αναμονή ως το επικό drop και τις εκτοξευόμενες φλόγες της σκηνής, με 5.000+ κόσμου να χοροπηδάει. Μαγεία, ένωση, αγάπη. Ακόμη μια απόδειξη δηλαδή για το ότι ο θρύλος του είδους βρίσκεται στην πιο υγιή, παραγωγική, απολαυστική περίοδο της καριέρας του.
Schimza
O Νοτιοαφρικανός ήταν από τις mainstream εμφανίσεις του Main Stage, που όχι απλώς δεν απογοήτευσαν, αλλά αντίθετα έδειξαν πώς μπορεί να ανθίσει η dance, afrohouse μουσική, όταν αναλαμβάνουν επιδέξια χέρια. Πολλοί το δοκιμάζουν στις μέρες μας – ο Schimza το πετυχαίνει.
Με εξαιρετικές μεταβάσεις και πραγματικά απόλυτη ακρίβεια στον χειρισμό των εφέ, ο Schimza δημιούργησε μία σφαίρα ασφάλειας μέσα από τη διαπολιτισμική μουσική του, ένα safe zone για κάθε πιθανό αυτί που βρισκόταν στο Main Stage, χωρίς απαιτήσεις, χωρίς διακρίσεις. Ήταν εμφανές ότι όλοι περνούσαν υπέροχα και πρώτος απ’ όλους, ο ίδιος.
Juliet Fox
Κατόπιν μιας αλλαγής της τελευταίας στιγμής στο timetable του Σαββάτου, η Juliet Fox εμφανίστηκε πριν τον Len Faki και έτσι κρατούσε τα ηνία σε ένα μαγικό momentum, όταν ολοκληρώθηκαν τα set της ημέρας στο Main Stage και βρέθηκε να υποδέχεται μια λαοθάλασσα κόσμου στο σκοτεινό σύμπαν του Hangar και το driving techno της.
Η πρώτη πραγματικά εντυπωσιακή στιγμή που ζήσαμε στο φεστιβάλ – εκείνη να λάμπει από ενέργεια, χτίζοντας σταδιακά ένα συναρπαστικό, σαρωτικό, σκληροπυρηνικό ταξίδι, από εκείνα που σε κάνουν να χάσεις τις ανάσες (και τις γάμπες) σου.
Boris Brejcha
Το peak time της τρίτης μέρας του φεστιβάλ έφερε το βαρύ όνομα του Γερμανού «εφευρέτη» του hi-tech minimal ήχου, ο οποίος ανέλαβε τα ηνία στο Main Stage αμέσως μετά τον –δυστυχώς, χλιαρό και μάλλον διεκπεραιωτικό σ’ αυτή την εμφάνιση– Maceo Plex. Βενετσιάνικες μάσκες εμφανίστηκαν σαν τα μανιτάρια ανάμεσα στο κοινό (το trademark του Boris) και για πρώτη φορά είδα τη λαοθάλασσα της κεντρικής σκηνής συντονισμένη σχεδόν στο απόλυτο, σε ένα κινηματογραφικής αισθητικής ταξίδι από αυτά που παραδίδει με συνέπεια και απόλυτη τεχνική αρτιότητα ο αγαπημένος Brejcha.
Αφημένοι στα χέρια του και το σταδιακό layering των set του, είδαμε τον εαυτό μας να περνάει από τη σφαίρα της νοσταλγίας σε εκείνη της κορύφωσης, όχι αναγκαστικά μέσα από φωτεινούς και ανάλαφρους δρόμους – ο «δαίμονας» έκανε πάλι το θαύμα του.
Anfisa Letyago
Ήταν η αποκάλυψη του Beonix Festival 2025, κατά τη γνώμη μας: το πιο αυθεντικό, ωμό και ταυτόχρονα απόλυτα ευρηματικό high-energy techno που ακούσαμε.
Μέσα στο βιομηχανικό «τούνελ» του Hangar Stage, το υπέροχο set της Anfisa λειτούργησε σαν λύτρωση, μία απόδειξη ότι η ποιοτική techno μπορεί να γεννήσει ολόκληρους κόσμους, σύμπαντα με πολλαπλά ηχητικά επίπεδα που πάλλονται μέσα σε μποτόμπασα. Εξαιρετική, αψεγάδιαστη και πάνω απ’ όλα τέρμα αληθινή, σαν να έκλεισε το μάτι σε όσους έχουν αναγνωρίσει ότι θα αποτελέσει την επόμενη «βασίλισσα» του σκληρού είδους.
Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.