ΡΕΠΟΡΤΑΖ

«Δεν έχει κακά παιδιά, έχει δύσκολα παιδιά»: Μια νύχτα σε ένα περίπτερο της Θεσσαλονίκης

Επισκεφθήκαμε ένα ιστορικό περίπτερο της πόλης για να περιγράψουμε τη λαογραφία των 24ωρων.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ

Είναι βράδυ Παρασκευής, ένας 30άρης με πολύχρωμες φόρμες διασχίζει την Αγγελάκη και μπαίνει στο περίπτερο του Γιάννη Κουκούλη. Αγοράζει δυο μπύρες και ζητά μια paysafe των 10 και μια κάρτα κινητού των 15 ευρώ.

«Είμαι εδώ μέσα από βρέφος και κράτησα το κατάστημα πρώτη φορά στα 12. Η φιλοσοφία του μαγαζιού είναι η ευγένεια. Μπαίνεις μέσα για ένα πακέτο τσιγάρα. Εμένα το στοίχημά μου είναι σε εκπλήξω».

Πυλώνας του καταστήματος η μητέρα του Μαρία, που πριν 35 χρόνια μαζί με το σύζυγό της Γιάννη – που τον αποκαλεί στεφάνι της – άνοιξαν αυτό το κατάστημα που έχει σημαδέψει τη ζωή της γειτονιάς, στη συμβολή των οδών Σβώλου και Αγγελάκη, απέναντι από τη ΔΕΘ.

«Αν κάτσεις μισή ώρα ακίνητος εδώ θα κλέψουν και εσένα. Ένα καλοκαίρι είχαν κλέψει τη βαλίτσα με τα άπλυτα που είχαμε. Τα παιδιά σήμερα δύσκολα μοιράζονται συναισθήματα. Εμείς εδώ είμαστε ένα. Αγκαλιαζόμαστε, φιλιόμαστε και επιβιώνουμε».

Στις ώρες που ακολούθησαν προσπαθήσαμε να κατανοήσουμε την κοινωνία των ψιλικών και των 24ωρων καταστημάτων μέσα από τα μάτια και την εμπειρία τους. Συζητήσαμε για τους τύπους των πελατών, τις εργασιακές συνθήκες στα 24ωρα, τη μοναξιά και τα «παιδιά του ΛΕΞ», τις νυχτερίδες με τα μαύρα.

Στο μαγαζί καταλαβαίνεις ποιος από τους τρεις έχει βάρδια, από το τι όχημα βρίσκεται απ’ έξω: ποδήλατο ή μηχανή. Υπάρχουν πελάτες που έρχονται για δουλειά από την Καλαμαριά, και θα αγοράσουν τα τσιγάρα από το κατάστημα, γιατί ξέρουν ότι την πρωινή βάρδια την έχει η κυρία Μαρία. Δεν θα σου αλλάξει την κοσμοθεωρία, αλλά θα σε 1% πιο χαρούμενος.

Το κατάστημα είναι το μοναδικό που διαθέτει ξένο τύπο στη Θεσσαλονίκη, με αποτέλεσμα να έχει σταθερή πελατεία. Βέβαια, το σημείο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο: απέναντι από τη ΔΕΘ και δίπλα σε ένα μπουζουξίδικο.

ΤΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ ΤΟΥ ΑΛΚΟΟΛ

«Πελάτης που μπαίνει και αγοράζει το τρίπτυχο τσίχλα, τσιγάρα, προφυλακτικά ξέρω ότι πάει δίπλα στα μπουζούκια», μας λέει ο Γιάννης.

«Πριν από το Μόνα Λίζα που είναι τώρα εκεί πέρα, ήταν οι Μούσες. Οι Μούσες ήταν από τα παλιότερα μπουζουξίδικα. Ήταν ένα μαγαζί που δεν θα πήγαινα εγώ να πιω το ποτό μου. Ο θαμώνας στις Μούσες ήταν ανοιχτό πουκάμισο, τρίχα μέχρι τα μάτια, μάλμπορο κόκκινο και δυο μπουκάλια Jack αγορασμένα από εμάς πριν μπουν στο μαγαζί. Έσκαγαν και αφήνανε 2-3 χιλιάρικα το κεφάλι.

 

Στην περίοδο της ΔΕΘ έχουμε 400% αύξηση στον τζίρο. Η πιο δυνατή έκθεση είναι η Agrotica. Γιατί θα έρθει ο κάθε αγρότης από τα Μέθανα, τη Μεσσηνία, την Καβάλα με πρόφαση ότι: «γυναίκα, θα πάω στη ΔΕΘ να δω μήπως πάρουμε μηχανήματα».

Και πάνε σε μπουζούκια, κλαμπς, κωλόμπαρα. Μπαίνεις στα περίπτερα της ΔΕΘ και βλέπεις μέσα έναν πάγκο με ουίσκια τα οποία ερχόντουσαν και τα παίρνανε με σακούλες από μένα».

ΟΙ ΦΙΓΟΥΡΕΣ

«Οι τύποι των πελατών πάνε ανάλογα με την ώρα. Ο πρωινός πελάτης βιάζεται και είναι φιξ. Θα έρθει για την καλημέρα, τα τσιγάρα του και το μουχαμπέτι. Θα πάρει τα πράγματά του, θα σηκωθεί και θα φύγει. Ξέρω τι ώρα θα έρθει, ετοιμάζω τα τσιγάρα τους γιατί ξέρω τι καπνίζουν» μας λέει ο Γιάννης.

«Υπάρχει σαν φιγούρα ο καταθλιπτικός αλκοολικός τύπος. Εργάζεται σε μια μεγάλη εταιρεία και είναι σε μια πολύ ακριβοπληρωμένη θέση. Κάθε μέρα θα έρθει εδώ πέρα, θα πάρει 2-3 πακέτα για ηλεκτρονικά τσιγάρα, θα πάρει 2 μπουκάλια ξύδι και μέσα στη μέρα μόνο εγώ και αυτός ξέρουμε πόσο μπορεί να έχει καταναλώσει. Κάθε μέρα πίνει τουλάχιστον αυτό, συν ό,τι άλλο μπορεί να πάρει οπουδήποτε αλλού. Αυτός ο άνθρωπος με έχει βάλει σε σκέψεις.

Υπάρχει μια μορφή ο οποίος κάθεται απέναντι στη στάση και ενίοτε τον πιάνουν μανίες και ουρλιάζει. Δεν έχει πειράξει ποτέ κανέναν, απλά κάθεται και παράγει θόρυβο. Όταν θα μπει σε αυτό το μαγαζί, μπορεί επτά λεπτά πριν να κάθεται απέναντι και να ουρλιάζει. Σε εμένα έρχεται ήρεμος. “Τα χαρτάκια τα ροζ του παππού θα ήθελα’”, ευγενέστατος.

Εγώ αν τον κρίνω τον άλλον πριν μπει βάση του τι ξέρω εγώ εκτός του μαγαζιού του στερώ το δικαίωμα να αποδείξει τι είναι εδώ μέσα. Άρα εμείς δεν υπάρχουμε. Εμείς ουσιαστικά δεν έχουμε προσωπικότητα μέσα σε αυτό το έργο».

Μια κατηγορία μόνοι τους φαίνεται πως είναι μια οικογένεια Ρομά που ζει σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο πίσω από τη ΔΕΘ. Ο Γιάννης διηγείται πως κάθε ημέρα βγαίνουν ως επαίτες στη Ναυρίνου και έπειτα έρχονται σε αυτόν. «Το έξοδό τους είμαι εγώ. Πάνε ζητιανεύουν στη Ναβαρίνου και έρχονται αγοράζουν 20 ευρώ πράγματα κάθε μέρα. Τσιγάρα, πατατάκια, αναψυκτικά».

Σε ένα σκηνικό που περιγράφει τα όρια και τις αξίες της γειτονιάς ο Γιάννης διηγείται πως: «με τον γιο της οικογένειας αυτής έχω μαλώσει, μαζί του, στο περίπτερο τη Δευτέρα και την Τετάρτη έχω ρίξει σφαλιάρα σε άνθρωπο, γι΄αυτόν, στη Ναυαρίνου».

ΤΑ 24ΩΡΑ

«Σήμερα, τα παιδιά των 24ωρων, θέλουν απλά κάπου να βάλουν τον κώλο τους, και να περάσουν μια ακόμη νύχτα και να φάνε ένα χοτ ντογκ με ένα ευρώ», λέει ο Γιάννης.

Η κυρία Μαρία από την άλλη, πιστεύει πως σε αυτά τα παιδιά έχει γνωρίσει από τους χειρότερους μέχρι τους καλύτερους χαρακτήρες, αλλά επιμένει πως δεν είναι κακά παιδιά.

Τα τελευταία χρόνια στο μαγαζί απασχόλησαν ορισμένους εργαζόμενους που προηγουμένως εργάζονταν σε 24ωρα. Η κυρία Μαρία μας περιγράφει όχι μόνο την έμαθε από αυτούς, αλλά και τι κατάλαβε για μια ολόκληρη γενιά:

«Εδώ ήρθαν και δούλεψαν παιδιά τα οποία ήταν πριν από 24ωρα και το αποκαλούσαν το κολαστήριο. Φύγανε γιατί έπρεπε να βγάλουν ένα μεροκάματο, ένα χαρτζιλίκι και να βοηθηθεί η οικογένεια, είτε για να μπορέσουν να φύγουν από το σπίτι. Και πέσανε σε περιβάλλοντα τα οποία έχουν έναν άλλο τρόπο αντιμετώπισης. Τα παιδιά που δούλεψαν σε εμάς είναι οικογένεια.

Το Δεκαπενταύγουστο ας πούμε με πήραν τα παιδιά που δούλευαν τα τελευταία 15 χρόνια να μου πουν χρόνια πολλά. Για εμένα σημαίνει ότι εκτίμησαν τον καλό τρόπο που τους φερθήκαμε και έχουν μια ωραία ανάμνηση.

Αυτά τα παιδιά θα πάνε στο σπίτι τους. Αν μένουν με τους γονείς, είναι το ίδιο κουρασμένα από όλη την ημέρα με τους γονείς και μετά δεν θα υπάρχει διάλογος, ούτε θα υπάρχει συζήτηση. Θα υπάρχει καυγάς και αυτό το πράγμα έχει διαλύσει την οικογένεια. Αυτή η ανέχεια και αυτό το κακό περιβάλλον εργασίας.

Αυτά τα παιδιά με τα παγκάκια στην Αγίας Σοφίας και στην Ικτίνου, επιβίωσαν μέσα από μια πολύ δύσκολη περίοδο που ήταν ο Covid. Το ότι σας κλείδωσαν ξαφνικά ένα βράδυ μέσα χωρίς να σας εξηγήσει κανένας τι γίνεται και υποχρεώνοντας σας να ζήσει ο καθένας στη μοναξιά του, τα προβλήματα του, το χωρισμό με τους δικούς σου ανθρώπους.

Εσείς ήσασταν στο διάστημα που φτιάχνατε σχέσεις και φτιάχνατε επαφές και δοκιμάζατε. Μέχρι που σας παίρνει με την γκόμενα, μέχρι που σας παίρνει με το φίλο. Να βγούμε έξω κρυφά, να καπνίσουμε, να πάρουμε ναρκωτικά.

Τα παιδιά που θα πάνε να ακούσουν ΛΕΞ εγώ τα αγαπάω πάρα πολύ, γιατί έχω γνωρίσει από τους χειρότερους μέχρι τους καλύτερους χαρακτήρες. Αλλά δεν είναι κακά παιδιά. Είναι όλα πολύ καλά παιδιά. Δεν έχει κακά παιδιά, έχει δύσκολα παιδιά».

Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.