
Το The Long Walk έχει την καρδιά των καλύτερων μεταφορών του Stephen King
- 11 ΣΕΠ 2025
Οι συμμετέχοντες πρέπει να περπατούν τουλάχιστον τρία μίλια την ώρα, ελεγχόμενοι από οδόμετρα που φορούν στους καρπούς τους. Αν περπατούν πολύ αργά για πολλή ώρα, λαμβάνουν προειδοποίηση. Εάν πάρουν τρεις προειδοποιήσεις, λαμβάνουν και μία σφαίρα στο κεφάλι. Αν προσπαθήσουν να βγουν από τον δρόμο, λαμβάνουν επίσης μία σφαίρα στο κεφάλι. Το ίδιο συμβαίνει κι αν προσπαθήσουν να επιτεθούν στους στρατιώτες που παρακολουθούν την πρόοδό τους. Α, και δεν υπάρχει τερματισμός – ο τελευταίος που θα μείνει όρθιος κερδίζει πολλά χρήματα και την εκπλήρωση μίας ευχής της επιλογής του.
Φαινομενικά το The Long Walk διαδραματίζεται σε μία Αμερική που έχει ξαναγίνει σπουδαία, κατά τη MAGA επιθυμία. Οι φασίστες έχουν πια νικήσει αφήνοντας μια χώρα τόσο εντελώς στείρα από χαρά, ανθρωπιά και τέχνη, που ο μόνος τρόπος να εκφραστεί πια η ευγνωμοσύνη τους στους “ήρωες” που εξασφάλισαν αυτή τη συνθήκη είναι αυτή η δοκιμασία ευγονικής της Μακράς Πορείας.
Τα 50 αγόρια που συμμετέχουν κάθε χρόνο από όλη τη χώρα περπατούν για να εμπνεύσουν, υποτίθεται, μια εξαντλημένη χώρα και για να ενισχύσουν την εθνική παραγωγικότητα. Στην πραγματικότητα, βέβαια, το event είναι μία υπενθύμιση του ποιος έχει τον έλεγχο. Όλοι οι περιπατητές είναι θεωρητικά εθελοντές, αν και ο τρόπος με τον οποίο μιλούν για το έπαθλο σε σύγκριση με τις επιλογές που έχουν στη διάθεσή τους στο σπίτι τους, κάνει σαφές ότι δεν πρόκειται για πραγματική επιλογή.
Ο Stephen King κυκλοφόρησε το The Long Walk το 1979 με το ψευδώνυμο Richard Bachman, αλλά οι κινηματογραφικές του εκδοχές είχαν ως τώρα την τύχη του Γεφυριού της Άρτας, me προσπάθειες κινηματογραφιστών όπως ο George A. Romero ή ο Frank Darabont να έχουν αποτύχει. Η ιδέα ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος που διοργανώνει έναν θανάσιμο διαγωνισμό για να προπαγανδίσει τους πολίτες άρεσε τόσο πολύ στον King που λίγα χρόνια αργότερα είχε προχωρήσει σε μία, κιόλας, παραλλαγή της, το The Running Man που θα έχει άμεσα τη δική του κινηματογραφική μεταφορά δια χειρός Edgar Wright.
Η ιστορία καθοδηγείται εδώ τόσο από τη δυναμική που αναπτύσσεται μεταξύ των συμμετεχόντων, όλα τους παιδιά στην πραγματικότητα, όσο και από τον εφιαλτικό χαρακτήρα της συνθήκης τους. Γόνιμο έδαφος ως μία εκδοχή young adult λογοτεχνίας που είχε την τιμητική της 8-10 χρόνια πριν, αλλά και ως περιπέτεια τρόμου, το The Long Walk βρήκε τον ιδανικό του δημιουργό στον Francis Lawrence, τον βασικό σκηνοθέτη των Hunger Games.
Οπλισμένος με ένα σενάριο από τον JT Mollner γραμμένο με λεπτότητα κυνηγετικού όπλου, ο σκηνοθέτης χειρίζεται τη ιστορία ως ένα παθιασμένο έργο για την ταξική αλληλεγγύη. Όλοι οι διαφορετικοί χαρακτήρες του υποφέρουν, και ο κάθε ένας αξίζει να μη λησμονηθεί. Δεν υπάρχουν προδότες εδώ, ή προδοσίες. Δεν υπάρχουν villains μεταξύ των αγοριών. Ακόμα και στην περίπτωση ενός εξ αυτών, του αξιοθρήνητου Barkovich του Charlie Plummer, ένα παιδί με ψυχική ασθένεια που ζορίζει τους υπόλοιπους, το σενάριο γίνεται και εκεί συμπονετικό.
Το Long Walk αντιμετωπίζει τις συμμαχίες και τις εχθρότητες με μια μεγαλοπρέπεια που συναγωνίζεται κάθε ρομαντική ιστορία, και ειδικά τη σχέση μεταξύ του ήρωα, Ray Garraty (Cooper Hoffman), και του φίλου του Peter McVries (David Jonsson).
Ο Hoffman δεν θα σταματήσει ποτέ να θυμίζει τον πατέρα του, τον θρυλικό Philippe Seymour Hoffman, ειδικά κιόλας σε τούτη την περίπτωση που υποδύεται έναν χαρακτήρα σε πένθος για τον θάνατο του πατέρα του. Στον δεύτερο πρωταγωνιστικό του ρόλο μετά το Licorice Pizza, προσεγγίζει τον Ray ως κάποιον που μπορεί να μοιάζει με άντρα, αλλά εξακολουθεί να είναι ένα αγόρι που πιστεύει ότι καταλαβαίνει τον κόσμο παρότι δεν έχει προλάβει ακόμα να τον βιώσει για πολύ.
Είναι ο Jonsson όμως που ξεχωρίζει, με το τσαλακωμένο του χαμόγελο και την επιμονή του να παραμείνει αλληλέγγυος όσο και αν αυτό αντιβαίνει στο πνεύμα του διαγωνισμού, δίνοντας στη θετική στάση του Peter μία νότα θεατρικότητας. Η αφοσίωσή του στη συντροφικότητα είναι από μόνη της μία συγκινητική πράξη εξέγερσης, ακόμα κι όταν νιώθεις πως λέγοντας ότι αξίζει να ζούμε τη στιγμή ακούγεται σα να προσπαθεί να πείσει και τον εαυτό του. Η βοήθεια και η φιλία του προς τον Ray παρότι είναι ικανότερος διαγωνιζόμενος, θα μπορούσε εύκολα να τον είχε εντάξει στο trope Magical Negro – χαρακτήρες που ανήκουν σε μειονότητες και βγαίνουν μπροστά για να βοηθήσουν τον λευκό πρωταγωνιστή με την αγνή καρδιά και τη λαϊκή σοφία τους, ενίοτε και με μαγεία – ο Jonsson όμως προσδίδει στον χαρακτήρα του μία πεισματάρικη πλευρά που του δίνει σάρκα και οστά και έτσι δεν μοιάζει απλώς με εργαλείο του κεντρικού ήρωα.
Ο Lawrence δεν γίνεται διδακτικός στην προσπάθειά του να μας ρίξει συναισθηματική γροθιά στο στομάχι. Αφήνει τους διαλόγους να μιλήσουν από μόνοι τους, και η απλότητα του περιβάλλοντος, οι γωνίες λήψης της κάμερας, ή ακόμη και τα μαλλιά, το μακιγιάζ και τα κοστούμια των χαρακτήρων είναι εκεί για να ενισχύσουν και όχι να αποσπάσουν την προσοχή. Αν και η ταινία δεν ξεφεύγει εντελώς από τους αφηγηματικούς της περιορισμούς – και σίγουρα αν έχεις δει ή διαβάσει young adult επιβίωση θα δεις αρκετές από τις εξελίξεις να έρχονται – διαθέτει όμως γενναιόδωρες δόσεις από την καρδιά που έχει χαρακτηρίσει τις καλύτερες διασκευές του King.
Ο μηχανισμός του φασισμού που στέλνει νέους άνδρες να παρελαύνουν στην οθόνη είναι πραγματικός και, σύμφωνα με το Long Walk, απαιτεί μια λαϊκή μέρα κρίσης που θα έρθει μόνο αν αντιμετωπίσουμε την κατάστασή μας και περάσουμε στην αντεπίθεση. Το μεγαλείο ψυχής δεν είναι πάντοτε αρκετό.
Το The Long Walk (Η Μακριά Πορεία) κυκλοφορεί στις αίθουσες από τη Spentzos Film.
Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.