© George Desipris / Unsplash
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

Come to Greece για να τη βρεις

Πρωτότυπες ιστορίες μερικών εκατοντάδων λέξεων με φόντο το ελληνικό καλοκαίρι από γνωστούς Έλληνες συγγραφείς. Σήμερα, το τιμόνι της αφήγησης κρατά ο Βαγγέλης Γιαννίσης.

Ήταν σίγουρος πως ο δίσκος θα του πέσει. Οι ελληνικοί ξεχείλισαν από τα δύο φλιτζάνια, πλημμυρίζοντας τα πιατάκια, το ένα ποτήρι νερό έγειρε επικίνδυνα προς τη μία πλευρά, αλλά με μία επιδέξια κίνηση του καρπού κατάφερε να ισορροπήσει τον πλαστικό δίσκο και τα περιεχόμενά του, δίχως να υπάρξουν περιττά δράματα.

«Στοοοοοοοπ!»

Ο Νικόλας πάγωσε, αν και ήξερε ότι ο σκηνοθέτης δεν απευθυνόταν σε εκείνον. Δεύτερες σκέψεις, ωστόσο, άρχισαν να φυτρώνουν στο μυαλό του, βλέποντας την ιδρωμένη αφάνα του να κατευθύνεται προς το μέρος του οργισμένα.

«Τι θα γίνει βρε αγόρι μου καλό, θα μου καταστρέψεις τελείως το γύρισμα σήμερα;»

Ουπς, σκέφτηκε και δάγκωσε τη γλώσσα του ενστικτωδώς. Ο δίσκος πήγε να του φύγει ξανά από τα χέρια, σαν να παρασύρθηκε από την ορμή του σκηνοθέτη. Έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω και σκόνταψε ξανά στην ίδια ξαπλώστρα. Αυτή τη φορά δεν κατάφερε να διατηρήσει την ισορροπία του και σωριάστηκε ανάσκελα. Παρακολούθησε με τρόμο τον δίσκο, τα φλιτζάνια, τα πιατάκια και τα ποτήρια να ίπτανται, προτού θρυψαλιαστούν στα πλακάκια δίπλα του. Ένιωσε ένα τσούξιμο στο ζυγωματικό του και δεν ήξερε αν ήταν από τα θραύσματα ή από τη ντροπή.

Το αφεντικό του είχε δίκιο· ήταν πράγματι ο χειρότερος σερβιτόρος στο νησί.

***

«Νικολάκη, μου βρήκες τίποτα;»

Ο Νικόλας φέρνει το δάχτυλο μπροστά στα χείλη και του κάνει νόημα να τον ακολουθήσει παράμερα.

Ο Πέτρος Καρδερίνης από κοντά δεν ήταν τόσο εντυπωσιακός όσο φαινόταν στο γυαλί. Τι σου κάνουν οι κάμερες, σκέφτηκε. Από αυτή την απόσταση μπορούσε να καταλάβει πως η πλούσια χαίτη σήμα-κατατεθέν, την οποία είχαν αντιγράψει τουλάχιστον τα μισά λυκειόπαιδα, ελπίζοντας να κάψουν κι εκείνα καρδιές, ήταν στην πραγματικότητα περουκίνι. Και ευτυχώς που η μυρωδιά δεν περνούσε μέσα από την τηλεόραση. Ή από τις αφίσες που κρέμονταν στα εφηβικά δωμάτια και τα βιντεοκλάμπ.

«Είναι στεγνά τα πράγματα, κύριε Πέτρο».

 «Κι εγώ, όμως, είμαι χαρμάνης, ρε Νικολάκη μου, πώς θα βγάλω το γύρισμα; Να, κοίτα εδώ τι κρύος ιδρώτας με έχει κόψει». Πέρασε την παλάμη του από το μέτωπο και του την έδειξε. Γυάλιζε από τον ιδρώτα, είτε της ζέστης είτε του στερητικού συνδρόμου. «Βρες μου κάτι μέχρι απόψε και σε πληρώνω τα διπλά, ναι;»

 «Θα κάνω ό,τι μπορώ, κύριε Πέτρο».

***

«Κύριε Μαυρίδη, έχουμε πρόβλημα».

Ο σκηνοθέτης απομάκρυνε τις σγουρές τούφες που είχαν κολλήσει στο μέτωπό του και άρχισε να κάνει αέρα με μία βεντάλια. Αναστέναξε και γύρισε στον βοηθό του.

«Με τον Καρδερίνη ή τη Ντέμπορα;»

 «Με την κυρία Ντέμπορα. Έχει κλειστεί στο δωμάτιό της και δε βγαίνει αν δεν πέσει ο ήλιος».

 «Δεν είμαστε με τα καλά μας».

Βάδισε σαν δρομέας μέχρι το μπανγκαλόου όπου έμενε το μεγάλο αστέρι από την Αγγλία που είχε παίξει σε δύο ταινίες του Ντάριο Αρτζέντο και είχε φτάσει στο τσακ να κάνει καριέρα στο Χόλιγουντ, αλλά την έκοψαν τελευταία στιγμή, επειδή τη ζήλευε η Ολίβια Νιούτον-Τζον και της χτύπησε την πόρτα επίμονα με τη γροθιά. Αστέρι-ξεαστέρι, δεν θα την άφηνε να του χαλάσει το γύρισμα. Και ας δυσαρεστούσε τον παραγωγό, που την κοιτούσε με μάτια-καρδούλες.

«Μις Ντέμπορα; Αρ γιου ιν δέαρ; Πλιζ, όπεν δε ντορ».

Σαν να ήταν συνεννοημένοι, η πόρτα άνοιξε και ένα χέρι τον τράβηξε μέσα.

Η πόρτα έκλεισε πίσω του και ο σκηνοθέτης ανοιγόκλεισε τα μάτια, μέχρι να προσαρμοστούν στο πηχτό σκοτάδι που επικρατούσε στο εσωτερικό. Τα στόρια ήταν κατεβασμένα και οι κουρτίνες τραβηγμένες. Ούτε μια λάμπα δεν ήταν αναμμένη. Ξεροκατάπιε. Αν η γυναίκα που στεκόταν μπροστά του δεν ήταν μισή από εκείνον, ούτε πενήντα κιλά, ίσως και να φοβόταν. Τα μαλλιά της κρύβονταν κάτω από μία πετσέτα και μία μάσκα ομορφιάς κάλυπτε το πρόσωπό της.

«Πλιζ, μις Ντέμπορα—»

«Didn’t your assistant tell you? I cannot leave this room while it’s sunny outside. It’s bad for my skin».

«Μπατ, μις Ντέμπορα, γουί κενότ ιντεράπτ δε—»

«I don’t care! Do you see this?» Έδειξε το καλυμμένο από αλοιφή πρόσωπό της. «I have a terrible rash because of your sun. You know what? I don’t feel good today. I’ll take a day off. Now, off you go. Chop chop».

Ο σκηνοθέτης δεν κατάλαβε πώς βρέθηκε έξω από το μπανγκαλόου.

«Κωλοαγγλίδες», μονολόγησε και άρχισε να απομακρύνεται.

 ***

«Είδες πώς έχει κάνει το μπανγκαλόου της; Αχούρι σκέτο».

«Τσκ τσκ, ηθοποιός σου λέει μετά. Σε στάβλο γεννήθηκε;»

«Και να δεις πώς τρέχουν τα σάλια σε όλους όταν τη βλέπουν, λες και δεν έχουν ξαναδεί γυναίκα».

«Και μεταξύ μας, δεν τη λες και καλλονή. Συμπαθητική, ναι. Ας έβαζα κι εγώ τις κρέμες της και θα σου έλεγα μετά».

«Είδες πόσες είχε στο μπάνιο; Έχασα το μέτρημα. Κρέμες, λοσιόν, χαμός».

«Λογικό να θέλει τόσες, στην ηλικία της».

«Γιατί, μαρή, πόσο είναι;»

«Εξήντα στο νερό».

«Ε όχι κι εξήντα!»

«Βρε, άκου με που σου λέω. Πήγαιναν και έβλεπαν οι γονείς μου ταινίες της όταν ήταν μικροί. Τότε λεγόταν Μπέτι Ντάνιελς, πήγαινε βρες φωτογραφίες της και μετά πες μου ότι δεν είναι φτυστές».

«Α στο καλό!»

«Αλλά αν έχεις λεφτά, κάνεις πλαστικές, βάζεις τις κρέμες σου και ξανανιώνεις».

«Άδικη που είναι η ζωή, Ιωάννα μου».

*** 

«Νικολάκη! Για έλα λίγο που σε θέλω».

Ο Νικόλας άφησε τον δίσκο στο μπαρ και πλησίασε το αφεντικό του. Λοξοκοίταξε τους δύο αστυνομικούς που στέκονταν δίπλα του και ξεροκατάπιε.

«Τι συμβαίνει αφεντικό;»

«Τα όργανα θέλουν να σου μιλήσουν».

Τους κοίταξε με το πιο αθώο βλέμμα που διέθετε στο ρεπερτόριό του. Το ήξερε ότι δεν έπρεπε να πουλήσει ναρκωτικά στον Καρδερίνη. Αλλά δεν τον ήθελαν για αυτό, ευτυχώς. Μιλούσαν με όλο το προσωπικό του ξενοδοχείου επειδή μία ντόπια κοπέλα που συμμετείχε στην ταινία ως κομπάρσος δεν είχε επιστρέψει σπίτι της εδώ και τέσσερις μέρες και οι γονείς της ανησυχούσαν. Ναι, ο Νικόλας την είχε δει, δεν θυμόταν πότε ακριβώς, γιατί τρέχει και δεν φτάνει με τη δουλειά.

«Ελπίζω να τη βρείτε», τους είπε πριν απομακρυνθούν. Εκείνοι δεν φαίνονταν να ανησυχούν τόσο.

«Όταν βαρεθεί, θα γυρίσει σπίτι μόνη της. Τώρα τα μάθαμε τα κωλόπαιδα του νησιού;» 

*** 

Τρία διακριτικά χτυπήματα στην πόρτα και ένας ψίθυρος: «Μις Ντέμπορα;»

Η πόρτα άνοιξε και ένα χέρι τους έκανε νόημα να περάσουν μέσα.

Ο Καρδερίνης έξυσε μηχανικά τον πήχη του κι έκανε νόημα στην κοπέλα να περάσει πρώτη.

«Hello darlings! Please, come in!»

«Μις Ντέμπορα, δις ιζ Κάτια, δε γκερλ χου γουόντεντ το τοκ του γιου».

«Αh, so nice to meet you, Katia, love. I’ve been told you wanted to be an actress?»

«Γες», ψέλλισε εκείνη διστακτικά. Κοίταξε πίσω της και είδε τον Καρδερίνη να κλείνει την πόρτα. Στράφηκε ξανά στη Ντέμπορα και χαμογέλασε ντροπαλά. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν από το άγχος ή… τον φόβο; Μα, δεν είχε λόγο να φοβάται. Ίσως να ήταν από το φως των κεριών αλλά… η ηθοποιός φαινόταν πολύ μεγαλύτερη. Το δέρμα του προσώπου της είχε σπάσει. Τελικά, ο φακός όντως κολακεύει, σκέφτηκε.

«Come sit with me and let’s have a talk, shall we?»

Η Κάτια την ακολούθησε στο καθιστικό και κάτι στο πάτωμα της τράβηξε το μάτι. Ένα αστέρι σχεδιασμένο με αλάτι πάνω στα πλακάκια, με κάθε του κορυφή να καταλήγει σε ένα κερί. Παράξενο, σκέφτηκε. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ αυτό το σύμβολο, έτσι το έδειξε και ρώτησε τη Ντέμπορα τι ήταν.

«Oh this? It’s a pentagram. You wanted to know how you can become an actress? Well, this is how I became one. Come, now, love».

Ο Καρδερίνης έξυσε τον πήχη του. «Μις Ντέμπορα, κεν γιου γκιβ μι νάου μάι—»

«Later», του απάντησε κοφτά.

Η Κάτια άρχιζε να φοβάται. Κοίταζε μία την Ντέμπορα, μία τον Καρδερίνη. «Ιζ δις χάου άι γουίλ μπικάμ εν άκτρες;» ρώτησε.

Η Ντέμπορα γέλασε. «Oh, no love, you won’t become an actress, sorry».

Η Κάτια ξεροκατάπιε επίπονα. Όχι πάλι αμυγδαλίτιδα, σκέφτηκε, αλλά όταν είδε τον πίδακα αίματος να εκτοξεύεται πάνω στην Ντέμπορα κατάλαβε πως ο πόνος δεν προκλήθηκε από κάποιο βακτήριο, αλλά από το στιλέτο που ξαφνικά είχε εμφανιστεί στο δεξί χέρι της ηθοποιού, η οποία έψελνε σε μία γλώσσα που η κοπέλα αδυνατούσε να καταλάβει. Έπεσε στα γόνατα και έφερε τα χέρια στον λαιμό, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να σταματήσει την αιμορραγία. Μάταια. Το κεφάλι της γύριζε και ίσως ήταν μία παραίσθηση, αλλά μπορούσε να πάρει όρκο ότι δύο κόκκινα μάτια την κοιτούσαν μέσα από το πάτωμα.

***

Ο δίσκος πήγε να του φύγει πάλι, μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν υπαίτια κάποια ξαπλώστρα, αλλά το βλέμμα που του έριξε η εντυπωσιακή κοκκινομάλλα ηθοποιός. Για κάποιο λόγο σήμερα έμοιαζε διαφορετική. Νεότερη. Και η καλή της διάθεση μάλλον ήταν μεταδοτική σε όλο το συνεργείο —σε όλο το ξενοδοχείο, καλύτερα.

Δύο καμαριέρες πέρασαν από δίπλα του.

«Τι εξήντα στο νερό, μαρή, αυτή ούτε τριάντα δεν φαίνεται να είναι».

«Αν έβαζα κι εγώ τις κρέμες της, είκοσι θα με έκανες».

Ο Νικόλας μάζεψε τα ποτήρια και καθάρισε το τραπέζι με ένα νοτισμένο πανί. Αύριο θα ήταν η τελευταία μέρα των γυρισμάτων. Σκεφτόταν να κάνει έκπληξη στην κοπέλα του και να την καλέσει να τα παρακολουθήσει από κοντά. Τόσο καιρό του το ζητούσε, άλλωστε. Η Κάτια ήθελε να γίνει ηθοποιός και σίγουρα θα τρελαινόταν αν της γνώριζε τον Καρδερίνη και την κυρία Ντέμπορα. Και ποιος ξέρει, ίσως αυτή η γνωριμία της άλλαζε τη ζωή.

*****


* Ο Βαγγέλης Γιαννίσης είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο «Ο άλλος αδερφός» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.