ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΑΝΝΩΝ

Μαντώ και Μυρτώ Στάθη, πώς είναι να στέλνεις μία ταινία στις Κάννες;

To Exploding Girl VR είναι ένα ωμό πορτρέτο ελληνικής συμπαραγωγής για την οργή μίας ολόκληρης γενιάς έφτασε μέχρι τις Κάννες.
Τους τελευταίους τρεις μήνες, η Candice εκρήγνυται κάθε μέρα. Κάποιες μέρες πάνω από μία φορά. Οι εκρήξεις της έχουν φτάσει πια τις 192. Είναι το κορίτσι που δίνει τον τίτλο στο Exploding Girl VR, τη μικρού μήκους 3D κινουμένων σχεδίων σε σκηνοθεσία των Caroline Poggi και Jonathan Vinel, βραβευμένου με Χρυσή Άρκτο (As Long As Shotguns Remain) δημιουργικού ζευγαριού από τη Γαλλία που μετά την περσινή μεγάλου μήκους τους Eat the Night βρέθηκαν ξανά στις Κάννες με αφορμή αυτό το εκρηκτικό κορίτσι.

Το Exploding Girl VR είναι ένα νέο και τολμηρό έργο που μεταφέρει την ριζοσπαστική αφήγηση των δυο τους στον κόσμο της εικονικής πραγματικότητας, σε μία παραγωγή της Atlas V και της Byrd, το νεοσύστατο κινηματογραφικό τμήμα της ελληνικής εταιρείας TopCut Modiano.

Παρουσιάστηκε στο διαγωνιστικό τμήμα Immersive στις 78ες Κάννες και σκιαγράφησε ένα ωμό και διαυγές πορτρέτο της οργής μίας ολόκληρης γενιάς που αντιμετωπίζει την ανημπόρια και την κατάρρευση, σε συνεργασία με τους καλλιτέχνες Saradibiza και Lucien Krampf που συνέβαλαν στην αξιοποίηση του 3D animation για να προσφέρουν κριτική απόσταση και συναισθηματική ένταση.

Πίσω από το Exploding Girl VR βρίσκουμε τις δίδυμες αδελφές Μαντώ και Μυρτώ Στάθη, παραγωγοί στον κινηματογράφο και την τηλεόραση με ταινίες τους να έχουν επιλεγεί σε περισσότερα από 70 φεστιβάλ παγκοσμίως, όπως οι Κάννες, το BFI, το Palm Springs και το SXSW, με πολυάριθμα βραβεία. Με τη Μυρτώ να κάνει την αρχή εντασσόμενη στη Byrd το 2022, οι δύο τους επανενώθηκαν στην Ελλάδα ως lead producers της εταιρείας το 2024.

Μιλήσαμε μαζί τους με αφορμή την απόβαση του Exploding Girl VR στην Κρουαζέτ.

Πώς μπήκατε στην παραγωγή ταινιών;

Μαντώ: Από πολύ μικρές αγαπούσαμε το σινεμά. Η μητέρα μας ήταν (και παραμένει!) μεγάλη σινεφίλ και μας πήγαινε από πολύ μικρές σε προβολές και παραστάσεις, οπότε μεγαλώσαμε βλέποντας πολλές ταινίες, από διαφορετικές χώρες και σκηνοθέτες. Αυτή η επαφή μάς καθόρισε, ακόμα κι αν δεν είχαμε τότε συνειδητοποιήσει ότι θα ασχοληθούμε επαγγελματικά με τον χώρο.

Μυρτώ: Οι πρώτες μας σπουδές δεν είχαν άμεση σχέση με το σινεμά , η μία από εμάς σπούδασε στο Πολυτεχνείο και η άλλη Οικονομικά. Η στροφή ήρθε όταν βρεθήκαμε και οι δύο στο Λονδίνο για μεταπτυχιακά πάνω στον πολιτισμό και τις τέχνες. Εκεί καταλάβαμε ότι θέλουμε να ακολουθήσουμε μια πιο δημιουργική διαδρομή. Η Μαντώ ξεκίνησε να δουλεύει σε μια εταιρεία παραγωγής στο Λονδίνο, κι έναν χρόνο μετά αποφασίσαμε μαζί να δημιουργήσουμε κάτι δικό μας, μία μικρή εταιρεία που να μας επιτρέπει να κάνουμε τις ιστορίες που μας ενδιέφεραν πραγματικά. Ήταν μια αρκετά αυθόρμητη απόφαση, ξυπνήσαμε μια μέρα και είπαμε «πάμε να το κάνουμε». Κι έτσι ξεκινήσαμε να κάνουμε τις πρώτες μας μικρού μήκους ταινίες στο Λονδίνο. Και από τότε, συνεχίζουμε βήμα βήμα.

Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να μπει κανείς από την Ελλάδα στην παραγωγή ταινιών με διεθνείς βλέψεις;

Μαντώ: Δεν είναι εύκολο, αλλά δεν είναι και αδύνατο. Η Ελλάδα έχει να προσφέρει κάτι μοναδικό, από τοπία και φως, μέχρι ταλέντο μπροστά και πίσω από την κάμερα. Όμως για να μπει κανείς στον χώρο της διεθνούς παραγωγής, χρειάζεται επιμονή, στρατηγική και συχνά και κάποιες “μεταφράσεις”, όχι μόνο της γλώσσας, αλλά και της κουλτούρας, του τρόπου δουλειάς, ακόμα και των προσδοκιών. Υπάρχουν δυσκολίες, περιορισμένοι πόροι, μικρό δίκτυο επαφών σε σύγκριση με μεγαλύτερες αγορές, και η ανάγκη να αποδείξεις την αξιοπιστία σου ξανά και ξανά.

Μυρτώ: Αλλά η ελληνική κινηματογραφική κοινότητα είναι πλέον πιο εξωστρεφής και καλά εκπαιδευμένη, και οι διεθνείς συνεργασίες έχουν αυξηθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία. Αν έχεις ξεκάθαρο όραμα, προσαρμοστικότητα και όρεξη για δουλειά, μπορείς να χτίσεις κάτι που θα αντέξει και εκτός συνόρων.


Με τι λογική φτιάχτηκε η Byrd ως θυγατρική της Topcut Modiano; Με τι στόχευση;

Μυρτώ: Η Topcut Modiano είναι μία από τις παλαιότερες και πιο καταξιωμένες εταιρείες παραγωγής στην Ελλάδα, με κύρια δραστηριότητα την παραγωγή διαφημιστικών ταινιών για την εγχώρια και διεθνή αγορά. Ωστόσο, ήδη από τα πρώτα της χρόνια είχε εμπλακεί και στον χώρο του κινηματογράφου, συμμετέχοντας ως συμπαραγωγός σε σημαντικές ταινίες, όπως η Κινέττα του Γιώργου Λάνθιμου, το L του Μπάμπη Μακρίδη και το Arcadia Lost του Φαίδωνα Παπαμιχαήλ.

Η δημιουργία της Byrd προέκυψε από την ανάγκη για έναν ξεκάθαρο και δομημένο βραχίονα που θα ασχολείται αποκλειστικά με την ανάπτυξη και παραγωγή κινηματογραφικών και τηλεοπτικών πρότζεκτ με διεθνείς προδιαγραφές. Η λογική πίσω από τη Byrd ήταν να μην περιοριστούμε σε συμπαραγωγικούς ρόλους, αλλά να ξεκινάμε από το μηδέν, από το στάδιο της ιδέας και της συγγραφής, και να επενδύουμε στο δημιουργικό όραμα τολμηρών σκηνοθετών και σε έργα που έχουν τη δυναμική να ταξιδέψουν εκτός συνόρων.

Μαντώ: Η στόχευση της Byrd είναι ξεκάθαρα εξωστρεφής: να υποστηρίζει φωνές με ξεκάθαρη ταυτότητα και να συμβάλλει στην καθιέρωση του ελληνικού σινεμά ως ισότιμου συνομιλητή στο παγκόσμιο κινηματογραφικό τοπίο.


Τι είδους ταινίες θέλετε να αποτελέσουν την καλλιτεχνική ταυτότητα της Byrd;

Μυρτώ: Στόχος μας στη Byrd είναι να αναπτύσσουμε ιστορίες που αντανακλούν την κοινωνία στην οποία ζούμε, είτε μέσα από άμεσο κοινωνικό σχολιασμό, είτε μέσα από πιο υπαινικτικούς, αφηγηματικά σύνθετους τρόπους. Δεν ψάχνουμε «εύκολες» ή «προβλέψιμες» ταινίες, αλλά έργα με ξεκάθαρη κινηματογραφική φωνή και εσωτερική αναγκαιότητα.

Μας ενδιαφέρουν projects που μπορούν να επικοινωνήσουν πέρα από τα ελληνικά σύνορα, όχι μόνο λόγω γλώσσας ή θεματολογίας, αλλά επειδή αγγίζουν κάτι παγκόσμιο. Αναζητούμε δημιουργούς που δεν φοβούνται να πάρουν ρίσκα, και έργα που αντέχουν στο χρόνο, που προκαλούν, συγκινούν ή και διχάζουν.

Η καλλιτεχνική ταυτότητα της Byrd χτίζεται πάνω σε αυτή την πρόθεση: να καλλιεργεί τολμηρές ιδέες, να υποστηρίζει δημιουργικές φωνές με άποψη, και να συμμετέχει ενεργά στον σύγχρονο κινηματογραφικό διάλογο.

Πώς ήρθε το Exploding Girl στα χέρια σας; Τι σας ιντρίγκαρε περισσότερο στην ιστορία του;

Μαντώ: Το Exploding Girl ήρθε στα χέρια μας μέσα από τη συνεργασία μας με την ATLAS V και τους σκηνοθέτες Caroline Poggi και Jonathan Vinel, των οποίων τη δουλειά παρακολουθούσαμε καιρό με ενδιαφέρον. Από την αρχή φαινόταν πως είχαν μια ξεκάθαρη και τολμηρή πρόταση για το πώς να αφηγηθούν την ιστορία της Candice, αξιοποιώντας στο έπακρο τις δυνατότητες του VR ως μέσο.

Αυτό που μας ιντρίγκαρε περισσότερο ήταν ο τρόπος που συνδύαζαν τη σκληρότητα της θεματικής με μια βαθιά εικαστική ευαισθησία. Η χρήση του 3D animation δεν ήταν απλώς αισθητική επιλογή, αλλά ένας τρόπος να δημιουργήσουν έναν αφαιρετικό χώρο που επιτρέπει στον θεατή να βιώσει, όχι απλώς να παρακολουθήσει, τη βία, τη μοναξιά και τη σύγχυση της ηρωίδας. Ήταν ξεκάθαρο ότι αυτό το έργο δεν θα μπορούσε να υπάρξει σε καμία άλλη μορφή. Μόνο ως μία immersive εμπειρία.


Πώς μπορεί το σινεμά ως μέσο να διαχειριστεί τον θυμό που εκφράζεται στην ταινία εκ μέρους μιας γενιάς που δεν φαίνεται ότι θα έχει πολλούς λόγους να κατευνάσει τον θυμό της μελλοντικά;

Μυρτώ: Το σινεμά έχει τη μοναδική ικανότητα να λειτουργεί ταυτόχρονα ως καθρέφτης και ως δοχείο. Να αποτυπώνει τον θυμό μιας γενιάς, αλλά και να τον μεταπλάθει, να του δίνει μορφή, ρυθμό, συγκίνηση. Δεν τον εξημερώνει απαραίτητα, ούτε τον καταπραΰνει. Αντίθετα, μπορεί να τον αναδείξει με τρόπο που τον καθιστά αναγνωρίσιμο, κοινό, ενσυναίσθητο. Στην περίπτωση του The Exploding Girl, αυτός ο θυμός δεν εκλογικεύεται ούτε εξηγείται. Υπάρχει ως ενέργεια, ως παλμός, ως επιτακτική ανάγκη για έκφραση.

Μαντώ: Σε έναν κόσμο που δεν φαίνεται να προσφέρει πολλές διεξόδους, το σινεμά και ειδικά τα νέα αφηγηματικά μέσα όπως το VR μπορεί να δώσει φωνή και σώμα σε συναισθήματα που αλλιώς θα έμεναν άφωνα ή αόρατα. Δεν έχει την υποχρέωση να προσφέρει λύσεις. Αλλά μπορεί να ανοίξει χώρο: για να ειπωθούν ιστορίες, να ακουστούν φωνές, να υπάρξει συλλογική εμπειρία. Και αυτό, ιδίως για μια γενιά που νιώθει μόνη ή παγιδευμένη, είναι ήδη κάτι βαθιά πολιτικό.

Πώς ήταν η συνεργασία σας με το αναγνωρισμένο δίδυμο σκηνοθετών του;

Μαντώ: Η συνεργασία μας με την Caroline Poggi και τον Jonathan Vinel ήταν εξαιρετικά δημιουργική και ουσιαστική. Πρόκειται για δύο δημιουργούς με ξεκάθαρο όραμα και έντονη προσωπική κινηματογραφική γλώσσα, που δεν φοβούνται να πάρουν ρίσκα, ούτε αισθητικά, ούτε θεματικά. Από την πρώτη στιγμή είχαν μια πολύ συγκεκριμένη ιδέα για το The Exploding Girl και παρέμειναν απόλυτα πιστοί στην αλήθεια της ιστορίας τους.

Μυρτώ: Αυτό που μας εντυπωσίασε ιδιαίτερα ήταν η ικανότητά τους να μεταφράσουν ένα βαθιά συναισθηματικό και φορτισμένο αφήγημα σε μια immersive εμπειρία που είναι ταυτόχρονα ωμή και ποιητική. Η λεπτότητα με την οποία χειρίστηκαν τη βία, την απογοήτευση και τη μοναξιά της Candice, χωρίς να γίνονται ποτέ διδακτικοί ή ηθικολογικοί, δείχνει το βάθος και την ωριμότητα της ματιάς τους. Για εμάς, ήταν προνόμιο να σταθούμε δίπλα τους ως παραγωγοί.


Πόσο καιρό πήρε η ολοκλήρωση της ταινίας, ποιες ήταν οι πιο αξιομνημόνευτες στιγμές της εμπειρίας σας σε αυτή και ποιες οι πιο δύσκολες;

Μυρτώ: Η ολοκλήρωση του The Exploding Girl διήρκεσε περίπου δύο χρόνια, καθώς πρόκειται για ένα έργο που συνδυάζει animation, VR και διαδραστικά στοιχεία. Από την αρχική ανάπτυξη της ιδέας μέχρι την τελική υλοποίηση, χρειάστηκε συνεχής συνεργασία μεταξύ καλλιτεχνικών και τεχνικών ομάδων από διαφορετικές χώρες και πεδία εξειδίκευσης. Ήταν μια διαδικασία σύνθετη αλλά και εξαιρετικά δημιουργική.

Μαντώ: Αξιομνημόνευτες στιγμές υπήρξαν πολλές. Ξεχωρίζει όμως η πρώτη φορά που φορέσαμε το headset και «μπήκαμε» στον κόσμο της Candice. Ήταν συγκλονιστικό να βιώνεις αυτή την ιστορία από μέσα, τόσο σωματικά όσο και συναισθηματικά.


Τι φιλοδοξίες έχετε για το Exploding Girl, ιδίως μετά τη συμμετοχή στις Κάννες;

Μυρτώ: Η συμμετοχή του Exploding Girl στο επίσημο πρόγραμμα στις Κάννες είναι για εμάς μεγάλη τιμή και ταυτόχρονα μια επιβεβαίωση της πίστης μας στο πρότζεκτ και στους δημιουργούς του.

Φιλοδοξούμε να βρούμε τρόπους να παρουσιάσουμε την εμπειρία και στο ελληνικό κοινό, τόσο μέσα από ειδικές προβολές όσο και μέσα από συνεργασίες με φορείς που ενδιαφέρονται να εντάξουν το VR στο πρόγραμμά τους.

Πώς βλέπετε την ανάπτυξη του AI σε σχέση με τον κινηματογράφο;

Μαντώ: Η ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης αποτελεί μια ραγδαία εξέλιξη που ήδη αλλάζει τις συνθήκες παραγωγής, αλλά και τον τρόπο που σκεφτόμαστε την αφήγηση στον κινηματογράφο. Από εργαλεία που επιταχύνουν την έρευνα, το μοντάζ ή το VFX, μέχρι πιο πειραματικές χρήσεις στη συγγραφή και στο pre-visualisation, το AI μπορεί να ενισχύσει τη δημιουργική διαδικασία, αρκεί να χρησιμοποιείται με κριτική σκέψη.

Το σινεμά είναι κατ’ εξοχήν συλλογική και ανθρώπινη τέχνη· ακόμα κι όταν τα εργαλεία αλλάζουν, αυτό που έχει αξία είναι η πρόθεση, το όραμα και η ματιά του δημιουργού. Το AI μπορεί να ανοίξει νέους δρόμους, αλλά είναι στο χέρι μας να επιλέξουμε πώς και γιατί τους ακολουθούμε.

Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.

Exit mobile version