Χριστίνα Αβδίκου
ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Τα έξοδα που έγιναν πολυτέλεια στον καιρό της ακρίβειας

Μια αγαπημένη συνήθεια; Μια δραστηριότητα; Ένα συγκεκριμένο προϊόν; Ρωτήσαμε ανθρώπους ποιο είναι το έξοδο που αναγκάστηκαν να κόψουν και αισθάνονται ότι τους στοίχισε περισσότερο απ’ όσο περίμεναν.

Εάν τελικά παγιώθηκε κάποιος φόβος στον ψυχισμό μας από την εποχή της πανδημίας, αυτός είναι ο φόβος για τα χρήματα που έχουν απομείνει στον λογαριασμό μας όταν πλησιάζει το τέλος του μήνα.

Η τελευταία ετήσια έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών σκιαγραφεί το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος, όπως έχει διαμορφωθεί σε συνέχεια μια πενταετίας πιέσεων, κατά την οποία η ακρίβεια εμφανίστηκε αρχικά σαν ένα αναγκαίο κακό από τον πόλεμο στην Ουκρανία και την post-covid κρίση στις εφοδιαστικές αλυσίδες, αλλά τελικά καθιερώθηκε σαν ένα «εισαγόμενο» (όπως επαναλαμβάνει η κυβέρνηση) πρόβλημα που ωθεί την ελληνική κοινωνία στα όριά της: το μηνιαίο εισόδημα επαρκεί κατά μέσο όρο 23 ημέρες στα ελληνικά νοικοκυριά, ενώ τα 6 από τα 10 νοικοκυριά (60%) δήλωσαν ότι το μηνιαίο εισόδημά τους δεν επαρκεί για όλον το μήνα.

Το τοπίο της ακρίβειας γίνεται ακόμη πιο ασφυκτικό, αν εστιάσουμε στην πρωτεύουσα και το παραπάνω κόστος ζωής που συνεπάγεται σε συνάρτηση με τη στεγαστική κρίση: σύμφωνα με αντίστοιχη έρευνα που διεξήγαγε το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών, στο 66% των κατοίκων του Λεκανοπεδίου το εισόδημα τελειώνει πριν την τελευταία εβδομάδα του μήνα, ενώ στο 32% εξ αυτών τελειώνει πριν τα μέσα του μήνα.

Το ενοίκιο αποτελεί την ειδοποιό διαφορά στην εξίσωση, όταν γνωρίζουμε από τα στοιχεία της Eurostat ότι ως χώρα κατέχουμε αρνητική πρωτιά σε όλη την Ευρώπη για το ποσοστό του εισοδήματος που δαπανούμε κατά μέσο όρο για κάλυψη του ενοικίου (35,2% έναντι 19,7% στην Ευρώπη).

Τόσο από την εμπειρία μας όσο και από τις έρευνες, διαπιστώνουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων ροκανίζουν οι λογαριασμοί σπιτιού, τα είδη διατροφής και η ενέργεια.

Χωρίς υπερβολή, μας χωρίζει πλέον μια άβυσσος από τα οικονομικά δεδομένα προ πανδημίας, σε σημείο μάλιστα που κοντεύουμε να ξεχάσουμε μικρές αλλά όχι ασήμαντες λεπτομέρειες στην καθημερινή μας διαβίωση, όπως ότι το να ψωνίσεις για να μαγειρέψεις σπίτι ήταν τρόπος εξοικονόμησης χρημάτων.

Αθροιστικά, όπως δείχνουν οι επίσημοι δείκτες, την πενταετία 2020-2025 καταγράφηκε αύξηση +44% στις τιμές ηλεκτρικού ρεύματος, αύξηση +33% στις τιμές βενζίνης, αύξηση +77% στις τιμές οικιακού φυσικού αερίου, παράλληλα με τη συνολική, ανεξέλεγκτη εκτίναξη στα αγαθά του σούπερ μάρκετ – πρωταθλητές στις ανατιμήσεις της πενταετίας, τα μοσχάρια (65%) και το ελαιόλαδο (44,28%).

Παρά τη στρατηγική αυξήσεων στους μισθούς που χρησιμοποιεί ως απάντηση στην ακρίβεια η κυβέρνηση, δεν καλύπτει το χάσμα των ανατιμήσεων – ενδεικτικό το ότι κατέχουμε 30% χαμηλότερη αγοραστική δύναμη από εκείνη του μέσου Ευρωπαίου και τη δεύτερη χειρότερη στην Ευρώπη, μετά τη Βουλγαρία.

Ποιο είναι το αποτέλεσμα όλης αυτής της ιστορίας, σε επίπεδο καθημερινής διαβίωσης; Ότι σχεδόν όλοι έχουμε αναγκαστεί να αναπροσαρμόσουμε τα έξοδά μας προς τα κάτω, κάνοντας εκπτώσεις σε πράγματα που παλαιότερα θεωρούσαμε αυτονόητα. Ένα παγωτό στον δρόμο; Ένα ταξί επιστρέφοντας το βράδυ; Μία δραστηριότητα όπως η αναρρίχηση; Μία κυριακάτικη συνήθεια; Ένα συγκεκριμένο προϊόν από τα ράφια του σούπερ μάρκετ; Κάποια απόλαυση ή κάποια ανάγκη; Όποια και αν είναι η περίπτωση, αφορά κάτι που έχουμε να στερηθούμε στον καιρό της ακρίβειας, υιοθετώντας έτσι σταδιακά μία υποδεέστερη, χειρότερη ποιότητα ζωής, χωρίς πολλές φορές να το συνειδητοποιούμε.

Ζητήσαμε από κόσμο να μοιραστεί μαζί μας ποιο είναι το έξοδο που αναγκάστηκε να κόψει λόγω της ακρίβειας και πιστεύει ότι του στοίχισε έντονα.

«Αρχικά, μείωσα το σινεμά – πλέον, πάω μόνο κατ’ εξαίρεση»

«Το πρώτο θύμα των περικοπών λόγω κόστους ήταν μια συνήθεια που απέκτησα ως παιδί και τη διατήρησα ως ενήλικη, το να βλέπω ταινίες στο σινεμά. Δεν έγινε ακριβώς συνειδητά, ωστόσο παρατήρησα ότι ενώ μετά την καραντίνα επέστρεψα με λαχτάρα στο σινεμά, αρχικά περιόρισα την έξοδο στην ταινία (χωρίς ποτάκι μετά), στη συνέχεια μείωσα τις εξόδους σε δύο το μήνα και πια θα έλεγα ότι πηγαίνω στο σινεμά σποραδικά και μόνο για μια ταινία που δεν μπορώ να δω αλλού».

– Στέλλα Κ., ετών 49, υπάλληλος γραφείου

«Αποφάσισα να κόψω τον καφέ απ’ έξω, αλλά ακόμα δυσκολεύομαι»

«Είναι μια απόφαση που πήρα ζεστά πριν από δύο χρόνια, όταν έγινε αισθητή στην τσέπη μου η ανατίμηση στον φρέντο εσπρέσο. Τα έβαλα κάτω και υπολόγισα ότι με δύο καφέδες ανά ημέρα σπαταλάω συνολικά 50-60 ευρώ τον μήνα. Με τα ίδια λεφτά, πήρα καφετιέρα. Τον πρώτο διάστημα, περίπου για κάνα μήνα, έφτιαχνα καφέ αποκλειστικά στο σπίτι. Μετά κουράστηκα. Κι από τότε, μία το ξεκινάω, μία το αφήνω, αναλόγως με το budget και τη διάθεσή μου. Την τελευταία εβδομάδα είμαι και πάλι σε φάση αποχής από take away καφέδες, αλλά δεν ξέρω πόσο θα αντέξω».

– Μαρία Π., ετών 27, ελεύθερη επαγγελματίας


«Από εκεί που έπινα κάθε μέρα γάλα, το έκοψα τελείως»

«Όταν είδα την τιμή του λίτρου να σκαρφαλώνει πάνω από 1,50 ευρώ στο σούπερ μάρκετ, αφενός εξοργίστηκα και αφετέρου αποφάσισα να αποχωριστώ αυτή τη μικρή συνήθεια που συνόδευε τα πρωινά όλης, βασικά, της ζωής μου – το αγελαδινό γάλα. Άλλωστε, όλα τα τυποποιημένα γάλατα είναι πολύ επεξεργασμένα για να διαρκούν περισσότερο. Αλλά αυτό είναι κάτι που λέω μάλλον στον εαυτό μου για να χρυσώσω το χάπι».

– Καλλιόπη Β., ετών 28, δημόσια υπάλληλος

«Το πιο οδυνηρό είναι ότι σταμάτησα την ψυχοθεραπεία»

«Αμέσως μετά την πανδημία, μου πρότεινε ο σύντροφός μου να συγκατοικήσουμε. Δεν το είχα ξανακάνει και ομολογώ ότι στην αρχή η ιδέα ακουγόταν οριακά ονειρική. Μετά ήρθε η πραγματικότητα. Και ο πληθωρισμός. Καθημερινά ψώνια τα οποία μέχρι πρότινος γίνονταν χωρίς δεύτερη σκέψη, περιορίστηκαν απότομα. Το ίδιο και όλες οι “περιττές” απολαύσεις: έξοδοι, φαγητά, ποτά – όλα γίνονται με το σταγονόμετρο πλέον. Όμως, το πιο οδυνηρό, πιστεύω, είναι ότι αναγκάστηκα να σταματήσω την ψυχοθεραπεία. Και μάλιστα, σε κρίσιμο σημείο. Είναι πολύ απογοητευτικό να στερείσαι τη φροντίδα που χρειάζεσαι για να έχεις απλώς γεμάτο το ψυγείο».

– Ναταλία, δημοσιογράφος, ετών 29

© iStock

«Έχω 14 μήνες να πάω ταξίδι, έστω μονοήμερη»

«Παλιότερα, είχα την ευχέρεια να πηγαίνω τουλάχιστον μία-δύο φορές το χρόνο κάποιο ταξίδι στην Ελλάδα, βουνό ή θάλασσα. Υπολόγιζα πάντα άδεια περίπου μία εβδομάδα και budget 1.000-1.500 ευρώ. Όσο και να προσπαθώ, είναι αδύνατο να βάλω στην άκρη τόσα χρήματα, όταν τα μηνιαία έξοδα στο σούπερ μάρκετ έχουν φτάσει 300-400 ευρώ. Έκοψα και τις μονοήμερες κοντά στην Αττική. Τελικά, συμπληρώνω 14 μήνες χωρίς ταξίδι και όχι, δεν είμαι καλά. Νιώθω αμηχανία όποτε πλησιάζει το καλοκαίρι και ακούω την παρέα να συζητάει για διακοπές».

– Μιχάλης, ετών 30, υπάλληλος γραφείου

«Έκοψα το pilates, τη μόνη γυμναστική που με γεμίζει»

«Το είδη πρώτης ανάγκης έχουν αυξηθεί κατά πολύ το τελευταίο διάστημα, με αποτέλεσμα να δαπανώ περίπου το 20% του μισθού μου. Για να μην ξεμένω, έπιασα δεύτερη δουλειά, αλλά και πάλι τα λεφτά είναι οριακά. Ακόμη δεν έχω καταφέρει να επιστρέψω στο pilates. Το έχω σταματήσει περίπου δύο χρόνια και μου λείπει.

Γενικά, οποιασδήποτε άλλης μορφής άθληση δεν με γεμίζει. Έβαλα το περπάτημα παραπάνω στην καθημερινότητά μου, αλλά δεν είναι το ίδιο. Το βλέπω και στη δουλειά: επειδή χρειάζεται να σηκώνω μωρά και να κάνουμε διάφορες δραστηριότητες που απαιτούν έντονη κίνηση, έχω παρατηρήσει ότι έχει πλέον μειωθεί η αντοχή μου και έχουν αντίστοιχα αυξηθεί οι πόνοι σε διάφορα σημεία, όπως μέση, γόνατα».

–Ελένη Φ., ετών 34, παιδαγωγός προσχολικής ηλικίας


«Σταμάτησα να ανεβαίνω στα βουνά»

«Με στενοχωρεί πλέον όλη αυτή η κατάσταση που συμβαίνει στα βουνά, σε οικονομικό αλλά και σε ηθικό επίπεδο. Κάποτε, ανέβαιναν στα βουνά μόνο όσοι όντως τα αγαπούσαν. Μετά την πανδημία, αυτό κάπως άλλαξε. Έγινε της μόδας. Μπήκε στον χώρο κόσμος ο οποίος δεν ανεβαίνει για να δει τον κόσμο από ψηλά, αλλά για να τους δει ο κόσμος ότι είναι ψηλά. Και έτσι, το χόμπι που με γέμιζε από μικρό παιδί, έγινε απρόσιτο για την τσέπη μου. Ανέβηκαν οι τιμές για τις εκδρομές, ακόμη και για τη διανυκτέρευση στα ορειβατικά καταφύγια, που θεωρητικά λειτουργούν στο πλαίσιο έκτακτης ανάγκης. Τι να πω. Μετράω δυο χρόνια από την τελευταία μου σοβαρή πεζοπορία».

– Παναγιώτης Ρ., ετών 35, σχεδιαστής επιτραπέζιων παιχνιδιών

«Αδυνατώ να πάρω δώρα στους αγαπημένους μου»

«Μία μεγάλη ευχαρίστηση στην ενήλικη ζωή μου ήταν να κάνω δώρα στους κοντινούς μου ανθρώπους, ακόμη και χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένη αφορμή. Στην αρχή της σχέση μας με την κοπέλα μου, για παράδειγμα, συνήθιζα να παίρνω ρούχα που της άρεσαν ή κάποιο καινούργιο video game (καθότι είμαστε και οι δύο κολλημένοι με PC), αλλά εδώ και χρόνια δεν περισσεύει κάτι για να δοθεί. Με θλίβει αυτή η κατάσταση. Το μόνο που έχει απομείνει να μπορώ να της προσφέρω είναι ένα μπουκέτο λουλούδια στις γιορτές – ακόμη και να μην έχω να φάω, αυτό δεν το κόβω».

– Σπύρος Ε., ετών 28, τεχνικός υπολογιστών

© iStock

«Δεν έφτασα ακόμα να κόψω, αλλά έχω περιορίσει πολύ το κρέας»

«Είναι τρομερό αυτό που συμβαίνει με το κρέας. Τον τελευταίο χρόνο, κάτσαμε και τα υπολογίσαμε: Για να καλύψουμε οικογενειακώς τα κρεατικά μας χρειαζόμασταν πάνω από 200 ευρώ τον μήνα, έξω απ’ όλα τα άλλα. Αντικατέστησα το μοσχάρι με χοιρινό και έβαλα αναγκαστικά όσπρια τις μέρες που παλιότερα τρώγαμε κρέας. Δεν ξέρω εάν μελλοντικά θα φτάσουμε να γίνουμε vegan για την ακρίβεια».

– Ελένη Κ., ετών 62, συνταξιούχος

«Μου λείπουν οι συζητήσεις στην μπάρα»

«Η μικρή μου εβδομαδιαία πολυτέλεια ήταν να απολαμβάνω ένα καλοφτιαγμένο old fashioned στην μπάρα του αγαπημένου μου μπαρ. Βέβαια, εδώ και κάποιο διάστημα αρκετών μηνών αυτή η συνήθεια έχει εξαφανιστεί, κυρίως για οικονομικούς λόγους. Καταλαβαίνω ότι μου λείπει όταν φτάνει π.χ. η Παρασκευή και θα προτιμήσουμε με την παρέα μου να αγοράσουμε ένα μπουκάλι κρασί από την κοντινή κάβα. Και αυτό ωραίο είναι, αλλά δεν συγκρίνεται με το συναίσθημα του να ανοίγεις την καρδούλα σου στον μπάρμαν για το situationship που σε ταλαιπωρεί».

– Γεωργία Π., ετών 35, δημοσιογράφος

«Βγάλαμε από το διαιτολόγιο του παιδιού τα ψάρια ελευθέρας βοσκής»

«Δεν έχω κόψει κάτι μαχαίρι, με πιάνω όμως να κάνω εκπτώσεις. Το σκόντο που με πονάει περισσότερο (περισσότερο και από το ότι δεν ανανέωσα την ετήσια συνδρομή στο ακριβό μου πια γυμναστήριο αξιοποιώντας επιτέλους για τρέξιμο τον διάδρομο γυμναστικής που έχω στο σπίτι) είναι η επιλογή στο εβδομαδιαίο ψάρι. Και όχι, δεν είναι καθόλου Μαρία-Αντουανέτα-τοποθέτηση το ότι αναγκάζομαι να ταΐζω το παιδί μου με ψάρι ιχθυοτροφείου αντί για ανοιχτής θαλάσσης, επειδή το τελευταίο κοστίζει ακόμα και δύο φορές πάνω από το πρώτο.

Θα μου πεις, έτσι όπως έχουν γίνει οι θάλασσες με τα μικροπλαστικά, ίσως είναι καλύτερη η ελεγχόμενη σίτιση της ιχθυοκαλλιέργειας. Θα σου πω, έχεις δίκιο, αλλά είναι άλλο η επιλογή από επιλογή και άλλο η επιλογή από ανάγκη».

– Μαριλέλλα Α., ετών 41, διευθύντρια σε διαδικτυακό Μέσο

«Τρενάρω τα ραντεβού σε γιατρούς, όπου μπορώ»

«Εντάξει, δεν θα αναβάλλω την ιατρική επίσκεψη για κάτι επείγον ή ανησυχητικό, αλλά τα τελευταία χρόνια τρενάρω συχνά τα ραντεβού για τα καθιερωμένα τσεκ απ, όπως π.χ. για έναν τυπικό καθαρισμό δοντιών. Ως ελεύθερη επαγγελματίας, το ταμείο μου δεν καλύπτει προληπτικές οδοντιατρικές υπηρεσίες και όταν τρέχουν απλήρωτοι λογαριασμοί και έξοδα, τα 50 ευρώ της επίσκεψης είναι πολύτιμα. Αναγκαστικά, μεταθέτω το ραντεβού για τον επόμενο μήνα, ορισμένες φορές και για τον παρεπόμενο».

– Γεωργία Π., ετών 43, φωτογράφος


«Αγόραζα από ντελικατέσεν ακόμη και στα χρόνια της Κρίσης. Τώρα, μου είναι αδύνατον»

«Λόγω γούστου αλλά και στάσης πάντα επέλεγα να καταναλώνω είτε βιολογικά τρόφιμα είτε περιορισμένης και όχι βιομηχανικής παραγωγής και επεξεργασίας, αυτά που συνηθίζουμε να λέμε ντελικατέσεν. Συνέχισα να το κάνω αυτό (πιο περιορισμένα) ακόμα και στα χρόνια της κρίσης. Πλέον μου είναι αδύνατον, καθώς οι τιμές είναι απαγορευτικές. Ως αποτέλεσμα, η ποιότητα της διατροφής μου έχει επιδεινωθεί σημαντικά.»

– Ρόζα Κ., ετών 49, επιμελήτρια-διορθώτρια κειμένων

«Μου στοιχίζει ότι δεν μπορώ να καλύψω μια έξοδο στον μικρό»

«Ζορίζομαι σε διάφορα έξοδα τα οποία μέχρι την πανδημία θεωρούσα αδιαπραγμάτευτα. Πολλούς μήνες βγαίνουν δύσκολα π.χ. οι προπονήσεις στο γυμναστήριο και η ψυχολόγος, οπότε αναγκάζομαι να skip-άρω, παρότι γνωρίζω ότι τα χρειάζομαι. Αλλά ακόμη περισσότερο μου στοιχίζει ότι μερικές φορές θέλω να κάνω κάτι με τον μικρό και δεν βγαίνω. Να πάμε σε μια ταβέρνα, σε ένα θέατρο. Κάθε Σαββατοκύριακο είμαστε στο σπίτι των γονιών μου. Που, δεν λέω, καλά περνάει (και τρώει ακόμη καλύτερα), αλλά πιστεύω χάνει πράγματα για την ηλικία του (11 ετών) – κοινωνική επαφή, ερεθίσματα. Ειδικά από τη στιγμή που μιλάμε για ανάπηρο παιδί με αυξημένες ανάγκες.»

– Γιάγκος Α., ετών 47, υπεύθυνος επικοινωνίας

© iStock

«Από τα ταξί βρέθηκα ξανά να περιμένω στη στάση»

«Είναι δεδομένο ότι από την εποχή του Covid κληρονομήσαμε φοβίες και καχυποψία για τις κινήσεις που κάνουμε εκτός σπιτιού. Κάπως έτσι, μπήκαν στη ζωή μου τα ταξί (που μέχρι τότε χρησιμοποιούσα σε έκτακτες περιπτώσεις), στην προσπάθεια να μειώσω τις πιθανότητες να κολλήσω. Κάτι η ευκολία, κάτι η άνεση και το zero effort που προσφέρουν οι σχετικές εφαρμογές, υιοθέτησα τα ταξί σε όλες τις μετακινήσεις μου ανεξαιρέτως – ακόμα κι αν εξυπηρετούσε το μετρό.

Βέβαια, όσο χαλαρή και ξεκούραστη έμπαινα, τόσο φτωχότερη έβγαινα, αφού η έξοδος ξεκινούσε αυτομάτως με μερικά ευρώ μείον. Τελικά, έκοψα το σπορ πριν κανένα χρόνο και γύρισα στα ΜΜΜ. Όσον αφορά το πόσο με επηρεάζει, αρκεί να αναλογιστεί κάποιος τον χρόνο που χάνουμε καθημερινά σε στάσεις για λεωφορεία που ποτέ δεν έρχονται».

Μαρία Α., ετών 35, δικηγόρος

«Κλήθηκα να διαλέξω ανάμεσα στα κοινόχρηστα και τον καλλωπισμό μου»

«Γενικά, προσπαθώ να μην κόβω πράγματα που κάνουν καλό στην ψυχολογία μου και μου φτιάχνουν τη διάθεση – δύσκολα θα πω όχι σε ένα ωραίο φαγητό έξω με φίλους, αν μου αρέσει ένα μπλουζάκι, θα το πάρω. Αυτό, βέβαια, έχει ως αποτέλεσμα να μου τελειώνει συχνά ο μισθός πριν το ημερολόγιο δείξει 20, όχι επειδή επιλέγω fine dining εστιατόρια και οίκους μόδας, επειδή δεν είναι αρκετός. Έτσι, αναγκάστηκα να κάνω κάποιες περικοπές.

Κομμωτήριο πάω περίπου μία φορά τον χρόνο, τα νύχια μου όμως τα έφτιαχνα ευλαβικά κάθε μήνα επί εφτά χρόνια. Όταν τα έβαλα κάτω, ήταν το μόνο πάγιο έξοδο που μπορούσα να κόψω. Το έκανα και από τότε κοιτάζω κάθε μέρα τα χέρια μου και δεν τα αναγνωρίζω. Μπορεί να μοιάζει επιφανειακό, αλλά ειλικρινά με εκνευρίζει αφάνταστα που έκοψα το έ-ν-α πράγμα που έκανα σταθερά για μένα, επειδή έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στα κοινόχρηστα και τον καλλωπισμό μου».

– Λίνα Μπ., ετών 35, γραμματέας

«Στο σούπερ μάρκετ δεν αγοράζω αυτά που μου αρέσουν, αγοράζω τα πιο φθηνά»

«Από τη μέρα που πήρα τον πρώτο “καλό” μισθό μου, δηλαδή τον μισθό που δεν τελείωνε στις 20 του μήνα, υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι πλέον θα ψωνίζω από το σούπερ μάρκετ όχι τα φθηνότερα προϊόντα, αλλά αυτά που πραγματικά μου αρέσουν. Δυστυχώς, αυτή η υπόσχεση δεν κράτησε πολύ: η συνεχής ακρίβεια έσβησε πρακτικά την αύξηση στα έσοδά μου και έτσι επέστρεψα από τα βιολογικά στα ανώνυμα προϊόντα και στη σύγκριση τιμών. Είναι στενάχωρο να καταλήγω να σπαταλάω τόση ώρα μπροστά στα ράφια ψάχνοντας την πιο φθηνή και ουσιαστικά την πιο ανθυγιεινή επιλογή για το σώμα μου».

– Άννα Φ., ετών 30, άνεργη

«Όποτε κοιτάω τις βιτρίνες πλέον, αναρωτιέμαι “το χρειάζεσαι;”»

«Κάτι που έχω αναγκαστεί να κόψω εξαιτίας της ακρίβειας είναι τα ψώνια σε ρουχισμό. Παλιότερα θα έπαιρνα σίγουρα κάτι αρχές του μήνα με το που πληρωνόμουν, τώρα δεν υπάρχει ούτε σαν σκέψη, ειδικά απ’ όταν μετακόμισα μόνη μου. Μου έδινε μια μικρή χαρά, ομολογώ, αυτή η συνήθεια. Μια ανανέωση. Πλέον, όποτε κοιτάω τις βιτρίνες, ρωτάω τον εαυτό μου “το χρειάζεσαι;” και πάντα η απάντηση είναι “όχι”. Δεν με στεναχωρεί τόσο που έκοψα τα ψώνια, όσο το ότι αναγκάζομαι να αναρωτιέμαι αν έχω ανάγκη το οτιδήποτε. Λες και χρειάζεται να φτάσω σε σημείο ανάγκης για να αγοράσω μια μπλούζα».

– Άντα Μπ., ετών 30, διαφημίστρια

Aκολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.