ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Τι συμβαίνει όταν η Βυζαντινή ιστορία μπλέκει με το φανταστικό;

Μιλήσαμε με τον συγγραφέα Νίκο Βιτωλιώτη για το συναρπαστικό ‘Τιμωρός – Οργή Θεού‘.
Τι συμβαίνει όταν ένας συγγραφέας πλέκει ένα σημαντικό γεγονός της Βυζαντινής Ιστορίας με στοιχεία της λογοτεχνίας του φανταστικού; Τι γίνεται όταν ένα καταραμένο σπαθί κάνει την εμφάνισή του στην Κωνσταντινούπολη των αρχών του 13ου αιώνα; Λίγες ημέρες πριν τη γενική καραντίνα που έκλεισε, μεταξύ άλλων, και τα βιβλιοπωλεία, ο συγγραφέας Νίκος Βιτωλιώτης κυκλοφόρησε το καινούριο του μυθιστόρημα από τις Εκδόσεις Anubis. Ο τίτλος του Τιμωρός – Οργή Θεού και η πλοκή του απαντά στα παραπάνω ερωτήματα, εκεί ακριβώς που το φανταστικό συναντά τα ιστορικά μυθιστορήματα, δίνοντας στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό άλλη μια σπουδαία επιλογή στα είδη τής όλο και περισσότερο αναρριχώμενης εγχώριας speculative λογοτεχνίας.

Από τον συναρπαστικό Τιμωρό περνούν κρυφές αδελφότητες, πρίγκιπες και πάπες που ξετυλίγουν το νήμα της ιστορίας, που μέσα από όρκους, μυστικά και προδοσίες φτάνει μέχρι και την άλωση της Πόλης κατά την Τέταρτη Σταυροφορία.

Είχα την ευκαιρία να μιλήσω με τον Νίκο Βιτωλιώτη για το βιβλίο του, τα ιστορικά στοιχεία που πραγματεύεται αλλά και το πως είναι να εκδίδεται το βιβλίο σου στην εποχή του κορονοϊού.

Στο νέο σου μυθιστόρημα καταπιάνεσαι με την περίοδο πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από Φράγκους και Λατίνους. Τι σε έκανε να θέλεις να ασχοληθείς με αυτό το ιστορικό γεγονός;

Πριν από κάποια χρόνια, στο πλαίσιο μιας εργασίας του τμήματος των Σπουδών στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό του ΕΑΠ, ήρθα σε επαφή με το πολύ μεγάλο παρασκήνιο που προηγήθηκε της Άλωσης και μου φάνηκε συναρπαστικό. Αν και είναι ευρέως γνωστές οι συνέπειες των γεγονότων αυτών, θεώρησα ότι το ελληνικό τουλάχιστον κοινό θα ενδιαφερόταν να πληροφορηθεί για όλα όσα μεσολάβησαν, πριν δηλαδή βρεθούν οι Λατίνοι να πολιορκούν και να κυριεύουν την Κωνσταντινούπολη.

Ο Τιμωρός – Οργή Θεού ασχολείται με την Κωνσταντινούπολη του 13ου αιώνα, με πλήθος πραγματικών ιστορικών στοιχείων να βρίσκονται σε κάθε σελίδα του έργου σου. Ποια ήταν η διαδικασία της έρευνας που ακολούθησες πριν τη συγγραφή του βιβλίου;

Μετά την πρώτη επαφή με το παρασκήνιο των γεγονότων, μέσω ενός πολύ προσιτού συγγράμματος του D. Nicol που αναφέρεται στις σχέσεις Βενετίας και Βυζαντίου, είχε έρθει η ώρα των πηγών. Όταν μιλάμε για τα γεγονότα του 1204 αναφερόμαστε σε τρεις πηγές αυτοπτών μαρτύρων, τις αφηγήσεις των Λατίνων σταυροφόρων Γ. Βιλεαρδουίνου και Ρομπέρ ντε Κλαρί και αυτή του Βυζαντινού λόγιου και αξιωματούχου Νικήτα Χωνιάτη. Δυστυχώς, η τελευταία υπάρχει μόνο στο πρωτότυπο κείμενο, δεν ξέρω γιατί δεν έχει βρεθεί κάποιος ελληνικός εκδοτικός οίκος να ασχοληθεί με τη σύγχρονη απόδοση αυτού του μνημειώδους έργου, και αναγκαστικά -προκειμένου να έχω πρόσβαση στον απαραίτητο σχολιασμό- κατέφυγα σε αγγλόφωνες εκδόσεις του χρονικού. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν πολλές ενδιαφέρουσες μονογραφίες -ξενόγλωσσες οι περισσότερες- για την περίοδο, π.χ. το έργο του C. Brand, Byzantium confronts the West, που αναφέρεται κυρίως στη δυναστεία των Αγγέλων, ή μια βιογραφία του Ερρίκου Δάνδολου από τον Th. Madden. Για το γενικότερο πλαίσιο, έπρεπε να συμβουλευτώ την καταπληκτική Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου σε επιμέλεια Αγγ. Λαΐου, κάποια έργα του J. Haldon για τις πολεμικές τακτικές της εποχής και ούτω καθεξής. Ξέρεις, η διαδικασία αυτή μοιάζει με κυνήγι θησαυρού, βρίσκεις ένα στοιχείο το οποίο σε οδηγεί σε κάτι άλλο, χωρίς αυτό να τελειώνει ποτέ.


Πιστεύεις πως γνωρίζουμε επαρκώς τα γεγονότα των Σταυροφοριών και ειδικά της Δ’ Σταυροφορίας που επέφερε την άλωση της Κωνσταντινούπολης;

Εκτός από τις αφηγήσεις των αυτοπτών μαρτύρων, που σίγουρα είναι μέχρι ενός βαθμού υποκειμενικές λόγω των ιδιοτήτων τους, υπάρχουν αρκετές επιστολές της περιόδου –οι περισσότερες αφορούν την επικοινωνία του πάπα με τους λεγάτους του- και φυσικά τα αρχεία της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας. Το περίεργο με αυτή την τελευταία πηγή είναι ότι οι -σε άλλες περιπτώσεις- λαλίστατοι Βενετοί, φαίνεται να τηρούν περίεργη σιγή σχετικά με το θέμα και η πρώτη σαφής αναφορά γίνεται στο έργο του Martino Da Canal, που όμως έχει γραφτεί στα τέλη του 13ου αιώνα, τρεις γενιές μετά την Άλωση, όταν σχεδόν κανείς από τους αυτόπτες μάρτυρες δεν ήταν εν ζωή. Επίσης, αξίζει να αναφερθούν οι αντιφάσεις μεταξύ των τριών βασικών πηγών, που συσκοτίζουν ακόμα περισσότερο το όλο εγχείρημα. Θεωρώ λοιπόν ότι ούτε γνωρίζουμε πλήρως τα γεγονότα, ούτε πρόκειται να μάθουμε πολλά περισσότερα, εκτός αν αποκαλυφθεί κάποια χαμένη πηγή, όπως ο Κώδικας του Ξηροποτάμου!

Το βιβλίο σου αποτελεί μια μίξη ιστορικού μυθιστορήματος και λογοτεχνίας του φανταστικού, εκεί που γεγονότα της Βυζαντινής ιστορίας μπλέκονται με μαγεία και καταραμένα σπαθιά. Πώς επέλεξες αυτό το πλέξιμο των ειδών για να αφηγηθείς την ιστορία σου;

Η επιλογή της μίξης των δύο ειδών, του ιστορικού μυθιστορήματος και του φανταστικού, έγινε με μία σκοπιμότητα: η αφήγηση να γίνει όσο το δυνατόν πιο θελκτική και να κεντρίσει το ενδιαφέρον σε αναγνώστες διαφορετικών λογοτεχνικών ειδών. Άλλωστε η βυζαντινή ιστορία περιέχει αρκετές αφηγήσεις που εμπλέκουν υπερφυσικά περιστατικά και γεγονότα, θεϊκά σημάδια και επεμβάσεις, κατορθώματα «υπερηρώων» της εποχής, ακόμα και θαυματουργά αντικείμενα. Γενικά, η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος «σηκώνει» στοιχεία φανταστικού.


Υπάρχουν έργα των ειδών του ιστορικού μυθιστορήματος και της λογοτεχνίας του φανταστικού που σε επηρέασαν είτε ως συγγραφέα γενικότερα, είτε όσον αφορά το νέο σου βιβλίο;

Ναι, βέβαια! Από την Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ του Αγ. Τερζάκη και τη Θρησκεία του Τ. Willocks, μέχρι την τριλογία του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, τα έπη των Αιώνιων Προμάχων του M. Moorcock και τους κόσμους του G. Martin και του Ph. J. Farmer. Αλλά και ο θρύλος του Διγενή, αυτός του Μαρμαρωμένου Βασιλιά και πολλά άλλα. Θα κάνω εδώ μια ειδική αναφορά σε ένα πολύ αξιόλογο έργο που είχε εμφανιστεί πριν κάποιες δεκαετίες, την τριλογία της Υπερβορέας του Μ. Αντωνόπουλου, που συνδύαζε ιστορικά γεγονότα με φανταστικά στοιχεία, όταν το είχα διαβάσει είχα εντυπωσιαστεί.

Η ελληνική σκηνή του φανταστικού βρίσκεται σε συνεχή άνοδο τα τελευταία χρόνια, με όλο και περισσότερους αναγνώστες να αναζητούν τα όλο και περισσότερα έργα του είδους που φτάνουν στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Γιατί πιστεύεις πως υπάρχει αυτή η άνοδος;

Νομίζω ότι έχει να κάνει με την κύρια φύση της λογοτεχνίας, που είναι κατά τη γνώμη μου η ψυχαγωγία του αναγνώστη. Γενικά το κοινό ενδιαφέρεται για ιστορίες που το βοηθούν να ταξιδεύει σε άλλους κόσμους και σε αυτό, η λογοτεχνία του φανταστικού έχει τον πρώτο λόγο, είτε πρόκειται για παιδικά παραμύθια είτε για πιο ολοκληρωμένους κόσμους ή εναλλακτικές πραγματικότητες. Ήταν λοιπόν αναμενόμενο να ασχοληθούν με το είδος και κάποιοι Έλληνες συγγραφείς και να αναδειχθούν κάποια πολύ αξιόλογα έργα. Νομίζω ότι θα υπάρξουν ακόμα καλύτερα αποτελέσματα στο μέλλον, υπάρχει κοινό για το είδος.

Ο Τιμωρός κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Anubis λίγο πριν τον πανικό του κορονοϊού και την καραντίνα που ζούμε όλοι μας τον τελευταίο καιρό. Πώς βιώνεις εσύ τις πρώτες εβδομάδες της έκδοσης του βιβλίου σου μέσα σε αυτό το κλίμα;

Είναι αυτό που λέμε «πέσαμε στην περίπτωση», ούτε τρεις βδομάδες δεν είχε που κυκλοφόρησε όταν ξεκίνησαν οι περιορισμοί, λίγοι πρόλαβαν να το δουν στα βιβλιοπωλεία και να το προμηθευτούν. Αλλιώς το είχαμε προγραμματίσει με τις Εκδόσεις Anubis, είχαμε κλείσει και αίθουσα για παρουσίαση η οποία ήταν να γίνει αυτές τις μέρες, αλλά τι να κάνουμε, προέχει η υγεία. Παρ’ όλα αυτά, εν μέσω πραγματικά αντίξοων συνθηκών, προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε με το αναγνωστικό κοινό και να κάνουμε γνωστή την έκδοση του Τιμωρός – Οργή Θεού, ώστε όταν οι συνθήκες ομαλοποιηθούν, να γνωρίζει ήδη ο κόσμος αρκετά πράγματα σε σχέση με το βιβλίο και να το αναζητήσει. Τα ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία εξακολουθούν μεν να λειτουργούν, αλλά δεν προσφέρονται για την προώθηση ενός έργου στο βαθμό που το κάνουν τα φυσικά καταστήματα, όπου ο αναγνώστης μπορεί να αγγίξει το βιβλίο, να το ξεφυλλίσει, να έρθει σε άμεση επαφή μαζί του.

Αυτό είναι το δεύτερο μυθιστόρημά σου, μετά το Σαραντακάτι Καλοκαίρια το 2017. Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σου με το γράψιμο και ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με τη συγγραφή;

Βασικά, ο Τιμωρός – Οργή Θεού είναι το τρίτο μου μυθιστόρημα, μετά τα Σαραντακάτι Καλοκαίρια έγραψα και την Ψευδαίσθηση, η οποία αυτή τη στιγμή είναι «υπό έκδοση» και έχει μια χαλαρή σύνδεση με τα Σαραντακάτι Καλοκαίρια. Από εκεί και πέρα, για εμένα το γράψιμο είναι μια μορφή δημιουργικής εκτόνωσης και θυμάμαι να έχω γράψει κάποια σύντομα κείμενα από τα χρόνια του λυκείου. Αργότερα, είχα ξεκινήσει κάποια μικρής έκτασης γραπτά που παρέμειναν μισοτελειωμένα, όμως η κρίσιμη στιγμή ήταν η επαφή μου με μια θεματική ενότητα του τμήματος των Σπουδών στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό του ΕΑΠ, την Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας. Στο πλαίσιο αυτής της ενότητας, εκπονήθηκαν κάποιες εργασίες σχετικά με μερικά πολύ σημαντικά λογοτεχνικά έργα με τη βοήθεια του καθηγητή Γ. Βάρσου, ο οποίος, χωρίς μάλλον το επιδιώξει, με τα ενθαρρυντικά του σχόλια με ώθησε στο να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου.

Αν μπορούσες να φτιάξεις το soundtrack του Τιμωρός – Οργή Θεού, ποια τραγούδια θα έβαζες μέσα;

Πολύ ωραία ερώτηση! Ανάλογα με τη σκηνή, θα μπορούσαμε να έχουμε κομμάτια διαφορετικών συνθετών. Για παράδειγμα, στη σκηνή της στέψης στα τείχη θα μπορούσε να ακούγεται ένα επικό συμφωνικό έργο του Στ. Σπανουδάκη, στη σκηνή με την αψιμαχία στο Κοσμίδιο ένα πιο “σκληρό” κομμάτι, ίσως το Black Wind, Fire and Steel των Manowar, στη σκηνή στο πέρασμα του Μπρένερ ένα κομμάτι των Tr. Jones και R. Edelman στα πρότυπα του Τελευταίου των Μοϊκανών, στην πολιορκία του Γαλατά κάτι αντίστοιχο από τον H. Zimmer και τον Μονομάχο και στη σκηνή της παράδοσης της Πόλης, το Throw down the sword των Wishbone Ash. Ας φτάσουμε όμως εκεί, να χρειάζεται δηλαδή soundtrack και θα τα βρούμε!

Υπάρχει ιδανικός αναγνώστης για σένα και ποιος είναι αυτός;

Δεν γνωρίζω πραγματικά, όπως δεν γνωρίζω αν υπάρχει ιδανικός συγγραφέας. Ποιος θα μπορούσε να είναι ο ιδανικός αναγνώστης, αυτός που διαβάζει όλα τα είδη για παράδειγμα, ή εκείνος που προσεγγίζει το κάθε έργο κριτικά; Αυτό που θα μου άρεσε σε έναν αναγνώστη είναι να παραμένει ανοικτός και να δίνει την ευκαιρία σε κάθε δημιουργό, διαβάζοντας το έργο του χωρίς προκαταλήψεις. Αυτό βέβαια δεν συνεπάγεται ψυχαναγκασμό, να επιμένεις δηλαδή σε κάτι που αποδεδειγμένα δεν σε τραβάει.

Ιδέα για το επόμενο βιβλίο σου υπάρχει; Θα ασχοληθείς ξανά με το σύμπαν του Τιμωρού;

Αυτή τη στιγμή συγγράφω το prequel της Οργής Θεού, όπου θα μάθουμε περισσότερες λεπτομέρειες για τους Μιχαηλίτες και θα δούμε και τον Τιμωρό σε δράση. Επίσης θα μάθουμε πώς και γιατί ένα τόσο σημαντικό όπλο πέρασε στη σφαίρα του θρύλου, σχεδόν του παραμυθιού, ενώ κάποτε ήταν στην πρώτη γραμμή της βυζαντινής πραγματικότητας. Υλικό υπάρχει άφθονο, μακάρι να βοηθήσουν οι συνθήκες και να γράψω και τα υπόλοιπα βιβλία που έχω κατά νου σχετικά με τον Τιμωρό -έξι στο σύνολο. Συγχρόνως υπάρχει και μια ιδέα για ένα τρίτο βιβλίο σε σχέση με τα Σαραντακάτι Καλοκαίρια και την Ψευδαίσθηση, αλλά επ’ αυτού, προέχει να εκδοθεί κάποια στιγμή η Ψευδαίσθηση.