LONGREADS

Πολύχρωμος Μαζωνάκης: Δέκα εκατομμύρια Έλληνες, ένας πραγματικός σταρ

Ο Γιώργος Μαζωνάκης ντύθηκε χρωμολόγιο, ακριβώς για να μας προκαλέσει.

Ο χαρακτηρισμός ‘σταρ’ που αποδίδεται σε ανθρώπους όλο και πιο διστακτικά, μετά την έκρηξη των προηγούμενων δύο δεκαετιών, είναι από εκείνους τους χαρακτηρισμούς που όλοι τους καταλαβαίνουμε αλλά δεν είναι ακριβώς εύκολο να τους αναλύσουμε. Άλλωστε, καμιά φορά είναι πιο δύσκολο να φτιάξεις θεωρία για πράγματα που ανήκουν στην καθημερινότητά σου. Και προφανώς, το ‘star quality’ έχει μέσα ως πρώτο και κύριο χαρακτηριστικό του το να είναι κανείς διάσημος, το να τον ξέρουν άνθρωποι. Η διασημότητα ως επιβράβευση. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Όλοι οι σταρ είναι διάσημοι, δεν είναι όμως όλοι οι διάσημοι σταρ.

Τις τελευταίες μέρες έγινε viral μια φωτογραφία-ποστ του Γιώργου Μαζωνάκη στο προσωπικό του Instagram. Στη φώτο αυτή, τραβηγμένη στα παρασκήνια του κυριακάτικου show ‘Your Face Sounds Familiar’,  ο Γιώργος Μαζωνάκης φοράει ένα πράγματι εκκεντρικό κουστούμι με περίπου 250.000 πίξελ διαφορετικών αποχρώσεων, με φανερή αναφορά στα χρωματολόγια εταιρειών χρωμάτων. Και αυτή η φωτογραφία είναι η απόδειξη όλης της πορείας του Μαζωνάκη στην ελληνική μουσική σκηνή.

Ο κόσμος του θεάματος πολλές φορές εκλαμβάνεται λανθασμένα ως ένας κόσμος κατασκευασμένος να υπηρετεί σκοπούς, να αποφέρει χρήματα σε εταιρείες, να συντηρεί το σύστημα. Κι όμως, ο κόσμος του θεάματος είναι απόρροια και μαζί σκοπός της παραγωγής. Για αυτό, όσο περίεργο και αν φαίνεται, ο σταρ είναι μέρος του κόσμου που ζούμε. Δεν ζει παράλληλα από την κοινωνία μας. Ζει μέσα σε αυτή αλλά ζει με διαφορετικό τρόπο. Πολλές φορές δρώντας επιδραστικά, αλλάζοντας τον τρόπο που τον προσλαμβάνουμε. Το θέαμα μετασχηματίζει τις σύγχρονες κοινωνίες, ακόμα και σε πεδία για τα οποία θεωρητικά δεν ενδιαφέρεται.

Ο Γιώργος Μαζωνάκης εμφανίστηκε στη μουσική σκηνή το 1993 με τον δίσκο ‘Μεσάνυχτα και Κάτι’, έναν δίσκο που ομολογουμένως δεν ακούγεται αλλά έχει μια ενδιαφέρουσα μείξη στίχων, θεμάτων, εικόνων και ερμηνείας παραδοσιακού και βαρύ λαϊκού τραγουδιού των 80ς με αρκετά ποπ μπλιμπλίκια και με μερικά κομμάτια που ήταν κατεξοχήν ποπ σε όλα τους (βλ. το κομμάτι ‘Ξαφνικά’, ή το ‘Δεν υποκρίνομαι’). Στην πορεία αυτή η ενδιαφέρουσα μείξη θα γίνει πολύ πιο συστηματική. Ο Μαζωνάκης θα μετατραπεί σε έναν, ίσως στον πρώτο, ποπ λαϊκό καλλιτέχνη.

Σε μια γενεαλογία, η λαϊκή μουσική εμφανίζεται ως ο άμεσος διάδοχος του ρεμπέτικου τραγουδιού. Το λαϊκό τραγούδι έχει συγκεκριμένα μουσικολογικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά: το μπουζούκι είναι το βασικό όργανο, το ύφος είναι ανατολίτικο και τα θεματικά κέντρα της στιχουργίας είναι ο πόνος και το μαράζι περισσότερο στο πλαίσιο μιας απελπισίας που έχει κοινωνικούς και πολιτικούς προβληματισμούς. Ο Καζαντζίδης γίνεται ο απόλυτος κυρίαρχος της σκηνής, ενώ αναδύεται και ένα νέος είδος λαϊκής μουσικής, θεωρητικά απευθυνόμενο σε κατώτερα λαϊκά στρώματα, τα λεγόμενα ‘καψουροτράγουδα’ που αποτελούν και τον γενεαλογικό πατέρα του σκυλάδικου της δεκαετίας του ’80, τα οποία κινούνταν παράλληλα με τη mainstream λαϊκή μουσική του Τσιτσάνη, του Καζαντζίδη και του Χιώτη τελείως απαξιωμένα από τη διανόηση.

Σε αυτή τη λαϊκή μουσική συστατικό στοιχείο υπήρξε η αρρενωπότητα, στο πλαίσιο πάντα της λαϊκής κουλτούρας, και σε μόνιμη αντίθεση με την ανερχόμενη και δυτικότροπη rock ‘n’ roll μουσική που αρχίζει να κάνει την εμφάνισή της στα γούστα των νέων και των μεσοαστών πολύ αργότερα. Η αρρενωπότητα του λαϊκού καλλιτέχνη επιτελείται με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: ο άντρας ντύνεται απλά, δεν λικνίζεται, δεν χορεύει, είναι μονοκόμματος, έχει χοντρή και βαθιά φωνή, είναι ολιγομίλητος και συνήθως ανήκει στην εργατική τάξη. Κυριαρχεί ως χορός το μοναχικό ζεϊμπέκικο που ουσιαστικά αποτελεί την επιτέλεση με τη γλώσσα του σώματος της μάτσο λαϊκής αρρενωπότητας, μια εσωτερική έκρηξη του ανεπιτήδευτου και του αυθεντικού, αυτού που δεν χωράει σε συγκεκριμένους χορευτικούς κανόνες.

Ένα δεύτερο συστατικό στοιχείο της λαϊκής μουσικής ήταν επίσης και η ‘ελληνικότητα’. Σε αντίθεση με τη rock ‘n’ roll και αργότερα τη disco και την ποπ μουσική, στο λαϊκό τραγούδι δεν θα βρεις ποτέ αγγλικό στίχο. Ο Παπαζαχαρίου επαινούσε με ενθουσιώδη λόγια το νέο ελληνικό λαϊκό τραγούδι μεταξύ άλλων και επειδή λειτουργούσε ως αντίβαρο στον εκδυτικισμό της ελληνική κοινωνίας. Το λαϊκό τραγούδι είχε ένα στοιχείο ‘εντοπιότητας’: ήταν κάτι που δημιουργείται από Έλληνες και απευθύνεται σε αυτούς. Γινόταν μέρος μιας γενεαλογίας που ξεκινούσε από το δημοτικό τραγούδι και πέρναγε μέσα από το ρεμπέτικο ως γενεαλογία της ‘ελληνικής μουσικής’.

Τα χαρακτηριστικά αυτά της ελληνικής αρρενωπότητας κυριαρχούν στα μέσα της δεκαετίας του 1990,νόταν ο Μαζωνάκης εμφανίζεται στήνοντας στίχους και τίτλους τραγουδιών που επιτελούν μεν την αρρενωπότητα (κάπνισμα, κατανάλωση αλκοόλ, καψουροτράγουδα) με έναν τελείως διαφορετικό όμως τρόπο. Φοράει νεανικά ρούχα, σκουλαρίκι, είναι αξύριστος. Η αισθητική του θυμίζει την αισθητική ποπ καλλιτεχνών της εποχής, την ώρα που τα θεματικά κέντρα και η μουσική του θυμίζουν πάρα πολύ το λαϊκό τραγούδι και οι ερμηνείες του στηρίζονται στις περίφημες λαϊκές στροφές. Και αυτή τη μείξη, ο Μαζωνάκης τη συντηρεί σε όλη την πορεία του. Αυτό είναι που μας μπέρδευε να τον χαρακτηρίσουμε λαϊκό τραγουδιστή. Τι δουλεία έχει ένας λαϊκός τραγουδιστής να φοράει γούνα; Πώς γίνεται να σπάει η απεύθυνση σε όλους τους Έλληνες (βλ. λαός και Κολωνάκι) διαχωρισμένη πια σε νέους των δυτικών και των βορείων προαστίων.

Στο πέρασμα των χρόνων, αυτό το blend της λαϊκής με την ποπ μουσική γίνεται πια συστηματική. Ο Μαζωνάκης πατάει σε μοτίβα προηγούμενων λαϊκών τραγουδιστών χωρίς όμως να έχει ανάγκη να επιδεικνύει μια μάτσο αρρενωπότητα. Το πρώτο και κύριο χαρακτηριστικό που διαλύει τελείως είναι το ‘μονοκόμματος’. Πειραματίζεται συνεχώς με ήχους, με ντύσιμο, με τρόπους ερμηνείας.  Η ίδια η μουσική του πολλές φορές συνδέει στοιχεία από διαφορετικά είδη (από το χιπ χοπ στο ‘Gucci Φόρεμα’ και το ‘Θέλω να γυρίσω στα παλιά’ μέχρι τα μπλιμπλίκια και την ηλεκτρική κιθάρα στο παραδοσιακό βαρύ λαϊκό ‘Σε έχω κάνει θεό’). Και είναι ωραία αυτή η μείξη. Η παραδοσιακή λαϊκή μουσική κρύβει μέσα της απίστευτα μουσικά διαμάντια.

Από την άλλη η δυτική ποπ, το άλλο μέρος του δίπολου, ειδικά η ποπ των 80ς έχει βάλει την εκκεντρική εμφάνιση ως συστατικό μέρος της δικής της αισθητικής. Και αυτή η gender-fluid εκκεντρική εμφάνιση, όσο και αν ενοχοποιήθηκε από τα ’90ς ως μπανάλ και αντιαισθητική, υπήρξε ταυτόχρονα και μια δήλωση. Όταν για παράδειγμα ο τεράστιος David Bowie ντυνόταν ‘εκκεντρικά’ αμφισβητούσε και προκαλούσε τα συντηρητικά αντανακλαστικά μιας κυριαρχικής κουλτούρας του κουστουμιού και της γραβάτας στήνοντας χαρακτήρες που αμφισβητούσαν το gender binarism (βλ. Ziggy Stardust) εκμεταλλευόμενος τις χαραμάδες που του άφηνε η μουσική βιομηχανία για να κάνει πράγματα επαναστατικά. Να προκαλέσει τις κυρίαρχες και κυριαρχικές αισθητικές παραδοχές. Ο Μαζωνάκης, παρότι λαϊκός τραγουδιστής, έχει μια παράδοση εκκεντρικών εμφανίσεων. Από το ξανθό καρέ, μέχρι τη στολή του τσολιά και από εκεί στο χρωματολόγιο της Βιβεχρώμ. Παράδοση που μπορεί να είναι πολύ λιγότερο ριζοσπαστική από την αντίστοιχη της αγγλοσαξωνικής ποπ, άλλα συνεχίζει να είναι ριζοσπαστική.

Αλλά ας επιστρέψουμε στην περίφημη χθεσινή φωτογραφία. Ο Μαζωνάκης φοράει ένα τελείως εκκεντρικό κουστούμι. Πολύχρωμο με πίξελς. Ομολογουμένως χρειάζεται πολύ θάρρος για να το φορέσεις. Δεν θα το έκανα ποτέ. Μέσα από το πολύχρωμο αυτό κουστούμι φαίνεται ένα τελείως απλό μαύρο πουκάμισο με κάτι σαν χρυσή καδένα. Από την εκκεντρική πολυχρωμία του έξω στην παραδοσιακή μονοχρωμία του μέσα. Και με την καδένα να μοστράρει κάπου εκεί και να θυμίζει τον 80ς μάτσο λαϊκό άντρακλα. Ταυτόχρονα, στη φώτο ποζάρει έχοντας την τελείως παραδοσιακή στάση του χεριού που μπαίνει ανάμεσα από τα μεσαία κουμπιά του κλειστού κουστουμιού, στάση μεγάλων αντρών ηγετών (βλ. Ναπολέων) την ώρα που στο αριστερό του χέρι βλέπουμε δύο τεράστια δαχτυλίδια. Σημειολογικά μιλώντας, είναι ένα αριστούργημα. Με ένα ποστ στο Ιnstagram κοροϊδεύει στα μούτρα δεκαετίες επιτέλεσης παραδοσιακής αρρενωπότητας. Και μάλιστα το κάνει συμπληρώνοντας στο εκκεντρικό ντύσιμο και στη στάση του σώματος ένα τελείως απαξιωτικό ύφος. Σαν να ξέρει ότι θα τον χλευάσουν αλλά ταυτόχρονα αδιαφορεί παντελώς γι’αυτό.

Και επανερχόμαστε στο αρχικό ερώτημα. Τι κάνει κάποιον star εκτός από τη διασημότητα; Και πιο συγκεκριμένα τι κάνει τον Μαζωνάκη star; Τελικά ίσως κάποιος να είναι star, όταν καταφέρνει να βρίσκεται μέσα στη mainstream σκηνή, να δρα μέσα σε αυτή και ταυτόχρονα να καταφέρνει να την προκαλεί στη ρίζα των πιο βασικών παραδοχών της. Ο Μαζωνάκης είναι ένας celebrity του οποίου ο λογαριασμός στο Instagram είναι από τους ελάχιστους λογαριασμούς Ελλήνων celebrity που έχουν ενδιαφέρον. Και μέρος αυτού συμβαίνει γιατί ο Μαζωνάκης πολύ συχνά αυτοσαρκάζεται, τσαλακώνει την εικόνα του. Όταν ένας star αυτοσαρκάζεται, ταυτόχρονα, ακόμα και αν δεν το κάνει συνειδητά, κοροϊδεύει τον ίδιο τον ρόλο του ως ποπ ειδώλου.

Κατά τον τρόπο αυτό, μέσα σε μια ασφυκτικά αυτοαναφορική ελληνική lifestyle σκηνή αποτελούμενη από ανθρώπους που πραγματικά δεν μπορούν να προκαλέσουν, σε εμάς τους καθημερινούς ανθρώπους, κανένα πραγματικά ενδιαφέρον πέραν από αυτό του κουτσομπολιού, ο Μαζωνάκης γίνεται ο star που προώθησε την ιδιωτική του ζωή μέσα από το αυτοσαρκαστικό φίλτρο. Μέσα σε μια σκηνή με wannabe stars που ντύνονται ‘προκλητικά’ αδιάφορα προκαλώντας θλίψη, ο Μαζωνάκης καταφέρνει να κάνει ένα statement που έλειπε άπειρα από την ελληνική λαϊκή σκηνή. Τελικά ο ρόλος του star είναι ένας ρόλος για τους celebrity που δεν παίρνουν πολύ σοβαρά τον εαυτό τους και τους μηχανισμούς που τους έκαναν star.

O Mαζωνάκης είναι τελικά το είδωλο που θα άξιζε να προσκυνήσουμε. Ακόμα και αν δεν θα το κάνουμε ποτέ. Είναι αυτό το είδωλο που αξίζει να προσκυνήσουμε, ακριβώς γιατί δεν θα το προσκυνήσουμε ποτέ.