Στη Σπασμένη Φλέβα, ο Μπάμπης Παπαδόπουλος έντυσε μουσικά το αίσθημα της επιβίωσης
Ο Θεσσαλονικιός μουσικός και συνθέτης υπογράφει άλλο ένα soundtrack σε ταινία του Γιάννη Οικονομίδη και μιλάει στο OneMan για την καρμική γνωριμία τους, για τη μουσική ως διερμηνέα και για τη Σπασμένη Φλέβα που εξερευνά με τον καλύτερο τρόπο την ανθρώπινη ύπαρξη στο σήμερα.
- 13 ΝΟΕ 2025
Όταν μιλάς για έναν καλλιτέχνη, τα μεγάλα και μακρόσυρτα λόγια στο πρελούδιο της συνέντευξης, δημιουργούν αμηχανίες. Ούτε χρειάζεται να απαγγείλεις το CV του, λες και μπαίνεις σε μουσείο. Για τον Μπάμπη Παπαδόπουλο, σημασία έχει πάντα το παρόν και η επόμενη μουσική δημιουργία.
Συναντηθήκαμε με τον μουσικό και συνθέτη στην πόλη του, ένα πρωί Σαββάτου. Μιας και μοιραζόμαστε την ίδια καταγωγή, η επιλογή μου να πάρω μαύρο τσάι, στο χρώμα των κύκλων κάτω από τα μάτια μου, τον βοήθησαν να καταλάβει και τη δυσκολία σε αυτό το πρωινό ξύπνημα. «Residents ε;», λέει γελώντας.
Αφορμή για το συναπάντημά μας λίγο πάνω από την Ολύμπου ήταν η Σπασμένη Φλέβα του Γιάννη Οικονομίδη που μετρά αντίστροφα για την πρεμιέρα της, στις 27 Νοεμβρίου. Ο Μπάμπης Παπαδόπουλος έγραψε μουσική για ένα φιλμ που «διαπραγματεύεται την ανθρώπινη κατάσταση στην παθογένεια της σημερινής κοινωνίας», όπως μου εξηγεί.
Πριν φτάσουμε εκεί όμως, περάσαμε μέσα από το σινεμά που πρωτοσυναντήθηκαν καρμικά με τον Οικονομίδη σε εποχές Μαχαιροβγάλτη και μαχαιροβγαλτών, εκεί που γεννήθηκε πρωτίστως μια νέα φιλία και δευτερευόντως, μια νέα συνεργασία. Συζητήσαμε για το μυαλό του Γιάννη και τις κουβέντες του, με τον Μπάμπη να μην αποκαλύπτει τα στέκια τους στην Αθήνα, για να παραμείνουν στέκια.
Μιλήσαμε για τα κιτάπια του, τη σημασία του soundtrack στις ταινίες αλλά και τη σημασία της μουσικής ως γέφυρα κατανόησης άλλων τεχνών. Ας τα πάρουμε όμως με κεφάλαια, για να οργανωθούμε, με πρώτο, το Φουαγιέ.
«Με τον Γιάννη γνωριστήκαμε στο φουαγιέ ενός κινηματογράφου στην Αθήνα. Εγώ έβγαινα κι εκείνος έμπαινε, και συναντηθήκαμε στο ενδιάμεσο. Ήξερα τη δουλειά και το όνομά του, αλλά δεν τον ήξερα φατσικά. Γύρω στο 2010 πρέπει να ήταν, μετά τον Μαχαιροβγάλτη, γιατί η αφορμή για να μου μιλήσει ήταν επειδή ήθελε να χρησιμοποιήσει ένα κομμάτι μου για το τρέιλερ. Του λέω εννοείται. Ήταν από τους ανθρώπους που είχα ξεχωρίσει στο σινεμά. Είπαμε και κάποια άλλα πράγματα στο όρθιο, και μετά, όποτε κατέβαινα Αθήνα, βρισκόμασταν, πίναμε κανένα καφέ και αρχίσαμε να γνωριζόμαστε καλύτερα».
Η πρώτη συνεργασία
«Όταν ήρθε η στιγμή να κάνει το Μικρό Ψάρι, μου πρότεινε να γράψω τη μουσική. Ήταν η πρώτη φορά που ο Γιάννης έβαλε μουσική σε ταινία του. Το έκανα με μεγάλη χαρά. Εκτός του ότι μ’ αρέσει πολύ να γράφω μουσική για το σινεμά και το θέατρο, είμαστε και πολύ κοντά με τον Γιάννη, στις αναφορές μας και στο πώς αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα.
Είναι και πρόκληση να κάνεις μουσική για τις ταινίες του, γιατί μπορούν να υπάρξουν και χωρίς μουσική. Είναι τόσο δυνατό το στόρι του, ο τρόπος που χειρίζεται τους χαρακτήρες, την εικόνα, τον ρυθμό. Το να μπει μουσική είναι μεγάλη πρόκληση. Πρέπει να κάνεις αυτό που θα δώσει το κάτι παραπάνω στην ταινία».
Η κατεύθυνση
«Ο Γιάννης μού είχε δώσει μια γενική κατεύθυνση, γνωρίζοντας καλά το έργο μου. Ήθελε αυτό που κάνω με την ηλεκτρική, που τη χειρίζομαι ως ένα φυσικό όργανο το οποίο μετατρέπεται, μεταλλάσσεται και δεν καταλαβαίνεις ακριβώς τι ακούς· ακούς έναν ήχο, έναν κόσμο. Ήταν μια καλή βάση για να ξεκινήσω.
Ήθελε μια ηλεκτρική ατμόσφαιρα με φυσικά όργανα. Κύλησαν πολύ εύκολα τα πράγματα· από τα πρώτα δείγματα που έστειλα ήμασταν εντάξει και συνεννοηθήκαμε, οπότε όλο κύλησε πολύ ομαλά, με τις αλλαγές που απαιτούνται σε τέτοιες δουλειές».
Στο μυαλό του Γιάννη
«Είναι ο άνθρωπος που το έχει στο μυαλό του όλο. Ευτυχώς γι’ αυτόν και για τους άλλους, ξέρει ακριβώς τι θέλει. Το είχε ο Γιάννης, το έχει ακόμα πιο έντονα τώρα, μέσω της εμπειρίας που έχει αποκτήσει, είναι και η έκτη του μεγάλου μήκους. Μπορεί να διαχειριστεί τα πάντα με μια σχετική ηρεμία. Είχε κάνει πολύ καλή προεργασία προφανώς. Υπάρχει κοινός κώδικας επικοινωνίας, κι αυτό αποτυπώνεται στη διαδικασία των γυρισμάτων.
Ενώ είναι πολύ σκληρή και απαιτητική δουλειά, κυλούσαν όλα χωρίς ένταση. Ήταν εξαιρετική η ατμόσφαιρα, πολύ οργανωμένα και πήγαινε τρένο. Τα γυρίσματα είναι σκληρά, πολλά άτομα, συνεργείο, τεχνικοί, έχεις να λύσεις χίλια πράγματα. Λίγο κάτι να φύγει, μπορεί να κολλήσει όλη η διαδικασία. Είναι μια μικρή βιοτεχνία.
Ο Γιάννης είναι ευφυής και εμβαθύνει συνεχώς, γιατί αυτή είναι η δουλειά του. Σκάβει στις ψυχές των ανθρώπων, διαβάζει το τι συμβαίνει γύρω. Αν θέλεις να γράψεις ιστορίες και να τις διηγηθείς, πρέπει να έχεις αυτή την ικανότητα. Είναι μια πάρα πολύ δύσκολη δουλειά ο κινηματογράφος. Αν συγκρίνω τη δουλειά του κινηματογραφιστή με εκείνη ενός μουσικού, απέχει παρασάγγας. Εγώ μπορώ να κάτσω να γράψω κάτι στο σαλόνι μου, με ένα όργανο.
Ο Γιάννης, για παράδειγμα, δεν μπορεί να γυρίσει μια ταινία με το κινητό του. Πρέπει να βρει χορηγούς, παραγωγές, λεφτά, να πληρώνονται άνθρωποι· πρέπει να δουλέψει μια ομάδα πάρα πολλών ανθρώπων. Είναι χρονοβόρο και κοστοβόρο, δεν είναι καθόλου εύκολο. Σε διαμορφώνει και σε δοκιμάζει. Είναι αξιοσέβαστο».
Τα κιτάπια του στα γυρίσματα και η μουσική ως διερμηνεία
«Σημείωνα την αίσθηση που μου έδιναν οι χαρακτήρες σε αυτό που έβλεπα· να αποκωδικοποιήσω σε μουσική το χρώμα της φωνής, τον χώρο, τον ρυθμό στον λόγο τους, την ένταση ή μη ένταση στις εκφράσεις τους. Ό,τι μπορούσε να μεταφραστεί σε μουσική γλώσσα, το κρατούσα ως σημείωση.
Δεν ξέρεις ποτέ από τι μπορείς να πιαστείς. Αν άνοιγε κάποιος τις σημειώσεις, δε θα καταλάβαινε πολλά, αλλά στο δικό μου το μυαλό βγάζει νόημα. Μπορεί να είναι δυο λέξεις, αλλά βγάζουν νόημα: σκοτάδι, φως, κορυφές, καμπύλες, σχήματα, όλα μεταφράζονται.
Όλη μου τη ζωή με τη μουσική ασχολούμαι· τα τελευταία χρόνια αποκωδικοποιώ τη γλώσσα που ενώνει τις τέχνες. Βλέπω έναν πίνακα ζωγραφικής και πολύ εύκολα πια μπορώ να κάνω συνδέσεις με τη μουσική.
Δηλαδή, μια πινελιά με το συγκεκριμένο χρώμα, τη θεματολογία, την αρμονία των χρωμάτων, την αφήγηση που μπορεί να μου δώσει ένας πίνακας, τη σειρά, τη διαδοχή των κινήσεων του πινέλου. Όλα αυτά τα ερμηνεύω μουσικά: ρυθμό, αρμονία, μελωδία, σύνολο, αφήγηση».
Κουβέντες με τον Οικονομίδη
«Έχει κάποια στέκια ο Γιάννης στα Εξάρχεια, δεν κάνει να τα ονοματίσουμε, στα οποία συναντιόμασταν εκεί. Όλα αυτά τα χρόνια που ετοίμαζε την ταινία, δε συζητούσαμε μόνο για αυτό. Μιλούσαμε όπως κάνουν δυο φίλοι σ’ ένα καφέ, σ’ ένα τσίπουρο, για τα προσωπικά μας, τις οικογένειες μας, όσα συμβαίνουν γύρω μας στην κοινωνία. Αυτή η επαφή, όταν έρχεται η ώρα να γίνει πράξη, είναι πιο εύκολη, γιατί υπάρχει ήδη κοινός κώδικας στο πώς αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα».
Το soundtrack μιας ταινίας είναι…
«Άλλη μια ματιά, από άλλη πλευρά. Είναι η ματιά της ίδιας ιστορίας, ιδωμένη από μια άλλη οπτική γωνία, που στοχεύει στο ίδιο κέντρο. Σαν μια άλλη διάλεκτο που μιλάει την ίδια γλώσσα. Είναι μια τέχνη η μουσική, που έχει άλλον τρόπο έκφρασης, αλλά με κοινούς κανόνες. Το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι ο στόχος: υπάρχει ένα κοινό θέμα. Το κέντρο είναι η ταινία. Η μουσική είναι πολύ κοντά στη φωτογραφία, στην ηθοποιία, στο κείμενο».
Η Σπασμένη Φλέβα
«Καταρχάς, σε σχέση με τη φιλμογραφία του Γιάννη, θεωρώ ότι πρόκειται για την πιο ώριμη ταινία του. Αν απομονώσω τη Σπασμένη Φλέβα, αναλύει με τον καλύτερο τρόπο την ανθρώπινη ύπαρξη στο σήμερα.
Διαπραγματεύεται την ανθρώπινη κατάσταση στην παθογένεια της σημερινής κοινωνίας. Μπαίνει πιο βαθιά στην ανθρώπινη ύπαρξη. Είναι σαν να πηγαίνεις σε αρχαίο θέατρο, έχει τέτοια ανάλυση στους χαρακτήρες.
Είναι πάλι ρεαλιστικό, μια στρέιτ ιστορία· τους έχεις συναντήσει αυτούς τους ανθρώπους. Και τον βασικό ήρωα, δεν ξέρεις αν τον λυπάσαι, τον αγαπάς, τον συμπονάς, τον σιχτιρίζεις. Βλέπεις μέχρι πού μπορεί να σε φτάσει το αίσθημα της επιβίωσης. Έχει όλα τα χαρακτηριστικά ταινίας Οικονομίδη, με ακόμα καλύτερη ποιότητα καλλιτεχνικά και τεχνικά».
Η Σπασμένη Φλέβα κυκλοφορεί στους κινηματογράφους από τις 27 Νοεμβρίου.
Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.