ORIGINALS

Η μέρα που πήγα να βρω την κοπέλα μου και κατέληξα στο κρατητήριο

Δώδεκα χρόνια και κάτι μέρες πριν, έζησα μια από τις πιο σουρεάλ νύχτες της εφηβικής μου ζωής, με πρωταγωνιστές δύο από τα μεγαλύτερα φιντάνια της Ελληνικής Αστυνομίας. Πού τα βρήκαν, αλήθεια;

Αν ήταν ταινία, θα ξεκινούσε από την παρακάτω σκηνή. Α/Τ Πανοράματος, λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Κλακέτα, πάμε.

«Κωλόπαιδο, θα σε βάλουμε μέσα», μου λέει ο ασφαλίτης Σ. και πετάει ένα μπουκαλάκι νερό προς το μέρος μου. Το Σ δεν πηγαίνει στο Σκύλος. Ένα νευρικό Τσιουάουα ήταν ο συγκεκριμένος. Εκείνη τη μέρα όμως, τον είχαν βγάλει βόλτα για να γαυγίσει και δυστυχώς, τράκαρα πάνω του.

Τον κοιτάζω απορημένος και του λέω ότι μάλλον έχει γίνει παρεξήγηση. Οι τύποι με τα μπλε τριγύρω αναρωτιούνται κι αυτοί με λαμπροπουλική απορία. Το γράφουμε τώρα αυτό; Ο έξαλλος συνάδελφος με τα διακριτικά συνέχισε να απειλεί έναν σκαλωμένο δεκαεξάχρονο. Η μίζερη Παρασκευή του, είχε αποκτήσει νόημα.

Ας το πάμε όμως In media res.

4 ώρες πριν…

Οι Παρασκευές στη Γ’ Λυκείου έφταναν αργά και βασανιστικά. Είχαν ξεκινήσει ήδη τα θερινά, το καλοκαίρι ήταν πιο μικρό οπότε ο Οκτώβριος θύμιζε Γενάρη. Παρόλα αυτά, υπήρχε μια ιεροτελεστία που μας έβρισκε σε ένα πάρκο στο Πανόραμα, μαζί με την παρέα του σχολείου. Δεν ήμασταν τόσο πιεσμένοι για τις εξετάσεις, όσο με μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα σοβαροφάνειας στον περίγυρό μας. Για αυτό, προσπαθούσαμε να αποσυμπιεστούμε.

Ιεροτελεστία ήταν και τα παιχνίδια του Ολυμπιακού στην Ευρωλίγκα. Πρωταθλητές Ευρώπης τότε, χαμός. Είχα πει στα παιδιά ότι θα αργήσω για να δω την πρεμιέρα με τη Μάλαγα στο ΣΕΦ και θα σκάσω λίγο πιο μετά. Ερχόμουν από Άνω Πόλη, οπότε έμοιαζε λίγο λαβύρινθος το Πανόραμα, οπότε τους είπα να έχουν το νου στο τηλέφωνο για να μη χαθούμε. Τα maps της Apple με χάωναν περισσότερο.

Τελειώνει το παιχνίδι και ανηφορίζω. Πριν βρεθώ μαζί τους, θα περνούσα από μια εκκλησία εκεί δίπλα για να πω ένα γεια στη φίλη μου. Πίστευα ότι είναι αρκετά κοντά, οπότε δε χρειάστηκε να το αναφέρω. Πράγματι, μιλάμε για μια απόσταση μαξ 10 λεπτά με τα πόδια, μπορεί και λιγότερο. Μέσα σε αυτό το λαβύρινθο όμως, αντί να πάω καρφί, έκανα τον κύκλο. Διαφορετικά, δε θα διαβάζατε αυτό το κείμενο τώρα.

Περνάω από τον Μασούτη, σημείο αναφοράς στην περιοχή, και λέω ωραία, κατάλαβα (ότι έκανα μαλακία), το έχω. Δεν περνούσε ψυχή από τον δρόμο. Σταματάει μπροστά μου ένα Xsara και βγαίνουν από το αμάξι δύο φιγούρες που έκαναν τους Jim Carrey και Jeff Daniels να φαίνονται επιστήμονες μπροστά τους.

Δυστυχώς, δεν έκανα απλώς ένα cameo στο βαλκάνιο Dumb and Dumber. Τα φιντάνια της Ελληνικής Αστυνομίας είχαν άλλα σχέδια. Τους ζητάω να δω το σήμα, μου το δείχνουν από μακριά. Δεν καταλάβαινα αν ήταν αστυνομική ταυτότητα ή κάρτα στον ΑΒ Βασιλόπουλο. Όταν ζήτησα να το δω καλύτερα, μου λένε «μην ακουμπάς, μικρέ». Καλά θα πάει αυτό, λέω.

Με ψάχνουν, με γυρνάνε στο αμάξι να δουν αν κουβαλούσε τίποτα, ρωτάνε τι κάνεις τέτοια ώρα και τους λέω πάω να βρω τους φίλους μου στο πάρκο λίγο πιο κάτω. «Αρχίδια, τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ;», μου λέει ο Σ. Του απαντάω ξανά, ότι πάω απλώς να βρω τους φίλους μου. Και τότε, αρχίζει ο σουρεαλισμός.

Τους ζητάω να καλέσουν τον πατέρα μου για να επιβεβαιώσει όλα όσα λέω, μου δίνουν το τηλέφωνο, παίρνω τον Γιάννη και του λέω «το και το». Το τηλέφωνο κλείνει, ξαναπαίρνω και χάνεται η σύνδεση. Στο μεσοδιάστημα, ο πατέρας μου είχε προλάβει να ακούσει ότι με έχουν σταματήσει κάτι αστυνομικοί και μετά φωνές. Μου παίρνουν το κινητό και με κρατάνε. Και τότε σκέφτομαι, «κι αν δεν είναι ασφαλίτες;».

Φρικάρω και προσπαθώ να φύγω, με κρατάνε, με δένουν, περνάει ένας ντελιβεράς και φωνάζω ότι δεν είναι αστυνομικοί και του ζητάω να με βοηθήσει, τι να κάνει κι αυτός, σκαλώνει λίγο, αλλά φεύγει.

Μετά από λίγη ώρα, έρχονται ενισχύσεις. Βλέπω το περιπολικό και περισσότερο ηρεμώ, παρά αναστατώνομαι. Έχω καταλάβει ότι θα ζήσουμε έργα αλλά καθησυχάζομαι λέγοντας ότι μπορεί να παραμένουν ανόητοι και επικίνδυνοι αλλά τουλάχιστον, είναι ό,τι δήλωσαν. Λέω στους αστυνομικούς ότι έχει γίνει παρεξήγηση και παραμένουν σιωπηλοί, γιατί κατάλαβαν από την πρώτη στιγμή ότι δεν είμαι ο τσιλιαδόρος που έψαχναν. Πόσο ψωμί να δώσει στο τμήμα ένας σκαλωμένος έφηβος;

Με βγάζουν έξω με τις χειροπέδες, μπαίνουμε στο Α/Τ, έρχονται και τα άλλα τα φιντάνια και γυρνάμε πίσω στην πρώτη σκηνή. «Κωλόπαιδο, θα σε βάλουμε μέσα». Στο μεσοδιάστημα, ο πατέρας μου είχε ήδη ανέβει πατημένος στο Πανόραμα και με έψαχνε στο Νόμο μαζί με τα παιδιά. «Μαλάκα Βρετ, ο πατέρας σου έτρεχε τρεις φορές πιο γρήγορα από εμάς», μου έλεγαν τα παιδιά την άλλη μέρα.

Την ίδια ώρα προχωρούσε η εξακρίβωση στοιχείων στο τμήμα, ο Σ. βγήκε έξω να ηρεμήσει και οι τόνοι έπεσαν. Κάλεσαν τον πατέρα μου στο Α/Τ και πίστευα κάπου εδώ ότι θα έπεφταν τίτλοι τέλους στην παράνοια. Ο πατέρας μου μιλάει με τους ασφαλίτες και ήμουν σε φάση, ωραία τα είπατε, πάμε να φύγουμε.

Γενικώς, είναι ήρεμος τύπος. Έρχεται προς το μέρος μου μουδιασμένος και μου λέει ότι ο Σ. έκανε μήνυση για ασέβεια και αντίσταση κατά των αρχών. Το κλασικό. Τι σημαίνει αυτό; Κρατητήριο, σήμανση, δικαστήριο. Το πλάνο να διηγηθώ όλη αυτή την ιστορία μετά από χρόνια στη μάνα μου που κοιμόταν εκείνη την ώρα, είχε μόλις ναυαγήσει. Δυστυχώς, θα έπρεπε να ενημερωθεί.

Οι ασφαλίτες έκαναν τη δουλειά τους και επέστρεψαν στη ρουτίνα τους. Το κρατητήριο στο Πανόραμα θύμιζε οριακά AirBnb, άνετα το έδιναν με ένα πεντακοσάρικο στον σπιτόγατο σήμερα. Σκούπιζα με κόλλες Α4 το μελάνι στα χέρια μου για τα δαχτυλικά αποτυπώματα και ευτυχώς έπεσα πάνω στον πιο ευγενικό ένστολο του κτιρίου, που με βοήθησε αρκετά.

Το πρωί ήρθε η μάνα μου με σεντόνια λες και ο γιος της πήγε κατασκήνωση. Έκρυψα την ανησυχία μου με γέλια για να ηρεμήσει. Φυσικά και δεν ηρέμησε. Με βάζουν στο περιπολικό και φύγαμε για σήμανση.

Οι αστυνομικοί με ρωτούσαν τι κατεύθυνση πήρα, τους απάντησα θεωρητική και μετά πιάσαμε μια συζήτηση για Σωκράτη και Πλάτωνα. Η απόλυτη τρέλα. Φτάνουμε Σταυρούπολη, βγάζουμε την καθιερωμένη φωτογραφία και αναμονή. Κανονικό κρατητήριο εκεί, ζόρικα.


Φεύγουμε κι από εκεί και οδηγούμαστε προς τα δικαστήρια για να μας δει η εισαγγελέας ανηλίκων. Αυτό το α’ πληθυντικό που χρησιμοποιώ εντωμεταξύ, με κάνει να νιώθω σα χαζός Youtuber. Τέλος πάντων. Το manual λέει χειροπέδες, οπότε με μεταφέρουν με τα χέρια πίσω στο γραφείο της. Με κοιτάει και τους λέει αμέσως να τις βγάλουν.

Είχε ήδη καταλάβει τα πάντα χωρίς να πω τίποτα. Μου εξηγεί ότι θα οριστεί δικάσιμος κεκλεισμένων των θυρών, αλλά χωρίς να το λέει ξεκάθαρα, ψέκαζε με πολύ τακτ έναν αέρα ψυχραιμίας στη μολυσμένη ατμόσφαιρα.

Λιγότερους από δύο μήνες μετά, θα επέστρεφα και πάλι στα δικαστήρια για μια δίκη που κράτησε λιγότερο από ένα γνωστό τραγούδι των N.W.A. Οι ασφαλίτες δε φάνηκαν ποτέ και 12 χρόνια μετά, πιστεύω ότι δεν παίζει να με θυμούνται καν.

Εγώ θυμάμαι όμως το ονοματεπώνυμο του Σ. Δώδεκα χρόνια μετά, το έβαλα στο Google για να δω τι απέγινε αυτή η ψυχούλα. Όχι απλά παραμένει στο τμήμα, αλλά έχει και τη θεσούλα του.

ΥΓ: Ευχαριστώ πολύ την κυρία Άντα για την άδεια να ανεβάσω την ιστορία.

Aκολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.

Exit mobile version