Vasileios Drolias
ΠΡΟΣΩΠΑ

Για τον Παναγιώτη Κεχαγιά το βιβλίο είναι πιο μόνιμο κι από το μάρμαρο

Συγγραφέας, μεταφραστής, πλέον και εκδότης. Ρωτήσαμε τον Παναγιώτη Κεχαγιά πώς είναι να ιδρύεις έναν εκδοτικό οίκο στην Ελλάδα του 2025.

«Η Γεννήτρια ιδρύθηκε το 2025 από τον Παναγιώτη Κεχαγιά». Με αυτό τον τρόπο κλείνει το κείμενο με τις πρώτες, βασικές πληροφορίες που βρίσκει κανείς στο πιστοποιητικό γέννησης του νέου εκδοτικού οίκου, ο οποίος θα κυκλοφορήσει τις παρθενικές του δουλειές λίγο πριν αποχαιρετήσουμε τον Μάιο – μαζί με ένα πάρτι.

Ο Παναγιώτης Κεχαγιάς, ωστόσο, δεν είναι νέος στο χώρο του βιβλίου. Συγγραφέας (Τελευταία προειδοποίηση εκδ. Αντίποδες, 2016) και μεταφραστής, μεταξύ άλλων, των William Faulkner, Cormac McCarthy και Herman Melville, γνωρίζει τόσο την αγορά στην Ελλάδα όσο και τις ιδιαιτερότητες που τη συνοδεύουν. Τώρα, σκοπεύει να τη γνωρίσει καλύτερα και από τη θέση του εκδότη.

Σε ένα concept που θυμίζει αρκετά το γνωστό «κάναμε τις ερωτήσεις που θα έκανες εσύ», τον ρωτήσαμε για τους λόγους που, σε μια χώρα που δεν φημίζεται για το μεγάλο της αναγνωστικό κοινό, έκανε αυτό το βήμα, όπως και για το πώς θα απαντούσε σε κάποιον που προσπαθεί να καταλάβει τι ακριβώς κάνει ένας εκδότης.

Πώς πήρες την απόφαση να ξεκινήσεις με τον δικό σου εκδοτικό στην Ελλάδα του 2025;

Αυτή είναι η πρώτη ερώτηση που μου κάνουν όλοι. Στην πραγματικότητα δεν είναι μια απόφαση που πήρα, όσο μια διαρκής μείωση των επιλογών, μέχρι που μου έμεινε μόνο αυτή. Εμένα η ζωή μου περιστρέφεται εδώ και χρόνια γύρω από τα βιβλία, πρώτα ως αναγνώστης, μετά ως συγγραφέας, μετά ως εργαζόμενος στον χώρο του βιβλίου, μετά ως μεταφραστής, οπότε δεν μου είχαν μείνει και πολλά άλλα πράγματα να κάνω.

Ξεκίνησα να δουλεύω στα περιοδικά, οπότε για χρόνια όταν τελείωνε το οκτάωρο δεν έμενε τίποτα μετά, δεν είχα κάτι να δείξω ως αποτέλεσμα. Όταν κατάφερα επιτέλους να δουλέψω στον χώρο του βιβλίου, μια μεγάλη ανταμοιβή (γιατί σίγουρα λεφτά δεν βγάζει κανείς) ήταν ότι όταν έβγαινε ένα βιβλίο και το έβαζα στη βιβλιοθήκη μου, έλεγα μέσα μου, να, δούλεψα κι εγώ γι’ αυτό. Είναι μεγάλη πολυτέλεια να μπορείς να αφήσεις έστω ένα μικρό ίχνος στον κόσμο – και το βιβλίο στην εποχή της βιομηχανικής παραγωγής είναι πιο μόνιμο κι απ’ το μάρμαρο.

Όσοι διαβάζουμε ζούμε σε μικρόκοσμο. Πιστεύουμε ότι διαβάζουν πολλοί, ενώ στην πραγματικότητα είναι λίγοι. Το γνωρίζεις καλύτερα από μένα, αλλά και πάλι, πήρες το ρίσκο. Και η ερώτηση είναι: γιατί;

Εδώ θα διαφωνήσω. Εγώ βλέπω στον εκδοτικό χώρο μια σχεδόν οργιαστική ανάπτυξη μικρών εκδοτικών. Οι οποίοι μάλιστα δεν έρχονται και παρέρχονται αλλά επιμένουν και παραμένουν. Αυτό πάει να πει ότι κοινό υπάρχει, κι ότι δεδομένης της τιμής του βιβλίου στην Ελλάδα (λόγω οικονομίας κλίμακας) δεν είναι δύο χιλιάδες άνθρωποι που τα αγοράζουν όλα, αλλά πολύ περισσότεροι που αγοράζουν ό,τι μπορούν και θέλουν.


Οπότε εμένα μου φαίνεται ότι υπάρχουν πολλοί αναγνώστες, περισσότεροι απ’ ό,τι παλιά. Απλώς παλιότερα οι εκδοτικοί ήταν λιγότεροι –και λόγω κόστους αλλά και λόγω δυσκολίας στην προώθηση– και το κοινό ήταν λιγότερο διασπασμένο. Διάβαζαν δηλαδή μέσες άκρες όλοι τα ίδια πράγματα. Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά.

Τι έχεις μάθει από την ενασχόλησή σου με το βιβλίο όλα αυτά τα χρόνια; Υπάρχουν «μαθήματα», εμπειρίες που θα χρησιμοποιήσεις στο νέο σου εγχείρημα ώστε να βρεθείς ένα βήμα μπροστά;

Δεν θέλω να βρεθώ κανένα βήμα μπροστά από κανέναν. Εγώ θέλω να μπορέσω κάποια στιγμή να διασφαλίσω τη θέση μου έτσι ώστε να μπορώ να φτιάχνω βιβλία – που είναι κάτι που μου αρέσει πολύ. Αυτή είναι η μόνη μου φιλοδοξία όσον αφορά τη Γεννήτρια. Όσον αφορά τώρα τα εκδοτικά πράγματα συνολικά, θα ήθελα να μπορέσει να συντηρηθεί όλο αυτό το οικοσύστημα των εκδοτικών της γενιάς μας, είτε αυτοί είναι μεσαίοι, είτε μικροί, είτε πολύ μικροί, να συνεχίσουν να βγαίνουν καλά και καλαίσθητα βιβλία, έτσι ώστε να έχουμε όμορφες βιβλιοθήκες.

Για να απαντήσω όμως στην ερώτησή σου, δούλεψα για τρία χρόνια στην πρώτη περίοδο των Αντιπόδων, κάτι που μου έμαθε πολλά για τη λειτουργία ενός μικρού εκδοτικού. Ο Κώστας Σπαθαράκης και η Στέλα Ζουμπουλάκη με δίδαξαν μετάφραση και επιμέλεια. Αργότερα, χρησιμοποίησα αυτήν την εμπειρία για να μεταφράσω δύσκολα κείμενα, κυρίως για τον Gutenberg, κι έτσι σιγά-σιγά έχτισα τις δεξιότητες εκείνες που χρειάζονται για να δραστηριοποιηθεί κάποιος στον χώρο του βιβλίου από την πλευρά της παραγωγής.

Ας υποθέσουμε ότι ένας άνθρωπος ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με το βιβλίο, σε ρωτάει τι ακριβώς κάνει ένας εκδότης. Τι του απαντάς;

Κοίταξε για να μην καταδυθούμε εδώ σε καμιά καφκική γραφειοκρατική γελοιότητα και υπάρξει αθρόα έξοδος αναγνωστών από τη συγκεκριμένη συνέντευξη (αν και εντάξει, τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα απ’ ό,τι παλιότερα), δεν θα κάτσω να απαριθμήσω τα χίλια θρύψαλα της κάθε μου μέρας.

Θα πω όμως το εξής: ένα σημαντικό κομμάτι της δουλειάς ενός εκδότη είναι η επιλογή των κειμένων, η επιλογή των βιβλίων που θα εκδοθούν. Αυτός λοιπόν είναι ο εκδότης όπως τον φανταζόμαστε. Συνήθως ηλικιωμένος άντρας, κάπως ξινός, με κοστούμι και γυαλιά πρεσβυωπίας, μέσα σε ένα γραφείο γεμάτο βιβλιοθήκες, ξύλινη επένδυση στους τοίχους, μια μικρή προτομή του Γκαίτε πάνω στο γραφείο κτλ. Αυτό λοιπόν είναι περίπου το 10% της δουλειάς ενός εκδότη.


Ένα περίπου 60% της δουλειάς του είναι να κουβαλάει κάθιδρος και αποθηκάριος (ως επίθετο) βιβλία εδώ κι εκεί. Αυτή είναι κυρίως η δουλειά. Οπότε αν κάποιος θέλει να ασχοληθεί με το άθλημα (γιατί περί αθλήματος πρόκειται) η συμβουλή μου θα ήταν να επενδύσει σε μια ζώνη για τη μέση.

Τι να περιμένουμε από τη Γεννήτρια όσον αφορά τις κυκλοφορίες; Πώς σκέφτεσαι να κινηθείς σε μία αγορά που από τη φύση της είναι ανταγωνιστική;

Όλες οι αγορές ανταγωνιστικές είναι. Από την πρόσφατη εμπειρία μου έχω διακρίνει πως ο χώρος του βιβλίου έχει μια εγγενή άμιλλα, αντί για σκληρό ανταγωνισμό. Οι εκδότες και τα βιβλιοπωλεία βοηθάνε, οι άνθρωποι του χώρου βοηθάνε, οι δημοσιογράφοι βοηθάνε. Οπότε από αυτήν την άποψη δεν θεωρώ ότι έχω να ανταγωνιστώ κανέναν. Ούτως ή άλλως, κάθε εκδοτικός που έχει ένα στίγμα, μια συγκεκριμένη αισθητική, έχει και το κοινό του. Κανείς δεν κινδυνεύει από κανέναν. Μάλλον το αντίθετο. Όσο περισσότεροι, τόσο το καλύτερο.

Τώρα, όσον αφορά τις κυκλοφορίες, πέρα από τα τρία πρώτα βιβλία για τα οποία μπορείτε να βρείτε λεπτομέρειες στο Instagram (@ekdoseis.gennitria) και στο Facebook (Γεννήτρια), ο στόχος μου προς το παρόν είναι να βγάζω έξι βιβλία τον χρόνο, αν γίνεται. Τρία την άνοιξη και τρία το φθινόπωρο.

Το ένα θα είναι ελληνικό, το δεύτερο θα είναι μεταφρασμένη σύγχρονη λογοτεχνία την οποία εγώ βρίσκω όμορφη, γεμάτη και ψυχαγωγική (χωρίς εκπτώσεις στη λογοτεχνική ποιότητα), και το τρίτο μάλλον θα είναι κάτι αυστηρό και πολύ μοντέρνο ή μεταμοντέρνο. Ένα παράδειγμα του τελευταίου είναι ένα βιβλίο που θα βγάλουμε του χρόνου την άνοιξη: Οι Έντεκα του Pierre Michon, αυτού του τιτάνα της γαλλικής λογοτεχνίας. Μια αριστουργηματική νουβέλα, μια επινοημένη βιογραφία για έναν ζωγράφο και έναν πίνακα που δεν υπήρξε στην πραγματικότητα, αλλά που όρισε τη Γαλλική Επανάσταση. Επίσης, άλλο ένα πράγμα που σχεδιάσαμε με πολλή αγάπη και φροντίδα είναι η Κίτρινη Σειρά της Γεννήτριας.


Κάθε τίτλος που εκδίδουμε θα βγαίνει σε μια πολύ περιορισμένη, σκληρόδετη, πανόδετη έκδοση 99 αριθμημένων αντιτύπων που αν εξαντληθεί δεν θα ανατυπωθεί ποτέ. Αυτός είναι ένας ύπουλος τρόπος να έχω επιτέλους και μερικά σκληρόδετα βιβλία στη βιβλιοθήκη μου, αλλά και ίσως να καλύψω ένα μέρος του ογκώδους χρέους μου στον τυπογράφο. Η Κίτρινη Σειρά δεν θα διατίθεται στα βιβλιοπωλεία, αλλά μόνο στο e-shop της Γεννήτριας και σε εκθέσεις/εκδηλώσεις βιβλίου στις οποίες θα έχουμε φυσική παρουσία.

Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.

Exit mobile version