
«Οι γυναικείοι χαρακτήρες δεν χρειάζεται να είναι αξιαγάπητοι»: Η Isabelle Huppert στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης
- 3 ΝΟΕ 2025
 
Όταν η Mia Hansen-Løve, σκηνοθέτρια της Isabelle Huppert στο ήσυχο, συγκινητικό δράμα Things to Come, ρωτήθηκε τι πιστεύει ότι παρακινεί την Huppert, είχε απαντήσει: «Η Isabelle έχει έναν εθισμό. Είναι ουσιαστικά η σχέση που έχει με την υποκριτική — αφιερώνεται πλήρως σε αυτήν, χάνεται στους ρόλους της για να νιώθει πιο ζωντανή». Η Huppert είχε απορρίψει αυτή την απάντηση. «Όχι, απλά μου αρέσει να το κάνω», είχε δηλώσει. «Είναι πολύ εύκολο για μένα. Δεν είναι ότι πρέπει να ανεβαίνω κάποιο μεγάλο βουνό κάθε μέρα».
Το ίδιο ανέφερε και κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου στο 66ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης όπου βρέθηκε ως τιμώμενο πρόσωπο και επιμελήτρια του αφιερώματος 15 ταινιών της που παρουσιάζει φέτος η διοργάνωση.
«Ποτέ δεν μου ήταν πραγματικά δύσκολο το να υποδυθώ αυτές τις γυναίκες», θα επαναλάμβανε αρκετές φορές. «Η ταινία με τη Mia Hansen-Løve για παράδειγμα ήταν πραγματικά υπέροχη, γεμάτη ελπίδα, ανοιχτή στη ζωή. Το να δουλεύεις με τέτοιους ανθρώπους δεν είναι ποτέ πραγματικά δύσκολο. Το δύσκολο είναι να δουλεύεις με κάποιον που δεν καταλαβαίνεις πραγματικά, ή με κάποιον που δεν εμπιστεύεσαι. Νομίζω αυτή είναι η λέξη-κλειδί στη σχέση μεταξύ ηθοποιού και σκηνοθέτη, και ηθοποιού και ταινίας – η εμπιστοσύνη. Αν δεν βασίζεσαι στην εμπιστοσύνη, γίνεται πολύ δύσκολο».
Η πεντηκονταετής φιλμογραφία της Huppert — ένα απαράμιλλο έργο που έχει διασταυρωθεί με όλους, από τον Otto Preminger και τον Jean-Luc Godard έως την Claire Denis και τον Maurice Pialat – είναι γεμάτη περίπλοκες γυναίκες. Από όταν πρωτοεμφανίστηκε στο προσκήνιο το 1971, τα δράματα στα οποία έχει πρωταγωνιστήσει έχουν γίνει συνώνυμα με την αμφισβήτηση του τι σημαίνει να είσαι γυναίκα στην οθόνη. Η μικρότερη από πέντε παιδιά που μεγάλωσαν στα προάστια του Παρισιού, ενθαρρύνθηκε από μικρή ηλικία από τη μητέρα της να ασχοληθεί με την υποκριτική, και αισθάνεται τυχερή που από την αρχή της καριέρας της υποδύθηκε γυναίκες με έντονη εσωτερική ζωή.
«Δεν πιστεύω ότι είναι αντιπαθητικοί χαρακτήρες, αντιθέτως νομίζω είναι όλες τους υπέροχοι ρόλοι με πολλές αμφισημίες και περιπλοκότητες», προσθέτει. «Αλλά συνήθως γι’ αυτό αγαπάει ο κόσμος τις ταινίες αυτές. Δεν φτιάχνουμε ταινίες για να είναι αξιαγάπητοι οι γυναικείοι χαρακτήρες. Απλώς παλαιότερα ίσως η αφήγηση στο σινεμά χωριζόταν περισσότερο μεταξύ καλού και κακού, ενώ τώρα τα σύνορα μεταξύ τους είναι θολότερα».
Οι μεγάλες ευκαιρίες ήρθαν νωρίς – το Violette του Claude Chabrol για παράδειγμα της είχε χαρίσει το βραβείο καλύτερης ηθοποιού στις Κάννες ήδη από το 1978 – αφήνοντας έτσι άμεσα το στίγμα της στο σινεμά για τον τρόπο που θα μπορούσε να υπάρξει στην οθόνη. Όταν λέει πως νιώθει τυχερή, διορθώνει τον συντονιστή της συνέντευξης Γιώργο Κρασσακόπουλο που της επισημαίνει πως ίσως δεν είναι τύχη αλλά η προσωπική της αναζήτηση για πολυεπίπεδους ρόλους.
«Μπορείς να αναζητήσεις τέτοιους ρόλους, αλλά πρέπει και να υπάρχουν», δηλώνει. «Η καριέρα μου με κάνει να νιώθω γεμάτη και προνομιούχα. Προσπαθώ πάντοτε να κάνω ταινίες όπου η γυναίκα βρίσκεται στο επίκεντρο. Νομίζω ότι είναι ο καλύτερος τρόπος για να μιλήσεις πραγματικά για έναν χαρακτήρα σε μια ταινία, όταν δεν είναι πίσω από έναν άντρα. Υπάρχουν όλο και περισσότερες γυναίκες σκηνοθέτριες στον κινηματογράφο στην Ευρώπη, περισσότερες τεχνικοί, περισσότερες οπερατέρ, περισσότερες γυναίκες στην παραγωγή. Σε σύγκριση με μια εποχή όπου οι γυναίκες ήταν πραγματικά αποκλεισμένες, έχουμε βελτιωθεί. Αλλά φυσικά πρέπει να βελτιωθούμε ακόμα περισσότερο. Πάντα μπορείς να τα πας και καλύτερα».
Πολλά έχουν ειπωθεί για τον ασυνήθιστα ενεργό ρόλο της Huppert στη δημιουργία των χαρακτήρων της, που ξεπερνά τα όρια της υποκριτικής και φτάνει σε ένα είδος συγγραφικής συνδημιουργίας (το Cahiers du Cinéma την περιέγραψε κάποτε ως «ηθοποιό που μεταμορφώθηκε σε σκηνοθέτη»).
«Νομίζω ότι οι επιλογές μου εξαρτώνται πάντοτε από τις συναντήσεις με τους σκηνοθέτες. Ποτέ δεν είχα τη φαντασίωση να κάνω κάποιο συγκεκριμένο ρόλο αντί για κάποιον άλλο. Ποτέ δεν ήταν αυτή η ιδέα μου για τις ταινίες. Έχει περισσότερο να κάνει με τη δημιουργική μου συνάντηση με σκηνοθέτες, ανεξάρτητα από την εκάστοτε ιστορία».
Πολλές και πολλοί συνεργάτες της αναφέρθηκαν στην αναδρομή αυτή, από τον Michael Cimino και το Heaven’s Gate μέχρι τον Paul Verhoeven για το Elle, και από τον Hal Hartley για το Amateur μέχρι τον Marc Fitoussi για το Copacabana – και τα δύο τελευταία σπάνιες ευκαιρίες της για κωμικούς ρόλους. Η Huppert, μία παθιασμένη κινηματογραφόφιλη που διαθέτει δύο κινηματογράφους στη Γαλλία, έχει ένα απαράμιλλο μάτι για το ταλέντο. Κάπως έτσι λοιπόν, δεν νιώθει ότι έχει πάρει ρίσκα στην καριέρα της.
«Η συνεργασία μου με τους ανθρώπους με τους οποίους έχω δουλέψει δεν ήταν σε καμία περίπτωση ρίσκο», τονίζει. «Δεν είχε ποτέ ρίσκο η δουλειά μου, μόνο ασφάλεια. Δεν παίρνεις ρίσκο όταν δουλεύεις με τον Paul Verhoeven ή τον Haneke. Δεν πιστεύω ότι άλλαξα τίποτα από τότε που ξεκίνησα μέχρι σήμερα. Πιστεύω ότι είχα πάντοτε την ίδια περιέργεια».
«Αυτό που άλλαξε είναι ο τρόπος με τον οποίο προβάλλονται οι ταινίες», συνέχισε. «Έχουμε τόσους πολλούς τρόπους να βλέπουμε ταινίες πια. Αλλά φυσικά, ο καλύτερος τρόπος και αυτός που πρέπει να παραμείνει, είναι σε έναν κινηματογράφο, στη μεγάλη οθόνη. Οποιοσδήποτε άλλος τρόπος, για μένα, δεν είναι ο καλύτερος».
Όταν ήρθε η στιγμή να παραλάβει το βραβείο Καλύτερης Ηθοποιού για το Elle στις Χρυσές Σφαίρες, δέχτηκε το βραβείο της με δάκρυα στα μάτια, ευχαρίστησε τον Verhoeven («για το ότι είσαι αυτός που είσαι και για το ότι με αφήνεις να είμαι αυτή που είμαι») και έκλεισε με μια ηχηρή έκκληση προς τη διεθνή κοινότητα να «μην περιμένει από τον κινηματογράφο να δημιουργεί τείχη και σύνορα». Πράγματι, η Huppert έχει υπάρξει, ίσως, η πιο κοσμογυρισμένη ηθοποιός μας.
«Το να δουλεύω σε διαφορετικές γλώσσες και χώρες ήταν πάντοτε η ιδέα μου για το σινεμά», εξηγεί. «Εξαρχής μου άρεσε να κάνω ταινίες στο εξωτερικό, μακριά από τη χώρα μου. Έκανα πολλές ταινίες στην Ασία, για παράδειγμα, σε μια συγκεκριμένη περίοδο. Είναι πάντα πραγματικά υπέροχες εμπειρίες. Ορισμένες φορές οι σκηνοθέτες έρχονται στη Γαλλία, αλλά νομίζω είναι πιο ενδιαφέρον να είμαι μαζί τους, να είμαι μέρος ενός ξένου εδάφους, ως ξένο στοιχείο, ακριβώς όπως είμαι στις ταινίες του Hong Sang Soo, για παράδειγμα, στο δικό του περιβάλλον, στη δική του χώρα».
Όταν στο τέλος της συνέντευξης τής δίνεται η ευχή να συνεχίσει να αναζητά προκλήσεις, έχει μία ακόμη μικρή διόρθωση.
«Αναζητώ το άγνωστο. Όποτε αρχίζεις να κάνεις κάτι, είναι σαν να πηδάς στο άγνωστο. Αυτό ακριβώς ψάχνω και συνήθως αυτό βρίσκω».
Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.